Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
Ἡ σημερινὴ σύντομη εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀγαπητοί ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, μᾶς διηγεῖται ἕνα ἐξαίσιο θαυματούργημα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τὴ θαυματουργικὴ ἴαση, μὲ ἕνα μόνο λόγο, ἑνὸς παραλύτου ἄνδρα στὴν πόλη τῆς Καπερναούμ.
Διότι, ὅταν ἀναφέρει ὁ Ευαγγελιστὴς Ματθαῖος ὅτι ὁ Ἰησοῦς, ἀναχωρώντας μὲ τοὺς μαθητές του μὲ πλοῖο ἀπὸ τὴ χώρα τῶν Γεργεσηνῶν, «ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν», ἐννοεῖ τὴν Καπερναούμ. Ἐπειδὴ ὁ Κύριός μας, γεννήθηκε μὲν στὴ Βηθλεὲμ και ἀνατράφηκε στὴ Ναζαρέτ, ἀλλ’ ὅταν ἔγινε τριάντα ἐτῶν καὶ ἐπρόκειτο νὰ ἀρχίσει τὴ δημόσια δράση Του καὶ τὸ εὐαγγελικὸ κήρυγμα, «καταλιπὼν τὴν Ναζαρέτ, ἐλθὼν κατώκησεν εἰς Καπερναοὺμ τὴν παραθαλασσίαν», ποὺ βρισκόταν δηλαδὴ στὶς ὄχθες τῆς θάλασσας τῆς Γαλιλαίας ἢ λίμνης τῆς Τιβεριάδος.
Βρισκότανε λοιπὸν σὲ κάποιο σπίτι ὁ Κύριος, κηρύσσοντας τὴ θεϊκή Του διδασκαλία. Κι ἐπειδὴ ὁ ἁπλὸς λαὸς εἶχε πληροφορηθεῖ τὴ θαυματουργικὴ δύναμη τοῦ μεγάλου τούτου Ἰατροῦ, ὅπως συνήθως γινόταν, ὅταν ἄκουγαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς βρισκότανε κάπου, ἔτσι καὶ τότε· ἄρχισαν νὰ συντρέχουν ἀπὸ τὰ περίχωρα οἱ ποικιλότροπα πάσχοντες ἀσθενεῖς, ἢ ἀκόμη καὶ μεταφέρονταν ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους τους, γιὰ νὰ τύχουν, ἀμισθὶ μάλιστα, τῆς ποθουμένης ἰατρείας.
Μεταφέρουν λοιπὸν τότε κάποιοι καλoὶ ἄνθρωποι ἕνα παράλυτο, ριγμένο γιὰ χρόνια στὴν κλίνη τοῦ πόνου σὰν ἄψυχο χορτάρι, καὶ τὸν ὁδήγησαν μπροστὰ στὸν Φιλάνθρωπο Δεσπότη. Κι ἂς προσέξουμε, τί λέγει τὸ Εὐαγγέλιο στὴ συνέχεια: «καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν, εἶπε τῷ παραλυτικῷ· θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι». Τρία πράγματα πρέπει νὰ τονίσουμε ἐδῶ. Πρῶτον, ὁ Χριστός μας, ὡς καρδιογνώστης, εἶδε, πληροφορήθηκε τὴν πίστη, ὄχι μόνο τοῦ ταλαιπώρου ἐκείνου παραλύτου, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀνθρώπων ποὺ τὸν μετέφεραν. Καὶ αὐτὴ ἡ πίστη τους ἔκαμψε τὴν ἄμετρη τοῦ Κυρίου φιλανθρωπία, γιὰ νὰ δωρήσει τὴν ἴαση στὸν παράλυτο. Βλέπετε, ἀδελφοί, γιὰ τὴ θεραπεία ἑνὸς ἀσθενοῦς συντείνει πολύ, ὄχι μόνο ἡ πίστη τοῦ ἰδίου, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀνθρώπων ποὺ τὸν περιβάλλουν, ποὺ ἔχουν τὴ φροντίδα του. Καὶ αὐτῶν ἡ πίστη, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ προσευχὴ συμβάλλει καίρια στὴν ἴαση τοῦ προσφιλοῦς τους ἀσθενοῦς. Δεύτερον, νὰ προσέξουμε ὅτι ὁ Κύριος πρὶν τὴν σωματική θεραπεία χορηγεῖ στὸν παράλυτο τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του. Ἀπὸ τοῦτο μποροῦμε νὰ ὑποθέσουμε, ὅτι ἡ πολυχρόνια καὶ ὀδυνηρὴ ἐκείνη ἀσθένεια τοῦ παραλύτου ὀφειλόταν στὶς προσωπικές του ἁμαρτίες.
Ἐδῶ νὰ κάνουμε μία παρένθεση, γιὰ τὸ θέμα τῶν αἰτίων τῆς ἀσθένειας ἑνὸς ἀνθρώπου. Κατ’ ἀρχήν, ἡ ἀσθένεια εἶναι φαινόμενο μεταπτωτικό, ποὺ παρουσιάζεται δηλαδὴ στὴν ἀνθρώπινη φύση μετὰ τὴν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, καὶ ὡς καρπὸς πικρός, μεταξὺ ἄλλων, τῆς ἁμαρτίας τῆς παρακοῆς τους στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τὴν ἀσθένεια ὅμως παραχωρεῖ ὁ Θεὸς σ’ ἕναν ἄνθρωπο -ἀφοῦ τίποτα δὲν συμβαίνει χωρὶς τὸ ἅγιο θέλημά Του- γιὰ ποικίλους λόγους: Πολλὲς φορὲς ἀρρωστᾶ κάποιος ἕνεκα σοβαρῶν προσωπικῶν του ἁμαρτιῶν. Μὲ τὸν τρόπο τοῦτο ὁ Θεὸς προσπαθεῖ νὰ τὸν φέρει σὲ μετάνοια καὶ διόρθωση καὶ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν ἁμαρτωλὸ τρόπο ζωῆς. Ἄλλοτε κάποιος ἀσθενεῖ ἀπὸ τὸν ἀπρόσεκτο τρόπο ζωῆς του, ἕνα τρόπο ζωῆς ἀνθυγειϊνό, ὅταν κάποιος ἀπερίσκεπτα ἐκθέτει σὲ κίνδυνο τὴν ὑγεία του. Κι ἄλλοτε κάποιος ἀσθενεῖ, ὅπως ὁ δίκαιος Ἰώβ, γιὰ νὰ δοκιμασθεῖ ἡ πίστη καὶ ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ἀρετή του. Πόσοι καὶ πόσοι ἄνθρωποι δὲν ἁγίασαν, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, μέσα ἀπὸ τὸ κρεββάτι τοῦ πόνου καὶ τῆς ὀδύνης; Ἂς θυμηθοῦμε ἐδῶ καὶ τοὺς σύγχρονους ἁγίους Γέροντες Πορφύριο τὸν Καυσοκαλυβίτη, Νικηφόρο τὸν λεπρό, Παΐσιο τὸν Ἁγιορείτη, Ἰάκωβο Τσαλίκη καὶ Σωφρόνιο τοῦ Ἔσσεξ, ποὺ ὅλοι τους, μαζὶ μὲ τὴ μεγάλη προσωπική τους ἄσκηση, σήκωσαν καὶ τὸν ἐπώδυνο ἀκούσιο σταυρὸ μεγάλων ἀσθενειῶν. Αὐτό, ποὺ μποροῦμε συμπερασματικά νὰ ποῦμε, εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς παραχωρεῖ τὴν ἀσθένεια ὡς ἐργαλεῖο, ὡς μέσο γιὰ τὴ σωτηρία μας. Φθάνει ἐμεῖς νὰ ἔχουμε μετάνοια καὶ ὑπομονή, καὶ νὰ τὴ δεχόμαστε -ὅπως καὶ εἶναι- ὡς ἐπίσκεψη Θεοῦ. Τῆς Ἀνάστασης προηγεῖται ἀπαραίτητα ὁ Σταυρός!
Καὶ τὸ τρίτο σημεῖο, ποὺ θὰ ἤθελα νὰ τονίσουμε, γιὰ νὰ ἐπανέλθουμε στὴν εὐαγγελική μας περικοπή, ἐξάγεται ἀπὸ ὅσα μόλις εἴπαμε: Ὁ Κύριος ἐπιθυμεῖ, πρὶν καὶ πάνω ἀπὸ τὴ σωματική μας θεραπεία, τὴ θεραπεία τῆς ψυχῆς μας. Τὴ θεραπεία, τὴν κάθαρση τῆς ψυχῆς μας ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες καὶ τὰ πάθη μας.
Ὅταν λοιπὸν ὁ Χριστός μας ἔδωσε τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν στὸν παράλυτο, κάποιοι ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους Γραμματεῖς, ποὺ ἦταν ἐκεῖ μαζεμένοι, σκέφθηκαν ἀπὸ μέσα τους ὅτι ὁ Κύριος βλασφήμησε, συγχωρώντας ἁμαρτίες. Καὶ τοῦτο, γιατὶ δὲν τὸν πίστευαν ὡς Θεό, ὡς Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ὡς ἕνα ἁπλὸ ἄνθρωπο. Μὰ ὁ Παντογνώστης ἀμέσως τὸ γνώρισε καὶ τοὺς ἤλεγξε φανερά, ὅτι σκέφτονταν πονηρὰ μέσα στὶς καρδιές τους. Καί, γιὰ νὰ τοὺς ἀποδείξει τὸ θεϊκό Του ἀξίωμα, καὶ ἄρα τὴν ἐξουσία ποὺ εἶχε -καὶ ἔχει- ὡς Θεὸς νὰ συγχωρεῖ τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων, εἶπε στὸν παράλυτο: «Σηκώσου, παιδί μου, καὶ πάρε τὸ κρεββάτι σου στοὺς ὤμους σου καὶ πήγαινε ὑγιὴς πιὰ στὸ σπίτι σου.» Καὶ πράγματι, ἀμέσως θεραπεύθηκε ὁ παράλυτος καί, παίρνοντας τὸ κρεββάτι του μόνος του, ἐπέστρεψε στὴν οἰκία του, καθιστώντας τὸ θαῦμα ἐμφανέστατο!
Στὶς μέρες μας ποὺ ζοῦμε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, περνοῦμε ποικίλες κρίσεις: Κρίσεις οἰκονομικές, ἐθνικές, κρίσεις συνείδησης καὶ ἀξιῶν. Κρίσεις, ποὺ εἶναι ἀπότοκα, ποὺ γέννησε δηλαδὴ ἡ μακροχρόνια πνευματική μας κρίση. Τὸ πρῶτο καὶ κύριο καὶ καίριο, ποὺ καλούμαστε νὰ διαφυλάξουμε, εἶναι ἡ Πίστη μας, ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη μας. Τοῦτος εἶναι ὁ πολυτιμώτερος καὶ μονιμώτερος καὶ ἀναφαίρετος θησαυρός μας. Ποτὲ νὰ μὴ χάνουμε τὴν πίστη καὶ ἐλπίδα μας στὸν Θεό. Καί, μαζὶ μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα, νὰ ἔχουμε καὶ τὰ καλὰ ἔργα: Ἔργα ἀγάπης στὸν συνάνθρωπό μας, ἀλλὰ καὶ μετάνοιας, καὶ μαζὶ νὰ ἔχουμε προσευχὴ καὶ μυστηριακή ζωή. Νὰ μάθουμε νὰ ζοῦμε μὲ μετάνοια καὶ νὰ κοινωνοῦμε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων μὲ τὴν κατάλληλη προετοιμασία. Καὶ ὅταν ἔτσι ἀγωνιζόμαστε νὰ ζοῦμε, μὲ πίστη καὶ μετάνοια καὶ ταπείνωση, μὲ ἐνσυνείδητη μυστηριακή ζωή, θὰ ἑλκύσουμε πλούσιο τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ ἀξιωθοῦμε κι ἐδῶ νὰ διέλθουμε εἰρηνικὰ τὴ ζωή μας καὶ ἐκείνη τὴν ἀνέκφραστη χαρὰ τοῦ παραδείσου νὰ γευθοῦμε, μὲ τὴ Χάρη καὶ Φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὶς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας μας καὶ ὅλων τῶν ἁγίων. Ἀμήν!