Ο ιστορικογεωγραφικός Χάρτης της Μητροπόλεως Μόρφου και η ιστορική συνείδηση του ιερέα: Εισήγηση στην Ε΄ συνάντηση του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου (28/01/2014).
π. Ανδρέα Φιλίππου
Στη σημερινή πέμπτη κατά σειρά συνάντηση του εφετινού ιερατικού μας Σεμιναρίου, θα γίνει η παρουσίαση του ιστορικο – γεωγραφικού Χάρτη της καθ᾽ ημάς μητροπολιτικής περιφέρειας, και εν συνεχεία θα ασχοληθούμε με το σχετικό θέμα, πως η ιστορική συνείδηση του ιερέα μπορεί να τον βοηθήσει στο εν γένει ποιμαντικό έργο του.
Δεν θα επιχειρήσω ασφαλώς να κάνω σήμερα ανάλυση της προϊστορικής και ιστορικής πορείας της μητροπολιτικής μας περιφέρειας· αυτό που θα επιχειρήσουμε, που είναι και επιθυμία του Πανιερωτάτου Μητροπολίτη μας, είναι να κάνουμε μια μικρή εισαγωγή στο μεγάλο κεφάλαιο της εκκλησιαστικής ιστορίας και γεωγραφίας της περιφέρειάς μας, ακριβώς για να δοθεί αφορμή να συζητηθούν θέσεις και προβληματισμοί σας, που θα προκύψουν από τη σημερινή ανακοίνωση και να εμπλουτισθεί περαιτέρω ή ακόμη να αναθεωρηθεί, όπου τυχόν χρειάζεται, η παρούσα εργασία.
Εν πρώτοις όμως, να μου επιτραπεί να εκφράσω τις εγκάρδιες ευχαριστίες μου στον Πανιερώτατο Μητροπολίτη μας, για την μεγάλη τιμή που μου έκανε και την εμπιστοσύνη, με την οποία με περιέβαλε, για να παρουσιάσω σήμερα ενώπιόν σας την παρούσα εισήγηση.
Ο Χάρτης της μητροπολιτικής περιφέρειας Μόρφου, που σας έχει ήδη αποσταλεί και τον οποίο βλέπετε να προβάλλουμε, είναι προϊόν μακρόχρονης και επίπονης έρευνας. Σ᾽ αυτήν συνέβαλαν και συνεργάστηκαν πολλοί, και πρώτος εξ αυτών ο επίσκοπός μας, ο οποίος με την εκλογή, χειροτονία και ενθρόνισή του στη Μητρόπολη Μόρφου, άρχισε αμέσως να ερευνά και να καταγράφει την Αγιολογία, την ιστορία και τις παραδόσεις κάθε χωριού και χώρου της μητροπολιτικής μας περιφέρειας. Κι από τότε μέχρι σήμερα, 15 τόσα χρόνια, τόσο ο Πανιερώτατος, όσο και οι συνεργάτες του, αξιολογούσαν και κατέγραφαν κάθε ιστορική μαρτυρία που έφτανε κοντά τους. Τους συνεργούς του στο βαρυσήμαντο τούτοέργο προέτρεπε ο Πανιερώτατος να έχουμε πάντοτε κατά νουν τη σοφή ρήση του μακαριστού πατρός Παύλου Εγγλεζάκη, «η ζωντανή Κύπρος δεν είναι παρά ένας χώρος, μία ιστορία και μία Εκκλησία. Ακριβώς διότι αυτό, που προσδιορίζει την ταυτότητα της Κύπρου, είναι η γεωγραφία, η ιστορία και η Εκκλησία της.»
Όλη αυτή τη μακραίωνα και ταραχώδη εκκλησιαστική, γεωγραφική, αρχαιολογική, πολιτιστική και ιστορική ταυτότητα της Μητρόπολής μας, που πρόεκυψε από τις εν λόγῳ έρευνες και αξιολογήσεις των γραπτών πηγών, αλλά κυρίως των προφορικών ιστορικών παραδόσεων, που κινδύνευαν άμεσα να εξαφανιστούν, θελήσαμε και να τη χαρτογραφήσουμε, να την αποτυπώσουμε δηλαδή σε χάρτη, τον Χάρτη της μητροπολιτικής μας περιφέρειας. Κι αυτό, αφ᾽ ενός μεν για να κατευθύνουμε τον αναγνώστη της ιστορίας της Μητρόπολής μας στον χώρο των πεπραγμένων ιστορικών γεγονότων, και αφ᾽ ετέρου για να καταγραφούν και αποτυπωθούν οικισμοί, χωριά, ναοί, ερειπωμένοι ναοί, μονές, χώροι όπου αναβλύζει αγίασμα, τοπωνύμια και μάλιστα τα αγιώνυμα τοπωνύμια, μεταλλεία, κ.λπ., που όλα τούτα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την ιστορία μας και εν γένει με την Ορθόδοξη ταυτότητά μας.
Ο έντυπος αυτός Χάρτης, που έχουμε καταρχήν εκδώσει σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, έχει διαστάσεις 70Χ70 εκατοστά και χωρίζεται σε 8 μέρη. Το μεγαλύτερο μέρος καταλαμβάνει το τμήμα της μητροπολιτικής μας περιφέρειας σε κλίμακα 1:65.000 και περιλαμβάνει 93 οικισμούς (από τους οποίους οι 24 σήμερα είναι εγκαταλελειμμένοι), 251 ναούς, παρεκκλήσια και εξωκκλήσια (50 των οποίων σώζονται μόνον τα ερείπια ή μαρτυρίες για πάλαι ποτέ ύπαρξή τους), 15 καθολικά ιερών Μονών, 5 χώροι όπου αναβλύζει αγίασμα και 302 τοπωνύμια. Ταυτόχρονα, ετοιμάστηκε και ψηφιακός χάρτης (σε μορφή pdf), για εξειδικευμένη μελέτη, αφού επιτρέπει την αυξομείωση των πραγματικών διαστάσεων, και κατ᾽ επέκταση την καλύτερη πλοήγηση στον Χάρτη.
Στη δεξιά πτέρυγα του Χάρτη τοποθετήθηκαν δύο πίνακες. Ο πρώτος πίνακας είναι το Ειδικό Υπόμνημα, ενώ ο δεύτερος πίνακας αναφέρεται στις μητροπολιτικές περιφέρειες της Κύπρου, όπως αυτές καθορίζονται από τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου, όπως αυτός τροποποιήθηκε και εγκρίθηκε πρόσφατα από την Ιερά Σύνοδο (Λευκωσία 2010). Ακολουθούν 4 ένθετα, που είναι περιοχές που λήφθηκαν από τον κυρίως Χάρτη, σε μεγαλύτερη όμως κλίμακα, έτσι ώστε να είναι πιο ευδιάκριτη η ανάγνωσή τους .
Στο Γενικό Υπόμνημα, στο κάτω μέρος του Χάρτη, βρίσκεται η ταυτότητα του Χάρτη. Πιο συγκεκριμένα, εκεί αναγράφονται τα εξής: (α) Η συμβολή στην αποτύπωση του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, ως του αρμοδίου κυβερνητικού τμήματος. (β) Η επισήμανση, ότι δόθηκε, επεξεργάστηκε και χρησιμοποιήθηκε για την αποτύπωση αυτή αρχειακό υλικό, που ανήκει στην καθ᾽ ημάς Μητρόπολη. (γ) Η σαφής ένδειξη, πως στον παρόντα Χάρτη δεν υιοθετούνται τα υφιστάμενα σύνορα της κοινότητας του Ποταμού του Κάμπου, αφού μέχρι και την εκτύπωσή του δεν λήφθηκε η τελική υπουργική απόφαση περί των συνόρων Ποταμού του Κάμπου – Γαληνής – Καραβοστασίου. (δ) Όλα τα πνευματικά δικαιώματα (το λεγόμενο copyright) ανήκουν στην Ιερά Μητρόπολη Μόρφου, και ως εκ τούτου απαγορεύεται οποιαδήποτε παρέμβαση σ᾽ αυτόν ή χρήση του χωρίς τη γνώση και γραπτή συγκατάθεση της Μητροπόλεως Μόρφου. (ε) Τέλος, ένα πολύ σημαντικό στοιχείο, που καθιστά πλέον τον παρόντα Χάρτη ως γραπτή εγκεκριμένη ιστορική πηγή, είναι η γραπτή συγκατάθεση και υιοθέτηση όλων των αναγραφέντων από την Μόνιμη Κυπριακή Επιτροπή Τυποποίησης γεωγραφικών ονομάτων.
Τα πλείστα ονόματα, που αναφέρονται στον Χάρτη, προσδιορίζουν ιστορικά και αγιολογικά γεγονότα. Mεγάλος αριθμός τοπωνυμίων και χωριών εντοπίστηκαν και καταγράφτηκαν από το μεγάλο και σπουδαιότατο κεφάλαιο της Μητρόπολής μας, που είναι αυτό της Αγιολογίας. Επιγραμματικά, αναφέρω τα εξής παραδείγματα:
α. Το τοπωνύμιο «Στόμα του Ποταμού», που προσδιορίζει σημείο στην εκβολή του ποταμού Σέτραχου στο Συριανοχώρι, και πιθανώτατα ταυτίζεται με το αναφερόμενο στον παλαιό Βίο των οσίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος σημείο-τοπωνύμιο «Στομάτιο». Όπως δηλ. αναφέρεται εκεί, αρκετά χρόνια μετά την οσιακή βιοτή και κοίμηση των αγίων αυτών στην Καππαδοκία, κατά τους βυζαντινούς χρόνους, η τίμια σορός των λειψάνων τους, με θαυμαστό τρόπο, έφτασε στα βόρεια παράλια της Κύπρου, σε τόπο καλούμενο Στομάτιο. Αφού πέρασαν αρκετές μέρες, φαίνονται οι άγιοί μας σε κάποιο φιλόχριστο και ευσεβή άνδρα στους Σόλους, ονομαζόμενο Λεόντιο, στον οποίο φανέρωσαν τα ονόματά τους και εξιστόρησαν τα σχετικά με τη ζωή τους, και συνάμα τον πρόσταξαν να πάρει τους δύο υιούς του να τους μεταφέρει από εκεί, όπως και έπραξε και μετέφερε την τιμία λάρνακα στον χώρο που βρίσκεται σήμερα ο ναός τους στην Περιστερώνα. Πράγματι, το Στόμα του Ποταμού δεν είναι μακρυά από τους Σόλους, όπως υπονοεί ο Βίος των αγίων και για την τοποθεσία Στομάτιο.
β. Το τοπωνύμιο «Πολέμιος», που προσδιορίζει τοποθεσία στις όχθες του ποταμού Καρκώτη παρά το Καλό Χωριό Λεύκας, μας παραπέμπει στους οσίους Πολέμιο και Θεοδόσιο, που ασκήτευσαν κοντά στη Μόρφου, σύμφωνα με τους τοπικούς Χρονογράφους (Λεόντιο Μαχαιρά, κώδικα Λονδίνου κ.ά.), που αρύονται από πηγή υστεροβυζαντινών χρόνων.
γ. Ο παλαιός ναός της Αγίας Αναστασίας, που σώζεται σε ερειπιώδη κατάσταση κοντά στις Γερακιές, μπορεί να ταυτισθεί με τον ομώνυμο ναό, που αναφέρεται στον Βίο του αγίου Ιωάννου του Λαμπαδιστή. Εκεί, ο άγιος Ιωάννης οραματίζει μετά την κοίμησή του τον πατέρα του, ιερέα Κυριακό, να πάει να δει πως είναι κτισμένος ο πλησιόχωρος στον Καλοπαναγιώτη ναός της Αγίας Αναστασίας και να έρθει να οικοδομήσει ιδίου αρχιτεκτονικού ρυθμού ναό επάνω από τον τάφο του. Ασφαλώς, μία επιτόπια έρευνα θα αποδείξει του λόγου το αληθές.
δ. Στα βόρεια της κοινότητας των Καμιναριών, πλησίον του Γεφυριού της Ελιάς, εντοπίζεται το τοπωνύμιο «Θεοφάνης». Το τοπωνύμιο αυτό ίσως να συνδέεται με τον άγιο Θεοφάνη, επίσκοπο Σολέας, ο οποίος, όπως μας πληροφορεί η τοπική παράδοση, μετά από ένα δυσάρεστο γεγονός που συνέβηκε με τον οικονόμο της επισκοπής του, αναχωρεί και πηγαίνει στη Μονή της Παναγίας της Αγρίας, που βρίσκεται στα σύνορα των κοινοτήτων Μιλικουρίου – Καμιναριών (βλ. κείμενο κ. Χριστόδουλου Χατζηχριστοδούλου στην ιστοσελίδα της Μητροπόλεώς μας).
Μεγάλη προσοχή και επιμέλεια δείξαμε και για τον εντοπισμό οικισμών, που δια μέσου των αιώνων έχουν εγκαταλειφθεί . Για τον σκοπό αυτό μελετήθηκαν πέραν των 15 χαρτών της Κύπρου, αρχίζοντας από αυτούς του 16ου αιώνα, που είναι οι αρχαιότεροι γνωστοί, μέχρι και τους σύγχρονους. Σπουδαιότατη πηγή για την εν γένει καταγραφή και αποτύπωση των περιεχομένων στον Χάρτη ήταν και η Συναγωγή Τοπωνυμίων, το ογκωδέστατο και βαρυσήμαντο γνωστό έργο των Μενέλαου Χριστοδούλου και Κώστα Κωνσταντινίδη (Menelaos Christodoulou and Konstantinos Konstantinidis, A complete Gazetteer of Cyprus, Vol. I, Nicosia 1987). Σημειώστε, ότι αυτό το έργο υποβλήθηκε στα Ηνωμένα Έθνη (όπως και όλες οι χώρες έχουν υποβάλει αντίστοιχα έργα), για κατοχύρωση των τοπωνυμίων μας, και υπήρξε το καλύτερο παγκοσμίως!
Θα αναφερθούμε εδώ σε ένα παράδειγμα εντοπισμού και αποτύπωσης στο Χάρτη μας ενός εγκαταλειφθέντος και εξαφανισθέντος παλαιού οικισμού της περιφέρειάς μας. Οοικισμός αυτός είναι της Λαμπαδούς ή Λαμπάδας, γνωστός από τους Βίους των αγίων Ηρακλειδίου και Ιωάννου του Λαμπαδιστού, αφού ήταν η γενέθλιος γη τους, καθώς ήταν και του αποστολικού άνδρα, αγίου Τίμωνος. Ο οικισμός αυτός αναφέρεται επίσης σε ένα αρχαιότατο κυπριακό αγιολογικό έργο, χρονολογούμενο στον 5ο μ.Χ. αιώνα, το αποδιδόμενο στον Ιωάννη Μάρκο απόκρυφο σύγγραμμα, «Περίοδοι καὶ μαρτύριον τοῦ ἁγίου Βαρνάβα τοῦ ἀποστόλου». Σ᾽ αυτό περιγράφονται τα σχετικά με το κήρυγμα των αποστόλων Βαρνάβα, Παύλου και Μάρκου κατά την πρώτη αποστολική περιοδεία τους στην Κύπρο, και κατόπιν τα κατά τη δεύτερη αποστολική περιοδεία των αποστόλων Βαρνάβα και Μάρκου στην Κύπρο. Η σπουδαιότητα αυτού του οικισμού έγκειται και στο γεγονός, πως αποτέλεσε σταθμό των αγίων αποστόλων κατά την πρώτη αποστολική περιοδεία τους, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ανωτέρω απόκρυφου έργου των Περιόδων του αποστόλου Βαρνάβα. Το έργο λοιπόν αυτό μας πληροφορεί, πως απαγορεύτηκε στους αποστόλους να εισέλθουν τότε στη Λάπηθο, ένεκα ειδωλολατρικών θυσιών. Έτσι οι απόστολοι βάδισαν διαμέσου των βουνών και, εισερχόμενοι στο εσωτερικό της κοιλάδας Σολέας, έφθασαν στην πόλη Λαμπάδα ή Λαμπαδιστού. Εκεί, ζήτησαν από τον ειδωλολάτρη ιερέα Ιεροκλή, να τους δώσει τον υιό του Ιερόκλεο, για να τους οδηγήσει μέσα από ένα δύσβατο μονοπάτι στο «Χιονώδες όρος», τη σημερινή δηλ. οροσειρά του Τροόδους, και από εκεί στην τότε πρωτεύουσα της Κύπρου, Πάφο. Πράγματι, ο Ιεροκλής θέτει υπό τη διάθεσή τους τον υιό του, ο οποίος στον διάλογο που είχε με τους αγίους αποστόλους καθοδόν προς την Πάφο, βεβαιώνεται για την αλήθεια της νέας θρησκείας, το Ευαγγέλιο, που του δίδαξαν οι απόστολοι, και ζητά να λάβει το άγιο Βάπτισμα. Και οι απόστολοι τον βαπτίζουν στα νερά του Σέτραχου ποταμού, πλησίον της ιεράς Μονής που οικοδομήθηκε μερικούς αιώνες αργότερα προς τιμή και μνήμη του, και του δίνουν το όνομα Ηρακλείδιος. Η Μονή του Αγίου Ηρακλειδίου αποτέλεσε και τη μονή μετανοίας ενός άλλου οσίου της Μητρόπολής μας και συγχωριανού του αγίου Ηρακλειδίου, του αγίου Ιωάννου του Λαμπαδιστή, ο οποίος έζησε κατά τον 11ο αιώνα. Ο άγιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής, μετά από μια περιπέτεια που είχε με την μέλλουσα μνηστή του (οι γονείς της από φθόνο τον τάισαν φαγητό, που είχαν παρασκευάσει με μάγια), απώλεσε τελείως το φως των ματιών του. Αυτή η τύφλωσή του ήταν η ευκαιρία να υλοποιήσει τον διακαή πόθο του σε πραγματικότητα, να ζήσει δηλ. τη μοναχική και ασκητική πολιτεία στην περίφημη μονή του Αγίου Ηρακλειδίου. Έτσι, κατευθυνόμενος και αυτός, ένεκα της τύφλωσής του, από τον υπηρέτη, που του έδωσαν οι γονείς του, ονόματι Ιωάννη, μεταβαίνει από τη Λαμπάδα στον Καλοπαναγιώτη διαμέσου του μονοπατιού της κουφής, όπως είναι γνωστό στους Σολιάτες. Ο άγιος, θέλοντας να ξεδιψάσει και να ευχαριστήσει τον υπηρέτη και οδηγό του, ως άλλος Μωυσής στην έρημο, κτυπά τον βράχο και αμέσως αναβλύζει ύδωρ πόσιμο. Μέχρι σήμερα, στη μέση του ανωτέρω μονοπατιού της κουφής, στα όρια της κοινότητας Οίκου (περιοχή ναού Παναγίας της Αγνιώτισσας), αναβλύζει το αγίασμα του οσίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή, προς θεραπεία ψυχής τε και σώματος αυτών, που το λαμβάνουν με πίστη.
Μέχρι προσφάτως, το κομβικό σημείο των πιο πάνω θαυμαστών γεγονότων, δηλ. ο οικισμός της Λαμπάδας, δεν προσδιοριζόταν με σαφήνεια, και όσοι προσπαθούσαν να τον προσδιορίσουν χρησιμοποιούσαν πολλά διαζευτικά ῾ή᾽. Η εγκατάλειψη του οικισμού πιθανότατα επισυνέβη την περίοδο της Τουρκοκρατίας, από την θανατηφόρα ασθένεια της μαύρης πανώλης το 1692, και άφησε μεγάλο κενό και στην Αγιολογία, που δεν μπορούσε να προσδιορίσει με σαφήνεια την γενέθλια γη αυτών των μεγάλων αγίων. Ο Ρώσος Μοναχός Βασίλειος Μπάρσκυ αναφέρει σχετικά για την Λαμπάδα: « Ωνομάσθη Λαμπαδιστής (ο άγιος Ιωάννης) εκ του χωρίου Λαμπαδίς, όπου εγεννήθη ο άγιος, ως αναφερεται εν τη βιογραφία αυτού. Το χωρίον έχει τώρα εγκαταλειφθεί, ως διεπίστωσα, όταν ήμην εις την Σολέαν…».Χάριτι όμως Θεού, πέρυσι εντοπίστηκε από τον Πανιερώτατο Μητροπολίτη μας στον ιστορικής σημασίας Χάρτη του Λεωνίδα Αττάρ, που χρονολογείται στο 1542. Βέβαια, η λαϊκή παράδοση μας διέσωσε την ακριβή θέση της Λαμπάδας πολύ πριν εμείς εντοπίσουμε και αυτή την γραπτή τεκμηρίωση στον Χάρτη του Αττάρ. Αρκεί να αναφέρω, πως σε χειρόγραφο σημείωμα του γνωστού μάστρε Φίλιππου από τη Γαλάτα, προσδιορίζεται ήδη από το 1942 η Λαμπάδα, στό σημείο ακριβώς που την αποτυπώνουμε εμείς σήμερα χαρτογραφημένη.
Άξια ιδιαίτερης προσοχής, αλλά και που χρήζει πολλής ακόμη μελέτης, είναι και η περιοχή πέριξ της ιεράς Μονής της Ασίνου. Με τη βοήθεια παλαιών κατοίκων της γύρω περιοχής της Ασίνου, καθώς επίσης και με τον πατέρα Κυριακό Χριστοφή, μεταβήκαμε επανειλημμένως στην περιοχή, έχοντας προηγουμένως μελετήσει παλαιά τοπογραφικά σχέδια, που μας προσδιόριζαν πού ακριβώς βρίσκονται οι ερειπωμένοι ναοί. Στα δύσβατα βουνά της Ασίνου εντοπίστηκαν και καταγράφηκαν 8 συνολικά ναοί, όλοι ερειπωμένοι, που αντιστοιχούν πιθανότατα σε ισάριθμους οικισμούς. Οι οικισμοί αυτοί είναι οι εξής: 1) Άσπρους (Λαξιὲς τους Άσπρους), με ναό αφιερωμένο στον Άγιο Αυξίβιο, Α´ επίσκοπο Σόλων· 2) Αγίας Παρασκευής, με ομώνυμο ναό· 3) Τζερένιες, με ναό αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη τον Λαμπαδιστή· 4) Καψάλια, με ναό αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο· 5) Μαύρα χώματα, γνωστός και ως Φτερίτζι, με εκκλησία του Αγίου Ιωάννου (για ποιό άγιο Ιωάννη ακριβώς πρόκειται, δεν υπάρχουν σαφείς μαρτυρίες ή παραδόσεις. Οι μαρτυρίες της προφορικής παράδοσης, όπως την κατέγραψε ο π. Κυριακός Χριστοφή, διίστανται μεταξύ αγίου Ιωάννου του Προδρόμου και αγίου Ιωάννου του Λαμπαδιστού)· 6) του Καλάμου, με ναό αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο· 7) του Γναφιού ή πιό γνωστός ως Μούττη του Σταυρού, με ναό αφιερωμένο στον Τίμιο Σταυρό, και βέβαια, 8) ο οικισμός που αναπτύχθηκε πέριξ της ιεράς Μονής Παναγίας της Φορβιωτίσσης – Ασίνου, όπου εντοπίστηκαν, εκτός από το καθολικό της Μονής, ακόμη δύο ναοί, του Αγίου Επιφανίου αρχιεπισκόπου Κύπρου και του αγίου Αυξιβίου. Σύμφωνα με την καταγραφή του π. Κυριακού, ο αριθμός των οικισμών σ᾽ αυτή την περιοχή πρέπει να ήταν ακόμη μεγαλύτερος.
Ιδιαίτερη χαρά μας προξένησε, όταν πληροφορηθήκαμε την πάλαι ποτέ ύπαρξη στα νότια της Ασίνου του ως άνω ναού του Αγίου Επιφανίου, αρχιεπισκόπου Κύπρου. Την πληροφορία αυτή την αντλήσαμε από τα επίσημα κατάστιχα κτηματικών περιουσιών της κοινότητας Νικηταρίου. Ο ναός αυτός, σύμφωνα με τα πιο πάνω κατάστιχα, ήταν μεγάλων διαστάσεων. Περαιτέρω, έρευνα που είναι σε εξέλιξη, και για την οποία στην παρούσα φάση δεν θα επεκταθώ περισσότερο, είναι για το θέμα της καταγωγής του χωριού Αστρομερίτης από τον ανωτέρω οικισμό Άσπρους (δηλ. το Αστρομερίτης προήλθε από το Ασπρομερίτης, τα μέρη των Άσπρων).
Ένα άλλο σημείο, που πρέπει να τονίσουμε, ασφαλώς επιγραμματικά σ᾽ αυτή την εισαγωγική μας προσέγγιση στο θέμα της σχέσης τοπωνυμίων και ιστορίας του νησιού μας, είναι και αυτό των διαχρονικών ανά τους αιώνες σχέσεων Κύπρου και Μικράς Ασίας-Συροπαλαιστίνης. Ένεκα δηλ. της άμεσης γειτνίασης της Κύπρου με τα μεσογειακά παράλια των χωρών αυτών, έχουμε από την αρχαιότητα και εφεξής μετάβαση Κυπρίων στις χώρες αυτές και τανάπαλιν έλευση Μικρασιατών και Συροπαλαιστινών στο νησί μας. Η έντονη τούτη διαχρονική σχέση αποτυπώνεται άριστα και στις κοινές παραδόσεις και στα κοινά τοπωνύμια. Στην Κύπρο δηλ. απαντώνται πλείστα όσα τοπωνύμια αλλά και πόλεις και οικισμοί, ταυτώνυμα με πόλεις και τοπωνύμια στη Μικρά Ασία, αλλά και άλλα, που δηλώνουν μετοικήσεις από τις χώρες αυτές στο νησί μας. Για παράδειγμα, όρος Καντάρα υπάρχει και στη Μικρά Ασία. Για να έρθουμε στην άμεση περιοχή μας, οι ονομασίες Συριανοχώρι και Συριάνοι υποδηλώνουν ακριβώς την έλευση και κατοίκηση στους χώρους αυτών μεταναστών από τη Συρία. Και τέτοιες μεταναστεύσεις μαρτυρούνται αρκετές στις πηγές, όπως κατά την προέλαση των Περσών και των Αράβων στις περιοχές αυτές (7ος αι.), καθώς και μετά τη μάχη στο Μαντζικέρτ (1071), με την ήττα των βυζαντινών και την προέλαση των Σελτζούκων. Ακόμη, αρχαία πόλη με το όνομα Σόλοι υπήρχε στις απέναντί μας ακτές της Κιλικίας, που αργότερα μετονομάστηκε Πομπηιούπολη.
Η προσπάθεια όσων εργαστήκαμε στην ετοιμασία αυτού του Χάρτη, ήταν να παρουσιάσουμε σήμερα ενώπιόν σας ό,τι καλύτερο μπορούσαμε. Αστοχίες και παραβλέψεις σίγουρα υπάρχουν, αφού κάθε έργο ανθρώπινο είναι σφραγισμένο με την ατέλεια· αλλά είμαι βέβαιος, πως και με τη δική σας συμβολή και, πάνω απ᾽ όλα, με την καλόβουλη κριτική σας, θα εντοπιστούν και θα διορθωθούν τυχόν παραβλέψεις και σφάλματά μας.
Επιγραμματικά, αναφέρουμε τις εξής παραβλέψεις ή, αν θέλετε, τις αστοχίες, που εντοπίσαμε:
Α) Ο ενοριακός ναός του Αποστόλου Ανδρέα της κοινότητας Νικηταρίου αναφέρεται ως μονή, ενώ ως Μονή Αποστόλου Ανδρέα θα πρέπει να καταγραφεί ο ομώνυμος ναός της κοινότητας Πολυστύπου.
Β) Το Επισκοπείο της Μητρόπολής μας στη Μόρφου αποκλείνει αρκετά από τον πραγματικό του χώρο. Βέβαια η αποτύπωσή του στην παρούσα θέση δικαιολογείται κάπως, ένεκα του πυκνοκατοικημένου της Μόρφου. Παρόλ᾽ αυτά, θα προσπαθήσουμε να βρούμε την κατάλληλη μέθοδο βελτίωσης.
Γ) Παράβλεψη έγινε και στους οικισμούς Τρουλλινός και Μάραθος, οι οποίοι δεν αναγράφηκαν.
Σ᾽ αυτή τη συνάφεια, θέλω να αναφερθώ, Πανιερώτατε, και στους πατέρες και αδελφούς, που εργάστηκαν και εργάζονται στο θέμα καταγραφής των τοπικών μας λαϊκών παραδόσεων.Διότι σε πολλούς από εμάς δόθηκε η ευκαιρία, να καταγράψουμε τις λαϊκές παραδόσεις των χωριών μας. Τα στοιχεία που συνέλεξαν οι φίλτατοι πατέρες, που ασχολήθηκαν με αυτό το θέμα, διαμέσου των προσωπικών συνεντεύξεων που είχαν με ανθρώπους που βίωσαν την ιστορία του τόπου μας, αποτελούν πλέον ιστορική πηγή, πολύ βοηθητική στην έρευνα και καταγραφή της σύνολης ιστορίας μας. Η καταγραφή των ιστορικών παραδόσεων δεν είναι δευτερευούσης σημασίας, αλλ᾽ ούτε ευτελής ιστορική πηγή, αλλά, αντιθέτως, μπορεί να αποτελέσει και αυτούσια ιστορική πηγή.Στην Ευρώπη, η καταγραφή των ιστορικών παραδόσεων ονομάζεται «άυλος πολιτισμός».
Με την άδειά σας, Πανιερώτατε, τούτη την ώρα να ευχαριστήσουμε ονομαστικά τους ιερείς μας, που είχαν την καλοσύνη, να εκπονήσουν την καταγραφή τους αυτή. Τον π. Ιάκωβο Καλογήρου, ο οποίος εργάστηκε για τα χωριά Μουτουλλάς και Πεδουλάς και βρίσκεται στο τελικό στάδιο της συγγραφής των κειμένων. Τον π. Κυριακό Χαραλάμπους, ο οποίος ήταν και ο πολυγραφότερος, αφού κατέγραψε τα σχετικά με τα χωριά Παλιόμυλος, Καμινάρια, Άγιος Δημήτριος και Γαλάτα. Τον π. Χριστοφόρο Δημητρίου, ο οποίος κατέγραψε τα Κατύδατα και ετοιμάζεται τώρα να εκπονήσει την καταγραφή που ετοίμασε για την κοινότητά του Τεμπριά. Τον π. Παρασκευά Κίκα, ο οποίος ασχολήθηκε με τις κοινότητες Δένεια και Ακάκι, και βρίσκεται στο τελικό στάδιο για να εκπονήση και την καταγραφή της κοινότητας Μενοίκου. Τέλος, τον π. Αθανάσιο Βουδούρη, ο οποίος εργάστηκε για την κοινότητα της Κακοπετριάς.
Ακόμη, θα πρέπει εδώ να αναφερθούμε και σε μία παράλληλη εργασία, που θεσμοθέτησε ο Πανιερώτατος, και που ασφαλώς έχετε υπόψη, η οποία αφορά στην καταγραφή και ψηφιοποίηση των ποικίλων παλαιών και νεωτέρων κειμηλίων της μητροπολιτικής μας περιφέρειας. Ο τομέας αυτός υποδιαιρείται σε δύο υποτομείς. Ο πρώτος,με υπεύθυνο τον π. Αθανάσιο Βουδούρη και συνεργάτες τον υποφαινόμενο και τον διάκονο Φοίβο, καταγράφει και ψηφιοποιεί όλα τα εκκλησιαστικά μας και ιστορικά τιμαλφή (λειτουργικά σκεύη, εικόνες, ξυλόγλυπτα, κ.ά.) των ναών μας. Μέχρι τώρα καταγράφηκαν τα τιμαλφή των ναών 14 κοινοτήτων μας, όπου περιλαμβάνονται πέρα των 1100 εικόνων και ιερών σκευών. Ο δεύτερος, με υπεύθυνο τον π. Φώτιο Ιωακείμ, καταγράφει και ψηφιοποιεί τα χειρόγραφα και παλαίτυπα της περιφέρειάς μας. Αυτά τα αναφέρω εδώ, διότι η καταγραφή αυτή έχει άμεση σχέση με την αποτύπωση της εκκλησιαστικής μας ιστορίας και παρέχει ασφαλή δεδομένα και στην χαρτογράφηση της μητροπολιτικής μας περιφέρειας. Π.χ. κειμήλια που προέρχονται από εγκαταλελειμμένους οικισμούς και μαρτυρούν γι᾽ αυτούς. Στη συζήτηση που θα επακολουθήσει, ο π. Φώτιος θα μας αναφέρει κάτι σχετικό με το θέμα αυτό, που είναι υπό διερεύνηση.
Τα τοπωνύμια ενός τόπου είναι οι βουβοί, αλλά ταυτόχρονα οι λαλίστατοι, οι ειλικρινείς και αξιόπιστοι μάρτυρες της ιστορίας του. Με τη μελέτη των τοπωνυμίων, αναπαρίσταται έγκυρα και εμπεριστατωμένα ολόκληρο το παρελθόν. Η ίδρυση οικισμών και χωριών, η προέλευση των οικιστών, η τοπογραφία και γεωμορφολογία ενός τόπου, τα πολιτικά και πολεμικά γεγονότα, που έλαβαν χώραν εκεί, η κοινωνική διάρθρωση, η οικονομική και παραγωγική δομή του συστήματος, η πολιτιστική ανάπτυξη και κάθε τι άλλο, που σχετίζεται με ένα χώρο, μπορούν να εξαχθούν συχνά από τα ονόματα των χωριών και των τοπωνυμίων.
Έχοντας όλα αυτά ως υπόβαθρο, θα τολμούσαμε να πούμε πως η μελέτη της ιστορίας του τόπου μας, ιδιαίτερα από εμάς τους κληρικούς, δεν είναι πολυτέλεια, ούτε άσκοπος στοχασμός, αλλά επιτακτική ανάγκη, που μας βοηθά να θωρακίζουμε την ιστορική συνείδηση μας. Κι αυτή, στη συνέχεια, θα μας οδηγήσει να γνωρίσουμε και να αναγνωρίσουμε ποιοί είμαστε, από πού ερχόμαστε και πού πάμε· κι εμείς τότε, με τη σειρά μας, να κάνουμε το αυτονόητο, να κατηχήσουμε δηλαδή και να βοηθήσουμε το ποίμνιό μας να αποκτήσει και αυτό ιστορική συνείδηση, έτσι ώστε να μην παρασύρεται τόσο εύκολα από τις διάφορες κοσμικές ιδεολογίες και πολιτικές σκοπιμότητες. Η γνώση της ιστορίας είναι ικανή να μας συγκρατήσει από τον σύγχρονο κατακλυσμό ιδεών, που πολλές απ᾽ αυτές κρίνονται άκρως επικίνδυνες, εξαιρέτως και ιδιαιτέρως για τη νέα γενιά, που έχει την τάση να θαμπώνεται από τα ευρωπαϊκά γυαλιστερά μα και κοφτερά στολίδια, τα χωρίς Πνεύμα και Χάρη.
Στην Κύπρο, όπως επισημαίνει και ο πατήρ Συμεών, ηγούμενος της ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου και διδάσκαλος του Μητροπολίτου μας, σε κείμενο-απαντήσεις σε σχετικό ερωτηματολόγιο που του θέσαμε, αφαιρέσαμε από τη ζωή μας την ιστορία του τόπου μας, αφήνοντας πολύ χώρο να εμφιλοχωρήσουν τα άκρα, δηλαδή ή ο ακραίος ζηλωτισμός ή ο επικίνδυνος φανατισμός. Τα αίτια, που μας οδήγησαν στα επικίνδυνα τούτα άκρα είναι πρώτα η επιλεκτική ιστορική ανάγνωση και κατ᾽ επέκταση η επιλεκτική γνώση, που με τον καιρό μετατράπηκε σε κακή γνώση της ιστορίας μας και, δεύτερο και πιο ανησυχητικό αίτιο, είναι η πεισματική μας άρνηση να εντρυφήσουμε σε βάθος στην ιστορική παράδοση και σοφία του τόπου μας .
Η γνώση της ιστορίας του τόπου μας, εξαιρέτως από εμάς τους ιερείς, θα μας οδηγήσει και στην πλεονεκτική θέση να διδάξουμε και να κατευθύνουμε το λογικό ποίμνιο, τους ανθρώπους, που μας έταξε ο Θεός να ποιμάνουμε, ώστε να αγαπήσουν τον τόπο τους, να αγαπήσουν τους αγίους του τόπου τους, να αγαπήσουν τις παραδόσεις του τόπου τους.
Και πάλιν όμως ηχούν στα αυτιά μου, τούτη την ώρα, τα πικραμένα λόγια του πατρός Συμεών, που, αναστενάζοντας, μου ψιθύρισε: «Αλλά, πώς να αγαπήσεις ένα τόπο, όταν δεν τον γνωρίζεις;»
Είναι οφειλή και χρέος πρώτα να γνωρίσουμε, έπειτα να αγαπήσουμε τον τόπο τούτο και τέλος να προβάλουμε την αξία του τόπου τούτου. Ασφαλώς, είναι δυσκολότερο το έργο εμάς των νεωτέρων ιερέων, που εφημερεύουμε σε κοινότητες που δεν αποτελούν τη γενέτειρά μας ή ακόμα που μεγαλώσαμε μακρυά και από τα όρια της Μητρόπολής μας, αλλ᾽ όμως από εμάς εξαρτάται να αγωνιστούμε για να επιτύχουμε τον ωραίο τούτο στόχο.
Και πρέπει νομίζω, να καυχόμαστε εν Κυρίῳ και να θεωρούμε προνομιούχους τους εαυτούς μας, που η θεία Πρόνοια μας έταξε να διακονούμε στη Νήσο τούτη των Αγίων, αλλά και ιδιαίτερα την ευλογημένη μας Μητρόπολη, με την τόσο πλούσια δισχιλιετή ιστορική πορεία. Τη Μητρόπολη, που θεμελίωσαν οι άγιοι απόστολοι Παύλος, Βαρνάβας και Μάρκος. Τη Μητρόπολη, που ποίμαναν με πολλή σοφία ο άγιος Αυξίβιος, στη συνέχεια ο μαθητής του αγίου Αυξιβίου και άξιος συνεχιστής του έργου του και ομώνυμός του άγιος Αυξίβιος ο Β´, και κατόπιν άλλοι μεγάλοι και φωτισμένοι ιεράρχες. Τη Μητρόπολη, που έχει πολιούχο και προστάτη και φύλακα, ακρίτα ψυχών και σωμάτων, τον άγιο Μάμα. Τη Μητρόπολη, που αγιάζουν με την παρουσία τους τόσοι άγιοι: Ο ιερομάρτυρας Αρτέμωνας στην Αυλώνα, οι όσιοι Πολέμιος και Θεόδοσιος παρά τη Μόρφου, ο όσιος Ειρηνικός παρά τη Ζώδια, ο όσιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής στη Μαραθάσα. Τη Μητρόπολη, που οι άγιοι Μάρτυρες των Σόλων Άμμων και Αλέξανδρος και άλλοι ανώνυμοι 20, που μαρτύρησαν μαζί τους, καθώς επίσης και οι διάκονοι της ιεράς Μονής Αγίου Μάμα του Μόρφου, Μακρύδιακος και Χριστοφόρος στα έσχατα χρόνια της Τουρκοκρατίας, στερέωσαν με το αίμα του μαρτυρίου τους και λάμπρυναν με τη μαρτυρική τους ομολογία την Ορθόδοξο Πίστη του τόπου τούτου. Τη Μητρόπολη, που χαριτώνεται και αγιάζεται από τα ιερά λείψανα των αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης, των οσίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος, του οσίου Κυριακού της Ευρύχου, του αγίου Χαραλάμπους, του οσίου Σωζομένου. Τη Μητρόπολη, που γέννησε και ανάθρεψε τον έσχατο μάρτυρα της πίστεώς μας, άγιο Φιλούμενο. Τη Μητρόπολη, που κάθε χωριό της έχει τους ναούς του, τις παλαιές εικόνες του, τα παρεκκλήσια του, την ιστορία του, τις παραδόσεις του. Τη Μητρόπολη, που εδώ και 40 ολόκληρα χρόνια τα 26 της χωριά και πέραν από τους 75 ναούς της βρίσκονται υπό κατοχή, καθώς είναι τετμημένη στα δύο και εσταυρωμένη, για τούτο ευλογημένη και προσδοκώσα την Ανάσταση…
Το μεγάλο έγκλημα που συντελέστηκε το 1974, με τις γνωστές ολέθριες συνέπειες, θα διαιωνιζόταν, αν ως Εκκλησία δεν προστατεύαμε τη θρησκευτική και ιστορική συνείδηση των εκτοπισμένων μας. Γι᾽ αυτό, με τη σοφία που τη διακρίνει, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου, με απόφασή της στις 11 Σεπτεμβρίου 2008, διόρισε εκκλησιαστικούς επιτρόπους και στις κατεχόμενες ενορίες μας. Η απόφαση αυτή της Ιεράς Συνόδου δεν ήταν απλώς νομοτυπική, αλλά αποσκοπούσε στο να αφυπνίσει την ιστορικοθρησκευτική συνείδηση των προσφύγων συμπολιτών μας. Κι ας μην ξεχνούμε, ήδη στους συνοικισμούς μεγαλώνει η τρίτη γενιά προσφύγων.
Στα διαρρεύσαντα έκτοτε αυτά πέντε χρόνια, οι διορισθείσες προσφυγικές εκκλησιαστικές επιτροπές, κάτω από πραγματικά δύσκολες συνθήκες, κατάφεραν σε μεγάλο βαθμό να διασώσουν τη θρησκευτική συνείδηση αυτών των γενεών των συνοικισμών, διαμέσου των πανηγυρικών συνάξεων στη μνήμη των πολιούχων αγίων τους, με την αγιογράφηση εικόνων των τιμωμένων αγίων τους, την αποτύπωση και καταγραφή των βεβηλωμένων και συλημένων ναών τους. Σ᾽ όλη αυτή την προσπάθεια και η καθ᾽ ημάς Μητρόπολη έχει συμβάλει ποικιλοτρόπως, με αποκορύφωμα τις δύο εκθέσεις προσφυγικών εκκλησιαστικών κειμηλίων, που πραγματοποίησε σε Λευκωσία και Πάφο.
Όλα τούτα είναι η ψυχή της Μητρόπολής μας. Όλα τούτα είναι το ιστορικό υπόβαθρο και ο φωτεινός οδοδείκτης της ποιμαντικής μας διακονίας. Όσο εμείς τα περιφρονούμε και αποσιωπούμε αυτή τη λαμπρή πνευματική της ιστορία και δεν γινόμαστε παιδαγωγοί και κήρυκές της, οι νέοι μας θα έχουν κάθε δικαίωμα να νιώθουν κόμπλεξ, πρώτα για την πατρίδα τους, έπειτα για τη θρησκεία τους και, τέλος, θα τους είναι παντελώς αδιάφορη η ιστορία του τόπου τους. Και αυτό το κόμπλεξ θα αναζητήσουν να το αναπληρώσουν στα ποικίλα κατά κόσμο κατορθώματα και επιτεύγματα της εκκοσμικευμένης και άθεης Δύσης, για να κορέσουν τη δίψα τους. Μα η δίψα τούτη σβήνεται μόνο στα καθάρια νάματα της αγίας μας Εκκλησίας, της αγίας μας Παράδοσης, των οποίων εμείς οι ταπεινοί ταχθήκαμε διάκονοι και φύλακες. Στώμεν λοιπόν, καλώς, στώμεν μετά φόβου στις επάλξεις της Πίστης μας, για την ευθύνη τούτη τη μέγιστη που επωμιστήκαμε, εντρεφόμενοι στην αγιοπνευματική μας Παράδοση, διαφυλάσσοντας ως κόρην οφθαλμού ό,τι ιερό και όσιο παραλάβαμε και μεταλαμπαδεύοντάς το, ως καλοί οικονόμοι της χάριτος, στις επερχόμενες γενεές.
Ευχαριστώ.