Άγια μέρη, ευλογημένα. Παρ᾿ όλη την αυχμηρότητά τους, εμπνέουν αυτά τα βράχια. Εκεί ψηλά λοιπόν, σαν αετός, έστησε ο Γέροντας την φωλιά του…
-Μετά απ’ το Στόμιο, Γέροντα, πήγες στο ερημικό Σινά και συγκεκριμένα στο ασκητήριο της Αγίας Επιστήμης. Εκεί πώς ήταν ή ζωή; ρώτησε ένας άλλος, πού γνώριζε από παλιά τον Γέροντα.
Ο Μοναχός, όπου και να βρεθεί, το ίδιο περνάει. Η πρόνοια του Θεού δεν τον εγκαταλείπει.
Εκεί στο Σινά ο Θεός ήταν πάντα μαζί μου. Όταν πήγα εκεί, δεν είχα τίποτα βρέθηκα στην έρημο, με αγνώστους ανθρώπους, χωρίς να σκεφτώ τι θα φάω και πώς θα ζήσω.
Το ασκητήριο ήταν εγκαταλειμμένο και ακατοίκητο. Το νερό λιγοστό. Εγώ δεν ήξερα και κάποιο εργόχειρο, για να βγάζω το ψωμί μου.
Το μόνο εργαλείο, πού είχα ήταν ένα ψαλίδι, το όποιο χώρισα στα δυο κομμάτια και αφού τ’ ακόνισα σε μια πέτρα, άρχισα να φτιάχνω ξυλόγλυπτα εικονάκια Δούλευα πολλές ώρες κι έτσι μπορούσα να ζω, άλλα και τους Βεδουίνους να βοηθάω.
Στο ασκητήριο της Αγίας Επιστήμης
Στο Σινά, εκεί στο ασκητήριο της Αγίας Επιστήμης όπου έμενα, το νερό ήταν ελάχιστο. Μιά–μιά σταγόνα έτρεχε από έναν βράχο μέσα σε μια σπηλιά, καμμιά εικοσαριά μέτρα μακριά από το ασκητήριο. Είχα κάνει μια στερνίτσα και μάζευα τρία κιλά νερό το εικοσιτετράωρο.
Όταν πήγαινα να πάρω νερό, έβαζα το τενεκάκι να γεμίση και έλεγα τους Χαιρετισμούς της Παναγίας.
Έβρεχα με το χέρι μου λιγάκι μόνον το μέτωπο, γιατί αυτό με βοηθούσε – μου το είχε πει ένας γιατρός να το κάνω – έπαιρνα λίγο νερό, για να έχω να πιώ, μάζευα και λίγο σε ένα τενεκάκι για τα πουλάκια και τα ποντικάκια που είχε το ασκητήριο. Αυτό το νερό ήταν και για να πλύνω ένα ρούχο κ.λπ. Τί χαρά, τί ευγνωμοσύνη ένιωθα γι᾿ αυτό το λίγο νερό που είχα! Δοξολογία, γιατί είχα νερό!
Όταν ήρθα στο Άγιον Όρος και έμεινα για λίγο καιρό στην Σκήτη των Ιβήρων, επειδή εκεί είναι προσήλιο το μέρος, είχε πολύ νερό.
Είχε μια στέρνα που ξεχείλιζε και το νερό έτρεχε απ’ έξω. Ού, έπλενα και τα πόδια και το κεφάλι…, αλλά είχα ξεχασθή.
Στο Σινά βούρκωναν τα μάτια μου από ευγνωμοσύνη για το λίγο νερό, ενώ στην Σκήτη ξεχάσθηκα από την αφθονία του νερού. Γι᾿ αυτό έπειτα πήγα και έμεινα καμμιά ογδονταριά μέτρα πιο μακριά και είχα μια στέρνα μικρή. Πώς χάνεται, πώς ξεχνιέται κανείς με την αφθονία!
Πρέπει να αφήσουμε εν λευκώ τον εαυτό μας στην θεία πρόνοια, στο θείο θέλημα, και ο Θεός θα μας φροντίση.
Ένας μοναχός πήγε ένα απόγευμα να διαβάση τον Εσπερινό σε μια κορυφή.
Στον δρόμο βρήκε ένα άσπρο μανιτάρι και ευχαρίστησε τον Θεό για το σπάνιο εύρημά του. Στον γυρισμό θα το έκοβε και θα περνούσε με αυτό το βράδυ.
«Εάν με ρωτήσουν οι κοσμικοί αν τρώω κρέας, είπε με τον λογισμό του, μπορώ να τους πω πώς τρώω κάθε φθινόπωρο»! Στην επιστροφή βρήκε μισό το μανιτάρι – κάποιο ζώο θα το είχε πατήσει – και είπε: «Φαίνεται, τόσο έπρεπε να φάω».
Το πήρε και ευχαρίστησε τον Θεό για την πρόνοιά Του, για το μισό μανιτάρι.
Πιό κάτω βρήκε ένα άλλο μισό μανιτάρι και έσκυψε να το πάρη, για να συμπληρώση το βραδινό του, αλλά, επειδή ήταν χαλασμένο – ίσως να ήταν δηλητηριώδες –, το άφησε και ευχαρίστησε πάλι τον Θεό που τον φύλαξε από δηλητηρίαση. Πήγε στην Καλύβη του και πέρασε το βράδυ με το μισό μανιτάρι.
Την άλλη μέρα, όταν βγήκε από την Καλύβη του, αντίκρισε ένα θέαμα! Όλος ο τόπος ήταν γεμάτος από ωραία μανιτάρια, και ευχαρίστησε τον Θεό. Βλέπετε, ευχαρίστησε τον Θεό και για το ολόκληρο και για το μισό, και για το καλό και για το χαλασμένο, και για το ένα και για τα πολλά. Ευχαριστία για όλα.
Πηγή: https://www.ekklisiaonline.gr/nea/o-agios-paisios-sto-askitirio-ton-agion-galaktionos-ke-epistimis/