Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
«Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου
καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου…
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν»
Ἡ ὡραία εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ μόλις ἀκούσαμε, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, διακρίνεται σαφῶς σὲ δύο ἑνότητες. Στὴν πρώτη ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ὁμιλεῖ περὶ τῆς μεγάλης ἀρετῆς τῆς ἀγάπης, ἐνῷ στὴν δεύτερη, ἔμμεσα πλὴν μὲ σαφήνεια, ὁμολογεῖ τὸ θεανθρώπινο Του πρόσωπο καὶ ὅτι εἶναι σύνθρονος μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα, φιμώνοντας τοὺς Φαρισαίους, ποὺ εἶχαν συναθροιστεῖ γιὰ νὰ Τὸν ἐκπειράξουν, καθὼς καὶ τοὺς ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ἀρνητὲς τῆς Θεότητάς Του.
Θὰ ἤθελα νὰ σταθοῦμε στὸ πρῶτο μας θέμα, αὐτὸ τῆς κορυφαίας ἀρετῆς, τῆς θεώνυμης ἀγάπης, τῆς διπλῆς ἀγάπης, στὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο. Γιὰ τὴν ἀρετὴ τούτη εἶναι γεμάτα τὰ βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης, ἐξαιρέτως δὲ τὰ ἔργα τοῦ μαθητῆ τῆς ἀγάπης ἀποστόλου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, καὶ μάλιστα ἡ Α´ Καθολικὴ Ἐπιστολή του, ποὺ ἀποτελεῖ ἄφθαστο ἐγκώμιο τῆς ἀγάπης καὶ ἀποπνέει ὅλο τὸ θεοστάλακτο ἄρωμά της: «Ἀγαπητοί, ἀγαπῶμεν ἀλλήλους», γράφει ἐκεῖ μεταξὺ ἄλλων, «ὅτι ἡ ἀγάπη ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι, καὶ πᾶς ὁ ἀγαπῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται καὶ γινώσκει τὸν Θεόν. ὁ μὴ ἀγαπῶν οὐκ ἔγνω τὸν Θεόν, ὅτι ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν.» Καί, δὲν νοεῖται ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, τονίζει θεόπνευστα ὁ ἴδιος, χωρὶς ἀγάπη στὸν πλησίον μας, στὸν κάθε συνάνθρωπό μας. Καὶ ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι ἀσφαλῶς μόνο λόγια· εἶναι κατεξοχὴν ἔργα! Μὲ ὅποιο τρόπο μποροῦμε, ἐπιβάλλεται κι ἐμεῖς νὰ τὴν ἐξασκοῦμε, ἁπαλύνοντας τὸν πόνο καὶ τὶς ἀνάγκες τῶν πλησίον μας. Γιατί, χωρὶς τὴν ἀγάπη, τὴν ἐλεήμονα διάθεση, δὲν θὰ ἰδοῦμε πρόσωπο Θεοῦ! Φθάνει νὰ ἀναλογισθοῦμε τὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Κρίσεως: Ἐκεῖ ἰδιαίτερα μᾶς ζητεῖται λόγος γιὰ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης στοὺς ἐμπερίστατους ἀδελφούς μας, ἂν τὰ πράξαμε ἢ ὄχι!
Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας, ὁ δίκαιος Κριτής, μὲ τρόπο ζωντανὸ καὶ ἐποπτικό, μᾶς περιέγραψε στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Κρίσεως τὴ δεύτερη δοξασμένη Του ἔλευση, ὅταν θὰ ἔλθει μέσα στὸ πλῆθος τῶν ἀγγέλων καὶ ἁγίων Του, γιὰ τὴν τελικὴ κρίση καὶ ἀνταπόδοση τῶν ἔργων τῶν ἀνθρώπων (Ματθ. 25, 31-46). Τότε, ἀφοῦ πρῶτα ἀναστηθοῦν ἄφθαρτοι ὅλοι οἱ ἀπ᾽ αἰῶνος νεκροὶ καὶ οἱ τότε ζῶντες ἀφθαρτισθοῦν, θὰ μαζευθοῦν γύρω ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ἀδέκαστο τοῦ Δεσπότου κριτήριο. Καὶ ὁ ἀλάθητος καὶ δικαιοκρίτης Ἰησοῦς θὰ χωρίσει τοὺς συνανθροισμένους ἀνθρώπους σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα τους. Καὶ τοὺς μὲν δίκαιους, ποὺ παρομοιάζει μὲ τὰ ἥμερα καὶ ἄκακα πρόβατα, θὰ τοὺς τοποθετήσει στὰ δεξιά Του, ἐνῶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀμετανόητους, ποὺ τοὺς ἐξομοιώνει μὲ τὰ ἄτακτα ἐρίφια (κατσίκια), στὰ ἀριστερά Του.
Ἐκείνη τὴ φοβερὴ ὥρα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, θὰ μᾶς ζητηθεῖ λόγος γιὰ ὅλες ἀσφαλῶς τὶς πράξεις μας, κι ἂν τηρήσαμε ἢ ὄχι ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Στὴ συνοπτικὴ ὅμως παρουσίαση τῆς τελικῆς κρίσης, ποὺ περιγράφεται στὴν ἐν λόγῳ περικοπή, ὁ Κύριός μας ἐπικεντρώνεται κατεξοχὴν στὴν τήρηση ἢ ὄχι τῆς κορυφαίας ἐντολῆς τῆς ἀγάπης, τῆς διπλῆς ἀγάπης, πρῶτα πρὸς τὸν Θεὸ καὶ μετὰ πρὸς τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τὸν ἄνθρωπο. Γιατί, ὅποιος ἀγαπάει ἀληθινὰ καὶ εἰλικρινὰ τὸν Θεό, ἀγαπάει κατὰ φυσικὴ συνέπεια καὶ τὸ πλάσμα Του, τὸν ἀδελφό Του, τὸν κάθε ἄνθρωπο. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ κρίση ἐδῶ ἑστιάζεται στὴν ἀγάπη, ποὺ εἶναι ἡ βάση καὶ τὸ θεμέλιο τοῦ Νόμου καὶ τῶν Προφητῶν, ὅλου τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος.
Στὴν ἐξέτασή Του ὁ Χριστός μας θὰ ἀναφερθεῖ σ᾽ ὅλες τὶς ἐπιμέρους ἔμπρακτες ἐκδηλώσεις τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς πονεμένους καὶ ἐμπερίστατους ἀδελφούς μας: Ἂν δηλαδὴ δώσαμε τροφὴ σὲ πεινασμένους, νερὸ σὲ διψασμένους, στέγη καὶ κατάλυμα σὲ φτωχοὺς καὶ ξένους, ἐνδύματα σὲ γυμνοὺς καὶ ἐνδεεῖς, κι ἂν ἐπισκεφθήκαμε ἀρρώστους καὶ φυλακισμένους, γιὰ νὰ τοὺς συμπαρασταθοῦμε καὶ νὰ τοὺς παρηγορήσουμε. Ἐδῶ εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ προσέξουμε καὶ νὰ τονίσουμε τὸ ὅτι ὁ Χριστός μας θεωρεῖ ὅλα τὰ καλὰ ἔργα καί, ἀντίθετα, ὅλες τὶς ἐλλείψεις τῶν καλῶν ἔργων, ὅτι ἀναφέρονται στὸν Ἴδιο, στὸ ἅγιο πρόσωπό Του: «ἐπείνασα γὰρ καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ ἐποτίσατέ με», κ.λπ. Αὐτὸ εἶναι κάτι τὸ συγκλονιστικό, ποὺ πρέπει νὰ ἔχουμε πάντα σοβαρά ὑπόψη μας: Στὸ πρόσωπο τοῦ κάθε πτωχοῦ, ἐμπερίστατου, ἀσθενῆ, πρέπει νὰ βλέπουμε τὸν ἴδιο τὸν Θεό, τὸν Χριστό μας. Γι᾽ αὐτὸ καὶ κάπου στὴν Παλαιὰ Διαθήκη λέει, «ὁ ἐλεῶν πτωχόν, δανείζει Θεῷ». Δηλαδὴ μὲ τὴν ἐλεημοσύνη, ὢ πράγματος παραδόξου, καθιστοῦμε τὸν Θεὸ χρεώστη μας! Βλέπετε, ἡ γνήσια, ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη πρὸς τὸν ἀδελφό, τὸν συνάνθρωπό μας, μᾶς ὁδηγεῖ στὸν Κύριο. Λένε κάποια παλαιὰ θεόπνευστα ρητὰ ἁγίων Γερόντων τῆς ἐρήμου: «Εἶδες καὶ κέρδισες (δηλαδὴ ἀνέπαυσες πνευματικὰ) τὸν ἀδελφό σου; Εἶδες καὶ κέρδησες Κύριον τὸν Θεόν σου. Διότι ἡ σωτηρία μας κρέμμαται ἀπὸ τὸν πλησίον μας.»
Ἐδῶ θὰ σᾶς διηγηθῶ ἕνα θαυμαστὸ καὶ συγκινητικὸ γεγονός, ποὺ συνέβη πρὶν ἀπὸ 40 περίπου χρόνια σὲ μεγαλούπολη τῆς Ἀμερικῆς, ὅπως μᾶς ἀνέφερε μακαριστὸς σήμερα Μητροπολίτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅταν ἦταν ἀκόμη ἀρχιμανδρίτης στὴν Ἀθήνα. Τὸ γεγονὸς τοῦ τὸ διηγήθηκε μία κυρία, ἡ ὁποία ἦταν καὶ ἡ αὐτόπτης μάρτυς. Ἡ κυρία αὐτή, Ἑλληνίδα στὴν καταγωγή, διέμενε τότε στὴν Ἀμερική. Καί, πιθανώτατα θὰ γνωρίζετε ὅτι, ἐπειδὴ ἐκεῖ κυκλοφοροῦν ἐπικίνδυνοι ἄνθρωποι, ὁ κόσμος εἶναι κλειδαμπαρωμένος στὰ σπίτια του καὶ δὲν ἀνοίγουν εὔκολα τὶς πόρτες στὸν καθένα. Κάποια μέρα, πρωί, κτύπησε τὸ κουδούνι τῆς ἐξώπορτας τῆς κυρίας αὐτῆς. Αὐτὴ βέβαια δὲν ἄνοιξε τὴν πόρτα, καθὼς δὲν ἀνέμενε κάποιο ἐπισκέπτη. Ἐπειδὴ ὅμως χτυποῦσε ἐπίμονα τὸ κουδούνι, κοίταξε ἀπὸ πάνω νὰ δεῖ ποιός χτυποῦσε, καὶ εἶδε ἕνα κουρελὴ ζητιάνο στὴν πόρτα. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸς ἐπέμενε νὰ κτυπᾶ, ἀποφάσισε νὰ πάει νὰ ἀνοίξει, ὄχι βέβαια γιὰ νὰ τοῦ δώσει ἐλεημοσύνη, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν βρίσει, νὰ τὸν κατσαδιάσει καὶ νὰ τὸν διώξει κακὴν κακῶς. Μόλις λοιπὸν ἄνοιξε τὴν πόρτα μ᾽ αὐτὸ τὸν σκοπὸ καὶ ἄρχισε νὰ φωνάζει, ὁ ἄγνωστος πτωχὸς ἔλαμψε σὰν τὸν ἥλιο, μεταμορφώθηκε στὴ μορφὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ χάθηκε ἀπὸ μπροστά της! Ἡ γυναίκα, συγκλονισμένη, λιποθύμησε καί, ὅταν συνῆλθε, ἔκλαιγε γοερῶς ἐν μετανοίᾳ, μέχρι ποὺ ἐπέστρεψε στὴν Ἑλλάδα καὶ ἀνέφερε τὸ γεγονὸς στὸν ἀνωτέρω κληρικό.
Ἂς παρακαλέσουμε θερμὰ τὸν Κύριο, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νὰ μᾶς δωρήσει καὶ νὰ ἐπαυξήσει μέσα μας τούτη τὴ μέγιστη ἀρετὴ τῆς ἀγάπης, μὲ τὶς ἱκεσίες τῆς Παναγίας μας, τοῦ ἠγαπημένου Του μαθητῆ τῆς ἀγάπης, ἐνδόξου ἀποστόλου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, καὶ ὅλων τῶν ἁγίων, καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσει μὲ τὸ ἔλεός του τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἀμήν!