Λαϊκὸ ποίημα γραμμένο τὶς μέρες αὐτὲς ποὺ ἐπίκεινται οἱ ἀρχιεπισκοπικὲς ἐκλογὲς.
«Ὁ Μόρφου ὁ Νεόφυτος, ὁ ᾽πίσκοπος τῶν Σόλων»
Οὕλλοι βουροῦν τζιαὶ τρέχουσιν τὰ ἔργα νὰ ἀναδείξουν,
τζιαὶ πόθον ἔχουσιν πολύν, ὁ ᾽πίσκοπος τους νὰ ξεβεῖ
στὸ θρόνον τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς τὸν μιάλον, ποὺ ἔν στὴ χώρα.
Ὁμολογῶ πὼς ἔχουσιν πολλὰ μὰ τζιαὶ καλὰ ἔργα οὕλλοι νὰ δείξουν!
Φτωχοὺς πολλοὺς ταΐζουσιν, μιτσιούς, μὰ τζιαὶ μεάλους.
Μονὲς καλὲς ἐκτίσασιν, τζιαὶ Ἐκκλησιὲς μεάλες!
Μὰ τοῦτα οὕλλα ποὺ θωρῶ κάμνουν με νὰ συλλοηθῶ·
Ἄραγες τοῦτος ὁ Θεός, ποὺ ὀνομάζεται Χριστός, τί σκέψεις ἐν νὰ κάμνει;
Ὅταν ἐκλεῖαν Ἐκκλησιὲς μὲ διατάγματα τοῦ χτές, ποῦ ἦταν οἱ ᾽πισκόποι;
Στὸν Ἁγιασμὸν στὰ Φῶτα του, ποῦ ἐχωστήκαν οὕλλοι,
τζιαὶ ἐσκέθτουνταν τὸν Τίμιον Σταυρὸν νὰ πάσειν γιὰ νὰ ρίξουν;
Στοὺς νόμους τῆς διαφθορᾶς, ἀνωμαλίας τζιαὶ φθορᾶς,
τούν τοῦ ποιμνίου του μπροστὰ ποιός ἔφκην νὰ φωνάξει;
Τοὺς λόους τῶν Ἁγίων του ποιός ᾽φκῆκεν νὰ διδάξει;
Τὶς Εκκλησιὲς στὰ κατεχόμενα ποιός ἔτρεχεν νὰ σάσει;
Χριστέ μου, Παναγία μου, συγχωρᾶτε μου τὰ λόγια· Ξέρω, πὼς ἀγρικᾶτε το καλά,
τὸ σέβας μου σὲ οὕλλους τους ἐν μιάλον, ἔν τὸ κρύφκω!
Θαρρῶ τζιαὶ θέλω νὰ τὸ πῶ, νὰ τὸ φωνάξω δυνατά, στὰ πέρατα νὰ φτάσει,
Ὁ Μόρφου ὁ Νεόφυτος, ὁ ᾽πίσκοπος τῶν Σόλων,
ἔν τοῦτος ποὺ ἐστάθηκεν στὸ ὕψος τοῦ ᾽πισκόπου,
τζεῖνες τὲς ὧρες τὲς θολές, τὲς ὧρες τῆς φοβίας.
Ἐμεῖς ποὺ ξέρουμεν καλά, τζιαὶ εἴδαμέν τον ποὺ κοντά, πόσον λεβέντης εἶναι,
τζιαὶ δὲ φοᾶται τίποτε, μὰ οὔτε λοαρκάζει,
ἅμαν ἔν γιὰ τὴν πίστη μας τούτην τῆς Ρωμιοσύνης,
τραβᾶ τὸν δρόμον τοῦ Χριστοῦ τζιαὶ τῆς Ἁγιοσύνης.
Μπαίνει μπροστὰ στὰ δύσκολα, τὸ ποίμνιο ποιμαίνει,
ὅπως τοὺς Αποστόλους μας φοβία δὲν τὸν σκιάζει.
Κρατᾶ σὰν βράχος δυνατός, τὴν πίστη μας πρωτάσσει,
σὲ τοὺν τοὺς δύσκολους τζιαιρούς, ποὺ θέλουσιν, Χριστούλλη μου,
τὸ πλάσμα σου νὰ κάμουσιν σὰν τέρας γιὰ νὰ μοιάζει.
Ἐμεῖς, νὰ ξέρετε καλά, πὼς θἄμαστεν πάντα κοντά στὸν ἅγιον Πατέρα,
τζι᾽ ἀγάπην θὰ τοῦ ἔχουμεν πάντα, πέρα γιὰ πέρα!
Οἱ ποιητὲς τῶν Κοκκινοχωρίων