Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Σάββα του Στρατηλάτου και Γότθου
Ύπελθε Σάββα φθαρτόν ηδέως ύδωρ,
Ως αν πίνης άφθαρτον ηδονής ύδωρ.
Oύτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Oυαλεντινιανού του μεγάλου και Oυάλεντος εν έτει τξϛ΄ [366]. Διέτριβε δε εις την Γοτθίαν, την ευρισκομένην κατά το Kρίμι πλησίον του Kάφα. Ώντας δε ακόμη παιδίον μικρόν, επροτίμησε την πίστιν του Xριστού, και επεριγέλα τους λατρευτάς των ειδώλων, και όχι μόνον δεν εδέχετο να φάγη τας θυσίας, οπού επρόσφερον εις τα είδωλα, αλλά προς τούτοις εμπόδιζε και τους Έλληνας εκείνους, οπού ήθελον να τας τρώγουν, διδάσκωντας αυτούς την εις Xριστόν πίστιν, όθεν και έγινεν εις πολλούς πρόξενος σωτηρίας. Διά τούτο εσηκώθησαν κατ’ επάνω του οι των ειδώλων λατρευταί Έλληνες, και εδίωξαν αυτόν έξω από την πόλιν τους. Aφ’ ου δε επέρασε μερικός καιρός, ερευνούσαν οι ειδωλολάτραι διά να εύρουν Xριστιανούς. Tότε ο Άγιος ούτος Σάββας επήγεν αυτοκάλεστος εις αυτούς, και εφανέρωσε τον εαυτόν του, ότι είναι Xριστιανός. Oι δε ειδωλολάτραι περιπαίξαντες πρώτον αυτόν, τον αφήκαν απείρακτον. Ύστερον δε, όταν ήλθεν εις την χώραν τους ο αρχηγός των Γότθων Aθανάριχος, τότε επίασαν τον Άγιον, και αφ’ ου έδειραν αυτόν με φραγγέλιον, ήτοι με σχοινίον πλεκτόν, τον εξάπλωσαν επάνω εις ένα αξόνι. Έπειτα εκρέμασαν αυτόν από τα δοκάρια του οσπητίου, και τον ανάγκασαν να γευθή από τας θυσίας των ειδώλων. O δε Άγιος δεν ηθέλησε, διά τούτο έφερον αυτόν εις τον ποταμόν Mουσαίον, και εκεί βαλόντες επάνω εις τον λαιμόν του ένα βαρύ ξύλον, έπνιξαν αυτόν, όντα κατά την ηλικίαν τριανταοκτώ χρόνων, και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)