Θεολογικὴ καὶ ποιμαντικὴ προσέγγιση τοῦ μυστηρίου τοῦ θανάτου καὶ τῆς Νεκρωσίμου Ἀκολουθίας

Εἰσήγηση στὴν ς΄ συνάντηση (26.02.2015) τοῦ Ἐπιμορφωτικοῦ Σεμιναρίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου Γ’ Ἀκαδημαϊκοῦ Ἔτους  (2014-2015)

Εἰσηγητής:  Οἰκονόμος Κυριακὸς Χαραλάμπους, ἐφημέριος χωρίου Γαλάτας

π. Κυριακός Χαραλάμπους
«Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν.»  
 
Πανιερώτατε,
Αγαπητοί εν Χριστώ πατέρες και αδελφοί,


Αρχίζοντας την εισήγησή μου αυτή με μία αναφορά στο μυστήριο του θανάτου, ενθυμήθηκα το κλασικό πλέον απόφθεγμα του οσίου πατρός ημών Νεοφύτου του Εγκλείστου για την ωφέλεια της μνήμης του θανάτου, που καταγράφει στην εισαγωγή της Τυπικής Διαθήκης του (έτος 1214): «Ἀγαθὸν ὑπέρτερον παντὸς ἀγαθοῦ, Θεοῦ φόβος καὶ μνήμη θανάτου». Περαιτέρω, ο όσιος πατήρ ημών Παΐσιος ο Αγιορείτης μας υπενθυμίζει μια άλλη σχετική ψυχωφελή ρήση ενός συγχρόνου εναρέτου Αγιορείτη μοναχού, που έλεγε αντί χαιρετισμού στους συνασκητές του:«Αδελφέ, θα πεθάνουμε!» Και συνεχίζει: «Η ζωή είναι τυλιγμένη με τη θνητή σάρκα. Το μεγάλο αυτό μυστικό δεν είναι εύκολο να το καταλάβουν όσοι άνθρωποι είναι μόνο «σάρκες», γι’ αυτό δεν θέλουν να πεθάνουν, ούτε θέλουν να ακούσουν για θάνατο.»

Όπως εύστοχα επισημαίνει και ο μακαριστός πλέον Κύπριος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Ανδρέας Θεοδώρου, στο σπουδαίο του βιβλίο, «Άμωμοι εν οδώ· αλληλούια», ένα εξαίρετο υπομνηματισμό στη Νεκρώσιμη Ακολουθία της Ορθόδοξης Εκκλησίας (σελ. 9), ο θάνατος είναι σημείο οριακό για κάθε ύπαρξη. Είναι γεγονός που την ορίζει, την περιορίζει και την εξαντλεί. Είναι το τέρμα μιας πορείας, μιας ζωτικής διαδικασίας. Ο θάνατος είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα. Αυτή η κατάσταση λέγεται και ύπνος, γιατί ο θάνατος καταργήθηκε με την Ανάσταση του Χριστού. Ο Χριστός με τα Πάθη, τον Σταυρό και την Ανάστασή Του κατάργησε οντολογικά τον θάνατο και έδωσε τη δυνατότητα στον άνθρωπο να τον υπερβεί, ζώντας μέσα στην Εκκλησία. Και, όπως θεολογεί υμνολογικά η Εκκλησία το χαρμόσυνο μήνυμα της Αναστάσεως, «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος». Ο αναστάς Κύριος, με τον θάνατο και την τριήμερο ανάστασή Του, νίκησε τον θάνατο, δίνοντας το ελπιδοφόρο μήνυμα της επανένωσης του ανθρώπου με τον Πλάστη και Δημιουργό του. Τούτο τονίζεται και μέσα από τον θεόπνευστο Κατηχητικό Λόγο του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου στην Κυριακή του Πάσχα: «Μηδεὶς φοβείσθω θάνατον. Ἠλευθέρωσε γὰρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος. Ἔσβεσεν αὐτόν, ὑπ’ αὐτοῦ κατεχόμενος…». Σε απλή μετάφραση: «Κανένας δεν πρέπει να φοβάται τον θάνατο, διότι έχουμε ελευθερωθεί από την εξουσία του θανάτου με τον θάνατο του Θεανθρώπου Σωτήρος Χριστού. Ο Κύριός μας, κατά την τριήμερο κατοχή του από τον θάνατο, εξουδετέρωσε το κράτος και τη δύναμή του.» Καί,  «καθὼς προεῖπεν, ἔδωκεν ἡμῖν τὴν αἰώνιον ζωὴν καὶ μέγα ἔλεος». Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, μέγας δογματικός θεολόγος και κορυφαίος υμνογράφος της Ορθοδοξίας, συνέθεσε τον επινίκιο του Θεανθρώπου Σωτήρα μας Ιησού Χριστού κατά του θανάτου με τον θάνατό του, στο Δοξαστικό των νεκρωσίμων ιδιομέλων της Εξοδίου Ακολουθίας: «Ὁ θάνατός σου, Κύριε, ἀθανασίας γέγονε πρόξενος· εἰ μὴ γὰρ ἐν μνήματι κατετέθης, οὐκ ἂν ὁ Παράδεισος ἠνέῳκτο». Δηλ., «Ο θάνατός σου, Κύριε, έγινε πρόξενος αθανασίας· διότι, αν δεν ενταφιαζόσουν στο μνήμα, ο Παράδεισος δεν θα ανοιγόταν στους ανθρώπους.» Ο ανακαινισμένος εν Χριστώ άνθρωπος, με τη συμμετοχή στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, την ειλικρινή μετάνοια, την αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, και εφαρμόζοντας γενικά το θείο θέλημα, κοινωνώντας μάλιστα το Σώμα και το Αίμα του Δεσπότου Χριστού, έχει τη δυνατότητα να επιστρέψει στην παραδείσια Ζωή, και να απολαύσει την αιώνια ζωή και το άπειρο έλεος του Θεού, μαζί με τους αγίους και τους δικαίους. 

Ακριβώς το όλο νόημα των νεκρωσίμων Ευλογηταρίων, είναι η υπενθύμηση της θείας καταγωγής του ανθρώπου, η παραπλάνηση και απομάκρυνσή του από τον Θεό του και η κατόπιν επιστροφή του στον Θεό, και η δέηση της Εκκλησίας, όπως ο φιλάνθρωπος Κύριος συγχωρέσει τον κεκοιμημένο και πάλιν να τον κάνει   πολίτη του Παραδείσου. Όλα αυτά συνοψίζονται ιδιαίτερα στο δεύτερο τροπάριο των ευλογηταρίων, και εξαιρέτως στο, στίχο, «τὸ ἀρχαῖον κάλλος ἀναμορφώσασθαι». Η μετάφραση και το όλο νόημα αυτού του τροπαρίου έχει ως εξής: «Είσαι ευλογημένος, Κύριε, γι’ αυτό και δίδαξέ μου τα δικαιώματά σου. Εσύ, που κατά τη δημιουργία με έπλασες από το μηδέν και με τίμησες με τη δική σου θεία εικόνα, αλλά, αφού παρέβηκα την εντολή σου, με γύρισες πάλιν πίσω στη γη, από την οποία με έπλασες, σε παρακαλώ να με επαναφέρεις στο καθ’ ομοίωσιν, ώστε να ανακτήσει η φύση μου το αρχέγονο προπτωτικό της μεγαλείο.» Τόσο στα Ευλογητάρια, όσο και στην όλη Νεκρώσιμη Ακολουθία, φαίνεται για μια ακόμη φορά ο συνδυασμός της μελωδικής ποίησης με το δογματικό περιεχόμενο, που με τόση μαεστρία κατάφερε να συνθέσει ο υμνωδός άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Η υμνογραφία συμβάλλει και στις χαρές, αλλά και στις θλίψεις των ανθρώπων, ευφραίνει τους χαίροντας και παρηγορεί τους θλιβομένους. Μέσω της θεόπνευστης υμνογραφίας διδασκόμαστε πολλές από τις αλήθειες της Πίστεώς μας.

Το ότι ο θάνατος είναι ύπνος, μία προσωρινή κατάσταση, φαίνεται από τον τρόπο που πεθαίνουν οι άγιοι, αφού έχουν όλη τους την ελπίδα στον Χριστό. Τούτο φαίνεται και στα άφθαρτα και θαυματουργά τους λείψανα. Γι’ αυτό και το σωστό είναι να αποκαλούμε τον χώρο ταφής κοιμητήριο και όχι νεκροταφείο, και να λέμε ότι μνημονεύουμε κεκοιμημένους και όχι νεκρούς, και καλλιεργούμε ζώντες, υπό την έννοια της προοπτικής της θεραπείας και σωτηρίας της ψυχής τους.

Ο Θεός της Αγάπης δεν δημιούργησε τον θάνατο, ούτε αυτός είναι τιμωρία από τον Θεό. Αυτή την εσφαλμένη δογματικά αντίληψη ασπάστηκε, μαζί με πολλές άλλες κακοδοξίες, η Παπική εκκλησία και κατέληξε δυστυχώς στο βλάσφημηο δογματισμό του λεγομένου «καθαρτηρίου πυρός» . Ακόμη, ο Παπισμός έδωσε βαρύτητα στον σταυρικό θάνατο του Χριστού παρά στην Ανάστασή του, και με την ποιμαντική των απαγορεύσεων, των αφορισμών, των απειλών και των τιμωριών οδήγησε σε αδιέξοδα τον άνθρωπο.  Αλλά, κατά την Ορθόδοξη διδασκαλία, ο    θάνατος προστέθηκε στην ανθρώπινη φύση αμέσως μετά από την παρακοή των πρωτοπλάστων, γιατί είναι καρπός της αμαρτίας του ανθρώπου και της απομάκρυνσής του από τον Θεό, και ενεργεί ως παιδαγωγικό μέσο για τη σωτηρία της ψυχής του ανθρώπου. Ήταν καθαρά συνέπεια της ελεύθερης επιλογής του ανθρώπου από την κακή χρήση του αυτεξουσίου του. Ο άγιος Γρηγόριος ο  Παλαμάς λέγει χαρακτηριστικά: «Ο Θεός φανέρωσε πριν την πτώση το θέλημά του, που οδηγούσε στην αθανασία. Και προείπε φανερά και προειδοποίησε, ότι ἡ αθέτηση της ζωοποιού θείας εντολής θα ήταν θάνατος («ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρὸν οὐ φάγεσθε ἀπ’ αὐτοῦ, ᾖ δ’ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» [Γεν. 2,17])».

Τρεις δρόμους θα μπορούσαν να ακολουθήσουν οι πρωτόπλαστοι για να αποφύγουν το θάνατο. Τον πόθο κοινωνίας με τον Θεό, που οδηγούσε στον δεύτερο δρόμο, την αληθινή θεογνωσία, και τον δρόμο που εμπνέει ο θείος φόβος, για την απώλεια των θείων χαρισμάτων (Γρηγορίου Παλαμᾶ, Κεφάλαια φυσικά, θεολογικά, ἠθικά τε καί πρακτικά 150, Κεφ. 47, PG150, 1153D). Ο σοφός Σολομώντας, επιγραμματικά αναφέρει, πως «ὁ Θεὸς θάνατον οὐκ ἐποίησεν οὐδὲ τέρπεται ἀπ’ ἀπωλείᾳ ζώντων» (Σοφ.Σολ. 1, 13), και «ὅτι ὁ Θεὸς ἔκτισεν τὸν ἄνθρωπον ἐπ’ ἀφθαρσίᾳ καὶ εἰκόνα τῆς ἰδίας ἀϊδιότητος ἐποίησεν αὐτόν, φθόνῳ δὲ διαβόλου θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τὸν κόσμον, πειράζουσιν δὲ αὐτόν οἱ τῆς ἐκείνου μερίδος ὄντες» (Σοφ. Σολ. 2, 23-24). Σε συντομία, το νόημα αυτών των στίχων είναι, πως ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο και με το χάρισμα της αθανασίας, να είναι αθάνατος, αλλά μετά από τον φθόνο και την πανουργία του Διαβόλου, και την παρακοή των πρωτοπλάστων, μπήκε στον κόσμο ο θάνατος. Σύμφωνα με τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, ο Θεός τόσο πολύ αγάπησε αυτό το τέλειο δημιούργημά του,  τον άνθρωπο, που τον στόλισε με τόσες πολλές αρετές και χαρίσματα, και του έδωσε την δυνατότητα από το κατ’ εικόνα να φθάσει στο καθ’ ομοίωση. Γι’ αυτό και μετά την παρακοή του ανθρώπου, από άπειρη αγάπη και ευσπλαχνία θέλησε να γίνει ένα μαζί του, να γίνει και άνθρωπος, να γεννηθεί και να πεθάνει, για να τον σώσει και να τον έχει και πάλι κοντά του.

 Είναι γι᾽ αυτό, που σε μία από τις συγχωρητικές ευχές της Εξοδίου Ακολουθίας γίνεται αναφορά στο ωραιότερο και χαρισματικότερο δημιούργημα του Θεού, τον άνθρωπο, ο οποίος παρέβηκε την εντολή του Θεού και απομακρύνθηκε  από κοντά Του· και, για να μη γίνει αθάνατο το κακό, κατά τη ρήση του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, «ἵνα μὴ τὸ κακὸν ἀθάνατον γένηται, φιλανθρώπως κελεύσας τὴν κρᾶσιν καὶ μῖξιν ταύτην, καὶ τὸν ἄῤῥηκτόν σου τοῦτον δεσμόν…τῷ θείῳ βουλήματι ἀποτέμνεσθαι καὶ διαλύεσθαι». Από άπειρη δηλαδή φιλανθρωπία επέτρεψε ο Θεός να διαλύεται η κράση και η μίξη αυτή που δημιούργησε, το σύνολο δηλ. των διαφόρων φυσικών και ψυχολογικών χαρακτηριστικών και η σύνθεση των διαφόρων στοιχείων ενός προσώπου  να διαλύονται, και να κόβεται προσωρινά ο δεσμός του σώματος με την ψυχή. Είναι από αυτό προφανώς, που βγήκε η φράση «ο τάδε έχει δυνατή κράση». Εδώ εννοείται, όχι μόνον δυνατός οργανισμός, αλλά και δυνατή ψυχή. Και η μεν ψυχή, μετά τον χωρισμό τούτο, πηγαίνει εκεί από όπου προήλθε, δηλαδή τον Θεό, ώσπου να γίνει η κοινή ανάσταση των νεκρών και, μάλιστα, όπως αναφέρει ο Απόστολος Παύλος, «ἅπαξ ἀποθανεῖν, μετὰ δὲ τοῦτο κρίσις» (Ἑβρ. 9,27), μετά τον θάνατο κρίνεται η ψυχή του αποθανόντος. Το δε σώμα διαλύεται σε αυτό που δημιουργήθηκε, δηλαδή το χώμα, κατά την απόφαση του Κυρίου μετά την πτώση των Πρωτοπλάστων: «Γῆ εἶ, καὶ εὶς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γεν. 3,19). Το σώμα λοιπόν πρέπει να διαλύεται στο χώμα και όχι στην πυρά. Η αποτέφρωση, καθώς αντιβαίνει στή ρητή τούτη απόφανση του Δημιουργού, απαγορεύεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Και, βεβαίως, κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, οπόταν θα γίνει και η Ανάσταση των νεκρών, θα ξαναενωθεί η ψυχή του κάθε κεκοιμημένου με τό σώμα του .

Ο θάνατος διακρίνεται σε σωματικό ή φυσικό, ψυχικό, πνευματικό και αιώνιο. Στο βιβλίο της Αποκαλύψεως (2, 11), αναφέρεται δεύτερος θάνατος, που υπονοείται ο πνευματικός και αιώνιος. Ο πνευματικός θάνατος είναι η απώλεια του Αγίου Πνεύματος ως συστατικού της ύπαρξης του ανθρώπου, που είναι η πηγή κάθε χάριτος. Όσο ο άνθρωπος παραμένει στη σωματική ζωή στη γη μπορεί να μετανοήσει και να επανέλθει σε κοινωνία με το Άγιο Πνεύμα, όπως ο άσωτος υιός της παραβολής. Ο σωματικός θάνατος είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, ο ψυχικός είναι η άρση, η απομάκρυνση της Χάριτος του Θεού από την ψυχή του κεοιμημένου, γι’ αυτό και η ψυχή περιπλανάται μακριά από το Θεό, και ο αιώνιος είναι η πλήρης αποχή από τη Θεία Χάρη, του οποίου θα λάβουν πείρα κατά τη Δευτέρα Παρουσία όσοι θα κολασθούν. Με άλλα λόγια, μετά το σωματικό θάνατο μπορεί να υπάρξει ο ψυχικός θάνατος, αλλά με τη βοήθεια ζώντων με μνημόσυνα μετά κολλύβων και άρτων, προσευχές, δεήσεις, ελεημοσύνες και τακτικές μνημονεύσεις κατά την Προσκομιδή και κατά τη Θεία Λειτουργία, όπως αναφέρουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, μπορεί να επιτευχθεί παύση του ψυχικού θανάτου. Αν όχι, τότε κατά τη Δευτέρα Παρουσία, όπως αποφαίνεται ο Κύριος στην ευαγγελική περικοπή της Κρίσεως, «καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον», θα συντελεσθεί ο αιώνιος θάνατος, δηλ. η πλήρης αποκοπή των αμαρτωλών από τη Θεία Χάρη. Αν δεν υπάρξει ψυχικός θάνατος, τότε η ψυχή απολαμβάνει την αιώνιο ζωή. Στα θέματα αυτά αναφέρεται η παραβολή του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου στην Καινή Διαθήκη. Από αυτή την παραβολή μαθαίνουμε ακόμη, το τι γίνεται μετά τον θάνατο.  Ο μεν πλούσιος στα εγκόσμια ζούσε μία άνετη ζωή, με τιμές και δόξες και με πολλές απολαύσεις, ο δε φτωχός Λάζαρος, με πολλές στερήσεις. Η ψυχή του Λαζάρου, μετά την έξοδό της από το σώμα, παρελήφθη από τους αγγέλους και οδηγήθηκε στους κόλπους του Αβραάμ, ενώ η ψυχή του Πλουσίου στον Άδη. Μετά τον θάνατο οι όροι αντιστράφηκαν. Ο φτωχός Λάζαρος δεν ζει με στερήσεις, αλλά ζει την Παραδείσια κατάσταση και απολαμβάνει την αιώνια ζωή και το άμετρο έλεος του Θεού, μαζί με τους αγγέλους, τους αγίους και τους δικαίους. Ενώ ο πλούσιος με το άγνωστο όνομα από μακριά εκλιπαρεί τον πατριάρχη Αβραάμ να του στείλει τον Λάζαρο απλά και μόνον να αλείψει με λίγες σταγόνες νερού το στόμα του, γιατί είναι ανυπόφορος εκείνος ο τόπος της βασάνου, κάτι που ασφαλώς δεν μπορεί να γίνει.

Σχετικοί με τα ανωτέρω είναι και οι σοφοί λόγοι του Μεγάλου Βασιλείου: «Ζωή γάρ ὁ Θεός, στέρησις δέ τῆς ζωῆς θάνατος»· όποιος δηλ. είναι κοντά στον Θεό, είναι αδιαλείπτως ζωντανός, διότι ο Θεός είναι η Ζωή, και αυτός που θα στερηθεί αυτή την Ζωή, τότε θα οδηγηθεί στον Θάνατο. Βεβαίως, όπως αλλού τονίζει ο αυτός Μέγας Βασίλειος, «οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός». Σχολιάζοντας ο Πανιερότατος Μητροπολίτης Μόρφου κ. κ. Νεόφυτος (Ι.Μ.Μόρφου, Εορτολόγιο 2015, σελ. 14-15), το ρητό τούτο («Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός») αναφέρει σχετικά: «Στο μέτρο, λοιπόν, που ο άνθρωπος ερμηνεύει πνευματικά τον πόνο (ο οποίος προήλθε από ένα ξαφνικό θάνατο, ασθένεια, φτώχεια, κ.λπ.) και τον εισάγει μέσα στο προαιώνιο σχέδιο του Θεού για τον καθένα μας  αναπαύεται, γιατί αρχίζει να βιώνει ότι ο Θεός ξέρει καλύτερα κι από τον ίδιο, ποιο είναι το δικό του συμφέρον… Ο θάνατος, επαναλαμβάνω, θα πρέπει να ερμηνευτεί και ως μία παιδαγωγία και γι’ αυτούς που μένουν, διότι οι θλίψεις και οι δυστυχίες της ζωής δεν συμβαίνουν χωρίς λόγο, αλλά αποτελούν μία ευκαιρία για να δοκιμαστεί η πίστη, η υπομονή, και η αγάπη προς τον Θεό.  Παράδειγμα προς μίμηση προβάλλεται και ο δίκαιος Ιώβ, ο οποίος παρόλο που έχασε τα υλικά αγαθά του και τα παιδιά του, δεν καταφέρθηκε στον Θεό, αλλά είπε: ‘‘Ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλετο· ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω καὶ ἐγένετο. Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰῶνας’’. Επίσης από τους σύγχρονους αγίους του 20οῦ και 21οῦ αιώνα, όπως ο όσιος Νικηφόρος ο λεπρός, αισθανόταν τη λέπρα ως Αγάπη Χριστού, και το μέσο για τη δική του πνευματική πρόοδο. Ο ἅγιος Παΐσιος είπε και κάτι το πολύ συγκλονιστικό: « Όσον ωφελήθηκα από την αρρώστια, δεν ήταν τόσο, όσον από την άσκηση.  Ότι μας επιτρέπει ο Θεός είναι για το πνευματικό μας συμφέρον».

Όμως, τα λόγια αυτά είναι πολύ δύσκολο να τα δεχτούν όλοι οι άνθρωποι.  Δεν είναι εύκολο να παρηγορήσεις μία μητέρα που έχασε ξαφνικά το παιδί της. Χρειάζεται μεγάλη πίστη και υπομονή, για να αντιμετωπιστεί αυτό το γεγονός. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει πως ένας αρχιεπίσκοπος της Κωνσταντινουπόλεως δεν κατάφερε να παρηγορήσει μία μάνα που έχασε το παιδί της. Το κατάφερε μία άλλη ταλαιπωρημένη μάνα που είχε την ίδια τραυματική εμπειρία, αλλά με τη δύναμη της πίστεως και της απόλυτης εμπιστοσύνης στον Θεό, κατάφερε να ορθοποδήσει και να αντιμετωπίσει πνευματικά αυτό το γεγονός του θανάτου. Στο σημείο αυτό να προσθέσω κάποιες ζωντανές εμπειρίες μίας πολύτεκνης μάνας, της κ. Δήμητρας Νικολάου από χωριό της επαρχίας Λεμεσού. Από συγγενείς πληροφορήθηκε τον θάνατο του εικοσάχρονου φοιτητή της Σχολής Ευελπίδων και πρωτότοκου παιδιού της, του Λευτέρη, σε δυστύχημα με μοτοσυκλέττα, που έγινε στην Αθήνα. Ο οδηγός ήταν άλλο πρόσωπο. Σε μελέτη που συνέγραψε, έβαλε για πρωτοσέλιδο μια άποψη του Ρούτερφοντ: «Τα παιδιά σου είναι λουλούδια, που σου δανείζει ο Θεός· αν τα λουλούδια πεθάνουν ή μαραθούν, ευχαρίστησε το Θεό που σου τα παραχώρησε για ένα καλοκαίρι». Περί αυτού μίλησε και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στα νεκρώσιμα ιδιόμελα: «Ὡς ἄνθος μαραίνεται, καὶ ὡς ὄναρ παρέρχεται, καὶ διαλύεται πᾶς ἄνθρωπος», σαν λουλούδι δηλ. μαραίνεται, και σαν όνειρο φεύγει, και διαλύεται κάθε άνθρωπος. Είναι εδώ ακριβώς το σημείο, το πώς αντιμετωπίζει ο κάθε άνθρωπος το γεγονός του θανάτου. Σε άλλη της μελέτη, η ως άνω κ. Δήμητρα έκανε εκτενή αναφορά στις συνέπειες του πένθους από ξαφνικό θάνατο στη λειτουργικότητα του θεσμού της οικογένειας, τους μηχανισμούς άμυνας, αλλά και τις πηγές στήριξης και τις στρατηγικές που ενεργοποιούν οι οικογένειες στην προσπάθεια τους για καλή προσαρμογή στη δύσκολη αυτή κατάσταση (Δήμητρας Νικολάου, Συνέπειες του πένθους μετά από ένα ξαφνικό θάνατο στη λειτουργικότητα της κυπριακής οικογένειας, σελ. 15). Η ίδια βρήκε τη δύναμη και το κουράγιο να σηκώσει αυτό το σταυρό της, με τη βοήθεια πνευματικών ιερέων, μελέτη διαφόρων βιβλίων, επιστημονικών και θρησκευτικών, και τη συμμετοχή της στις λατρευτικές συνάξεις, ιδιαιτέρως σε αγρυπνίες, όπου κοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων.

Είναι εδώ, που ο ποιμένας θα πρέπει να βοηθήσει τους γονείς, τους συγγενείς, και τους φίλους, «να κατανοήσουν, ότι οι γονείς είναι κηδεμόνες και προστάτες των παιδιών τους, και όχι ιδιοκτήτες» (Πρωτοπρεσβυτέρου Αθανασίου Γκίκα, Θέματα Ποιμαντικής, 1-4, σελ. 118). Τα παιδιά ανήκουν στον Θεό και εκείνος γνωρίζει γι’ αυτά καλύτερα από όλους. Τα νήπια θεωρούνται ένα με τους αγγέλους, και έτσι πηγαίνουν κατευθείαν στον Θεό. Γι’ αυτό υπάρχει ξεχωριστή Νεκρώσιμη Ακολουθία επί νηπίοις, που είναι από επτά ετών και κάτω, και στην οποία πουθενά δεν αναφέρονται αμαρτίες. Παλαιότερα, όπως μου είπε ο μακαριστός Παπᾶ Χριστοφόρος της Γαλάτας, στο τέλος της Βάπτισης, στο σημείο  που θα έδινε ο ιερέας το νεοφώτιστο στη μητέρα του έλεγαν: «…και φύλατε αυτό έως ετών επτά». Αν ένας νέος αποχωρίστηκε πρόωρα από τη ζωή, είναι μέσα στην Πρόνοια του Θεού. Είναι εδώ που με πολλή πίστη, προσευχή και υπομονή θα μας φανερωθεί σε μελλοντικό χρόνο, γιατί ο Θεός επέτρεψε τον θάνατο ενός νέου. Σίγουρα αυτό έγινε για τη σωτηρία της ψυχής του.  Ο ποιμένας, για τέτοιες περιπτώσεις νέων που ήταν γαλουχημένοι μέσα στην Εκκλησία, θα δανειστεί τον λόγο της Σοφίας Σολομῶντος (4, 13-14): «τελειωθεὶς ἐν ὀλίγῳ, ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς· ἀρεστὴ γὰρ ἦν Κυρίῳ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ· διὰ τοῦτο ἔσπευσεν ἐκ μέσου πονηρίας». Δηλ. αφού τελειοποιήθηκε σε σύντομο χρόνο, κάλυψε πολλά έτη λόγω της ενάρετης ζωής του· και επειδή η ψυχή του άρεσε στον Κύριο, γι᾽ αυτό επισπεύτηκε να βγει μέσα από την πονηρία, την κακία του κόσμου. Έπειτα ο ποιμένας θα αναφέρει κάποια από τα χαρίσματα ή κάποιες από τις αρετές του νέου. Στους υπόλοιπους νέους, να τονισθούν ιδιαιτέρως κάποιες αρετές τους και πως ο Κύριος τους πήρε νωρίς κοντά Του, για να τους αποτρέψει από πιθανόν χειρότερες αμαρτίες, και σε μελλοντικό χρόνο θα αποκαλύψει ο Κύριος τον πραγματικό λόγο. Ο καλύτερος παρηγορητικός λόγος προς τους γονείς, είναι αυτός που θα τους πείσει ότι επιτέλεσαν σωστά το καθήκον τους απέναντι στα παιδιά τους, στο μέτρο των δυνάμεων τους, χωρίς να τους επιρρίψουμε ευθύνες.    Αυτοί μόνοι τους θα το καταλάβουν, αν υπάρχουν, σε μελλοντικό στάδιο. Ως επέκταση αυτών, θα πρέπει να τονισθεί η προσέλευση στην Εξομολόγηση, η άσκηση στη μετάνοια, τη νηστεία  και τη συγκράτηση των παθών, για να μπορέσουν να κοινωνήσουν άξια το αναστημένο Σώμα και Αίμα Χριστού, του νικητή του θανάτου, κατά τα μνημόσυνα που θα γίνουν  ή σε άλλες Θείες Λειτουργίες. Η πράξη αυτή αποτελεί ομολογία Πίστεως, και είναι μία πνευματική ανακούφιση, για  την ψυχή του αγαπημένου τους προσώπου. Ο άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης λέγει σχετικά με τους κεκοιμημένους και τη μετάνοια: «Οι κεκοιμημένοι έρχονται σε συναίσθηση και ζητούν βοήθεια, αλλά δεν μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Όσοι βρί¬σκονται στον Άδη, μόνον ένα πράγμα θα ήθελαν από τον Χριστό: να ζήσουν πέντε λεπτά, για να μετανοή¬σουν. Εμείς που ζούμε, έχουμε περιθώρια μετανοίας, ενώ οι καημένοι οι κεκοιμημένοι,  δεν μπορούν πια μό¬νοι τους να καλυτερεύσουν τη θέση τους, αλλά περι¬μένουν από εμάς βοήθεια. Γι’ αυτό έχουμε χρέος να τους βοηθούμε με την προσευχή μας». Το μυστικό ενός άλλου συγχρόνου αγίου, του οσίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου, ήταν η διαρκής μετάνοια. Την εμπνεύστηκε από την Κυριακή Προσευχή, το Πάτερ ημών, από τον στίχο: «καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν»!  Η ερμηνεία του: και χάρισέ μας τα χρέη των αμαρτιών μας, όπως και εμείς τα χαρίζουμε στους δικούς μας οφειλέτες. Για να γίνει αυτό, μόνο ένα πράγμα χρειάζεται: η διαρκής μετάνοια. αυτό τονίζουν οι Μακαρισμοί, οι οποίοι συμπεριλαμβάνονται και στην Εξόδιο Ακολουθία και ανακεφαλαιώνουν τη θεολογία της ταπείνωσης, είναι ο ύμνος της ταπείνωσης, η οποία πηγάζει από τη Μετάνοια. Οι Μακαρισμοί έχουν χαρακτήρα αναβαθμών· δηλαδή, αν δεν περάσεις τον πρώτο δεν μπορείς να μεταβείς τον δεύτερο. Από τους Μακαρισμούς και γενικά από το όλο περιεχόμενο της Εξοδίου Ακολουθίας, διαβλέπουμε δομή Όρθρου και Θείας Λειτουργίας. 

Ωφέλεια για τις ψυχές των κεκοιμημένων προέρχεται ακόμη με μία μικρή εισφορά σε ναούς, δίνοντας το δίπτυχο των ζώντων και των κεκοιμημένων, με το όνομα του προσφιλούς κεκοιμημένου ή ελεημοσύνη σε άπορες οικογένειες, και ιδιαιτέρως σε ορφανά. Η καθημερινή προσευχή, το άναμμα ενός κεριού ή καντηλιών κάποιου ιερού ναού ή παρεκκλησίου, το άναμμα του καντηλιού του τάφου στις σαράντα πρώτες μέρες, και στη συνέχεια τουλάχιστο κάθε Σάββατο, που είναι αφιερωμένο στους κεκοιμημένους, όλα αυτά θα βοηθήσουν σε μέγιστο βαθμό την ψυχή του κεκοιμημένου και θα απολαύσει και αυτή εκ των πηγών της Θείας Χάριτος και κληρονομία  της αιωνίου ζωής.

Ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας αναφέρει σε τροπάρια της Νεκρωσίμου Ακολουθίας για τη φοβερή ώρα της εξόδου της ψυχής από το σώμα: «Όντως φοβερώτατον, το του θανάτου μυστήριον, πως ψυχή εκ του σώματος, βιαίως χωρίζεται εκ της αρμονίας». Είναι δηλ. πράγματι φοβερό το μυστήριο του θανάτου, το πως η ψυχή βίαια χωρίζεται από την αρμονική της σχέση με το σώμα. Και, αλίμονο, «πόσο αγώνα έχει η ψυχή όταν παλεύει να βγει από το σώμα, πόσα δάκρυα χύνει τότε και δεν υπάρχει κανείς να την ελεήσει. Βλέπει προς τους Αγγέλους, χωρίς όμως ανταπόκριση. Προς τους ανθρώπους τείνει τα χέρια, χωρίς να μπορεί να τη βοηθήσει κάποιος. Γι᾽ αυτό, αγαπητοί μου αδελφοί, αφού κατανοήσουμε το μικρό διάστημα της ζωής μας, ας παρακαλέσουμε τον Χριστό να χαρίσει ανάπαυση στην ψυχή του μεταστάντος και στις ψυχές μας  το μεγάλο Του έλεος». Όλοι οι άνθρωποι γεύονται το φοβερό μυστήριο του θανάτου, αφού όλοι κληρονομούν τη φθαρτότητα και τη θνητότητα, δηλαδή, γεννιόμαστε για να πεθάνουμε. Ο θάνατος είναι το πιο σίγουρο και βέβαιο γεγονός στη ζωή μας. Ακόμη και οι σύγχρονοι υπαρξιστές φιλόσοφοι λένε, ότι το πιο αληθινό γεγονός είναι “το υπάρχειν προς θάνατον”. Κανείς όμως δεν ξέρει π ό τ ε θα πεθάνει.

Ιδιαιτέρως θα πρέπει να προσέξουμε το «βραχύ της ζωής», το μικρό διάστημα της ζωής μας. Ο ποιμένας με τακτικά κηρύγματα και μικρές ομιλίες να τονίζει ιδιαιτέρως τον αγώνα για τη σωτηρία της ψυχής μας, με την ανάμνηση της αιωνίου ζωής, και τα μέσα και τους τρόπους επίτευξης αυτού του σκοπού, τεκμηριώνοντας τις απόψεις του μέσα από την Αγία Γραφή και τις γνώμες των Πατέρων της Εκκλησίας μας. Οι λόγοι γενικά του ποιμένα να είναι τέτοιοι, ώστε οι πιστοί να είναι προετοιμασμένοι για το αναπάντεχο γεγονός του θανάτου. Στην ευαγγελική περικοπή της Εξοδίου Ακολουθίας αναφέρεται, ότι, όποιος πιστεύει στον Κύριο, «μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν». Η μετάβαση στην ζωή είναι η επουράνιος, η αιώνιος ζωή, η μακαρία ανάπαυση των ψυχών, η υπέρβαση  του θανάτου και η κοινωνία με τον Θεό. Είναι η κληρονομία της Βασιλείας του Θεού. Η προσδοκία των πιστών να κορυφώνεται στον επίλογο του Συμβόλου της Πίστεώς μας, «Προσδοκῶ ἀνάστασιν  νεκρῶν και ζωήν του μέλλοντος αιώνος. Αμήν».  Ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, ο Ευαγγελιστής της Αγάπης, θεωρεί την αμαρτωλή εδώ ζωή ως θάνατο· διότι, από τη στιγμή που παρά την προειδοποίηση του Θεού προς τους Πρωτοπλάστους, ότι η αθέτηση της ζωοποιού θείας εντολής θα ήταν θάνατος, αυτοί παρήκουσαν, τότε μπήκε στην ζωή τους η αμαρτία και ο θάνατος.  Η Παραδείσια ζωή των Πρωτοπλάστων ήταν  Ζωή, γιατί ήταν κοντά στο Θεό. Η ζωή μακριά του Παραδείσου, που εννοείται ο Θεός, είναι αυτό που προειδοποίησε ο Θεός, δηλαδή θάνατος. από όσα λέχθηκαν, φαίνεται και μία άλλη παράμετρος για τον θάνατο, ότι αποτελεί οικονομία του Θεού και μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά για τον άνθρωπο, διότι του δίνει τη δυνατότητα της επανενώσεώς του με τον Τριαδικό Θεό σε Ζωή αιώνιο. Εκδημεί μεν, εκ του σώματος, ενδημεί δε προς Κύριο, όπως αναφέρει ο απόστολος Παύλος (Β´ Κορ., 5,8).

Η Εξόδιος Ακολουθία αποτελεί τη συμπύκνωση της χριστιανικής διδασκαλίας περί του θανάτου και της ζωής. Είναι η ελπίδα  και το φως στον απελπισμένο, το μήνυμα της αληθινής ζωής. Στο περιεχόμενό της φαίνεται ο πανηγυρικός χαρακτήρας της Εκκλησίας, ότι ο άνθρωπος δεν χάνεται, αλλά εξακολουθεί να ζει με τη δύναμη του Χριστού, ελπίζοντας στην ανάσταση του σώματος που νεκρώθηκε. Εγγύηση αυτού η ζωηφόρος Ανάσταση του Κυρίου. Το πλούσιο υμνολογικό περιεχόμενο της Νεκρωσίμου Ακολουθίας παρουσιάζει πλήρως το νόημα του θανάτου και της ζωής, της αιώνιας ζωής. Το φαινόμενο του θανάτου είναι μυστήριο, όσο μυστήριο είναι και το φαινόμενο της ζωής. Είναι γνωστά τα υπαρξιακά ερωτήματα, “γιατί υπάρχουμε, από πού ξεκινάμε, που πηγαίνουμε”. Ο χαρακτήρας της Εξοδίου Ακολουθίας είναι διφυής. Από τη μια τονίζεται η ματαιότητα των εγκοσμίων και η μηδαμινότητα του ανθρώπου, και από την άλλη η αθανασία και η παντοδυναμία του Θεού, ο οποίος είναι ο νικητής του θανάτου και ο τόπος της αναπαύσεως. Τα λόγια αυτά συνοψίζονται στο ιδιόμελο, «Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα», στο δοξαστικό των ιδιομέλων, «Ο θάνατός Σου, Κύριε, αθανασίας γέγονε πρόξενος», και στο ωραιότατο προκείμενο του αποστολικού αναγνώσματος, «Μακαρία η οδός, η πορεύει σήμερον, ότι ητοιμάσθη σοι τόπος αναπαύσεως». Ακόμη και η μελωδικότητα της Εξοδίου Ακολουθίας, γαληνεύει, παρηγορεί και ανακουφίζει τους πιστούς. Το γεγονός του θανάτου βοηθάει τον άνθρωπο να έλθει σε αυτοσυνειδησία και αυτογνωσία. Η συμφιλίωση με τον θάνατο είναι δείγμα μεγάλης σοφίας και αυτό είναι πράγμα δύσκολο. Με τον θάνατο ραγίζεται η καρδιά του ανθρώπου, ακόμη και αυτού του πιστού, όμως δεν κυριεύει την ψυχή του η απελπισία. Διότι, όπως λέει και ο απόστολος Παύλος στο αποστολικό ανάγνωσμα της Νεκρωσίμου Ακολουθίας, οι Χριστιανοί δεν είναι όπως και οι λοιποί, «οι μη έχοντες ελπίδα». Να λυπούμαστε, αλλά να μην απελπιζόμαστε. Η λύπη είναι ένα φυσικό ανθρώπινο αίσθημα. Ο Θεάνθρωπος Κύριός μας Ιησούς Χριστός ως άνθρωπος δάκρυσε για τον νεκρό Λάζαρο, και ως Θεός και νικητής του θανάτου, ανάστησε τον τετραήμερο Λάζαρο. Αν δεν ελπίζουμε στην Αιωνιότητα και Βασιλεία του Θεού, τότε πολύ δύσκολα θα αντιμετωπίσουμε το γεγονός του θανάτου. Σε αυτή την πορεία μας προς την αιωνιότητα έχουμε καθοδηγητικούς φάρους τους αγίους της Εκκλησίας μας, οι οποίοι, είτε υπέφεραν από μαρτύρια, είτε από θλίψεις, είτε από ασθένειες, και όλα τα υπέμειναν με την ελπίδα για τη σωτηρία της ψυχής τους, για την αιώνιο ζωή και προς ένωση με τον Σωτήρα Χριστό.

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, αν κάποιος πεθάνει κατά τη διάρκεια της Διακαινησίμου Εβδομάδος, η Εξόδιος Ακολουθία θα τελεσθεί μέσα στο κλίμα της αναστάσιμης χαράς. Αντί των νεκρωσίμων ιδιομέλων ψάλλονται οι καταβασίες του Πάσχα και το εξαποστειλάριον “Σαρκί υπνώσας ως θνητός”, αντί δε του “Δεύτε τελευταίον ασπασμόν”, ψάλλεται το “Αναστάσεως ημέρα”.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί, πως η Εξόδιος Ακολουθία συνδέεται με το Μυστήριο του αγίου Βαπτίσματος. Είναι η αρχή και το τέλος της επίγειας ζωής για τον κάθε πιστό άνθρωπο. Με το άγιο Βάπτισμα, εισάγεται ο πιστός στην Εκκλησία, τη Στρατευόμενη Εκκλησία, και εξέρχεται δια του μυστηρίου του θανάτου. Στο μυστήριο του Βαπτίσματος συναποθνήσκει ο «παλαιός άνθρωπος». Γεννιέται ο νέος και ανακαινίζεται «κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτόν». Ο βαπτιζόμενος χρίεται με λάδι. Προετοιμάζεται για τους πνευματικούς αγώνες. Ακολουθεί τον Χριστό και καλείται να αναστηθεί από την αμαρτία και να καταργήσει την κυριαρχία του θανάτου. “Θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει”, όπως αναφέρεται στο Αποστολικό Ανάγνωσμα του Μυστηρίου της Βαπτίσεως (Ρωμ. 6,9). Το Βάπτισμα είναι σύμβολο του θανάτου του Χριστού. Είναι ταυτόχρονα πνευματική γέννηση και χάρισμα, δώρο Θεού, διότι σφραγίζεται διά του Αγίου Μύρου. Ἡ χρίση του Χριστιανού με λάδι κατά την Ακολουθία του αγίου Βαπτίσματος ερμηνεύεται ως πνευματική βοήθεια κατά την πορεία του νεοφωτίστου προς τους αγώνες της τελείωσης. Η έκχυση του ελαίου στους κεκοιμημένους κατά την ταφή τους και με τα ίδια λόγια («Πρόσχωμεν, ἀλληλούια, ἀλληλούια, ἀλληλούια»), επισφραγίζει το τέλος των πνευματικών αγώνων του ανθρώπου, με την ευχή να αξιωθεί πλέον του θείου ελέους και της αιωνίου Βασιλείας του Θεού.

Θα αναφέρω εδώ απόσπασμα από την επιγραφή κτητορική επιγραφή του παρεκκλησίου του Αγίου Σωζομένου στη Γαλάτα, που γράφτηκε από τον γνωστό αγιογράφο Συμεών Αξέντη το έτος 1513 και που εμπνέεται από την Ορθόδοξη περί Εκκλησίας θεολογία: «Εκκλησία εστίν επίγειος ουρανός, ενώ ο επουράνιος Θεός κατοικεί και ενοικεί και εμπεριπατεί, αντιτύπουσα την Σταύρωσιν και την Ταφήν και την Ανάστασιν Χριστού». Σε ελεύθερη μετάφραση και με μερικά επιπρόσθετα σχόλια: Η Εκκλησία είναι επίγειος ουρανός. Οπότε ο επουράνιος Θεός, ο οποίος είναι Πνεύμα και πηγή της ζωής και είναι πανταχού παρών, ταπεινώνεται και συγκατοικεί. Συγχρόνως η Εκκλησία, εφόσον είναι επίγειος ουρανός, αναβιώνει, τόσο τη Σταυρική Θυσία και Ταφή του Θεανθρώπου Χριστού, όσο και τη λαμπροφόρο Ανάστασή του. Και σε αυτή οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί μπορούν να κοινωνούν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, του νικητή του θανάτου, για τη σωτηρία της ψυχής τους και ζωή αιώνιο. Η Εκκλησία, που είναι το Σώμα του αναστάντος Χριστού, είναι ο χώρος εκείνος όπου βιώνουμε τη θριαμβευτική Του νίκη εναντίον του θανάτου, και μετέχουμε από τώρα, ως εν αρραβώνι, της Βασιλείας του Θεού. Ο Σωτήρας Χριστός πονάει και υποφέρει για χάρη της ανθρωπότητας. Ο Θεός, πολύ ενδιαφέρεται για το πιο τέλειο δημιούργημά του, τον άνθρωπο, διότι είναι εικόνα Του, και του χάρισε την δυνατότητα, να ομοιάσει μαζί Του. Ο άνθρωπος μπορεί να γίνει ένα με τον Θεό, όταν ζει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και έχει καθαρή καρδιά, απαλλαγμένη από κάθε αμαρτία. Η καρδιά του ανθρώπου να μοιάζει σαν το πνευματικό θυσιαστήριο, που μίλησε ο προφήτης Ιερεμίας, που εννοούσε την σημερινή αγία Τράπεζα. Το λαμπροφόρο φως της Αναστάσεως του Σωτήρος Χριστού, επισκιάζει το θάνατο, και ανοίγει το δρόμο για την αιωνιότητα, φτάνει εμείς το ποθήσουμε.

Σέ κάθε περίπτωση, οἱ θεολογικὲς προϋποθέσεις γιά τά ἔσχατα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι διαφορετικές ἀπό ἐκεῖνες τῆς Δυτικῆς. Στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή καταρχήν, ὅπως εὔστοχα ἔχει ἐπισημανθεῖ, ἡ σωτηρία εἶναι θεραπεία τραυμάτων τοῦ κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ. Ἡ ἀθανασία εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς μέθεξης στίς θεῖες ἐνέργειες. Ἡ παραδείσια ζωή εἶναι φιλία καί κοινωνία μέ τόν Θεό, ἐνῶ κόλαση ἀκριβῶς τό ἀντίθετο, «ἀμεθεξία», «ἀκοινωνησία», ἀφιλία καί ἀνέραστη ζωή. Τέλος, βασικὸ ρόλο ὡς πρός τήν ἀποδοχή τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ διαδραματίζει τὸ αὐτεξούσιο. Ἀντίθετα στή Δύση, ἡ θεώρηση τοῦ παραδείσου καί τῆς κόλασης μέσα ἀπό τό δικαιϊκὸ σχῆμα τῆς ἀμοιβῆς καί τῆς τιμωρίας ὁδήγησε στό καθαρτήριο πῦρ καί τόν ἀπόλυτο προορισμό. Εἶναι σαφές, ὅτι μία σωφρονίζουσα ποιμαντική θεολογία τῶν ἀπαγορεύσεων, τῶν ἀφορισμῶν, τῶν ἀπειλῶν καί τῶν τιμωριῶν ὁδηγεῖ σὲ ἀδιέξοδα. Γιά τή Δυτική χριστιανοσύνη, ὁ σταυρικός θάνατος τοῦ Χριστοῦ, ὡς τιμωρία, πρόσφερε ἄπειρη ἱκανοποίηση, ὥστε νά ἀλλάξει ἡ στάση τοῦ Θεοῦ Πατρός καί νά δοθεῖ νομική συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν. Γι αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο στή Δύση δίδεται ἰδιαίτερη βαρύτητα στόν σταυρικό θάνατο τοῦ Χριστοῦ παρά στήν Ἀνάστασή του. Ἡ Ἀνάσταση εἶναι ἔνδειξη τῆς θεότητάς Του καί ὄχι νίκη πάνω στό θάνατο. Ἄν αὐτό ἰσχύει σέ θεολογικό ἐπίπεδο, κάτι ἀνάλογο ἰσχύει καί σέ ἀνθρωπολογικό ἐπίπεδο. Μέ τίς ἀντιλήψεις αὐτές καί ἄλλες παραπλήσιες ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ἄσκησε ποιμαντική φόβου στόν δυτικό μεσαίωνα. Λ.χ. ὁ διά πυρᾶς θάνατος εἶχε ποινικό καί ἐξιλεωτικό χαρακτήρα. Γιά τήν ὀρθόδοξη παράδοση, ὁ θάνατος δέν εἶναι ἀτομική ὑπόθεση καί δέν ἀποσιωπεῖται. Δέν ἀφορᾶ μόνο τό ἄτομο. Ἔχει κοινωνικό, κοινοτικό καί ἐκκλησιολογικό χαρακτήρα μέ διπλή ἔννοια. Πρῶτον: «Θάνατος σημαίνει ἀπώλεια τοῦ προσώπου, διαπροσωπικῶν καί κοινωνικῶν σχέσεων, μιᾶς δημιουργικῆς ζωῆς ὁποιασδήποτε μορφῆς». Καί, δεύτερον: Ὁ ἑτοιμοθάνατος δέν ἐγκαταλείπεται μόνος. Εἰσπράττει τήν ἀγάπη τῶν συγγενῶν, τῶν φίλων καί γνωστῶν καί περνάει στή χώρα τῶν «συγχωρημένων». Ὁ λαός μας λέει πολύ σωστά ὁ τάδε «συγχωρέθηκε». Δέν έχουμε κρατούμενα μαζί του.