Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου στην Ακολουθία της Γ΄ Στάσεως των Χαιρετισμών της Υπεραγίας Θεοτόκου, που τελέσθηκε στον ιερό ναό Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, της κοινότητας Κατύδατα, της μητροπολιτικής περιφέρειας Μόρφου, στις 9.3.2018.
Πατέρες μου και αδελφοί μου,
Μας αξιώνει η Δέσποινα του κόσμου, εδώ εις την κοινότητα των Κατυδάτων, που όλως ιδιαιτέρως τιμάται ο ηγαπημένος, ο φίλος Χριστού, ο παρθένος, ο Ευαγγελιστής, ο Ιωάννης ο Θεολόγος. Ο παραστάτης του Σταυρού και συμπαραστάτης της Θεοτόκου, υπό του Σταυρού, ο μόνος, ο Ιωάννης ο Θεολόγος.
Έτσι, ερχόμενοι στα Κατύδατα, πάντοτε αισθανόμεθα ότι ερχόμεθα σε ένα χωριό Θεομητορικό. Σε ένα χωριό, που αξιώθηκε να έχει τους συμπαραστάτες του Κυρίου εις την πιο δύσκολη στιγμή της οικουμένης. Όλης της οικουμένης.
Η μεγαλύτερη μάχη των μαχών, ο μεγαλύτερος πόλεμος, η μεγαλύτερη νίκη, επετεύχθη επί του Σταυρού. Γιατί εκείνη την στιγμή, Αυτός, ο Οποίος επήρε σάρκα και αίμα από την Παναγία και ενώθηκε με αυτή την σάρκα και με αυτό το αίμα το Πνεύμα το Άγιον και έτσι ο Λόγος του Θεού, έγινε Υιός του Θεού, που ήτο πάντοτε Υιός του Θεού, αλλά και Υιός του Ανθρώπου. Έγινε δηλαδή Θεάνθρωπος. Διπλούς την φύσιν. Και την Θείαν είχε και την ανθρώπινη, ενωμένες. Ασυγχύτως και αχωρίστως. Και τις έχει πάντοτε.
Μέχρι και στον Τάφο εκατέβηκε μετά τον Σταυρό. Πρώτον ανέβη και μετά εκατέβη. Ανέβη εις τον Σταυρό και επί του Σταυρού επέθανε για μας και κατέβηκε στον Τάφο, αλλά δεν μπορούσε να κρατηθεί στον Τάφο για πάντα ο Υιός του Θεού. Και έτσι, τη τρίτη ημέρα, Ανέστη εκ του Τάφου. «Η ζωή εν τάφω κατετέθης, Χριστέ!» Αλλά, είπαμε, η ζωή, η οποία έχει μέσα της Θείαν φύσην, δεν μπορεί ποτέ να μείνει για πάντοτε μέσα στον τάφο. Διά τούτο και ανεστήθη τη τρίτη ημέρα.
Εμφανίσθη στους μαθητές Του. Και πρώτα και κύρια στην Παναγία μας εμφανίστηκε ο Αναστάς Ιησούς, διότι σ’ αυτήν ανήκε αυτή η τιμητική δωρεά και στιγμή, και ύστερα στις υπόλοιπες μυροφόρες γυναίκες και μετά στους αποστόλους και μαθητές αυτού. Αυτή, δηλαδή, που του έδωσε την σάρκα και το αίμα, αυτή που έγινεν αιτία της των πάντων θεώσεως. Να μπορούμε όλοι εμείς, δηλαδή, να θεωθούμε. Τι σημαίνει να θεωθούμε; Να αγιάσουμε.
Θυμάμαι, είπα της μάνας μου, όταν ήμουν είκοσι πέντε χρονών και επέστρεψα με το πτυχίο της νομικής,
― Μανά, της λέω, θέλω να σου πω κάτι και να μην στενοχωρηθείς.
Και της έκαμα και πρόλογο, ο δικηγορίσκος. Της είπα:
― Η αδελφή μου η Στέλλα αγάπησε τον Αντρέα και τον επαντρεύτη.
― Ναι γιε μου, δόξα σοι ο Θεός.
― Ο αδελφός μου ο Θεοχάρης, της λέω, αγάπησε την Ευδοκία και ενυμφεύθη.
― Ναι, γιε μου, μου λέει, δόξα σοι ο Θεός. Αγάπησες και συ, μου λέει, καμιά κοπέλα; Πε μου το, λέει, είναι φυσικό πράμα.
Λέω της :
― Και εγώ, αγάπησα την πιο όμορφη. Την πιο τέλεια.
Και μου έκαμε εντύπωση, που εκατάλαβεν η μάνα μου. Και μου λέει:
― Παναγία μου, εν να γίνει μοναχός!
Με έβλεπε, βέβαια, ότι ενήστευα, ότι είχα εκκλησιαστική ζωή. Αλλά, μόλις της είπα, αγάπησα την πιο ωραία, την πιο τέλεια, την πιο καθαρή. Μου είπε:
― Παναγία μου, θα γίνει μοναχός!
Και μου έκαμε εντύπωση, αυτό που είπα προηγουμένως, «αιτία της των πάντων θεώσεως.» Που είναι δύσκολο, να το καταλάβουν, ακόμα και μορφωμένοι, τι σημαίνει. Ότι η Παναγία, έγινεν η αιτία όλη η ανθρωπότητα, άμα θέλει, να θεωθεί.
Η Μηλιά, το κατάλαβε. Το ήξερε μέσα της. Διότι, το Πνεύμα το Άγιον, φωτίζει στους καθαρούς και αγωνιστές ανθρώπους και καταλαβαίνουν τα νοήματα της Θείας Λειτουργίας και των Ακολουθιών. Και μπορεί να πηγαίνουν φιλόλογοι, που είναι γεμάτοι μέσα κακίες και εμπάθειες, και να καταλαβαίνουν ελάχιστα. Άρα, η κατανόηση στην Εκκλησία, δεν είναι εγκεφαλική. Είναι καρδιακή. Όποιος καθαρίζει την καρδίαν του από τα πάθη του και τες κακίες του και τις ηδονές του, τότε αυτός έχει φώτιση.
Φαίνεται η Μηλιά είχε αυτή την φώτιση και αμέσως το εκατάλαβε. Και όταν μου εξήγησε η ίδια, τι σημαίνει να γίνεις σήμερα μοναχός. Μου λέει:
― Εσύ ο ενθουσιώδης, εν να αντέξεις αυτή τη ζωή; Ξέρεις, μου λέει, τι σημαίνει καλός, καλός μοναχός;
Της λέω, με έκπληξη.
― Εσύ μανά, ξέρεις;
― Ξέρω γιε μου. Ο καλός, ο καλός μοναχός είναι τσακωμένος με το κορμί του, μέχρι να πεθάνει.
Αυτό μου είπε. Και τότε εκατάλαβα, για πρώτη φορά, ότι απέναντί μου έχω έναν φωτισμένον άνθρωπο. Και τόσο καιρό δεν το κατάλαβα. Και ας ήταν η μάνα μου. Και ύστερα μου είπε.
― Ξέρεις, μου λέει, είναι η πιο καλή ζωή τούτη, αλλά είναι η πιο δύσκολη. Διότι, μου λέει, είπες να παντρευτείς την Εκκλησία, σημαίνει πρέπει ν’ αγιάσεις.
Αυτό μου είπε.
― Είπες να παντρευτείς την Εκκλησία; Πρέπει ν’ αγιάσεις.
Της λέω:
― Μες τον γάμο, δεν αγιάζει ο άνθρωπος; Εσύ, που παντρεύτηκες, έκαμες τόσα παιδιά, εν άγιασες;
― Μα εγώ, λέει μου, άγιασα ἢ άγιωσα (=σκούριασα);
Εταπείνωσε βλέπεις τον νουν της. Μου λέει:
― Και στο γάμο αγιάζει ο άνθρωπος, με την πολλήν υπομονή και με την πίστη των αγίων. Αλλά στον μοναχισμό, στην αρχή είναι δύσκολα και ύστερα είναι πιο εύκολα τα πράματα. Ενώ στον γάμο είναι το ανάποδο. Στην αρχή, μου λέει, είναι εύκολα τα πράματα. Φαίνονται εύκολα και ύστερα δυσκολεύουν. Αλλά, μου λέει, και ο ένας δρόμος και ο άλλος δρόμος, η Παναγία μας βοηθά.
Και αυτά τα θυμούμαι, όταν διαβάζω τους Χαιριτισμούς. Αυτή την ακολουθία που κάμαμε απόψε. Που λέει συνεχώς, ότι η Παναγία είναι η μόνη νύμφη, αλλά ταυτόχρονα και ανύμφευτος. Και έτσι αγκαλιάζει όλους. Και τες νύμφες και τες καλόγριες. Τις ανύμφευτες. Και τους μοναχούς και τους εγγάμους.
Άρα, το να βάλουμε σαν στόχο την αγιότητα, ανήκει σε όλους μας αυτός ο στόχος, από τη στιγμή που το Πνεύμα το Άγιον ενώθη με το σώμα και το αίμα της Παναγίας. Όλοι μας, είτε μέσα στο μοναχισμό είτε μέσα στον έγγαμο βίο είτε είμεθα και μονήρεις. Χωρίς να ποτέ να πάμε ούτε στον ένα δρόμο ούτε στον άλλο. Έχομε την δυνατότητα να θεωθούμε. Να αγιάσουμε. Διαφορετικά, αν δεν το καταλάβουμε αυτό, έστω και την υστάτη στιγμή που βγαίνει η ψυχή από το σώμα, αν δεν το καταλαβαίνουμε, ότι ο σκοπός μας είναι να αγιάσουμε, θα αγιώσουμε (=σκουριάσουμε). Όπως είπεν η γιαγιά.
Και το φοβερό, τα περιγράφει αυτά που σας είπα, σ’ αυτή την ωραία προσευχή, που λέμε σε κάθε Απόδειπνο. Είτε μικρό είτε μεγάλο. Κάμετε λίγη υπομονή, να σας διαβάσω λίγο απ’ αυτά που είπε ο καλλιφωνότατος διάκος μας με νόημα. Και λέει κάπου, στο ενδιάμεσο της πρώτης ευχής. Και ίσταται ο διάκονος μπροστά από την Παναγία, για να πει αυτή την ευχή. Εδώ, λόγω της στενότητας του ναού, με ρώτησε πριν να πάει ο διάκος να πει την ευχή.
― Πού να σταθώ;
Λέω του:
― Εδώ στην Παναγία.
Μου λέει:
― Μα μπροστά σου;
Του λέω:
―Όχι μπροστά μου. Μπροστά στην Παναγία!
Άρα, όπου είναι ο νους, εκεί είναι και το σώμα. Μπορεί να είσαι μέσα στο στασίδι και ο νους σου να είναι στις δουλειές και εις τες τράπεζες. Και μπορεί να είσαι εις την τράπεζα και να σκέφτεσαι και να λες. «Τι ωραία, να ήμουν στα Κατύδατα τώρα; Και να ήμουν μαζί με τον παπά μας και τον Δεσπότη μας στους Χαιρετισμούς.»
Και ο άγιος Νικόλαος ο Πλανάς, ένας από τους συγχρόνους αγίους της Αθήνας, θυμίαζε, λέει, όπως εβγήκε τώρα ο πάτερ Θεόδωρος και σας θυμίασε, θυμίαζε, λέει, και είχε και μίαν κυρία, η οποία πήγαινε τακτικά στην εκκλησία, με τα καπέλα της, λέει, με την όλη της την δόξα και την πομπή και δεν την εθυμιάτιζε. Και πήγαινε στα διπλανά στασίδια που ήταν άδεια και τα θυμιάτιζε. Μια φορά, δυο φορές, του έκαμε παρατήρηση η γυναίκα. Ήταν και αριστοκράτισσα. Και του λέει,
― Πάτερ Νικόλα, είπαμε είσαι αγράμματος, αλλά να μην είσαι και αγενής.
Της λέει:
― Γιατί, κυρία μου;
Του λέει:
― Επιτρέπεται να περνάς με το θυμιατό και να μην με θυμιατίζεις, που είμαι μέσα στην εκκλησία και να θυμιατίζεις το διπλανό στασίδι, που είναι άδειο;
Και της είπε:
― Όχι, με συγχωρείς, της λέει. Δεν έβλεπα ότι ήσουν μέσα στο στασίδι. Διότι, της λέει, ο νους σου ήταν εις τον άντρα σου και στις δουλειές σας. Ενώ στο διπλανό στασίδι, έβλεπα την τάδε γυναίκα ―και της είπε και το όνομα― η οποία, της λέει, δεν την αφήνει ο άντρας της να έλθει τακτικά Εκκλησία. Αλλά με τον νουν της, είναι μέσα στην Εκκλησία. Και με την καρδιά της, η επιθυμία της είναι να είναι εδώ.
Και πήγε και ρώτησε την άλλη γυναίκα. Της είπε:
― Τι σκεφτόσουν σήμερα;
― Σκεφτόμουν, λέει της, την Εκκλησία του αγίου Ελισαίου, τον παπά Νικόλα και εσάς που πηγαίνετε, της λέει, εύκολα στις λειτουργίες. Εμένα ο άντρα μου δεν με αφήνει.
Και κατάλαβε η γυναίκα, ότι αυτό που παίρνομε εις την εκκλησία, δεν είναι απλά το σώμα μας. Είναι τον νουν μας. Όπου ο νους μας, εκεί η ψυχή μας. Ο νους, είναι ο οφθαλμός της ψυχής.
Και λέει εδώ, σ’ αυτό τον ωραιότατο ύμνο, που διάβασε, όπως σας είπα, ο διάκος μας, το «Άσπιλε αμόλυντε, άφθορε, άχραντε.» Κάπου στο μέσον, λέει: «Και πάρεσό μοι αεί ως ελεήμων και συμπαθής και φιλάγαθος· εν μεν τω παρόντι βίω θερμή προστάτις και βοηθός.» Και της λέει, «Παναγία μου, εσύ που είσαι συμπαθής, μας συμπαθείς δηλαδή. Που είσαι καλοσυνάτη, φιλάγαθος και ελεήμων.» Η Παναγία σας εδώ λέει, Μήτηρ Θεού η Ελεούσα.
Και λέει, «εν μεν τω παρόντι βίω θερμή προστάτις και βοηθός.» Σ’ αυτό τον βίο, λέει, τον παρόντα, τον επίγειο, δηλαδή βίο, που έχουμε, την επίγεια ζωή που έχουμε. Άλλος εκατόν χρόνια, άλλος ογδόντα, άλλος εξήντα, άλλος σαράντα, άλλος είκοσι, άλλος πέντε χρόνια. Αυτά είναι του Θεού μυστήρια, πόσα χρόνια ζούμε εδώ. Το ζήτημα είναι, όχι τα εδώ. Είναι τα εκεί. Όχι τα κάτω. Είναι τα άνω. Αλλά, τα κάτω, καθορίζουν τα άνω. Τα εδώ, καθορίζουν τα εκεί. Γι’ αυτό, λέει εδώ, «Σ’ αυτό τον παρόντα βίο», λέει, «Παναγία μου, γινού για μας θερμή προστάτις και βοηθός.»
Και μάλιστα λέει, σε τι να μας βοηθά η Παναγία. Εμείς νομίζουμε ότι η Παναγία είναι μόνο για να μας κάμει κανένα θαύμα. Καμμιάν αρρώστια να μας γιάνει, καμμιά δυσκολία οικονομική που έχομε, κανέναν αδιέξοδο με τα παιδιά μας και με τα εγγόνια μας, με κανένα δύσκολο γείτονα.
Είναι και γι’ αυτά. Είναι και γι’ αυτά. Είναι και ιαματική, είναι και βοήθεια μας. Αλλ’ όμως, η μεγαλύτερη βοήθεια που κάμνει η Παναγία, το λέει πάρα κάτω: «Τας των εναντίων εφόδους αποτειχίζουσα.» Ποιοι είναι οι ενάντιοι; Είναι οι δαίμονες.
Όπως υπάρχουν άγγελοι, υπάρχουν, έλεγε ο άγιος Πορφύριος. Δεν του άρεσε του αγίου Πορφυρίου, ήταν πολύ ευαίσθητη ψυχή, να λέει, οι δαίμονες και έλεγε «ενάντιαι δυνάμεις.» Εμείς δυσκολευτήκαμε να καταλάβουμε τον πρώτο καιρό που τον εγνωρίσαμε τι εννοούσε οι ενάντιες δυνάμεις.
Και μου λέει,
―Βρε, εσύ ο ψηλός, που κάμνεις και τον έξυπνο, στην Κύπρο, μου λέει, απέναντι σας δεν έχετε ενάντιες δυνάμεις πάνω στον Πενταδάκτυλο;
Και τότε κατάλαβα ότι ενάντιες δυνάμεις είναι οι αντίπαλοί μας. Οι εχθροί μας. Οι εχθροί του ανθρωπίνου γένους, που θέλουμε βοήθεια από την Παναγία μας, γράφει εδώ, είναι οι δαίμονες. Και παρακαλούμε, «τας των εναντίων εφόδους αποτειχίζουσα.» Τες εφόδους, που μας κάμνουν να τους αποτειχίζεις. Να τους διαλύεις.
Και πώς κάνουν οι ενάντιες δυνάμεις εφόδους; Πρώτα, ο πειρασμός, ας τον πούμε έτσι, όπως τον λέει στο «Πάτερ ημών.» «Και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν.» Το ίδιον εννοεί. Πρώτα ο πειρασμός, κοιτάζει την καρδιά του ανθρώπου. Είναι πνεύμα. Και παρακολουθά την καρδιά μας, τι επιθυμίες έχει. Και λέει:
― Α, τούτος εν ο Δεσπότης, ο Νεόφυτος; Τι επιθυμίες έχει μέσα του; ―Βλέπει.― Έχει την επιθυμία του θυμού. Και έχει και την επιθυμία του ππαρά. Ππαραδόπιστος.
Και αρχίζει πλέον και μου βάζει λογισμούς εναντίον του κοινοτάρχη, για να ερεθίσει τον θυμό και λογισμούς, πώς να βγάλω περισσότερα χρήματα, να γίνω πλούσιος. Διότι βλέπει μέσα μας, την επιθυμία που έχει ο καθένας μας.
Σε άλλον, βλέπει ότι υπάρχει μέσα στην καρδίαν του ζήλεια και φθόνος. Του βάζει συνεχώς ιδέες για ανθρώπους. Και με αυτό τον τρόπο, ζηλεύει ακόμα και την σκιά του. Και το καλό και την ωφέλεια του συγγενή του και του φίλου του.
Στον καθένα μας, λοιπόν, ο πειρασμός αξιοποιεί κατά πρώτον τες επιθυμίες της καρδίας. Εάν λοιπόν ο άνθρωπος που έχει την καρδίαν με τες συγκεκριμένες επιθυμίες, και όλοι έχομε κάποιες επιθυμίες, και όλοι έχομε κάποιες επιθυμίες, εάν είναι αφύλακτη η καρδιά και δεν εμάθαμε να προσευχόμαστε και δεν εμάθαμε να ταπεινωνόμαστε και να βάζομε καλούς λογισμούς, τότε ο πειρασμός μπαίνει μεσ’ στην καρδία και προσπαθεί, αυτή την επιθυμία, όπως σας είπα, να την ερεθίσει. Να την μεγαλώσει.
Όταν ο άνθρωπος αποδεχτεί τον πειρασμό, η επιθυμία γίνεται λογισμός. Και αρχίζει πλέον η διάνοια, ο εγκέφαλος, αρχίζει να οργανώνεται. Να κάνει σχέδιο. Πώς να πραγματοποιήσω την επιθυμία μου. Τη ζήλεια μου. Τη φιλαργυρία μου. Τη φιληδονία μου. Και πλέον ο σατανάς φεύγει. Δεν έχει ανάγκη να δουλέψει. Έκαμε την δουλειά του. Ενεργοποίησε τη επιθυμία και έγινεν η επιθυμία λογισμός.
Το πιο πιθανόν είναι ο άνθρωπος που δεν είναι αγωνιστής, να πέσει στην πράξη. Να συγκατατεθεί με κάποιον τρόπο. Και να κάμει την αμαρτία.
Εδώ, λέει, σ’ αυτή την φάση των επιθυμιών και των λογισμών, έχομε μίαν μεγάλη προστάτιδα. Μίαν μεγάλη αγίαν βοήθεια. Την Παναγία μας. Την μητέρα μας. Και στον ουρανό και στην γη. Άρα εμείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, που συχνά πυκνά κλαψουρίζουμε ως ολιγόπιστα, για να μην πω άπιστα, στην πράξη, παιδιά του Θεού, έχουμε τέτοια βοήθεια και δεν την αξιοποιούμε. Περιμένουμε να πάμε σε κανένα νοσοκομείο, να φτάσουμε στα ύστερά μας για να φωνάξουμε, «Παναγία μου, βοήθα μου», πραγματικά από καρδιάς.
Ενώ, ο αγωνιστής Ορθόδοξος Χριστιανός, παρακολουθεί με τον νουν του, που ο νους είναι οφθαλμός της ψυχής. Ο νους, δεν είναι ο εγκέφαλος. Ο νους, είναι ο οφθαλμός της ψυχής. Όπου εστιάζει ο άνθρωπος την προσοχή του, εκεί είναι ο νους.
Άμα ο άνθρωπος έτσι παρακολουθεί την καρδιάν του και λέει, τι σκέφτηκα τώρα; Τι επεθύμησα τώρα; Εάν δω αυτό που επεθύμησα, αυτό που εσκέφτηκα, ότι είναι αμαρτία, δεν το θέλει ο Θεός, δεν είναι μέσα στις εντολές του Θεού, αμέσως να λέτε, «Χριστέ μου, συγχώρα με.» Όχι πολλά λόγια. «Χριστέ μου, συγχώρα με.» «Παναγία μου, βοήθα με.»
Έτσι, μου έλεγε η μάνα μου. Της λέω, πώς πέρασες τη ζωή σου; Όταν εκατάλαβα ότι είχε αξία η κοτζιάκαρη (=γριά). Μου λέει:
― Στα εύκολα και στα ευχάριστα, εδοξολόγουν. Στα δύσκολα και στες αμαρτίες μου, εκυρκελέουν.
Στα εύκολα, δηλαδή, και στα ευχάριστα, έλεγα «Δόξα σοι ο Θεός.» Στα δύσκολα και στες αμαρτίες, έλεγα «Κύριε ελέησον.» «Κύριε ελέησον.» Αλλά με καρδιά. Με καρδιά να λέγεται!
Πάλι ο άγιος Πορφύριος έλεγε. «Όταν η προσευχή γίνεται με αγάπη, τότε γεμίζει η καρδιά χάρη. Ενέργεια δηλαδή του Χριστού.»
Ο άλλος άγιος του αιώνος, ο άγιος Παΐσιος, ήταν της συμπόνιας. Μου έλεγε του ιδίου:
― Πες μου κάτι για τον φίλο σου τον Δημήτρη, που του είπα ότι είχε μια δύσκολη αρρώστια. Τι αρρώστια έχει; μου λέει.
Του λέω:
― Καλά, θέλεις να ξέρεις και την αρρώστια;
Μου λέει:
― Ναι. Ξέρεις γιατί; Για να πονέσω. Αν δεν πονέσεις, μου λέει, δεν θα συμπονέσεις.
Άκου ο άνθρωπος του Θεού! Πώς αγιάζει ο άνθρωπος!
Τι μεγάλη υπόθεση είναι η καρδιά! Τι παράγει η καρδιά; Δεν παράγει η καρδιά μόνον αμαρτίες, επιθυμίες και λογισμούς. Άμα γυρίσεις τον διακόπτη και αρχίσει ο μετασχηματιστής να δουλεύει θετικά και όχι αρνητικά, γεμίζει η καρδία ωραίες επιθυμίες, ωραίους πόθους, προσευχές αυθόρμητες. Και τις τυπικές.
«Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.» «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον με.» Πολλά «Βασιλεύ ουράνιε», πολλά «Πατερημά», «Θεοτόκε παρθένε», στην Παναγία. Και αρχίζει η καρδία πλέον και ενεργοποιείται.
Πώς έχετε μια γεννήτρια στο περβόλι; Και όταν την γυαλίσατε και της βάλατε και τα λάδια της και λίγο πετρέλαιο, σας δίνει φως στο πιο απομακρυσμένο σας περιβόλι. Έτσι γίνεται η καρδία του ανθρώπου. Όταν αρχίσει να καθαρίζεται, γίνεται φωταγωγός. Γεννήτρια φωταγωγούσα. Που γίνεται η καρδία του ανθρώπου ένα περιβόλι. Που ανθίζουν τα πάντα μέσα.
Αλλά πρέπει, συνεχώς ο νους, ο οφθαλμός της ψυχής, όπως είπα προηγουμένως, να παρακολουθεί γρήγορα-γρήγορα τες κακές μας επιθυμίες. Τους κακούς μας λογισμούς. Που όλοι, όλοι έχουμε. Εν παντί καιρώ και τόπω. Και όταν αυτό το κάμνομε και ζητούμε την βοήθεια της Παναγίας, του Τιμίου Προδρόμου και κάποιων αγίων που αγαπούμε, σαν εσείς οι Κατυδιώτες, τον απόστολό σας, «Απόστολέ μου, Θεολόγε μου Ιωάννη, βοήθησέ με», μόλις βλέπετε, ότι μέσα σας υπάρχει μια αμαρτία, «Συγχώρεσέ με Χριστέ μου.» «Βοήθα μου, Παναγία μου.» «Βοήθα μου, Απόστολε μου Ιωάννη και Θεολόγε.» Από καρδιάς.
Και ό,τι γίνεται από καρδιάς, φεύγουν οι … ενάντιες δυνάμεις. Οι πειρασμοί, οι δαίμονες. Οι επιθυμίες οι αρνητικές και οι κακοί λογισμοί. Και δεν μένει άδεια η καρδιά. Γεμίζει. Γεμίζει με χάρην, ενέργεια. Ενέργεια του Αγίου Πνεύματος και παρουσία Χριστού. Και έτσι χαίρεται ο Θεός Πατήρ και όλη η Αγία Τριάδα συμμετέχει στον δικό μας αγώνα.
Αυτό ήθελα απόψε να πω στην αγάπη σας. Και λέει και πάρα κάτω, άλλα και μεγάλα. Να τα πούμε άλλη φορά. Δεν υπάρχει μόνον, λέει, «ο παρών βίος», η ζωή που ζούμε εδώ. Υπάρχει, λέει, «εν δε τη φοβερά ημέρα της κρίσεως, της αιωνίου με ρυομένη κολάσεως, και της απορρήτου δόξης του σου Υιού και Θεού ημών κληρονόμον με αποδεικνύουσα.»
Δηλαδή, αν καταλάβετε καλά, εμείς οι άνθρωποι, όλοι οι άνθρωποι όποιας πίστεως ή απιστίας και να είναι, ζούμεν μεταξύ δύο βίων. Δύο ζωές. Ο παρών βίος, η παρούσα ζωή η επίγειος, που στον καθένα διαρκεί λίγα χρόνια. Και εκατόν να ζήσουμε, αφού η ψυχή δεν πεθαίνει ποτέ. Είναι αθάνατος. Άρα, και τα εκατόν μπροστά στην αιωνιότητα, είναι μια σταγόνα. Και το άλλο που ζούμε, που θα ζήσουμε μάλλον, είναι η αιώνια ζωή του Χριστού, όταν ακούετε που λέει ο λαός και το Ευαγγέλιο, να πάμε στον παράδεισο. Τι είναι ο παράδεισος; Είναι η ζωή του Χριστού.
Άρα, τώρα εμείς, καθορίζουμε κατά ένα τρόπο, εν μέρει πάντοτε, την αιώνια μας ζωή. Σκεφτείτε δηλαδή, πόσο σημαντικές είναι οι μέρες μας, τα χρόνια μας, οι μήνες μας, οι ώρες μας. Δηλαδή, αν εγώ κάμνω αυτή τη δουλειά που περιέγραψα προηγουμένως με επιμέλεια και δεν είμαι μόνο ένας Δεσπότης που κάμνει ομιλίες και κορδώνει και καμαρώνει, αλλά έχει έγνοια για την καρδιάν του και την καθαρίζει. Και τον νουν του, να παρακολουθά την καρδιά. Επιθυμίες και λογισμούς και πόθους. Τότε, οργανώνω στην ουσία, την αιώνιά μου ζωή. Και έτσι, όταν πεθάνω, δεν θα πεθάνω. Μόνο το σώμα θα πεθάνει. Η ψυχή θα χαίρεται και θα απολαμβάνει τον παράδεισο του Χριστού.
Όταν εκοιμήθη ο άγιος Γέροντάς μας Ιάκωβος ο Τσαλίκης, ο τελευταίος που αγιοκατατάχθηκε, είχε μια γυναίκα που ήταν πνευματικοπαίδι του και έκλαιε τον Γέροντα. Ένα Γέροντα, που έκαμνε θαύματα από δέκα χρονών. «Αχ! και χάσαμε τον γέροντά μας», «Αχ! και πέθανε ο Γέροντάς μας.» Και τον έκλαιε, σαν να είναι ο τελευταίος αμαρτωλός του κόσμου. Της εμφανίστηκε. Και του λέει:
― Γέροντα, μα είσαι ζωντανός;
― Παιδί μου, της λέει, μα γιατί κλαις έτσι; Εγώ τώρα ζω! Τώρα ζω! Της λέει. Έκαμα αγώνα, της λέει, για να έχω τώρα αυτή την χαρά, αυτό το φως και την απόλαυση της αιώνιας ζωής, που είναι ο Χριστός.
Άρα, αξίζει τον κόπο να αγωνιστούμε αυτό τον ωραίο αγώνα, εναντίον των επιθυμιών μας. Των κακών επιθυμιών μας. Εναντίων των κακών λογισμών μας. Να μάθομε να συγχωρούμε. Να μάθομε να ελεούμε. Να αγαπήσουμε την νηστεία. Να αγαπήσουμε εξαιρέτως την προσευχή και την συγχωρητικότητα. Και τέλος, τέλος να αγαπήσουμε την Θεία Λειτουργία. Που ο αγωνιστής πάντοτε οδηγεί τον εαυτό του και την ψυχή του και το σώμα του, μπροστά σ’ αυτά τα βημόθυρα. Τα βλέπετε;
Είπα του παπά κατ’ εξαίρεση και τα …. Τι εικονίζουν τα βημόθυρα; Την γιορτή τη μεγάλη που έρχεται. Την 25η Μαρτίου. Τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Γιατί όρισαν οι άγιοι πατέρες να ζωγραφίζετε στις αγίες πόρτες, όπως λέμε στην Κύπρο, στα βημόθυρα, όπως είναι η καθιερωμένη ορολογία, τον Αρχάγγελο Γαβριήλ και την Παναγία όρθια. Είναι η στιγμή που της λέει, «Χαίρε κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου· ευλογημένη συ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου, ότι Σωτήρα έτεκες των ψυχών ημών». Και αυτό που λέει στους Χαιρετισμούς: «Και συν τη ασωμάτω φωνή, σωματούμενόν σε θεωρών, Κύριε, εξίστατο και ίστατο, κραυγάζων προς αυτήν τοιαύτα. Χαίρε, δι’ ης η χαρά εκλάμψει· χαίρε, δι’ ης η αρά εκλείψει».
Βάζει η Εκκλησία τα βημόθυρα στην πιο κεντρική θέση του ιερού τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Τη στιγμή δηλαδή που ο Θεός, επήρε σάρκα. Για να μας πει τι; Εδάνεισεν η Παναγία εκ μέρους όλων μας. Όλων μας. Εις τον Θεόν την σάρκα της και έγινεν από Θεός Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός. Ως δώρον ο ίδιος ο Χριστός, έρχεται σε κάθε Θεία Λειτουργία και ανοίγουν αυτά τα βημόθυρα και λέει: «Λάβετε, φάγετε. Πίετε εξ αυτού πάντες τούτο εστί το Σώμα και το Αίμα μου, εις άφεσιν αμαρτιών και ζωήν αιώνιον». Να έχουμε τέτοια ζωή δηλαδή, που να μην πεθάνει η ψυχή μας. Να ζει, όπως ζει η ψυχή του αγίου Ιακώβου και όλων των δικαίων ανθρώπων.
Γι’ αυτό, σας παρακαλώ πάρα πολύ, μαζί με το αγωνιστικό φρόνημα της νηστείας, της αγρυπνίας, της προσευχής, της ελεημοσύνης, της συγχωρητικότητας και του ελέους, να έχομε πάντοτε, ως τελικό στόχο, πότε θα κοινωνήσω. Πότε θα κοινωνήσω. Μόνον έτσι, όλα αυτά τα χαίρε που είπαμε, χαροποιούν την Παναγία. Διότι, βλέπει ότι αυτό που εδάνεισε, το σώμα της και το αίμα της, το θέλουμε. Το επιθυμούμε. Διότι, όταν κοινωνούμε σώμα και αίμα Χριστού, είναι και σώμα και αίμα της Παναγίας.
Σας παρακαλώ πάρα πολύ, αυτό τον πόθο να κοινωνώ τακτικά, να τον καλλιεργήσετε. Να βρείτε έναν καλό πνευματικό, αν δεν έχετε, να συνεργαστείτε μαζί του και όσο το δυνατόν να σας δώσει ευλογία να κοινωνάτε τακτικά. Για να έχετε, για να έχομεν, και εγώ μαζί σας, ζωήν αιώνιον. Που να μην πεθάνει ποτέ η ψυχή μας.
Το εύχομαι σε σας, να το εύχεστε και σεις για μας.
Καλό Πάσχα να έχετε, την Λαμπρή αχώριστοι και πρώτα ο Θεός, να μας αξιώσει να ζήσουμε και την ανάσταση του Ελληνισμού μας. Και όλης της Ορθοδοξίας και μη φοβάστε τον Ερτογάν. Θα πέσει. Όταν πέσει όμως, θα έχομε μεγάλο … Ως τότε, προσευχή και νηστεία.
«Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς.»