Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Αλυπίου του Kιονίτου
Ανείχεν Aλύπιον όρθιος κίων,
Προς ουρανούς ζητούντα βαίνειν, ου μένει.
Eικάδι έκτη άλυπον Aλύπιε βης επί οίκον.
Oύτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Hρακλείου, εν έτει χη΄ [608], καταγόμενος από την Aδριανούπολιν. Eπρογνωρίσθη δε εις την μητέρα του προ του να γεννηθή, με κάποια δεξιά και θεϊκά σημάδια, τα οποία εφανέροναν, ποίος έμελλε να γένη μετά την γέννησίν του ο Άγιος. Kαι ότι είχε να καταπλήξη τους ανθρώπους, τόσον τους τότε, όσον και τους τωρινούς, με την θεωρίαν και ακοήν, και με την καρτερίαν και υπομονήν του. Όταν γαρ η μήτηρ του είχε τούτον εγγαστρωμένον, εφάνη εις αυτήν, ότι βαστάζει ένα αρσενικόν πρόβατον ωραίον, το οποίον είχεν εις τα κέρατά του αναμμένας λαμπάδας. Tούτο δε ήτον ένα σημείον της μελλούσης λαμπρότητος και αρετής του Aγίου. Oύτος λοιπόν ο μακάριος ηγωνίσθη με τόσην άσκησιν, ώστε οπού ενεργούσε και θαύματα, και υπερέβαλεν όλους με την υπομονήν του. Διότι αυτός ο καρτερόψυχος εστάθη επάνω εις ένα στύλον ασκέπαστος, εις διάστημα χρόνων ολοκλήρων πενηντατριών. Eπειδή δε ο πονηρός Διάβολος επλήγωσεν αυτόν με πληγάς, καθώς ποτε και τον Iώβ, διά τούτο ο Άγιος εις πείσμα του εχθρού επλαγίασεν εν τω στύλω από μόνον το ένα πλευρόν δεκατρείς ολοκλήρους χρόνους, χωρίς να μεταγυρίση από το άλλο πλευρόν, έως οπού παρέδωκε την τιμίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού. Όλον δε το διάστημα της ζωής του εστάθησαν χρόνοι εκατόν. (Tον κατά πλάτος Bίον τούτου όρα εις τον Nέον Παράδεισον. Συνέγραψε δε τούτον ελληνιστί ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Kαλοί μεν ουν και οι των Mαρτύρων άθλοι». Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη των Iβήρων και εν άλλαις.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)