Ὁμιλία, σὺν Θεῷ ἁγίῳ, στὸ Εὐαγγέλιο τῆς ΙΔ΄ Κυριακῆς τοῦ Λουκᾶ (Ὁ τυφλὸς τῆς Ἱεριχοῦ)
Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
«Ἰησοῦ, υἱὲ Δαβίδ, ἐλέησόν με»
Διδάγματα θαυμάσια καὶ βαθειὲς ἀλήθειες τῆς πίστης μας πηγάζουν ἀπὸ τὸ σύντομο Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, ποὺ μόλις ἀκούσαμε, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί. Ἡ σημερινὴ περικοπὴ μᾶς μεταφέρει μπροστὰ σὲ μιὰ θριαμβευτικὴ σκηνὴ ἀπὸ τὴν ἐπὶ γῆς ζωὴ τοῦ Σωτῆρος μας: Ὁ Ἰησοῦς, περιερχόμενος πόλεις καὶ χωριὰ τῆς Παλαιστίνης, πλησιάζει στὴν Ἰεριχώ. Μαζί του, γύρω του, προπορευόμενοι καὶ ἀκολουθοῦντες, πλῆθος μαθητῶν καὶ θαυμαστῶν τοῦ Μεγάλου Διδασκάλου.
Στὴν πύλη τῆς πόλης ἕνας ταλαίπωρος καὶ δυστυχὴς ἄνθρωπος, ἕνας τυφλός, στερημένος ἀπὸ τὸ πολυτιμώτατο δῶρο τοῦ Θεοῦ, τὴν ὅραση, κάθεται χάμω μ᾿ ἀνοιχτὴ τὴν παλάμη ζητιανεύοντας, γιὰ νὰ παρηγορήσει τὴ φτώχεια καὶ πείνα του. Μά, ξάφνου, ἀκούει ἕνα ἀσυνήθιστο θόρυβο, μιὰ ἀπρόσμενη ὀχλαγωγία. «Τί συμβαίνει;», ρωτάει ξαφνιασμένος. «Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται», ἀκούει νὰ τὸν πληροφοροῦν. Ἔρχεται ὁ μέγας Ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων, ἔρχεται τὸ φῶς τῶν ἐσκοτισμένων. Κι ὁ τυφλὸς αὐτὸς ὁ εὐλογημένος, ποὺ ἀσφαλῶς εἶχε ἀκούσει γιὰ τὰ ἐξαίσια τέρατα καὶ σημεῖα, ποὺ ὁ Χριστός μας θαυματουργοῦσε, γεμάτος πίστη καὶ ἐλπίδα, ἀρχίζει νὰ φωνάζει: «Ἰησοῦ, υἱὲ Δαβίδ, ἐλέησόν με». Ἀλλά, ἀλίμονο, αὐτοὶ ποὺ προπορεύονταν τῆς συνοδίας τοῦ Χριστοῦ, ἀντὶ νὰ τὸν ἁρπάξουν ἀμέσως καὶ νὰ τὸν χειραγωγήσουν στὸν Ἅγιο Ἰατρό, ἀποδεικνύοντας πὼς δὲν κατανόησαν πράγματι τὸ ποιός ἦταν ὁ Ἰησοῦς καὶ τί δίδασκε, ἀρχίζουν νὰ ἐπιτιμοῦν τὸν τυφλό, νὰ μὴν κάνει φασαρία καὶ νὰ ἐνοχλεῖ τάχα τὸν Κύριο καὶ τὴ συνοδία Του! Μὰ τοῦτος δὲν ὑποχωρεῖ, δὲν ὀλιγοπιστεῖ· βλέπει τὴν ἀπὸ ἐκεῖ διέλευση τοῦ Κυρίου ὡς πράγματι ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶπε: «Φῶς ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον ἐλήλυθα», γιὰ νὰ ἀναβλέψουν οἱ τυφλοὶ στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα. Καὶ ἡ πίστη, ἡ ἐλπίδα καὶ ὁ πόθος του ἐπιβραβεύονται! Τὸν ἀκούει ὁ Κύριος, ὁ παντογνώστης καὶ καρδιογνώστης, καὶ προστάζει νὰ τὸν ὁδηγήσουν μπροστά Του, ὅπου τὸν δοκιμάζει γιὰ μιὰ ἀκόμη φορά: «Τί θέλεις νὰ σοῦ κάνω; Τί ζητᾶς ἀπὸ ἐμένα;», τὸν ἐρωτᾶ. Καὶ ὁ τυφλὸς στὸ σῶμα, μὰ φωτισμένος πιὰ στὴν ψυχὴ ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Φωτοδότου, δὲν ἀποκαλεῖ πλέον τὸν Χριστὸ υἱό, δηλαδὴ ἀπόγονο τοῦ Δαβὶδ κατὰ τὸ ἀνθρώπινο, ἀλλὰ Κύριο: «Κύριε,» τοῦ κραυγάζει μὲ πόνο καὶ πίστη, «θέλω νὰ ἀναβλέψω, νὰ βρῶ τὸ φῶς τῶν ματιῶν μου, ἐκεῖνο ποὺ δώρησες στὰ λογικά σου πλάσματα, νὰ βλέπουν τὴν κτίση καὶ νὰ Σὲ δοξάζουν.» Κι ὁ βραβευτὴς τῆς Πίστης, ἀμέσως, μὲ τὸν παντοδύναμο λόγο Του, ποὺ ἔχει ἴση τὴ δύναμη μὲ τὴ θέληση, ἀναπλάθει τὴ φθαρμένη φύση καὶ προστάζει: «Ἀνάβλεψε, ἡ πίστη σου σ᾿ ἔχει σώσει». Καί, πράγματι, τὸν ἔσωσε ὄχι μόνο σωματικά, ἀπὸ τὴν τύφλωση, ἀλλὰ καὶ κυρίως πνευματικά. Καὶ ἀμέσως βρίσκει τὸ φῶς του ὁ τυφλός, καὶ βλέπει πρῶτο τὸν χορηγὸ τοῦ φωτός, «τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, τὸ φωτίζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον» στὴν ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας. Προσπίπτει μὲ δάκρυα χαρᾶς καὶ εὐγνωμοσύνης σ᾿ Αὐτὸν καὶ προστίθεται στὸ πλῆθος τῆς συνοδίας τοῦ ἐλεήμονος Χριστοῦ, δοξάζοντας μὲ μεγάλη φωνὴ τὸν φιλάνθρωπο Θεό. Καὶ ὅλος ὁ παρὼν λαός, βλέποντας τὸ μέγα τοῦτο θαυματούργημα, δόξασε τὸν Θεό, ποὺ ἀπέστειλε τὸν υἱό του Σωτῆρα καὶ λυτρωτὴ καὶ φωτισμὸ τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων.
Σὲ δυὸ σπουδαιότατα σημεῖα τῆς περικοπῆς θὰ ἤθελα νὰ ἑστιάσουμε τὴν προσοχή μας, ἀδελφοί: Σὲ μιὰ μεγάλη ἁμαρτία, ποὺ προβάλλει ἀπὸ τὸν ὄχλο ποὺ προηγεῖτο τοῦ Χριστοῦ, καὶ σὲ δύο μεγάλες ἀρετές, ποὺ ἀναδεικνύει τὸ πρόσωπο τοῦ εὐλογημένου ἐκείνου τυφλοῦ τῆς Ἰεριχοῦς.
Ποιά ἡ μεγάλη ἐκείνη ἁμαρτία; Ἡ ἀνακοπή, ἡ παρεμπόδιση τοῦ καλοῦ ἔργου. Κακότροπος ὁ λαὸς ἐκεῖνος. Ὄχι μόνο δέν συνεργοῦν στὰ καλὰ ἔργα τοῦ Κυρίου, ἀλλά, ἀντὶ τουλάχιστον νὰ σιωπήσουν, τὰ ἐμποδίζουν, προσπαθοῦν νὰ τὰ ἐμποδίσουν μὲ τὰ ἐπιτίμια πρὸς τὸν δύστυχο τυφλό. Αὐτὴ εἶναι, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων. Κι αὐτῆς τῆς σοβαρῆς ἁμαρτίας εἶναι πολλὰ τὰ αἴτια: Ἡ ἀπροσεξία, ἡ ἀσυλλογιστία, ὁ φθόνος, ἡ φιλοδοξία, ἡ ζηλοτυπία καὶ ἄλλα πολλά. Καὶ πολλὰ τὰ μέσα, ποὺ διέρχονται οἱ ἄνθρωποι γιὰ νὰ ἐμποδίσουν τὰ καλὰ ἔργα τῶν συνανθρώπων τους: Ἡ συμβουλή, ὁ ἔλεγχος, ἡ εἰρωνία, ἡ κατάκριση, οἱ ἀπειλές, τὰ δεσμά, τὰ βασανιστήρια, κι αὐτὴ τέλος ἡ ἀδιάφορη καὶ νεκρὴ πνευματικὰ ζωή τους.
Πέραν τῆς σωματικῆς τύφλωσης, ὑπάρχει καὶ ἡ ψυχική. Ὅταν δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος πέσει χαμηλά, ζεῖ μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ εἶναι τὸ φῶς καὶ ἡ ζωή μας, τότε βρίσκεται σὲ πηχτὰ πνευματικὰ σκοτάδια, γίνεται τυφλός. Μὰ μόνο κοντὰ στὸν Θεὸ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου βρίσκει τὴ γαλήνη, τὴν εἰρήνη, τὴν ἀληθινὴ χαρά. «Ὤ, Κύριε, ἀνήσυχη εἶναι ἡ ψυχή μας», γράφει κάπου ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, «μέχρι νὰ βρεῖ τὴν ἀνάπαυση σ᾽ Ἐσένα!» Καὶ ἔτσι, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, οἱ ἄνθρωποι ψάχνουν γιὰ τὴν ἀλήθεια, γιὰ νόημα στὴ ζωή τους, ψάχνουν νὰ βροῦν τὸν Θεό! Κι ὅμως! Τί κρίμα, νὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ νὰ βάζουν ἐμπόδια, ποὺ νὰ φράζουν τὸν ἅγιο τοῦτο πόθο καὶ δρόμο, ποὺ νὰ ρίχνουν κάτω τὶς γέφυρες πρὸς τὸν Χριστό! Ποιοί εἶναι αὐτοί; Ἡ σύγχρονη οἰκογένεια, πρῶτα. Ὁ σύζυγος κλείνει συχνὰ τὸν δρόμο πρὸς τὸν Χριστὸ γιὰ τὴ σύζυγο, ἤ, ἀντίθετα, ἡ γυναίκα γιὰ τὸν ἄνδρα καί, ἄλλοτε, οἱ γονεῖς στὰ παιδιά! Κι ἂν δὲν εἶναι ἕνας ἀνοικτὸς πόλεμος, θὰ εἶναι μιὰ ζωὴ ἀδιάφορη πρὸς τὴν Ἐκκλησία, μιὰ ψυχρότητα, μιὰ ἀπορρόφηση στὶς ἐπαγγελματικὲς καὶ ἀτέλειωτες βιοτικὲς μέριμνες. Καὶ ἔτσι ἡ οἰκογένεια, ἀντὶ γιὰ μία κατ᾿ οἶκον Ἐκκλησία, καταντᾶ μία ἀποπνικτικὴ ἀτμόσφαιρα, ἕνα ὑλιστικὸ κλίμα, μία συμβίωση χωρὶς τὸ ζωογόνο ὀξυγόνο τῆς Πίστης, ἐκτεθειμένη σὲ κινδύνους καὶ παγίδες ποικίλες.
Ἀκόμη, τὸν δρόμο φράζουν κάποτε οἱ ἐκπαιδευτικοί, οἱ ἄνθρωποι, ποὺ ἡ κοινωνία τοὺς ἐμπιστεύεται ὅ,τι πιὸ πολύτιμο: Τὰ νεαρά της βλαστάρια. Γιατὶ δὲν εἶναι μόνο γιὰ νὰ τοὺς γιομίζουν τὰ κεφάλια γνώσεις. Κι αὐτοί, ἀντὶ νὰ σφυρηλατοῦν τὸν χαρακτήρα τῶν παιδιῶν, νὰ στηρίζουν τὴν Πίστη τους, νὰ τοὺς ἀνοίγουν δρόμους φωτεινούς, συχνά, μὲ τὸν τρόπο τους, ἐνσπείρουν τὴν ἀμφιβολία, εἰρωνεύονται τὴν ἠθική, δηλητηριάζουν τὶς παιδικὲς κι ἐφηβικὲς ψυχές! Ἐμπόδιο ἀκόμη, γιὰ ν᾿ ἀναφερθοῦμε σὲ μιὰ τρίτη κατηγορία, ἀποτελοῦν συχνὰ οἱ ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων καὶ τῆς τέχνης, δημοσιογράφοι, καλλιτέ-χνες, λογοτέχνες, πού, ἀντὶ νὰ διαπλάθουν ἤθη, τὰ καταρρακώνουν χυδαιότατα. Κι ὁ Χριστὸς στὸ ἔργο τους εἶναι, εἴτε ὁ μεγάλος ἀπών, εἴτε καίριος ἐχθρικὸς στόχος!
Μά, ἂς ἔρθουμε καὶ στὸν εὐλογημένο τυφλό: Ἡ τύφλωση, ἡ δυστυχία, ἡ ἐγκατάλειψη, δὲν τὸν ἀπέλπισαν, δὲν τὸν καταβαράθρωσαν πνευματικά. Ἀντίθετα, χάλκευσαν τὴν Πίστη, τὴν ὑπομονή, τὴν ἐλπίδα. Κι ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα τῆς Χάριτος, καρποφόρησαν πλούσια. Οὐδέποτε ἡ Πίστη καὶ ἡ ἐλπίδα νὰ μᾶς λείπουν, ἀδελφοί, σ᾿ ὅποια δοκιμασία καὶ θλίψη: Ὁ Κύριος εἶναι ζωντανός: «Ζῇ Κύριος ὁ Θεός»! Ὁ Ὁποῖος δέν εἶναι μόνο δημιουργός. Εἶναι καὶ προνοητής. Καὶ τίποτα τὸ τυχαῖο στὴ ζωή μας. Ὅλα τὰ ἐπιτρέπει ἡ ἀγάπη Του γιὰ τὸ καλό μας, τὴ σωτηρία μας. Καὶ, μὲ τὴν Πίστη καὶ ὑπομονή, ἔρχεται ἡ θεϊκὴ βοήθεια, ἔρχεται ὁ φωτοδότης Χριστὸς ἀρωγὸς καὶ σωτήρας.
Καὶ ἡ Πίστη τούτη τοῦ τυφλοῦ, ὅπως εἴδαμε, ἄρρηκτα συνδεδεμένη μὲ τὴν προσευχή, τὴν ἐπίκληση τοῦ Κυρίου: «Ἰησοῦ, υἱὲ Δαβίδ, ἐλέησόν με», φώναζε. Κι ἐμεῖς, ἀδελφοί, ἂς ἐπαναλαμβάνουμε μὲ Πίστη κι ὅσο συχνότερα μποροῦμε, τὴ σύντομη τούτη καὶ πανίσχυρη εὐχή, τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Σ᾿ αὐτὴν ἐμπερικλείεται ὅλη ἡ ὁμολογία τῆς Πίστης μας, καθὼς καὶ ἡ μὲ ταπείνωση ἐκζήτηση τοῦ Θείου ἐλέους, στὸ ὁποῖο περιλαμβάνονται ὅλα ποὺ μᾶς χρειάζονται γιὰ τὴν ἐπὶ γῆς εὐημερία καὶ τὴν ὠφέλεια τῆς ἀθάνατης ψυχῆς μας. Ἂς καλλιεργοῦμε συνέχεια τὴν ἅγια τούτη προσευχή, αἰσθανόμενοι τὴν πνευματική μας τύφλωση καὶ φτώχεια. Κι ἂν ἔτσι εὐχόμαστε, μὲ μετάνοια, μὲ Ἐξομολόγηση, μὲ ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, μὲ ἐπάξια μετοχὴ στὴ Θεία Κοινωνία, τότε θἄρθει καὶ σ᾿ ἐμᾶς τὸ θεῖον ἔλεος, ὁ φωτοδότης Χριστός. Θ᾿ ἀνοίξει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας καὶ θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸ θαυμαστό του Φῶς, «ὅπου ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων καὶ βοώντων ἀπαύστως· Κύριε, δόξα Σοι»! Ἀμήν. Γένοιτο, Κύριε!