Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ: Ὁ λαμπρὸς ἀστέρας ποὺ μήνυσε στοὺς τρεῖς Πέρσες Μάγους τὴ Γέννηση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ: Τί ἦταν τελικά;
«ἰδόντες δὲ τὸν ἀστέρα, ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην σφόδρα»
(Ματθ. 2, 10)
Κάθε χρόνο, μέσα στὸ ἑορταστικὸ πνεῦμα τῶν Χριστουγέννων —δυστυχῶς συχνότατα κοσμικὸ καὶ μὲ ἔλλειψη πνευματικότητας ἢ καλύτερα Ὀρθόδοξης πνευματικότητας—, πολλοὶ εἶναι ποὺ ἀσχολήθηκαν καὶ ἀσχολοῦνται καὶ μὲ τὸ φαινόμενο τοῦ λαμπροῦ ἐκείνου ἀστέρα, ποὺ ὁδήγησε τοὺς Μάγους σὲ προσκύνηση τοῦ τεχθέντος Σωτῆρος Χριστοῦ. Μάλιστα, ἀπὸ παλαιότερους χρόνους μέχρι καὶ τὶς μέρες μας, καὶ ἀρκετοὶ ἀστρονόμοι θεώρησαν «καθῆκον» τους νὰ «ἐξιχνιάσουν» τὸ μυστήριο ποὺ περιβάλλει τὸν ἀστέρα αὐτό, ἐκφράζοντας —πιθανὲς ἢ ἀπίθανες— θεωρίες, ποὺ κινοῦνται μεταξὺ ὑπερβολῆς καὶ ἀποβολῆς τοῦ γεγονότος. Οἱ κυριώτερες ἀπὸ τὶς θεωρίες αὐτὲς ἀναφέρουν πὼς ὁ ἀστέρας ἐκεῖνος ἦταν καινοφανής ἢ ὑπερκαινοφανὴς ἀστέρας· διπλὴ ἢ τριπλὴ σύνοδος κάποιων πλανητῶν τοῦ ἡλιακοῦ μας συστήματος· ἡ σύνοδος τῶν ἑπτὰ τότε γνωστῶν πλανητῶν τοῦ ἡλιακοῦ μας συστήματος· κομήτης· μετεωρίτης· διάττων ἀστέρας.
Ἐντύπωση προξενεῖ ποὺ καὶ σύγχρονοι —κατὰ τὰ ἄλλα καταρτισμένοι ἀστρονόμοι (δὲν μιλῶ γιὰ ἀστρολόγους!)— ἀποφαίνονται ex cathedra, συχνὰ θεωρώντας τὸ γεγονὸς τῆς ἐμφάνειας τοῦ ἀστέρος ἐκείνου γιὰ τὸ ὑπερφυσικὸ τοῦ πράγματος ὡς ἱστορικὰ ἀνυπόστατο. Θεωροῦν δηλαδὴ ὅτι δὲν ὑπῆρξε ποτὲ ὁ ἐν λόγῳ ἀστέρας, καὶ ἑπομένως ἡ Καινὴ Διαθήκη γράφει παραμύθια —δὲν γνωρίζω ἂν ἐννοοῦν ὑποδεέστερα ἢ ἀνώτερα ἐκείνων τῆς Χαλιμᾶς—, προλαμβάνοντας ἔτσι τὴ σύγχρονη μυθοποίηση τῶν Χριστουγέννων, τῶν Χριστουγέννων ποὺ ἑορτάζονται ὡς ἕνα κοσμικὸ event, χωρὶς Χριστό, ἁπλῶς σὰν εὐκαιρία φυγῆς ἀπὸ τὴν καθημερινότητα, μέσα στὴν πολυποίκιλη χλιδὴ καὶ τὴν πολύτροπη ἁμαρτία… Δὲν κατανοοῦν ὅμως οἱ ἀγαπητοὶ ἀσφαλῶς καὶ ἔγκριτοι τῆς Δημοκρίτειας Ἐπιστήμη ἐκπρόσωποι ὅτι ἀναιροῦν ἑαυτούς, ἀφοῦ εἰσέρχονται —ἐν γνώσει ἢ ἐν ἀγνοίᾳ— σὲ ξένα «ἀμπελοχώραφα», σὲ τομεῖς ποὺ δὲν τοὺς ἀνήκουν, καὶ προσπαθοῦν νὰ ψαύσουν τὰ ἄψαυστα καὶ ἀνεπίβατα ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς μυστήρια καὶ γεγονότα τῆς Πίστης μὲ «ἐπιστημονικὰ μέσα». Ὅμως, «οὐ τοῦ παντὸς» ἡ γνώση τῶν θείων…
Θὰ προσπαθήσουμε, ὅσο γίνεται ἁπλούστερα, νὰ τοποθετήσουμε τὸ ὅλο θέμα στὴν ὀρθὴ ἱστορικοφιλολογικὴ καὶ κατεξοχὴν θεολογική του βάση.
Καταρχὴν νὰ ἀναφέρουμε ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν κάνει ἐπιστήμη, ἀλλὰ περιγράφει ἀληθέστατα καὶ μὲ ἁπλὸ τρόπο τὰ γεγονότα ποὺ ἀφοροῦν στὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, γιὰ τὴ σωτηρία του. Ἡ Καινὴ Διαθήκη εὐρύτερα, καὶ εἰδικώτερα τὰ τέσσερα ἅγια Εὐαγγέλια, ποὺ γράφηκαν κατὰ τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 1ου αἰ. ἀπὸ τοὺς αὐτήκοους μαθητὲς τοῦ Κυρίου, ἀποθησαυρίζουν τὰ γεγονότα τῆς σάρκωσης τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τῆς πανάγιας ἐπὶ γῆς ζωῆς Του, τῶν ἁγίων παθῶν, τῆς ταφῆς, τῆς ἀναστάσεως καὶ εἰς οὐρανοὺς ἀναλήψεώς Του. Τὴν ἀλήθεια τῶν ἱστορικῶν γεγονότων, ποὺ ἀναφέρονται στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια ἐνισχύουν, σὺν πολλοῖς ἄλλοις τὸ ὅτι ἀλληλοσυμπληρώνονται οἱ σχετικὲς διηγήσεις καὶ ἐπιβεβαιώνονται καὶ ἀπὸ ἐξωβιβλικὲς μαρτυρίες[1]. Καί, βεβαίως, σύμφωνα μὲ τὴ σύγχρονη ἱστορικοφιλολογικὴ Ἐπιστήμη, ἡ ἱστορικότητα τῶν περιγραφομένων στὴν Καινὴ Διαθήκη γεγονότων εἶναι ἀναμφισβήτητη, ἀφοῦ σώζονται σήμερα περὶ τὰ 5000 χειρόγραφα, ἀντίγραφα τῶν πρωτοτύπων βιβλίων της, μὲ ὁρισμένα τμήματα σωζόμενα σὲ πάπυρο νὰ χρονολογοῦνται σὲ ἀπόσταση χρονικῆς ἀναπνοῆς ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ γράφηκαν τὰ πρωτότυπα.
Πέραν τούτων, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τὴν καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἐνέπνευσε τοὺς ἱεροὺς συγγραφεῖς τῶν κειμένων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, καθόρισε κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες τὰ βιβλία, τόσο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅσο καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης, ποὺ εἶναι θεόπνευστα καὶ ἐκφράζουν ἐπακριβῶς τὴ διδασκαλία της, καταρτίζοντας τὸν λεγόμενο Κανόνα τῶν ἱερῶν αὐτῶν βιβλίων (49 τῆς Π.Δ. καὶ 27 τῆς Κ.Δ.) καὶ ἀποκλείοντας ἀπὸ αὐτὸν τὰ ποικίλα ἀπόκρυφα ἢ ψευδεπίγραφα βιβλία. Ὁ Κανόνας αὐτὸς ἀπέκτησε οἰκουμενικὸ κύρος μὲ τὶς σχετικὲς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς πρώτης ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας. Γιὰ τὰ βιβλία ποὺ ἀνήκουν στὸν Κανόνα αὐτὸ ἰσχύει ὡς θέμα πίστεως ἡ σχετικὴ ρήση τοῦ θεηγόρου ἀποστόλου Παύλου: «Πᾶσα γραφὴ θεόπνευστος καὶ ὠφέλιμος πρὸς διδασκαλίαν, πρὸς ἔλεγχον, πρὸς ἐπανόρθωσιν, πρὸς παιδείαν τὴν ἐν δικαιοσύνῃ» (Β´ Τιμ. 3, 16).
* * *
Τὸ γεγονὸς τῆς ἐμφάνειας τοῦ ὄντως ὑπερφυσικοῦ ἐκείνου ἀστέρος ἅμα τῇ γεννήσει τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴ Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας καὶ ἡ στὴ συνέχεια μετακίνησή του πρὸς καθοδήγηση τῶν τριῶν Μάγων καταγράφεται μόνο στὸ Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, στὸ δεύτερο κεφάλαιο. Ἡ θεοπνευστία καὶ τοῦ Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου εἶναι αὐτονόητη. Ὁ ἀπόστολος Ματθαῖος δὲν γράφει ἱστοριοῦλες καὶ παραμυθάκια γιὰ νὰ περνοῦν τὴν ὥρα τους οἱ ἀφελεῖς. Γράφει ἱστορικὰ γεγονότα, ποὺ συνδέονται μὲ τὴ σάρκωση, τὴν ἔλευση τοῦ Μεσσία Χριστοῦ στὸν κόσμο, σαρκωθέντος «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου». Παραθέτουμε ἐφεξῆς ὅλο τὸ κείμενο αὐτό, τονίζοντας μὲ ἔντονα στοιχεῖα τὶς ἀναφορὲς στὸν οὐράνιο ἐκεῖνο ἀστέρα.
Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, κεφάλαιον Β´
«1 Τοῦ δὲ Ἰησοῦ γεννηθέντος ἐν Βηθλέεµ τῆς Ἰουδαίας ἐν ἡµέραις Ἡρῴδου τοῦ βασιλέως, ἰδοὺ µάγοι ἀπὸ ἀνατολῶν παρεγένοντο εἰς Ἱεροσόλυµα 2 λέγοντες· ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; εἴδοµεν γὰρ αὐτοῦ τὸν ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ καὶ ἤλθοµεν προσκυνῆσαι αὐτῷ. 3 Ἀκούσας δὲ Ἡρῴδης ὁ βασιλεὺς ἐταράχθη καὶ πᾶσα Ἱεροσόλυµα µετ᾽ αὐτοῦ, 4 καὶ συναγαγὼν πάντας τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραµµατεῖς τοῦ λαοῦ ἐπυνθάνετο παρ᾽ αὐτῶν ποῦ ὁ Χριστὸς γεννᾶται. 5 οἱ δὲ εἶπαν αὐτῷ· ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας· οὕτω γὰρ γέγραπται διὰ τοῦ προφήτου· 6 καὶ σύ, Βηθλεέµ, γῆ Ἰούδα, οὐδαµῶς ἐλαχίστη εἶ ἐν τοῖς ἡγεµόσιν Ἰούδα· ἐκ σοῦ γὰρ ἐξελεύσεται ἡγούµενος, ὅστις ποιµανεῖ τὸν λαόν µου τὸν Ἰσραήλ. 7 Τότε Ἡρῴδης λάθρᾳ καλέσας τοὺς µάγους ἠκρίβωσεν παρ᾽ αὐτῶν τὸν χρόνον τοῦ φαινοµένου ἀστέρος, 8 καὶ πέµψας αὐτοὺς εἰς Βηθλεὲµ εἶπεν· πορευθέντες ἐξετάσατε ἀκριβῶς περὶ τοῦ παιδίου· ἐπὰν δὲ εὕρητε ἀπαγγείλατέ µοι, ὅπως κἀγὼ ἐλθὼν προσκυνήσω αὐτῷ. 9 οἱ δὲ ἀκούσαντες τοῦ βασιλέως ἐπορεύθησαν. καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ ὃν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτοὺς ἕως ἐλθὼν ἐστάθη ἐπάνω οὗ ἦν τὸ παιδίον. 10 ἰδόντες δὲ τὸν ἀστέρα ἐχάρησαν χαρὰν µεγάλην σφόδρα. 11 καὶ ἐλθόντες εἰς τὴν οἰκίαν εἶδον τὸ παιδίον µετὰ Μαρίας τῆς µητρὸς αὐτοῦ, καὶ πεσόντες προσεκύνησαν αὐτῷ, καὶ ἀνοίξαντες τοὺς θησαυροὺς αὐτῶν προσήνεγκαν αὐτῷ δῶρα, χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σµύρναν. 12 καὶ χρηµατισθέντες κατ᾽ ὄναρ µὴ ἀνακάµψαι πρὸς Ἡρῴδην, δι᾽ ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τὴν χώραν αὐτῶν. 13 Ἀναχωρησάντων δὲ αὐτῶν ἰδοὺ ἄγγελος κυρίου φαίνεται κατ᾽ ὄναρ τῷ Ἰωσὴφ λέγων, Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν µητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἴσθι ἐκεῖ ἕως ἂν εἴπω σοι· µέλλει γὰρ Ἡρῴδης ζητεῖν τὸ παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό. 14 ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβεν τὸ παιδίον καὶ τὴν µητέρα αὐτοῦ νυκτὸς καὶ ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον, 15 καὶ ἦν ἐκεῖ ἕως τῆς τελευτῆς Ἡρῴδου· ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· Ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν µου. 16 Τότε Ἡρῴδης ἰδὼν ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν µάγων ἐθυµώθη λίαν, καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλεν πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλέεµ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσε παρὰ τῶν µάγων. 17 τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν διὰ Ἰερεµίου τοῦ προφήτου λέγοντος· 18 Φωνὴ ἐν Ῥαµὰ ἠκούσθη, κλαυθµὸς καὶ ὀδυρµὸς πολύς· Ῥαχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθελεν παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσίν. 19 Τελευτήσαντος δὲ τοῦ Ἡρῴδου ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ᾽ ὄναρ τῷ Ἰωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ 20 λέγων· Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν µητέρα αὐτοῦ καὶ πορεύου εἰς γῆν Ἰσραήλ· τεθνήκασι γὰρ οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου. 21 ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν µητέρα αὐτοῦ καὶ ἦλθεν εἰς γῆν Ἰσραήλ. 22 ἀκούσας δὲ ὅτι Ἀρχέλαος βασιλεύει τῆς Ἰουδαίας ἀντὶ Ἡρῴδου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἐφοβήθη ἐκεῖ ἀπελθεῖν· χρηµατισθεὶς δὲ κατ᾽ ὄναρ ἀνεχώρησεν εἰς τὰ µέρη τῆς Γαλιλαίας, 23 καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς πόλιν λεγοµένην Ναζαρέτ, ὅπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τῶν προφητῶν ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται».
Νὰ σημειώσουμε ἀρχικὰ πώς, ἂν καθ᾽ ὑπόθεση ἀμφισβητηθεῖ ἡ ἱστορικὴ πραγματικότητα τοῦ ἐν λόγῳ ἀστέρος, τότε συγκαταρρέουν καὶ ὅλα τὰ συνδεδεμένα μὲ αὐτὸν γεγονότα, ποὺ περιγράφονται στὸ ἀνωτέρω κεφάλαιο, γιατὶ ἀσφαλῶς δὲν μπορεῖ νὰ γίνεται κατ᾽ ἐπιλογὴν ἀποδοχὴ τῶν ἀναφερομένων στὰ Εὐαγγέλια γεγονότων. Γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους ὅμως πιστοὺς ὄχι μόνο ἡ ἱστορικότητα τῶν ἀναφορῶν τῶν ἱερῶν Εὐαγγελίων εἶναι ἀδιαμφισβήτητη, ἀλλὰ καὶ κριτήριο τῆς αὐθεντικῆς ἑρμηνείας τους δὲν ἀποτελοῦν οἱ ὅποιες σοφὲς —ἢ ἄσοφες— σχετικὲς ἐπιστημονικὲς ἀποφάνσεις, ἀλλὰ ἡ ἱερὰ Παράδοσις. Στὴν Παράδοσιν αὐτὴ περιλαμβάνονται «ὅ,τι παντοῦ, ὅ,τι πάντοτε καὶ ὅ,τι ὑπὸ πάντων ἐπιστεύθη» (Quod ubique, quod semper, quod ab omnibus creditum est, κατὰ τὸν Δυτικὸ Πατέρα τοῦ 5ου αἰ. ἅγιο Βικέντιο Λειρήνου [Commonitorium Primum sect. 2]), δηλαδὴ ἡ σχετικὴ «συμφωνία τῶν Πατέρων» (consensus Patrum), ὅπως αὐτὴ ἀποτυπώνεται διαχρονικὰ στὰ κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων, στὴν Ὑμνολογία καὶ στὴν Εἰκονογραφία τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
Γιὰ τὸ ὑπὸ ἐξέταση λοιπὸν ζήτημα τοῦ ἀστέρα τῆς Γέννησης τοῦ Κυρίου ὑπάρχει μία θαυμαστὴ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ συμφωνία τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως ἀπὸ τὸν 1ο αἰ. μ.Χ. μέχρι καὶ σήμερα. Καί, γιὰ τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές, θὰ παραθέσουμε ἐπιλεκτικὰ τὶς σχετικὲς μαρτυρίες κατὰ χρονολογικὴ σειρά, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὶς ἀναφορὲς τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας.
Α. Ἀναφορὲς τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας
στὸν ἀστέρα τῆς Γέννησης τοῦ Κυρίου
Εἰσαγωγικὰ θὰ πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἡ ἱερὰ Παράδοσις θεώρησε τὸ γεγονὸς τῆς ἐμφάνειας τοῦ ἐν λόγῳ ἀστέρα ὡς ἐκπλήρωση τῆς προφητείας τοῦ προφήτου Βαλαὰμ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅπως αὐτὴ καταγράφεται στὸ Βιβλίο τῶν Ἀριθμῶν. Ὅπως σημειώνει στὴν ἑρμηνεία τῶν ᾀσματικῶν κανόνων τῶν Χριστουγέννων καὶ ὁ ἀνακεφαλαιωτὴς τῆς πατερικῆς παράδοσης ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὸ Ἑορτοδρόμιον (Βενετία 1805, σσ. 78-79), στὸ κδ´ (24) κεφάλαιο τῶν Ἀριθμῶν, ὁ Βαλάκ, βασιλιὰς τῶν Μωαβιτῶν, προσκάλεσε τὸν μάντη Βαλαὰμ ἀπὸ τὴ Μεσοποταμία, γιὰ νὰ καταρασθεῖ τὸν ἰσραηλιτικὸ λαό, ποὺ ἦταν μεγάλος ἀντίπαλός του. Αὐτὸς ὅμως, ἀντὶ νὰ τὸν καταρασθεῖ, τὸν εὐλόγησε καὶ χωρὶς νὰ θέλει καὶ μὲ τὴν ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος προφήτευσε περὶ Χριστοῦ τὰ ἑξῆς: «Ἐγένετο Πνεῦμα Θεοῦ ἐπὶ Βαλαάμ· καὶ ἀναλαβὼν τὴν παραβολὴν αὐτοῦ εἶπε· Ὡς καλοὶ οἱ οἶκοί σου Ἰακώβ, καὶ αἱ σκηναί σου, Ἰσραήλ… ἐξελεύσεται ἄνθρωπος ἐκ τοῦ σπέρματος αὐτοῦ καὶ κυριεύσει ἐθνῶν πολλῶν… Ἀνατελεῖ ἄστρον ἐξ Ἰακώβ, ἀναστήσεται ἄνθρωπος ἐξ Ἰσραὴλ καὶ θραύσει τοὺς ἀρχηγοὺς Μωὰβ καὶ προνομεύσει πάντας τοὺς υἱοὺς Σήθ» (Ἀριθμ. 24, 2·3·7·17). Καὶ συνεχίζει ὁ ἅγιος Νικόδημος πώς, σύμφωνα μὲ τοὺς ἁγίους Πατέρες, εἶναι ἀκριβῶς αὐτὴ τὴν προφητεία ποὺ εἶχαν παραλάβει ἀπὸ τοὺς προγόνους τους οἱ τρεῖς Μάγοι, οἱ σοφοὶ ἐκεῖνοι ἀστεροσκόποι καὶ ἄρχοντες τῶν Περσῶν, ὥστε, ὅταν εἶδαν τὸν καινοφανὴ ἐκεῖνο ἀστέρα ἐννόησαν ὅτι αὐτὸς ἐμήνυε τὴ Γέννηση τοῦ προσδοκωμένου Μεσσία Χριστοῦ.
Τὰ ἐφεξῆς παρατιθέμενα πατερικὰ ἀποσπάσματα ἀποτελοῦν μόνο μία ἐνδεικτικὴ ἀνθολόγηση ἀπὸ τὴν πλούσια σχετικὴ πατερικὴ γραμματεία, ποὺ ἀποδεικνύει τὴ θαυμαστὴ ὁμοφωνία τους σχετικὰ μὲ τὸ γεγονὸς τῆς ἐμφάνειας τοῦ ἀστέρος τῆς Γεννήσεως καὶ τὸ τί στὴν πραγματικότητα ἦταν αὐτός.
α. Ἅγιος ἱερομάρτυς Ἰγνάτιος ὁ θεοφόρος
(1ος αἰ.-ἀρχὲς 2ου μ.Χ.),
Ἐπιστολὴ πρὸς Ἐφεσίους
«Ὁ γὰρ Θεὸς ἡμῶν Ἰησοῦς ὁ Χριστὸς ἐκυοφορήθη ὑπὸ Μαρίας κατ᾽ οἰκονομίαν Θεοῦ ἐκ σπέρματος μὲν Δαβίδ, Πνεύματος δὲ Ἁγίου· ὃς ἐγεννήθη καὶ ἐβαπτίσθη, ἵνα τῷ πάθει τὸ ὕδωρ καθαρίσῃ. Καὶ ἔλαθεν τὸν ἄρχοντα τοῦ αἰῶνος τούτου ἡ παρθενία Μαρίας καὶ ὁ τοκετὸς αὐτῆς, ὁμοίως καὶ ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου· τρία μυστήρια κραυγῆς, ἅτινα ἐν ἡσυχίᾳ Θεοῦ ἐπράχθη.
Πῶς οὖν ἐφανερώθη τοῖς αἰῶσιν; ἀστὴρ ἐν οὐρανῷ ἔλαμψεν ὑπὲρ πάντας τοὺς ἀστέρας, καὶ τὸ φῶς αὐτοῦ ἀνεκλάλητον ἦν καὶ ξενισμὸν παρεῖχεν ἡ καινότης αὐτοῦ, τὰ δὲ λοιπὰ πάντα ἄστρα ἅμα ἡλίῳ καὶ σελήνῃ χορὸς ἐγένετο τῷ ἀστέρι, αὐτὸς δὲ ἦν ὑπερβάλλων τὸ φῶς αὐτοῦ ὑπὲρ πάντα· ταραχή τε ἦν, πόθεν ἡ καινότης ἡ ἀνόμοιος αὐτοῖς. Ὅθεν ἐλύετο πᾶσα μαγεία καὶ πᾶς δεσμὸς ἠφανίζετο κακίας· ἄγνοια καθῃρεῖτο, παλαιὰ βασιλεία διεφθείρετο Θεοῦ ἀνθρωπίνως φανερουμένου εἰς καινότητα ἀϊδίου ζωῆς».
(Ἔκδοση στὴ Σειρὰ Sources Chretiennes, 10, σσ. 86–90).
β. Εὐσέβιος τοῦ Παμφίλου, ἐπίσκοπος Καισαρείας
(περ. 260-340 μ.Χ.),
- Ἐπίδειξις Εὐαγγελικὴ
«Ἀλλὰ τὰ μὲν τῆς συμφωνίας τῆς τε προφητικῆς προρρήσεως καὶ τῆς εὐαγγελικῆς συμπεράνσεως ὧδέ πως ἐχέτω τέλους. τί δ‘ ἦν τὸ αἴτιον τῆς ἐπιλάμψεως τοῦ φανέντος ἀστέρος, συνιδεῖν ἄξιον. «εἰς σημεῖά» φησιν ὁ Μωσῆς καὶ «εἰς καιροὺς» τεθεῖσθαι τοὺς πάντας «ἐν τῷ στερεώματι» ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ἀστέρας. ξένος δὲ ἦν καὶ οὐ συνήθης οὐδὲ τῶν πολλῶν καὶ γνωρίμων εἷς, ἀλλά τις καινὸς καὶ νέος ἀστὴρ ἐπιφανεὶς τῷ βίῳ σημεῖον ξένου «φωστῆρος» ἐδήλου καταλάμψαντος τῷ παντὶ κόσμῳ, ὃς ἦν ὁ Χριστὸς τοῦ Θεοῦ, μέγας καὶ νέος ἀστήρ, οὗ τὴν εἰκόνα συμβολικῶς ὁ φανεὶς τότε τοῖς μάγοις ἐπεφέρετο. ἐπειδὴ γὰρ καθ᾽ ὅλης τῆς ἱερᾶς καὶ θεοπνεύστου γραφῆς ὁ προηγούμενος τῆς διανοίας σκοπὸς μυστικώτερα καὶ θεῖα βούλεται παιδεύειν, μετὰ τοῦ καὶ τὴν πρόχειρον διάνοιαν σῴζεσθαι ἐν μέρει τῶν ἱστορικῶς πεπραγμένων, εἰκότως καὶ ἡ μετὰ χεῖρας πρόρρησις ἐπληροῦτο πρὸς λέξιν ἐπὶ τῇ τοῦ προαναφωνηθέντος ἀστέρος ἐπὶ τῇ γενέσει τοῦ σωτῆρος ἡμῶν προφητείᾳ.
Γίνονται μὲν οὖν καὶ ἐφ᾽ ἑτέρων ἐπιδόξων καὶ ἐπιφανῶν ἀνδρῶν ξενιζόντων ἀστέρων ἐκλάμψεις, οἷον τῶν καλουμένων παρά τισιν κομητῶν, ἢ δοκίδων, ἢ πωγωνιῶν, ἤ τινων ἑτέρων τούτοις παραπλησίων ἐπὶ μεγάλοις πράγμασιν ἐξ ἔθους ἀναφαινομένων. ἀλλὰ τί γὰρ κρεῖττον ἢ μεῖζον τῷ παντὶ κόσμῳ γένοιτ᾽ ἄν ποτε οἷον τὸ διὰ τῆς σωτηρίου ἐπιφανείας πᾶσιν ὑπάρξαν ἀνθρώποις νοερὸν φῶς, εὐσεβείας καὶ θεογνωσίας ἀληθοῦς κατάληψιν λογικαῖς ψυχαῖς κομιζόμενον; οὗ δὴ χάριν τὸ μέγα σημεῖον ὁ προφανεὶς ἐδήλου ἀστήρ, μέγαν καὶ νέον φωστῆρα ἐπιλάμψαντα τῷ παντὶ κόσμῳ τὸν Χριστὸν τοῦ Θεοῦ πᾶσιν αἰνιττόμενος.
Κατὰ τὸ αὐτὸ δὲ ἡ προφητεία ἄνθρωπον ὁμοῦ καὶ ἀστέρα θεσπίζει δι᾽ ὧν φησιν· «ἀνατελεῖ ἄστρον ἐξ Ἰακώβ, καὶ ἀναστήσεται ἄνθρωπος ἐξ Ἰσραήλ», τὸν μὲν οὐράνιον φωστῆρα τὸν Θεὸν Λόγον εἶναι, τὸν αὐτὸν δὲ ἄνθρωπον ὀνομάζουσα. διαφόρως δὲ αὐτὸν καὶ ἐν ἑτέροις «ἀνατολὴν» ὁμοῦ καὶ «φῶς» καὶ «ἥλιον δικαιοσύνης» ἀποκαλεῖ, ὡς ἐν τοῖς πρώτοις ἀπεδείξαμεν.
Εἶτα τὸ μὲν θειότερον αὐτοῦ, ἅτε φωτίζον «πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον», τῷ τῆς ἀνατολῆς ἐπεφήμισεν προσρήματι, φήσας· «ἀνατελεῖ ἄστρον ἐξ Ἰακώβ», τὸν δὲ ἄνθρωπον διὰ τὸ συμβὰν περὶ αὐτὸν πάθος ὡς ἂν πεπτωκότα «ἀναστήσεσθαι» θεσπίζει, ὁμοίως οἷς καὶ Ἡσαΐας περὶ αὐτοῦ φησιν· «καὶ ἔσται ἡ ῥίζα τοῦ Ἰεσσαὶ καὶ ὁ ἀνιστάμενος ἄρχειν ἐθνῶν, ἐπ᾽ αὐτῷ ἔθνη ἐλπιοῦσιν». καὶ σαφές γε, τίνα τρόπον τὸ φῶς τοῦ σωτῆρος ἡμῶν ἐκ τοῦ Ἰακὼβ ἀνατεῖλαν (τοῦτ᾽ ἔστιν ἀπὸ τοῦ ἐκ περιτομῆς λαοῦ), πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν, ἀλλ‘ οὐχὶ τῷ Ἰακὼβ ὅθεν καὶ προῆλθεν, ἐξέλαμψεν».
(Ἀπὸ τὴν ἔκδοση: Eusebius Werke, Band 6: Die Demonstratio evangelica, Ed. Heikel, I.A., Leipzig: Hinrichs, 1913; Die griechischen christlichen Schriftsteller 23. Βιβλίο 9, κεφ. 1).
γ. Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Μέγας, ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας
(περ. 295-373)
Λόγος περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου
«Τίνος δὲ τῆς γενέσεως προέδραμεν ἀστὴρ ἐν οὐρανοῖς, καὶ τὸν γεννηθέντα ἐσήμανε τῇ οἰκουμένῃ; Μωυσῆς μὲν γὰρ γεννῶμενος ἐκρύπτετο ὑπὸ τῶν γονέων· Δαβὶδ δὲ οὐδὲ τοῖς ἐκ γειτόνων ἠκούσθη, ὅπουγε οὐδὲ ὁ μέγας Σαμουὴλ αὐτὸν ἐγίνωσκεν, ἀλλ᾽ ἐπυνθάνετο εἰ ἔστιν ἔτι υἱὸς τῷ Ἰεσσαί· Ἀβραὰμ δὲ λοιπὸν γεγονὼς μέγας ἐγνώσθη τοῖς ἐγγύς. Τῆς δὲ Χριστοῦ γενέσεως μάρτυς οὐκ ἄνθρωπος, ἀλλ᾽ ἀστὴρ φαινόμενος ἦν ἐν οὐρανῷ, ὅθεν καὶ κατέβαινεν».
(Ἔκδοση στὴ Σειρὰ Sources Chretiennes, 199, Paris 1973, σσ. 390-392)
δ. Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας
(330-379)
Ὁμιλία εἰς τὴν ἀγίαν τοῦ Χριστοῦ Γέννησιν
«Ἐπεὶ μέντοι προσέκειντο (οἱ Μάγοι) ταῖς τῶν οὐρανίων κινήσεσιν, οὐκ ἀργῶς ἐθεώρουν τὸ παράδοξον τῶν κατ᾽ οὐρανὸν θεαμάτων, ἀστέρα καινὸν καὶ ἀσυνήθη τῇ γεννήσει τοῦ Κυρίου ἐπανατείλαντα. Καὶ μηδεὶς ἑλκέτω τὴν τῆς ἀστρολογίας κατασκευὴν εἰς τὴν τοῦ ἀστέρος ἀνατολήν. Οἱ μὲν γὰρ τὴν γένεσιν παρεισάγοντες ἐκ τῶν ἤδη ὄντων ἀστέρων, τῶν τούτων τοιόνδε σχηματισμὸν αἴτιον εἶναι τῶν κατὰ τὸν βίον συμπτωμάτων ἑκάστῳ τίθενται· ἐνταῦθα δὲ οὐδεὶς τῶν ὄντων ἀστέρων τὴν βασιλικὴν γέννησιν ἐσήμαινεν, οὐδ᾽ αὐτὸς τῶν συνήθων ἦν. Οἱ γὰρ τῇ κτίσει συγκαταβληθέντες ἐξ ἀρχῆς ἤτοι ἀκίνητοί εἰσι διὰ παντὸς, ἢ τὴν κίνησιν ἄπαυστον ἔχοντες· ὁ δὲ φανεὶς οὗτος ἀμφότερα φαίνεται ἔχων, καὶ κινούμενος καὶ ἱστάμενος. Καὶ ἐν μὲν τοῖς ἤδη οὖσιν οἱ μὲν κατεστηριγμένοι οὐδέποτε κινοῦνται, οἱ δὲ πλανῆται οὐδέποτε ἵστανται· ὁ δὲ ἀμφότερα ἔχων ἐν αὑτῷ, καὶ κίνησιν καὶ στάσιν, δῆλός ἐστιν οὐδετέροις προσήκων. Ἐκινήθη μὲν γὰρ ἀπὸ ἀνατολῶν μέχρι Βηθλεέμ· ἔστη δὲ ἐπάνω οὗ ἦν τὸ παιδίον. ∆ιὰ τοῦτο κινηθέντες οἱ μάγοι ἀπὸ ἀνατολῶν τῇ ὁδηγίᾳ ἀστέρος ἑπόμενοι, ἐπιστάντες τοῖς Ἱεροσολύμοις, πᾶσαν μὲν ἐτάραξαν τῇ ἑαυτῶν ἐπιδημίᾳ τὴν πόλιν, φόβον δὲ τῷ βασιλεῖ τῶν Ἰουδαίων ἐνῆκαν».
(Ἔκδοση στὴ Σειρὰ Migne, Patrologia Graeca, 31, 1469CD-1472A)
ε. Ἅγιος Γρηγόριος ἐπίσκοπος Νύσσης
(335-394)
Εἰς τὸ Γενέθλιον τοῦ Σωτῆρος
«Ἀλλ᾽ ἐπανέλθωμεν ἐπὶ τὴν παροῦσαν χαρὰν, ἣν εὐαγγελίζονται τοῖς ποιμέσιν οἱ ἄγγελοι, ἣν οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται τοῖς μάγοις, ἣν τὸ πνεῦμα τῆς προφητείας διὰ πολλῶν τε καὶ διαφόρων ἀνακηρύσσει, ὡς καὶ τοὺς μάγους κήρυκας γενέσθαι τῆς χάριτος. ὁ γὰρ ἀνατέλλων τὸν ἥλιον ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους, ὁ βρέχων ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς ἤνεγκε τὴν ἀκτῖνα τῆς γνώσεως καὶ τὴν δρόσον τοῦ πνεύματος καὶ εἰς ἀλλότρια στόματα, ὥστε τῇ παρὰ τῶν ἐναντίων μαρτυρίᾳ βεβαιωθῆναι μᾶλλον ἐν ἡμῖν τὴν ἀλήθειαν. ἀκούεις τοῦ οἰωνιστοῦ Βαλαὰμ ἐπιπνοίᾳ κρείττονι τοῖς ἀλλοφύλοις ἐπιθειάζοντος, ὅτι ἀνατελεῖ ἄστρον ἐξ Ἰακώβ; ὁρᾷς τοὺς ἀπ᾽ ἐκείνου τὸ γένος κατάγοντας μάγους ἐπιτηροῦντας κατὰ τὴν πρόρρησιν τοῦ προπάτορος τὴν τοῦ καινοῦ ἀστέρος ἐπιτολὴν, ὃς παρὰ τὴν τῶν λοιπῶν ἀστέρων φύσιν μόνος καὶ κινήσεως μετέσχε καὶ στάσεως πρὸς τὴν χρείαν ἑκάτερον τούτων μεταλαμβάνων; τῶν γὰρ λοιπῶν ἀστέρων, τῶν μὲν ἅπαξ καταπεπηγότων τῇ ἀπλανεῖ σφαίρᾳ καὶ ἀκίνητον εἰληχότων τὴν στάσιν, τῶν δὲ μὴ παυομένων ποτὲ τῆς κινήσεως, οὗτος καὶ κινεῖται προηγούμενος τῶν μάγων καὶ ἵσταται καταμηνύων τὸν τόπον. ἀκούεις τοῦ Ἠσαΐου βοῶντος, ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν; … ἰδόντες γάρ φησιν οἱ μάγοι τὸν ἀστέρα ἐπὶ τοῦ τόπου, οὗ ἦν τὸ παιδίον ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην σφόδρα.
(Ἀπὸ τὴν κριτικὴ ἔκδοση: W. Jaeger et alii, Gregori Nysseni Opera, τόμ. 10/2, (ἐκδ.) E.J. Brill, Leiden-New York-Köln, 1996, σσ. 245-246).
ς. Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
(329-390)
Λόγος ΙΘ´, Εἰς τὸν ἐξισωτὴν Ἰουλιανὸν
«Νῦν ἄγγελοι χαίρουσι, νῦν ποιμένες περιαστράπτονται, νῦν ἀστὴρ ἐξ Ἀνατολῶν τρέχει πρὸς τὸ μέγιστον φῶς καὶ ἀπρόσιτον· νῦν μάγοι προσπίπτουσι, καὶ δωροφοροῦσι, καὶ τὸν πάντων βασιλέα γινώσκουσι, καὶ καλῶς τῷ ἀστέρι τεκμαίρονται τὸν οὐράνιον».
(Ἔκδοση στὴ Σειρὰ Migne, Patrologia Graeca, 35, 1057B)
ζ. Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος
(περ. 349-407)
(Σημ.: Σημαντικώτατη ἡ ἐφεξῆς ἑρμηνεία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, καθὼς ἀποδεικνύει ὅτι ὁ ἀστὴρ τῆς Γεννήσεως ἦταν ἀγγελικὴ δύναμις καὶ ὄχι ἕνας κοινὸς ἀστέρας τοῦ στερεώματος)
Εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον ἅγιον Εὐαγγέλιον
Ὁμιλία ϛʹ.
«Τοῦ Ἰησοῦ γεννηθέντος ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας ἐν ἡμέραις Ἡρώδου τοῦ βασιλέως, ἰδοὺ μάγοι ἀπὸ ἀνατολῶν παρεγένοντο εἰς Ἱεροσόλυμα, λέγοντες· Ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; εἴδομεν γὰρ αὐτοῦ τὸν ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ, καὶ ἤλθομεν προσκυνῆσαι αὐτῷ.
αʹ. Πολλῆς ἡμῖν δεῖ τῆς ἀγρυπνίας, πολλῶν τῶν εὐχῶν, ὥστε δυνηθῆναι ἐπεξελθεῖν τῷ παρόντι χωρίῳ, καὶ μαθεῖν, τίνες οἱ μάγοι οὗτοι, καὶ πόθεν ἦλθον, καὶ πῶς, καὶ τίνος αὐτοὺς πείσαντος, καὶ τίς ὁ ἀστήρ…
β´. … Ἀλλ‘ ἵνα μὴ συνάπτοντες ἀπορίας ἀπορίαις ἰλιγγιᾷν ὑμᾶς ποιῶμεν, φέρε δὴ λοιπὸν ἐπὶ τὴν λύσιν τῶν ζητουμένων ἔλθωμεν, ἀρχὴν τῆς λύσεως ἀπὸ τοῦ ἀστέρος αὐτοῦ ποιούμενοι. Ἂν γὰρ μάθωμεν τίς ὁ ἀστὴρ, καὶ ποταπὸς, καὶ εἰ τῶν πολλῶν εἷς, ἢ ξένος παρὰ τοὺς ἄλλους, καὶ εἰ φύσει ἀστὴρ, ἢ ὄψει μόνον ἀστὴρ, εὐκόλως καὶ τὰ ἄλλα πάντα εἰσόμεθα. Πόθεν οὖν ταῦτα ἔσται δῆλα; Ἀπὸ τῶν γεγραμμένων αὐτῶν. Ὅτι γὰρ οὐ τῶν πολλῶν εἷς ὁ ἀστὴρ οὗτος ἦν, μᾶλλον δὲ οὐδὲ ἀστὴρ, ὡς ἔμοιγε δοκεῖ, ἀλλὰ δύναμίς τις ἀόρατος εἰς ταύτην μετασχηματισθεῖσα τὴν ὄψιν, πρῶτον ἀπὸ τῆς πορείας αὐτῆς δῆλον.
Οὐ γάρ ἐστιν, οὐκ ἔστιν ἀστήρ τις ταύτην βαδίζων τὴν ὁδόν· ἀλλὰ κἂν ἥλιον εἴπῃς, κἂν σελήνην, κἂν τοὺς ἄλλους ἅπαντας ἀστέρας, ἐξ ἀνατολῶν ἐπὶ δύσιν ὁρῶμεν χωροῦντας· οὗτος δὲ ἀπὸ ἄρκτου πρὸς μεσημβρίαν ἐφέρετο· οὕτω γὰρ ἡ Παλαιστίνη πρὸς τὴν Περσίδα κεῖται. Δεύτερον, καὶ ἀπὸ τοῦ καιροῦ τοῦτο ἔστιν ἰδεῖν. Οὐ γὰρ ἐν νυκτὶ φαίνεται, ἀλλ‘ ἐν ἡμέρᾳ μέσῃ, ἡλίου λάμποντος· ὅπερ οὐκ ἔστι δυνάμεως ἀστέρος, ἀλλ‘ οὐδὲ σελήνης· ἡ γὰρ τοσοῦτον πάντων ὑπερέχουσα, τῆς ἀκτῖνος φανείσης τῆς ἡλιακῆς, κρύπτεται εὐθέως καὶ ἀφανίζεται. Οὗτος δὲ τῇ τῆς οἰκείας λαμπρότητος ὑπερβολῇ καὶ τὰς ἀκτῖνας ἐνίκησε τὰς ἡλιακὰς, φανότερος ἐκείνων φανεὶς, καὶ ἐν τοσούτῳ φωτὶ μεῖζον λάμψας. Τρίτον, ἀπὸ τοῦ φαίνεσθαι καὶ πάλιν κρύπτεσθαι. Τὴν μὲν γὰρ ἕως Παλαιστίνης ὁδὸν ἐφαίνετο χειραγωγῶν· ἐπειδὴ δὲ ἐπέβησαν τῶν Ἱεροσολύμων, ἔκρυψεν ἑαυτόν· εἶτα πάλιν ὅτε τὸν Ἡρώδην ἀφέντες, διδάξαντες αὐτὸν ὑπὲρ ὧν ἦλθον, ἔμελλον ἀπιέναι, δείκνυσιν ἑαυτόν· ὅπερ οὐκ ἔστιν ἄστρου κινήσεως, ἀλλὰ δυνάμεώς τινος λογικωτάτης. Οὐδὲ γὰρ ἰδίαν τινὰ πορείαν εἶχεν, ἀλλ‘ ὅτε μὲν ἔδει βαδίσαι αὐτοὺς, ἐβάδιζεν· ὅτε δὲ στῆναι, ἵστατο, πρὸς τὸ δέον πάντα οἰκονομῶν· καθάπερ ὁ στῦλος τῆς νεφέλης, καὶ καθίζων καὶ ἐγείρων τὸ στρατόπεδον τῶν Ἰουδαίων, ἡνίκα ἐχρῆν. Τέταρτον, ἀπὸ τοῦ τρόπου τῆς δείξεως τοῦτο ἄν τις καταμάθοι σαφῶς. Οὐ γὰρ ἄνω μένων τὸν τόπον ἐδείκνυ· οὐδὲ γὰρ δυνατὸν ἦν αὐτοῖς οὕτω μαθεῖν· ἀλλὰ κάτω καταβὰς τοῦτο ἐποίει. Ἴστε γὰρ, ὅτι τόπον οὕτω μικρὸν, καὶ ὅσον εἰκὸς καλύβην κατασχεῖν, μᾶλλον δὲ ὅσον εἰκὸς σῶμα παιδίου μικροῦ κατέχειν, οὐχ οἷόν τε ἀστέρα γνωρίζειν. Ἐπειδὴ γὰρ ἄπειρον τὸ ὕψος, οὐκ ἤρκει οὕτω στενὸν τόπον χαρακτηρίσαι καὶ γνωρίσαι τοῖς βουλομένοις ἰδεῖν. Καὶ τοῦτο ἀπὸ τῆς σελήνης ἴδοι τις ἄν· ἢ τοσοῦτον ὑπερφερὴς οὖσα τῶν ἄστρων, πᾶσι τοῖς κατὰ τὴν οἰκουμένην οἰκοῦσι, καὶ εἰς τοσοῦτον πλάτος γῆς ἐκκεχυμένοις, ἅπασιν ἐγγὺς εἶναι δοκεῖ. Πῶς οὖν ὁ ἀστὴρ, εἰπέ μοι, τόπον οὕτω στενὸν φάτνης καὶ καλύβης ἐδείκνυ, εἰ μὴ τὸ ὑψηλὸν ἐκεῖνο ἀφεὶς κάτω κατέβη, καὶ ὑπὲρ αὐτῆς ἔστη τῆς κεφαλῆς τοῦ παιδίου;
Ὅπερ οὖν καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς αἰνιττόμενος ἔλεγεν· Ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ προῆγεν αὐτοὺς, ἕως ἐλθὼν ἔστη ἐπάνω οὗ ἦν τὸ παιδίον. Ὁρᾷς δι’ ὅσων δείκνυται οὐ τῶν πολλῶν εἷς ὢν οὗτος ὁ ἀστὴρ, οὐδὲ κατὰ τὴν ἀκολουθίαν τῆς ἔξω γενέσεως δεικνὺς ἑαυτόν»;
(Ἔκδοση στὴ Σειρὰ Migne, Patrologia Graeca, 57, 61· 64-65)
η. Ἅγιος Θεόδοτος ἐπίσκοπος Ἀγκύρας
(α´ μισὸ τοῦ 5ου αἰ.)
Λόγος εἰς τὴν γένναν τοῦ Σωτῆρος ἀναγνωσθεῖσα ἐν τῇ συνόδῳ ἐπὶ τοῦ ἐπισκόπου Κυρίλλου
(Σημ.: Ἡ ἐφεξῆς Ὁμιλία ἐνέχει ἰδιαίτερη σημασία γιὰ τὸ ζήτημα τοῦ φανέντος ἀστέρος στὴ Γέννηση τοῦ Κυρίου, καθὼς ἡ σχετικὴ ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Θεοδότου υἱοθετήθηκε ὡς θεόπνευστη ἀπὸ τὴν Γ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, μὲ πρόεδρο τὸν ἅγιο Κύριλλο ἀρχιεπίσκοπο Ἀλεξανδρείας, ὅπου ἀναγνώσθηκε γιὰ λόγους δογματικοὺς)
«ἀλλ᾽ ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν δοξάζουσι Θεὸν (οἱ ἄγγελοι). καὶ ἐν πενίᾳ τοίνυν καὶ ἐν φάτνῃ τοῖς πᾶσιν ἐφαίνετο. διὰ τοῦτο καὶ ἐν σπαργάνοις ἐστὶ καὶ ὑπὸ ἀγγέλων δοξάζεται,… οὐ τοῦ ἀστέρος καταβάντος πρὸς τοὺς μάγους (οὐδὲ γὰρ τοὺς τόπους ἀμείβουσιν οἱ ἀστέρες), ἀλλ‘ ἐπειδὴ τῶν Χαλδαίων ἡ γῆ πολλοὺς ἔχει τῇ κινήσει τῶν ἀστέρων προσέχοντας, ἡ δύναμις ἡ κρείττων ὁδηγοῦσα τοὺς μάγους ἀστέρος ἀνέλαβεν ἰδίωμα, ἵνα ἀφ᾽ ὧν ἔμαθον οἱ Χαλδαῖοι μάθωσιν ὃ οὐκ ᾔδεισαν, καὶ ἀστρονομίαι προσέχοντες αὐτοῖς τοῖς ἄστροις τὰ τοῦ Χριστοῦ διδαχθῶσι μυστήρια. ὅτι γὰρ οὐκ ἦν ἀστήρ, ἀλλὰ δύναμις ἀγγελικὴ ὁδηγοῦσα τοὺς βαρβάρους πρὸς τὴν εὐσέβειαν, αὐτὸς ὁ εὐαγγελιστὴς δηλοῖ, τὸν ἀστέρα τοῦτον καὶ ἐν ἡμέρᾳ ποτὲ φαίνεσθαι, ποτὲ δὲ κρύπτεσθαι λέγων, ἄλλοτε δὲ καὶ ὁδηγεῖν αὐτὸν τοὺς μάγους φησὶ καὶ σὺν αὐτοῖς ἐπὶ τὴν Βηθλεὲμ ἰέναι, ὅπερ οὐκ ἄν τις εἴποι τινὰ τῶν συνήθων ἀστέρων [δῆλον τῇ αἰσθήσει] ποιεῖν, ἀλλὰ δύναμιν ἐν ἄστρου σχήματι φαινομένην τοῖς ἀστρονόμοις. τὸ δὲ καὶ ἔστη ἐπάνω τοῦ παιδίου περὶ τοῦ ἀστέρος ῥηθὲν δύναμιν εἶναι τὸ φαινόμενον μηνύσει σαφῶς. οὐ γὰρ ἄν τις τῶν ἐν οὐρανῶι τεταγμένων ἀστὴρ δῆλος ἐγένετο ἐπάνω στὰς τοῦ παιδίου, ἐπειδὴ τὸ τοῦ διαστήματος μέγεθος τῆς ὄψεως κλέπτον τὴν κρίσιν οὐδὲ στάσιν οὐδὲ κίνησιν τῶν ἀστέρων δήλην τῆι αἰσθήσει ποιεῖ. ἔστη, φησίν, ὁ ἀστὴρ ἐπάνω οὗ ἦν τὸ παιδίον. οὐκοῦν ἀπολιπὼν τὸ ὕψος ὁ φαινόμενος ἀστὴρ χθαμαλώτερος γέγονεν, ἵνα τῆι στάσει δείξηι τοῦ βασιλέως τὴν γέννησιν. καὶ γὰρ ὡς βασιλέα ἐζήτουν οἱ μάγοι, βασιλέως ἐπερωτῶντες τὸν τόκον καὶ τοῖς Ἰουδαίοις λέγοντες· ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; εἴδομεν γὰρ αὐτοῦ τὸν ἀστέρα ἐν τῇ Ἀνατολῇ καὶ ἤλθομεν προσκυνῆσαι αὐτῷ».
(Ἀπὸ τὴν κριτικὴ ἔκδοση στό: Schwartz, E., Αcta Conciliorum Oecumenicorum, τόμ. 1.1.2, De Gruyter, Berlin 1927, σ. 87.26-88.11)
θ. Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς
(περ. 676-749)
Ἔκδοσις ἀκριβὴς Ὀρθοδόξου Πίστεως
«Συνίστανται δὲ πολλάκις καὶ κομῆται σημεῖά τινα θανάτων βασιλέων, ἅτινα οὔκ εἰσι τῶν ἐξ ἀρχῆς γεγενημένων ἄστρων, ἀλλὰ τῷ θείῳ προστάγματι κατ‘ αὐτὸν τὸν καιρὸν συνίστανται καὶ πάλιν διαλύονται, ἐπεὶ καὶ ὁ κατὰ τὴν τοῦ Κυρίου δι᾽ ἡμᾶς κατὰ σάρκα φιλάνθρωπον καὶ σωτήριον γέννησιν ὀφθεὶς τοῖς μάγοις ἀστὴρ οὐ τῶν ἐν ἀρχῇ γενομένων ἄστρων ἦν. Καὶ δῆλον ἐκ τοῦ ποτὲ μὲν ἐξ ἀνατολῆς ἐπὶ δύσιν ποιεῖσθαι τὸν δρόμον, ποτὲ δὲ ἐκ βορρᾶ ἐπὶ νότον, καὶ ποτὲ μὲν κρύπτεσθαι, ποτὲ δὲ φαίνεσθαι· τοῦτο γὰρ οὐκ ἔστιν ἄστρων τάξεως ἢ φύσεως».
(Κριτικὴ ἔκδοση στό: Kotter, B., Die Schriften des Johannes von Damaskos, vol. 2, De Gruyter, Berlin 1973 [Patristische Texte und Studien 12], 21.140–147, σ. 60)
ι. Μιχαὴλ Γλυκᾶς
(α´ τέταρτο 12ου αἰ.-1204)
Χρονικὰ
«Γεννᾶται οὖν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καὶ Μάγοι ἐκ Περσίδος ἐγείρονται τὸν καινότατον ἐκεῖνον ἀστέρα θεασάμενοι, καὶ εἰς προσκύνησιν αὐτοῦ παραγίνονται, προηγούμενον ἔχοντες τὸν τοιοῦτον ἀστέρα καὶ τὴν ὁδὸν οἷον ὑποδεικνύοντα…
… ἀλλὰ καὶ ὁ μέγας Ἀθανάσιος, αὐτός τε ὁ Δαμασκηνὸς Ἰωάννης, ἐν σπηλαίῳ λέγοντες παρὰ τῶν Μάγων προσκυνηθῆναι τὸν Χριστόν, τὴν τοῦ χρυσορρήμονος ἐπιβεβαιοῦσι πάντως ἐξήγησιν.
Οἶδα δέ, ἀγαπητέ, ὅτι καὶ ἐπὶ τοῖς λοιποῖς τοῦ τοιούτου ἀστέρος οὐ μικρῶς ἀμφιβάλλεις, τῇ παραδόξῳ τε κινήσει, τῇ στάσει, τῇ ἀποκρυβῇ, τῇ ἀφ’ ὕψους συγκαταβάσει, καὶ πᾶσιν ἁπλῶς τοῖς τοιούτοις. ἀλλὰ μὴ ἐπὶ πλέον ἀμφίβαλλε· οὐδὲ γὰρ ὁ τοιοῦτος ἀστὴρ εἷς ἐτύγχανε τῶν πολλῶν, οὓς ὁ Θεὸς ἐν τῷ στερεώματι κατ’ ἀρχὰς ἔθετο, ἀλλὰ δύναμίς τις ἀόρατος ἦν, εἰς ταύτην μετασχηματισθεῖσα τὴν ὄψιν, ὡς ὁ χρυσορρήμων Ἰωάννης φησίν. ἔδει γὰρ καὶ ἐπὶ παραδόξῳ τοιαύτῃ γεννήσει καὶ παράδοξον ἀστέρα γενέσθαι μηνυτὴν καὶ προάγγελον, ὡς ὁ θειότατός φησι Κύριλλος· εἰ μὴ γὰρ τοῦτο ἦν, οὐκ ἂν ἐπὶ τοσοῦτον ἔφαινεν, οὐκ ἂν ἐν ἡμέρᾳ μέσῃ τὰς ἡλιακὰς ἀκτῖνας ὑπερηκόντιζεν. εἰ μὴ τοῦτο ἦν, οὐκ ἂν ἔπεισε τοὺς Μάγους ἐκεῖθεν ἐγερθῆναι καὶ τοσαύτην ὁδὸν στείλασθαι, οὐκ ἂν οὕτω θαυμασίως εἰς Ἱεροσόλυμα ἤγαγεν, οὐκ ἂν ἐξ ὕψους συγκαταβὰς ἐπάνω τοῦ τεχθέντος ἔστη παιδίου, οὐκ ἂν ἄφαντος μετὰ ταῦτα ἐγένετο. ἐπειδὴ γὰρ ὁδηγούμενοι παρ’ αὐτοῦ προσεληλύθασι τῷ Χριστῷ καὶ τῇ κατ’ αὐτὸν ἀπλανεῖ πίστει γεγόνασι κάτοχοι, χειραγωγίας οὐκέτι τοιαύτης ἐδέοντο. ἔνθεν τοι καὶ κατ’ ὄναρ χρηματισθέντες δι’ ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τὴν χώραν αὐτῶν».
(Ἔκδοση στό: Bekker, I., Michaelis Glycae annales, Weber, Bonn 1836 [Corpus scriptorum historiae Byzantinae], σσ. 387.10–14· 388.18-389.19)
Β. Ἀναφορὲς ὕμνων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὸν ἀστέρα τῆς Βηθλεὲμ
Ἀπὸ τὴν ἰδιαίτερα ἐκτεταμένη βυζαντινὴ ὑμνογραφικὴ παραγωγὴ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, πού, ὅπως εἶναι γνωστό, ὑπομνηματίζει καὶ ἀποτυπώνει ποιητικὰ καὶ μελωδικὰ τὰ δόγματά της, ἐπέλεξα, τελείως ἐνδεικτικὰ καὶ πάλιν, τοὺς ἀκόλουθους ὕμνους, ποὺ ἀφενὸς ἐπιβεβαιώνουν καὶ πάλιν τὸ ἀναμφισβήτητο γεγονὸς τῆς ἐμφάνειας τοῦ ὑπερφυοῦς ἐκείνου ἀστέρος κατὰ τὴ Γέννηση τοῦ Σωτῆρος καὶ ἐφεξῆς, ἀφετέρου δὲ ἐπισημαίνουν τὸ ὅτι δὲν ἦταν ἕνας ἀπὸ ὅσους δημιούργησε ὁ παντεχνήμων Θεός, ἀλλὰ ἀγγελικὴ δύναμις, ποὺ ὑπηρέτησε στὸ μέγιστο θαῦμα τῆς σάρκωσης τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
α. Δύο ἀρχαῖοι ὕμνοι τοῦ Ἑσπερινοῦ τῶν Χριστουγέννων
Τροπάριον. Ἦχος πλ. β´.
Λαθὼν ἐτέχθης ὑπὸ τὸ Σπήλαιον, ἀλλ᾽ οὐρανός σε πᾶσιν ἐκήρυξεν, ὥσπερ στόμα, τὸν Ἀστέρα προβαλλόμενος Σωτήρ· καὶ Μάγους σοι προσήνεγκεν, ἐν πίστει προσκυνοῦντάς σε· μεθ᾽ ὧν ἐλέησον ἡμᾶς.
Τροπάριον Ἦχος πλ. β´.
Ἀνέτειλας Χριστὲ ἐκ Παρθένου, νοητὲ Ἥλιε τῆς Δικαιοσύνης· καὶ Ἀστήρ σε ὑπέδειξεν, ἐν Σπηλαίῳ χωρούμενον τὸν ἀχώρητον, Μάγους ὁδηγήσας εἰς προσκύνησίν σου· μεθ᾽ ὧν σε μεγαλύνομεν· Ζωοδότα δόξα σοι.
β. Δοξαστικὸν τῆς Λιτῆς. Ἦχος πλ. α’. Ἰωάννου Μοναχοῦ
Μάγοι Περσῶν Βασιλεῖς, ἐπιγνόντες σαφῶς, τὸν ἐπὶ γῆς τεχθέντα, Βασιλέα οὐράνιον, ὑπὸ λαμπροῦ ἀστέρος ἑλκόμενοι, ἔφθασαν ἐν Βηθλεέμ, δῶρα προσφέροντες ἔγκριτα, χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν, καὶ πεσόντες προσεκύνησαν· εἶδον γὰρ ἐν τῷ Σπηλαίῳ, βρέφος κείμενον τὸν Ἄχρονον.
γ. Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ´.
Ἡ γέννησίς σου Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ, τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως· ἐν αὐτῇ γὰρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες, ὑπὸ ἀστέρος ἐδιδάσκοντο· σὲ προσκυνεῖν, τὸν Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης, καὶ σὲ γινώσκειν ἐξ ὕψους ἀνατολήν, Κύριε δόξα σοι.
δ. Ἡ Ὑπακοή. Ἦχος πλ. δ´.
Τὴν ἀπαρχὴν τῶν Ἐθνῶν, ὁ οὐρανὸς σοι προσεκόμισε, τῷ κειμένῳ νηπίῳ ἐν φάτνῃ, δι᾿ ἀστέρος τοὺς Μάγους καλέσας· οὓς καὶ κατέπληττεν, οὐ σκῆπτρα καὶ θρόνοι, ἀλλ᾽ ἐσχάτη πτωχεία· τὶ γάρ εὐτελέστερον σπηλαίου; τί δὲ ταπεινότερον σπαργάνων; ἐν οἷς διέλαμψεν ὁ τῆς Θεότητός σου πλοῦτος. Κύριε δόξα σοι.
ε. Ἅγιος Ῥωμανὸς ὁ Μελῳδὸς
(περ. 490-556)
Κοντάκιον τῆς Χριστοῦ γεννήσεως. Ἦχος γ´.
Προοίμιον
Ἡ παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει,
καὶ ἡ γῆ τὸ σπήλαιον τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει·
ἄγγελοι μετὰ ποιμένων δοξολογοῦσι,
μάγοι δὲ μετὰ ἀστέρος ὁδοιποροῦσι·
δι’ ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη
παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.
……………
Ἰησοῦς ὁ Χριστὸς ὄντως τε καὶ Θεὸς ἠμῶν
τῶν φρενῶν ἀφανῶς ἥψατο τῆς μητρὸς αὐτοῦ,
«Εἰσάγαγε, λέγων, οὓς ἤγαγον λόγῳ·
ἐμὸς γὰρ λόγος οὗτος ὃς ἔλαμψε τοῖς ἐπιζητοῦσί με·
ἀστὴρ μέν ἐστιν πρὸς τὸ φαινόμενον,
δύναμις δέ τις πρὸς τὸ νοούμενον·
συνῆλθε μάγοις ὡς λειτουργῶν μοι,
καὶ ἔτι ἵσταται πληρῶν τὴν διακονίαν αὐτοῦ
καὶ ἀκτῖσι δεικνύων τὸν τόπον ὅπου ἐτέχθη
παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.
(ἔκδοση στό: Grosdidier de Matons, J., Romanos le Mélode. Hymnes, Hymn 10, Sources chrétiennes 110, Cerf, Paris 1965, σσ. 50· 58)
ς. Ἅγιος Κοσμᾶς, ἐπίσκοπος Μαϊουμᾶ, ὁ Μελῳδὸς
(περ. 685-740/750)
Κανὼν εἰς τὴν Χριστοῦ Γέννησιν
ᾨδὴ θ´.
Ἐξαίσιον δρόμον, ὁρῶντες οἱ Μάγοι, ἀσυνήθους νέου ἀστέρος ἀρτιφαοῦς, οὐρανίου ὑπερλάμποντος, Χριστὸν Βασιλέα ἐτεκμήραντο, ἐν γῇ γεννηθέντα Βηθλεέμ, εἰς σωτηρίαν ἡμῶν.
Ἠκρίβωσε χρόνον, Ἡρῴδης ἀστέρος, οὗ ταῖς ἡγεσίαις οἱ Μάγοι ἐν Βηθλεέμ, προσκυνοῦσι Χριστῷ σὺν δώροις· ὑφ᾿ οὗ πρὸς Πατρίδα ὁδηγούμενοι, δεινὸν παιδοκτόνον, ἐγκατέλιπον παιζόμενον.
Συμπεράσματα
Τὸ γεγονὸς τῆς ἐμφάνειας τοῦ ἀστέρα, ποὺ συνδέθηκε μὲ τὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ σύμφωνα μὲ τὸ θεῖο βούλημα, ὡς μοναδικὲς πηγὲς ἔχει τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴ συναφὴ ἑρμηνευτικὴ πατερικὴ παράδοση. Ἔτσι, δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ ὅποια ἐρμηνευτικὴ ἢ ἀπορριπτική του προσέγγιση ἐρήμην τῶν ἐν λόγῳ πηγῶν.
Κατόπιν λοιπὸν τῆς ἀνωτέρω —συνοπτικῆς— παράθεσης τῆς σχετικῆς πρὸς τὸν ἀστέρα τῆς Γέννησης τοῦ Κυρίου βιβλικῆς καὶ πατερικῆς παράδοσης, τὰ ἐξαγόμενα συμπεράσματα εἶναι lucis clarior (φωτὸς φαεινότερα): Κατὰ τὴν διαχρονικὰ ὁμόφωνη σχετικὴ Ὀρθόδοξη Παράδοση, ὁ ἀστέρας ὑπῆρξε ἀναμφισβήτητα καὶ ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ θαυμαστὰ σημεῖα ποὺ συνόδευσαν τὴ Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου, κηρύττοντας στὸ γένος τῶν ἀνθρώπων τὸ μέγιστο γεγονὸς τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ χάριν τῆς σωτηρίας τοῦ σύμπαντος κόσμου. Καὶ ὁ ἀστέρας τοῦτος δὲν ἦταν ἐπ᾽ οὐδενί, οὔτε καινοφανής, οὔτε ὑπερκαινοφανής, οὔτε διπλὴ ἢ τριπλὴ σύνοδος κάποιων πλανητῶν τοῦ ἡλιακοῦ μας συστήματος, οὔτε ἡ σύνοδος τῶν ἑπτὰ τότε γνωστῶν πλανητῶν τοῦ ἡλιακοῦ μας συστήματος, οὔτε κομήτης, οὔτε μετεωρίτης, οὔτε διάττων ἀστέρας!
Ὁ λαμπρότατος ἐκεῖνος ἀστέρας, κατὰ τὴ θεόπνευστη ἑρμηνεία τῶν ἁγίων Πατέρων·
α. Ἐκινεῖτο μὲ μία μοναδικὴ πορεία, ποὺ δὲν συναντᾶται σὲ κανένα ἄλλο ἀστέρα.
β. Δὲν ἔλαμπε μέσα στὴ νύκτα μόνο, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν ἡμέρα, παρόλη τὴ σύγχρονη λάμψη τοῦ ἡλιακοῦ φωτός, τὴν ὁποία μάλιστα ὑπερνικοῦσε.
γ. Ἄλλοτε ἐμφανιζόταν, καὶ ἄλλοτε ἀποκρυπτόταν.
δ. Ἄλλοτε ἐκινεῖτο, κι ἄλλοτε σταματοῦσε νὰ κινεῖται.
ε. Ὅποτε χρειαζόταν, κατέβαινε ἀπὸ τὸ οὐράνιο ὕψος του, ὅπως ὅταν χρειάστηκε νὰ ὑποδείξει στοὺς Μάγους τὴν οἰκία, ὅπου βρισκόταν τὸ θεῖο Βρέφος, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ τὸ Βρέφος Ἰησοῦν.
Ὅλα τοῦτα τὰ διακριτικὰ τοῦ ἀστέρα αὐτοῦ ἀποδεικνύουν ὅτι εἶχε γνωρίσματα μίας λογικῆς ὕπαρξης καὶ ὅτι δὲν ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ἀστέρες, ποὺ εἶχε δημιουργήσει ὁ Θεός, ἀλλὰ ἀγγελικὴ δύναμη, ἕνας δηλονότι ἄγγελος, ποὺ μετασχηματίσθηκε σὲ μορφὴ ἀστέρα γιὰ νὰ ἐκπληρωθεῖ ἡ πρόρρηση τοῦ μάντεως Βαλαὰμ καὶ νὰ ἑλκύσει τοὺς ἀστεροσκόπους Πέρσες Μάγους στὴν προσκύνηση τοῦ τεχθέντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, στὸν Ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν!
[1] Γιὰ παράδειγμα βλ. τὸ ἐνδιαφέρον καὶ τεκμηριωμένο σχετικὸ ἔργο τοῦ Κωνσταντίνου Σιαμάκη, Ἐξωχριστιανικὲς μαρτυρίες γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς Χριστιανούς, (ἐκδ.) Ἄθως, 2000.