Η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού και κοινωνία Θεώσεως

Εισήγηση στην Ε΄ συνάντηση (27.04.2017) του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου Ε΄ Ακαδημαϊκού Έτους  (2016-2017)   

Εισηγητής: Οικονόμος Παναγιώτης Ματθαίου

Οικονόμος Παναγιώτης Ματθαίου

Παρουσίαση του σχετικού κεφαλαίου από το έργο του Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου Βλάχου, «Εμπειρική Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικὲς παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη» (τόμος Β´, 2η έκδοση, σελ. 251- 286).

Πανιερώτατε,

Θα ήθελα καταρχήν να σας ευχαριστήσω πού δείξατε εμπιστοσύνη σε μένα, έτσι ώστε να μού αναθέσετε να παρουσιάσω το ανωτέρω θέμα, αγαπητοί πατέρες και αδελφοί,

Ο Υιός και Λόγος του Θεού με την ενανθρώπησή Του εισήλθε στην ιστορία, η Θεία φύση ενώθηκε με την ανθρώπινη φύση στην υπόστασή Του, ατρέπτως, αναλλοιώτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως, και μέσα στο Σώμα Του ενεργείται η σωτηρία του ανθρώπου. Ο άσαρκος Λόγος της Παλαιάς Διαθήκης  σαρκούται· «ο Λόγος σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν» ( Ιω. α´, 14).

Η Εκκλησία υπήρχε και πρίν τη δημιουργία των Αγγέλων και των ανθρώπων. Μετά την πτώση του Αδάμ και της Εύας, η Εκκλησία διασώζεται στα πρόσωπα των Πατριαρχών και των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης, που έφθασαν μέχρι την όραση του Θεού. Στην Παλαιά Διαθήκη η Εκκλησία ήταν πνευματική, ενώ με την ενανθρώπηση του Χριστού γίνεται σαρκική -Σώμα Χριστού. Κέντρο τώρα της Εκκλησίας είναι αφ’ενός μέν η Θεία Ευχαριστία, κατά την οποία εσθίουμε και πίνουμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, αφ’ετέρου δε όλη η εκκλησιαστική ζωή, ήτοι τα Μυστήρια, η προσευχή, τα δόγματα, η διδασκαλία. Πτυχές αυτού του μυστηρίου της Εκκλησίας, ως Σώματος του Χριστού και ως κοινωνίας θεώσεως, θα εντοπισθούν στην  συνέχεια.

 Πρώτη πτυχή είναι:  Άκτιστη και κτιστή Εκκλησία

Η Εκκλησία είναι ένα μυστήριο και μόνον έτσι μπορεί να την προσεγγίσει κανείς. Δεν είναι μια ανθρώπινη οργάνωση, αλλά ο Θεανθρώπινος οργανισμός. Εμείς γνωρίζουμε την Εκκλησία, κατά την διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου, ως Σώμα Χριστού. Πέρα όμως από αυτό η Εκκλησία είναι η άκτιστη δόξα και Βασιλεία, όπου κατοικεί ο Θεός και καλούνται να κατοικήσουν μέσα σε αυτήν και οι φίλοι Του. Έτσι, η Εκκλησία είναι άκτιστη και κτιστή, η οποία όμως κτιστότητα δέχεται την άκτιστη Χάρη του Θεού.

Κατ΄αρχάς η Εκκλησία είναι η άκτιστη δόξα του Θεού. «Και πρό της δημιουργίας υπήρχε η Εκκλησία η άκτιστη, ως κεκρυμμένη εν Θεώ βασιλεία και δόξα, στην οποία κατοικεί ο Θεός με τον Λόγο και το Άγιον Πνεύμα». Στην περίπτωση αυτή η Εκκλησία είναι άκτιστη, δηλαδή είναι η άκτιστη δόξα του Τριαδικού Θεού, η άνω Ιερουσαλήμ, ως μητέρα πάντων ημών (Γαλ. δ´, 26). Γι᾽ αυτό και το πολίτευμά μας «εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλ. γ΄ 20) και, επομένως, όπως η Βασιλεία του Θεού, έτσι και η Εκκλησία «ούκ έστιν εκ του κόσμου τούτου» (Ιω. ιη´ 36). Στη συνέχεια διά της ακτίστου αυτής δόξης του Τριαδικού Θεού, δημιουργήθηκε ο κόσμος, στον οποίο φανερώνεται η εν ουρανοίς άκτιστη Εκκλησία.

 «Διά του βουλεύματος του Θεού εκτίσθησαν οι αιώνες και οι εν αυτοίς ουράνιες δυνάμεις και οι ασώματοι νόες οι άγγελοι, και στη συνέχεια ο χρόνος και ο εν αυτώ κόσμος, στον οποίο δημιουργήθηκε και ο άνθρωπος».

Ο Αδάμ και η Εύα στον Παράδεισο, προ της πτώσεως, όπως είδαμε σε προηγούμενη Συνάντησή μας, ζούσαν μέσα σε αυτή την άκτιστη Βασιλεία του Τριαδικού Θεού-Εκκλησία. Όμως, μετά την πτώση τους έχασαν την μέθεξη της Βασιλείας του Θεού, οπότε η Εκκλησία διασώζεται στους δικαίους και Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Αλλά αυτοί, συγχρόνως, βρίσκονται κάτω από την κυριαρχία του θανάτου.

Η ενανθρώπηση του Χριστού φανέρωσε αυτή την άκτιστη Εκκλησία στο τεθεωμένο Σώμα του Χριστού, το οποίο καθίσταται πηγή της ακτίστου Χάριτος και ενεργείας του Θεού. 

Πάντως, όσοι ζουν μέσα στην άκτιστη Εκκλησία, που τώρα φανερώνεται τελειότερα στην σάρκα του Χριστού, αγιάζονται, μετέχοντας στην άκτιστη Χάρη του Θεού, και μεταβαίνουν στην άκτιστη Βασιλεία του Θεού, στον Παράδεισο, την ουράνια Εκκλησία, την άκτιστη δόξα της Αγίας Τριάδος. Με αυτές τις προϋποθέσεις λέμε ότι η Εκκλησία είναι η Βασιλεία του Θεού. Δεν πρόκειται για μια κτιστή πραγματικότητα, αλλά για άκτιστη δόξα

Επομένως, η Εκκλησία είναι άκτιστη και κτιστή, επειδή είναι η άκτιστη δόξα και η ανθρώπινη κτιστή φύση που προσέλαβε ο Χριστός. Αλλά και αυτή η κτιστή ανθρώπινη  φύση, που προσέλαβε ο Χριστός και θέωσε, μετέχει της ακτίστου Χάριτος της Θείας φύσεως δυνάμει της υποστατικής ενώσεως Θείας και ανθρωπίνης φύσεως στην  υπόστασή Του, και γίνεται και αυτή πηγή της ακτίστου Χάριτος. Και όσοι συνδέονται με τον Χριστό γίνονται μέτοχοι της ακτίστου δόξης του Θεού και Θεώνονται κατά χάρη, οπότε γίνονται άναρχοι και άκτιστοι κατά χάρη. Αυτό γίνεται με το Μυστήριο της Πεντηκοστής.

 Δεύτερη πτυχή του θέματος είναι: Το μυστήριο της Πεντηκοστής

Ο Χριστός μετά την Ανάληψή του στους ουρανούς, έστειλε το Άγιο Πνεύμα το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα. Η έλευση του Αγίου Πνεύματος στους Μαθητές έγινε την ημέρα της Πεντηκοστής (Πράξ. β΄, 1-13 ). Η Πεντηκοστή υπήρξε καίριο στάδιο στη ζωή των Αποστόλων.

Κατά την Πεντηκοστή το Άγιο Πνεύμα κατέστησε τους Μαθητές μέλη του Θεανθρωπίνου  Σώματος του Χριστού. Ενώνονται με τον Χριστό και ως μέλη του Σώματος του Χριστού μετέχουν του ακτίστου Φωτός. Αυτή η διαφορά υπάρχει και μεταξύ Παλαιάς Διαθήκης και Πεντηκοστής.

Γιατί όμως συνηθίζουμε να λέμε ότι η Εκκλησία ιδρύθηκε την ημέρα της Πεντηκοστής; Η Εκκλησία δεν ιδρύθηκε την ημέρα της Πεντηκοστής! Η Εκκλησία ιδρύθηκε από τον καιρό που ο Θεός κάλεσε τον Αβραάμ και τους Πατριάρχες και τους Προφήτες. Από τότε ιδρύθηκε η Εκκλησία. Η Εκκλησία υπάρχει ήδη στην Παλαιά Διαθήκη. Αλλά γίνεται μία διαμόρφωση της Εκκλησίας εδώ. Δηλαδή ιδρύεται Εκκλησία υπό την έννοια ότι ιδρύεται Εκκλησία  ως Σώμα Χριστού. 

Αυτό το σημείο είναι σημαντικό, γιατί δείχνει ότι η Πεντηκοστή είναι η γενέθλια ημέρα της Εκκλησίας ως Σώματος του Χριστού.

Πεντηκοστή τι είναι; Η αποκάλυψη πάσης της αληθείας. Τότε η Εκκλησία γίνεται το Σώμα του Χριστού, γι’ αυτό και γιορτάζουμε το γενέθλιο της Εκκλησίας, της αναστημένης εν Χριστώ, την ημέρα της Πεντηκοστής.  Την ημέρα της Πεντηκοστής έρχεται ο Χριστός εν Αγίω Πνεύματι.

Ο Θεός μέσα στις ενέργειές Του μερίζεται αμερίστως και πολλαπλασιάζεται απολλαπλασιάστως, δηλαδή, ο καθένας που έχει κοινωνία με τον Θεό, δεν έχει ένα κομμάτι του Θεού. Ο Θεός όλος είναι παρών σε κάθε άνθρωπο και  είναι πανταχού παρών σ’ όλο τον κόσμο.

Αυτή είναι η Εκκλησία, που ο κάθε πιστός είναι ναός, όχι μόνο ναός του Αγίου Πνεύματος, αλλά και Σώμα Χριστού, έχοντας μέσα του ολόκληρο τον Χριστό δηλαδή. Και είναι ο καινούριος τρόπος παρουσίας της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού μέσα στον κόσμο. Γι’ αυτό και θεωρείται και η ημέρα ιδρύσεως της Εκκλησίας η Πεντηκοστή. Σ’ αυτή την εμπειρία της Πεντηκοστής μετέχουν όλοι όσοι φθάνουν στην θέωση, αγιότητα. 

 «Το μυστήριο της παρουσίας του Θεού στον κόσμο, όπως περιγράφεται από τους Πατέρες, είναι ότι η άκτιστη ενέργεια του Θεού μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς, μερίζεται στον καθένα, αλλά αμερίστως εν μεριστοίς. Σημαίνει ότι μερίζεται όπως ο Άρτος της Θείας Ευχαριστίας. Λέμε, ‘‘ο μελιζόμενος και μη διαιρούμενος, ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος’’ κ.τ.λ. Είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα. Αυτό που γίνεται στη Θεία Ευχαριστία όσον αφορά στο Σώμα του Χριστού, είναι ακριβώς αυτό που γίνεται και στην ενέργεια του Θεού, δηλαδή μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς.

Γι΄αυτό τον λόγο στη Θεία Ευχαριστία, όταν κοινωνούμε, δεν παίρνουμε ο ένας το δάκτυλο, ο άλλος το ποδαράκι, ο άλλος τη μύτη κ.λπ., αλλά στη Θεία Ευχαριστία καθένας παίρνει ολόκληρο τον Χριστό μέσα του.

Αυτό είναι το μυστήριο της Πεντηκοστής και γι΄ αυτό τον λόγο θεωρείται η Πεντηκοστή η γενέθλια ημέρα της Εκκλησίας. Αυτή είναι η Εκκλησία της Πεντηκοστής που γεννιέται, ενώ υπήρχε Εκκλησία στην Παλαιά Διαθήκη. Διότι η Εκκλησία, η κατεξοχήν Εκκλησία, είναι η άκτιστη, είναι η δόξα του Θεού, είναι η άκτιστη μονή, στην οποία μένει ο Θεός και στην οποία πρέπει και εμείς να μένουμε. 

Την ημέρα της Πεντηκοστής οι Μαθητές γνώρισαν ολόκληρη την αλήθεια. Επομένως εκτός της Εκκλησίας δεν υπάρχει η πλήρης αλήθεια. Και η Εκκλησία έχει την αλήθεια, διότι είναι Σώμα Χριστού και κοινωνία Θεώσεως. 

Ο Χριστός δεν απεκάλυψε πριν την Ανάστασή Του την «πάσαν αλήθειαν» στους Αποστόλους. Γιατί; Διότι δεν μπορούσαν να βαστάξουν την «πάσαν αλήθειαν». Δεν ήταν καταλλήλως προετοιμασμένοι ακόμη. Ποια είναι αυτή η «πάσα αλήθεια»; Στην Παλαιά Διαθήκη έχουμε άσαρκο Χριστό πού αποκαλύφθηκε. Έχουμε μετά ένσαρκο Χριστό που αποκαλύπτεται και με λόγια ανθρώπινα αποκαλύπτει τον εαυτό Του.  

Με την Πεντηκοστή γίνεται το μοίρασμα των ενεργειών του Αγίου Πνεύματος, ώστε ολόκληρος η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος να βρίσκεται σε κάθε Απόστολο. Μια γλώσσα σε κάθε Απόστολο.  Αλλά με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος έχουμε και την κάθοδο του Χριστού. Δηλαδή είναι σαν μια δεύτερη ενσάρκωση. Η Εκκλησία μεταβάλλεται σε Σώμα Χριστού.

Γι’ αυτό έχουμε και μια αντανάκλαση αυτής της πραγματικότητος στο Μυστήριο Της Θείας Ευχαριστίας. Εκεί μεταβάλλεται ο άρτος και ο οίνος σε Σώμα και Αίμα Χριστού, αλλά είναι ολόκληρος ο Χριστός παρών σε κάθε μόριο του άρτου και του οίνου. Αλλά ο κοινωνών δεν παίρνει ένα κομμάτι του Χριστού, όταν κοινωνεί. Παίρνει ολόκληρο τον Χριστό μέσα του.

Όποιος γνωρίσει τον Χριστό εκ πείρας, «πρόσωπον προς πρόσωπον», και έχει μέσα του αδιάλειπτη προσευχή, αυτός διαβάζοντας την Παλαιά Διαθήκη βλέπει παντού τον Χριστό και τους Προφήτες να έχουν εμπειρία της νοεράς προσευχής και της θεωρίας του Μεγάλης Βουλής Αγγέλου της δόξης. Και αυτός είναι ικανός να ερμηνεύσει την Παλαιά Διαθήκη, δηλαδή  αυτός, στον οποίο έχει «μορφωθεί» ο Χριστός. Ο Απόστολος Παύλος αυτόν τον όρο χρησιμοποιεί. «Μορφώνεται» ο Χριστός στον καθένα. 

Επομένως, εκείνος  έχει τον Χριστό μέσα του και είναι ναός του Αγίου Πνεύματος και είναι Σώμα Χριστού και μετέχει στο χάρισμα της Πεντηκοστής.  Γι’ αυτό τον λόγο αυτός ο άνθρωπος διαβάζει την Παλαιά Διαθήκη και την καταλαβαίνει. Διότι βλέπει ό,τι και οι Προφήτες. Ο κάθε προφήτης είχε αυτή την προσωπική επαφή με τον Χριστό, αλλά πάλι διά της προσευχής, οπότε αυτό είναι το Προφητικό χάρισμα. 

Κατά την Πεντηκοστή οι Απόστολοι είδαν την δόξα του Θεού, ως μέλη του Σώματος του Χριστού, που έγιναν εν Αγίω Πνεύματι, και έλαβαν τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος. Έλαβαν τις πύρινες γλώσσες και απέκτησαν το χάρισμα της διδασκαλίας. Ομιλούσαν στον λαό και ο λαός άκουε στη γλώσσα του την αποκαλυπτική διδασκαλία.      Η εμπειρία της Πεντηκοστής είναι η μεγαλύτερη Θεοπτική εμπειρία. Είναι η ανώτατη εμπειρία της Θεώσεως πρό της Δευτέρας Παρουσίας.

Ένα άλλο σημαντικό σημείο που συνδέεται με το μυστήριο της Πεντηκοστής είναι ότι η εμπειρία της Πεντηκοστής, ενώ είναι άπαξ γεγονός στην ιστορία  της Εκκλησίας, εν τούτοις οι άνθρωποι με κατάλληλες προϋποθέσεις ανέρχονται στο ίδιο ύψος της εμπειρίας της Πεντηκοστής. Οπότε το μυστήριο της Πεντηκοστής επαναλαμβάνεται διά μέσου των αιώνων.

Και είναι από την εμπειρία αυτή του μυστηρίου της Πεντηκοστής που βγαίνουν τα άγια λείψανα, όλη η λατρεία και ευσέβεια της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Κάτι, πού, συχνά το καταλαβαίνουν καλύτερα οι απλοί πιστοί από μερικούς θεολόγους… Αυτοί που έχουν την ευλάβεια για τα άγια λείψανα, κάτι καταλαβαίνουν ή κάτι αισθάνονται από αυτό το φαινόμενο των αγίων λειψάνων. Λοιπόν, η επανάληψη αυτή της εμπειρίας της Πεντηκοστής μέσα στην ιστορία της Εκκλησίας, αυτή είναι η σπονδυλική στήλη και της Εκκλησιαστικής Ιστορίας και της Ιστορίας των Δογμάτων στην Ορθόδοξη Εκκλησία.

Η Αγία Γραφή μαρτυρεί ότι μετά την Πεντηκοστή υπάρχει Πεντηκοστή και είναι στη ζωή αυτών των ανθρώπων που φθάνουν στη θέωση. Καθ’ όλη τη διαδρομή της ιστορίας της Εκκλησίας έχουμε αναρίθμητα παραδείγματα τέτοιων ανθρώπων όπως είναι οι Απόστολοι, ο εκατόνταρχος Κορνήλιος κ.ο.κ. Αυτά συμβαίνουν όχι μόνο στην Ανατολή, αλλά και στη Δύση, διότι η εμπειρία της Πεντηκοστής υπάρχει και στη Δύση, τουλάχιστον μέχρι τον Μεσαίωνα.

Έχουμε το παράξενο φαινόμενο, ότι ενώ έχουμε ιερά λείψανα στη Δύση, έχουμε αντιθέτως μια σχολαστική Θεολογία των Φράγκων του Μεσαίωνος, που δεν συμβαδίζει ολότελα με αυτή την εμπειρία της Θεώσεως. Βέβαια, η εμπειρία της Πεντηκοστής είναι μυστήριο και δεν συνδέεται με την λογική.

Η Ορθόδοξη Θεολογία έχει κυκλικό χαρακτήρα. Είναι σαν ένας κύκλος. Όπου και αν ακουμπήσεις πάνω στον κύκλο, ξέρεις όλο τον κύκλο, γιατί όλος ο κύκλος ο ίδιος είναι. Όλα ανάγονται στην Πεντηκοστή, δηλαδή τα Μυστήρια της Εκκλησίας,  η Ιερωσύνη, ο Γάμος, το Βάπτισμα, η Εξομολόγηση κ.λπ., αλλά και οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, εν γένει η Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας. Εκείνο είναι το κλειδί της Ορθοδόξου Θεολογίας, η Πεντηκοστή. Γι’ αυτό και εκείνος που φθάνει στη θέωση μετά την Πεντηκοστή οδηγείται «εις πάσαν την αλήθειαν».

Και ποιά είναι η «πάσα αλήθεια»; Είναι κάτι, που υπερβαίνει τη λογική του ανθρώπου. Συμπεριλαμβάνει την ανθρώπινη φύση του Χριστού και κατοικεί μέσα στον άνθρωπο που έχει φθάσει στο φωτισμό και στη θέωση… Όταν σε μιά εποχή υπάρχουν άγιοι που φθάνουν στη θέωση, στην εμπειρία της Πεντηκοστής, τότε  αυτή η εποχή χαρακτηρίζεται «χρυσούς αιών» της Εκκλησίας.

Όταν η πλειοψηφία των χριστιανών φθάνουν στον φωτισμό, στην κάθαρση της καρδιάς και πολλοί εξ αυτών στη θέωση, έχουμε «χρυσούν αιώνα». Αυτό είναι και το κριτήριο για το πού βρισκόμαστε

Επομένως, κέντρο της αποκαλύψεως-Πεντηκοστής είναι ο Χριστός, που βίωσαν οι Προφήτες ασάρκως και οι Απόστολοι και Πατέρες σεσαρκωμένο, και αυτή είναι η ουσία της Ορθοδόξου παραδόσεως.

Τρίτη πτυχή του θέματος είναι: Η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία

Στο Σύμβολο της Πίστεως ομολογούμε ότι η Εκκλησία είναι «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική». 

Είναι Μία, γιατί είναι το Σώμα του Χριστού· είναι Αγία, γιατί αγιάζεται από την Κεφαλή της και όσοι συνδέονται με αυτή αγιάζονται· είναι Καθολική, γιατί αυτή διαθέτει «πάσαν την αλήθειαν» και την ολοκληρωμένη πράξη, αλλά και γιατί βρίσκεται απλωμένη σε όλον τον κόσμο· και είναι Αποστολική, γιατί στηρίζεται στους Αποστόλους, και όσοι είναι μέλη της Εκκλησίας έχουν την αποστολική παράδοση και οι Κληρικοί έχουν την αποστολική διαδοχή.

 «Η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού, το οποίο αποτελείται από τους πιστούς, που μετέχουν στην πρώτη ανάσταση, έχουν τον αρραβώνα του Πνεύματος ή και προγεύονται τη θέωση».

Πρώτη ανάσταση είναι η μέθεξη της ακτίστου Χάριτος του Θεού διά των αγίων Μυστηρίων, ενώ ο άνθρωπος ακόμη ζει τη βιολογική ζωή και είναι μέλος της Εκκλησίας, και δεύτερη ανάσταση είναι η βίωση της θεοποιού ενεργείας του Θεού μετά θάνατο. 

 «Μέλη της Εκκλησίας είναι όσοι έχουν τον αρραβώνα του Πνεύματος και οι θεούμενοι».  

Στην Εκκλησία ανήκουν οι ζώντες χριστιανοί, που λαμβάνουν την Χάρη του Αγίου Πνεύματος ως σε αρραβώνα, και οι κεκοιμημένοι άγιοι, που βιώνουν τον πνευματικό γάμο και λέγονται θεούμενοι.

 «Η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού είναι το κατοικητήριο της ακτίστου δόξης του Θεού. Δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε τον Χριστό από την Εκκλησία, ούτε την Εκκλησία από τον Χριστό. Στον Παπισμό και Προτεσταντισμό γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ του Σώματος και της Εκκλησίας. Μπορεί κανείς να μετέχει του Σώματος του Χριστού, χωρίς να είναι μέλος της Παπικής Εκκλησίας. Αυτό για την Ορθόδοξη Εκκλησία είναι αδύνατον».

Γι’ αυτό δεν υπάρχουν Εκκλησίες έξω από την Μία Εκκλησία. Όπως δεν μπορεί να ζή ένα μέλος του σώματος όταν αποκοπεί από όλον τον οργανισμό του σώματος.

 «Η Εκκλησία είναι ορατή και αόρατη. Στους Διαμαρτυρομένους επικρατεί η γνώμη ότι η Εκκλησία είναι μόνο αόρατη, τα δε Μυστήρια του Βαπτίσματος και της Θείας Ευχαριστίας είναι μόνο συμβολικές πράξεις και ότι μόνον ο Θεός γνωρίζει τα πραγματικά μέλη της. Αντίθετα η Ορθόδοξη Εκκλησία τονίζει και το ορατό της Εκκλησίας».

Οι άγιοι γνωρίζουν εκ πείρας την συνύπαρξη ορατού και αοράτου στοιχείου της Εκκλησίας. Η εμφάνιση πολλών αγίων σε ζώντα θεούμενα μέλη της Εκκλησίας δείχνει αυτή την πραγματικότητα. Γι’ αυτό και αληθινή γνώση του τι είναι Εκκλησία έχουν όσοι έχουν προσωπική εμπειρία.

Κατά τους Καλβινιστές, ο Χριστός μετά την Ανάληψή του κατοικεί  στον ουρανό και, επομένως, είναι αδύνατη η μετατροπή του άρτου και του οίνου σε πραγματικό Σώμα και Αίμα του Χριστού. Υφίσταται παντελής απουσία του Χριστού. Το ίδιο περίπου τονίζεται και στην Παπική Εκκλησία, διότι διά της ευχής του ιερέως, ενώ ο Χριστός δεν ήταν παρών, τώρα κατέρχεται εκ των ουρανών και γίνεται παρών. Άρα ο Χριστός απουσιάζει από την Εκκλησία.

Στον Παπισμό γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ του Σώματος του Χριστού, στο οποίο αντιπρόσωπος του Χριστού είναι ο Πάπας, και του ευχαριστιακού Άρτου. Αυτή όμως η άποψη δεν ευσταθεί κατά την πατερική παράδοση. Κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας υπάρχει ταυτότητα μεταξύ Σώματος της Εκκλησίας και ευχαριστιακού Άρτου. 

Η καθολικότητα της Εκκλησίας εκφράζεται από κάθε τοπική Εκκλησία. Το κάθε επί μέρους είναι το όλο. Αυτό γίνεται και στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Όταν κοινωνούμε έναν «Μαργαρίτη», ένα μέρος του ευχαριστιακού Άρτου, τότε κοινωνούμε ολόκληρο τον Χριστό. Το ίδιο συμβαίνει και με την Εκκλησία που είναι το Σώμα του Χριστού. Κάθε τοπική Εκκλησία είναι εν σμικρογραφία ολόκληρη η Εκκλησία. Βέβαια αυτό σημαίνει ότι κάθε τοπική Εκκλησία, για να είναι καθολική, πρέπει να διασώζει «την πάσαν αλήθειαν» και την πάσαν πράξιν, που επιβεβαιώνει την αλήθεια και οδηγεί στη βίωσή της. 

Τοιουτοτρόπως, όταν τελούμε τη Θεία Ευχαριστία, κατά τη διδασκαλία των Πατέρων είναι παρών όχι μόνον ο Χριστός, αλλά και όλοι οι άγιοι, όπως είναι παρόντες και οι χριστιανοί όλης της οικουμένης. Όταν δε κοινωνούμε ένα μικρό τεμάχιο του αγίου Άρτου, λαμβάνουμε εντός μας ολόκληρο τον Χριστό. Συνερχόμενοι οι Χριστιανοί επί τω αυτώ, συνέρχεται ολόκληρη η Εκκλησία και όχι ένα μέρος αυτής. Για τον λόγο αυτό έχει επικρατήσει στην Πατερική παράδοση, η κεντρική εκκλησία ενός Μοναστηριού να ονομάζεται «Καθολικό».

Τα δόγματα, που είναι η διατύπωση της αποκαλυπτικής αληθείας, συνδέονται στενότατα με τα Μυστήρια. Υπάρχει μια ταυτότητα μεταξύ Ορθοδόξου Θεολογίας και Μυστηρίων.

 «Όπου δεν υπάρχει το Ορθόδοξο Δόγμα, η Εκκλησία δεν είναι σε θέση να αποφανθεί περί της εγκυρότητος των Μυστηρίων. Κατά τους Πατέρες, το Ορθόδοξο Δόγμα ουδέποτε χωρίζεται από την πνευματικότητα. Όπου υπάρχει εσφαλμένο Δόγμα, υπάρχει εσφαλμένη πνευματικότητα και αντιθέτως. Πολλοί χωρίζουν το Δόγμα από την ευσέβεια. Αυτό είναι σφάλμα. Το κριτήριο της εγκυρότητας των Μυστηρίων για μας τους Ορθόδοξους είναι το Ορθόδοξο Δόγμα, ενώ για τους ετεροδόξους είναι η αποστολική διαδοχή. Για την Ορθόδοξη Παράδοση δεν αρκεί να ανάγουμε την χειροτονία στους Αποστόλους, αλλά να έχουμε Ορθόδοξο Δόγμα. Ευσέβεια και Δόγμα είναι μια ταυτότητα και δεν χωρίζεται. Όπου υπάρχει ορθή διδασκαλία, υπάρχει και ορθή πράξη. Ορθοδοξία σημαίνει ορθή δόξα και ορθή πράξη.» 

Ο Χριστός σώζει τους ανθρώπους διά της Εκκλησίας Του και με οποιονδήποτε άλλον τρόπο Εκείνος γνωρίζει. Αλλά εμείς γνωρίζουμε τον τρόπο που σώζεται κανείς, ήτοι διά των Μυστηρίων της Εκκλησίας, της προσευχής και της ορθοδόξου ευσεβείας, που είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση ή όπως αλλιώς λέγεται, πράξη και θεωρία.

 «Εκτός της Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία. Ο Χριστός προσφέρει την σωστική Χάρη σε όλους τους ανθρώπους. Εάν κάποιος είναι μέλος ετερόδοξο, τότε σώζεται αυτός διότι τον σώζει ο Χριστός και όχι η «παραφυάς», στην οποία ανήκει. Η σωτηρία του, λοιπόν, δεν επιτελείται από την «ομάδα-παραφυάδα» στην οποία ανήκει, διότι μία είναι η Εκκλησία που σώζει, δηλαδή ο Χριστός.»

 Τέταρτη πτυχή του θέματος είναι: Ο Σκοπός της Εκκλησίας

Ο σκοπός της Εκκλησίας δεν είναι κοινωνικός, ηθικός, φιλοσοφικός κ.λπ., αλλά κατ’ εξοχήν σωτηριολογικός και θεολογικός. Αυτό φαίνεται από την σχέση μεταξύ του Πάσχα, της Πεντηκοστής και της εορτής των αγίων Πάντων.

Ποιος είναι ο σκοπός της Ορθοδοξίας φαίνεται σαφώς από το εορτολόγιο. Το Πάσχα γίνεται το Βάπτισμα του ύδατος. Την Πεντηκοστή γίνεται το Βάπτισμα του Πνεύματος. Οπότε, μέχρι την Πεντηκοστή γίνεται η επίσκεψη του Αγίου Πνεύματος στους πιστούς. Και το αποτέλεσμα τι είναι; Η Κυριακή των Αγίων Πάντων. Να συγκαταλεγούν δηλαδή όλοι οι Ορθόδοξοι μεταξύ των αγίων. Ο καρπός του Αγίου Πνεύματος της Πεντηκοστής είναι η αγιοποίηση του ανθρώπου. Αυτός  είναι ο σκοπός του Βαπτίσματος.

Ο σκοπός της Εκκλησίας, που αποβλέπει στη θέωση-αγιασμό του ανθρώπου, είναι ο αρχικός σκοπός της δημιουργίας των Πρωτοπλάστων. Αυτό φαίνεται ότι στην αγιότητα μπορούν να φθάσουν και τα μικρά παιδιά. Με τη γέννησή τους έχουν φωτισμένο νου, λειτουργεί η νοερά ενέργεια, αλλά η νοερά ενέργεια σκοτίζεται από το πνευματικό σκότος και τις συνθήκες του περιβάλλοντος.

Η Εκκλησία αποτελεί ένα πολίτευμα, μέσα στο οποίο υπάρχουν άλλοι νόμοι από εκείνους που ισχύουν στα κοσμικά πολιτεύματα. Δεν υπάρχει ισότητα των πολιτών του Σώματος του Χριστού. Υπάρχει ανισότητα. Είναι μια χαρισματούχος κοινωνία από ανθρώπους που αποτελούν το Σώμα του Χριστού. Μέσα σε αυτούς διακρίνονται Πατριάρχες, Προφήτες, Απόστολοι, Επίσκοποι, Πρεσβύτεροι, Διάκονοι και λαϊκοί. Και μετά οι θεούμενοι, οι φωτισμένοι, οι προς κάθαρση, κ.ο.κ. Έχουμε πάρα πολύ μεγάλη ποικιλία.

Μέλη της Εκκλησίας είναι όσοι βαπτίζονται και χρίονται, όσοι κοινωνούν του Σώματος και Αίματος του Χριστού και έχουν νοερά προσευχή στην καρδιά. Είναι όσοι έχουν λάβει το Άγιον Πνεύμα. Αυτό φαίνεται από το χωρίο του Αποστόλου Παύλου: «ούς μέν έθετο ο Θεός εν τη Εκκλησία, πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, έπειτα δυνάμεις, είτα χαρίσματα ιαμάτων, αντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσών» (Α´ Κορ. ιβ´, 28).

Ο Θεός έθεσε-θέτει τον άνθρωπο στην Εκκλησία, διότι στην αρχαία Εκκλησία εθεωρείτο μέλος της Εκκλησίας εκείνος στον οποίο ήλθε και κατοίκησε το Πνεύμα το Άγιον. Και απόδειξη ότι κατοικεί το Πνεύμα το Άγιον μέσα στον άνθρωπο, ήταν η γλωσσολαλία. Δηλαδή, το να λαλεί μέσα στον άνθρωπο το Πνεύμα το Άγιον, να προσεύχεται μέσα στον άνθρωπο, αυτό ήταν το Χρίσμα.

Έτσι, όποιος δεν έχει το Άγιον Πνεύμα, δεν συνδέεται με τον Χριστό, δεν γνωρίζει τον Χριστό και φθάνει στην άρνηση του Χριστού. 

Η βασική διδασκαλία των Πατέρων για την Εκκλησία είναι ότι χαρακτηρίζεται θεραπευτήριο-νοσοκομείο που θεραπεύει τους ανθρώπους από την πτώση τους, η οποία είναι μια βαθειά πληγή. Να φανταστούμε ότι η Εκκλησία από την ίδρυσή της ήταν ένα ιατρείο, δηλαδή ένα νοσοκομείο, στο οποίο μπαίνουν οι άνθρωποι για να θεραπευτούν, και αυτή η θεραπεία ήταν η κάθαρση του νοός, μετά ο φωτισμός του νοός, μετά η θέωση του ανθρώπου, να έρχεται δηλαδή ο άνθρωπος σε μια φυσιολογική κατάσταση, να αγαπάει χωρείς να ενδιαφέρεται για τον εαυτό του, ο άνθρωπος δηλαδή να έχει την αγάπη, η οποία «ου ζητεί τα εαυτής» ( Α´ Κορ. ιγ´, 5).  

Μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς την αρχαία Εκκλησία σαν ένα μεγάλο νοσοκομείο. Ο αρχηγός του νοσοκομείου αυτού λέγεται Επίσκοπος. Οι γιατροί λέγονται Πρεσβύτεροι και Διάκονοι. Οι Διάκονοι και οι Διακόνισσες, άς πούμε, είναι οι νοσοκόμες. Και ο Επίσκοπος είναι ο πρόεδρος του Πρεσβυτερίου. Δηλαδή του νοσοκομείου, δηλαδή της ενορίας. Οπότε το νοσοκομείο είναι η ενορία. Αυτό είναι το νοσοκομείο. Έχουμε όλα τα μέσα θεραπείας των ανθρώπων, πολύ μεγάλη επιτυχία στη θεραπεία, και λίγοι είναι αυτοί που ξεφεύγουν από το νοσοκομείο χωρίς να θεραπευτούν.

Σε κάποιες όμως περιόδους τα ποσοστά θεραπείας πέφτουν αρκετά. Αυτό σημαίνει ότι δεν πάει καλά η ιατρική, διότι δεν συνεχίζεται η ιατρική επιστήμη σωστά. Δεν υπάρχει παράδοση που να τηρείται σωστά, διότι μπήκαν μέσα μερικοί σκάρτοι γιατροί, που δεν ξέρανε καλά, περιορίστηκαν στα λίγα και δεν αυξήσανε την ικανότητά τους στην ακρίβεια και έγιναν λιγάκι τσαπατσούληδες. Ενώ υπάρχουν όλα τα απαραίτητα για να λειτουργήσει σωστά το νοσοκομείο και να θεραπεύονται οι άνθρωποι, έχουμε ένα διευθυντή του νοσοκομείου και γιατρούς, οι οποίοι δυστυχώς δεν ξέρουν να τα χειρίζονται σωστά τα πράγματα.

«Εκείνο, όμως, που έχει σημασία, είναι ότι, εάν κανείς τώρα εξετάσει την αρχαία Εκκλησία και τον κλήρο, τις σχέσεις μεταξύ Επισκόπων, Πρεσβυτέρων, Διακόνων, λαϊκών κ.ο.κ., διαπιστώνει αμέσως κάτι το παράδοξο, ότι η αρχαία Ορθόδοξη Θεολογία ομοιάζει πάρα πολύ με τη σημερινή Ψυχιατρική. Διότι ο σκοπός της Θεολογίας και της ψυχιατρικής είναι η θεραπεία του ανθρώπου. Και η θεραπεία του ανθρώπου γίνεται με συγκεκριμένη μέθοδο.»

 «Η Εκκλησία, αν αφεθεί στον εαυτό της, κάνει το έργο της, που είναι να θεραπεύει τους ανθρώπους από την κατάσταση που βρίσκονται, να τους περάσει από την κάθαρση στον φωτισμό. Αυτό είναι το έργο της Εκκλησίας, να φωτίζει τον κόσμο.»

Η διδασκαλία ότι η Εκκλησία είναι πνευματικό νοσοκομείο, συνδέεται με την άλλη διδασκαλία, ότι οι Κληρικοί είναι θεραπευτές-ιατροί και εξασκούν διάγνωση και θεραπεία.

 «Η Εκκλησία έχει διάγνωση-θεραπεία. Πρέπει να κάνετε αυτό και αυτό για να θεραπευθείτε. Γιατί χρειάζεται θεραπεία; Διότι θα δεις την δόξα του Θεού και αν δεν έχεις πάθει μια μετατροπή στην προσωπικότητά σου, να μεταβληθεί η ιδιοτελής αγάπη σε ανιδιοτελή αγάπη, τότε αν είσαι πωρωμένος στην καρδιά σου, αντί να δεις τον Θεό ως δόξα, θα τον δεις ως πύρ καταναλίσκον, σκότος εξώτερον.»

Όλοι θα δούμε τον Θεό, αλλά ο ένας θα τον δή έτσι και ο άλλος έτσι. Μετάνοια, τι είναι μετάνοια; Η μετάνοια σημαίνει αλλαγή του νοός, πρέπει ο νούς να αλλάξει, να καθαρισθεί. Η επιτυχία όμως της Εκκλησίας, βρίσκεται στο κατά πόσον αγιάζει τον άνθρωπο.

 «Το βασικό κριτήριο αν πάει καλά η Εκκλησία, είναι η επιτυχία. Αν σε έναν αιώνα έχουμε χιλιάδες θεούμενους, τότε η Εκκλησία πάει καλά. Αν έχουμε ολιγοστεύσει, τότε κάτι δεν πάει καλά.» Επομένως, όταν κάνουμε λόγο για επιτυχία της Εκκλησίας, εννοούμε να υπάρχουν νηπτικοί και ησυχαστές Πατέρες που θεραπεύουν τους Χριστιανούς. 

Μέσα σε αυτή την πορεία της Εκκλησίας, οι μεγάλοι θρίαμβοι της Εκκλησίας είναι η αγιοποίηση των ανθρώπων. Γι’ αυτό τον λόγο, μετά το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, έχουμε τις εικόνες του Χριστού και της Παναγίας κ.λπ., αλλά και τα ιερά λείψανα. Είναι αποδεικτικά  σημεία, που αποδεικνύουν ότι η Εκκλησία βαδίζει σωστά, διότι έχει αυτούς τους ανθρώπους ως αρχηγούς και πνευματικούς οδηγούς. Ο σκοπός της Εκκλησίας είναι να κάνει άγια λείψανα. Δεν υπάρχει άλλος σκοπός της Εκκλησίας. Διότι μέσα στα άγια λείψανα συμπεριλαμβάνεται ολόκληρο το οικοδόμημα το δογματικό της Εκκλησίας.

 «Η εμπειρία της θεώσεως συμπεριλαμβάνει ολόκληρο τον άνθρωπο. Όχι μόνο την ψυχή, αλλά και το σώμα. Και από τα λείψανα γνωρίζουμε μετά την εκδημία του προς Κύριον, ότι πρόκειται περί θεουμένου και αυτομάτως κατατάσσεται μεταξύ των αγίων της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και εμείς δεν έχουμε παράδοση σαν τους Παπικούς, να φτιάχνουμε τους αγίους, αλλά ο Θεός μας αποκαλύπτει τους αγίους, συνήθως μέσω των λειψάνων και των θαυμάτων κ.ο.κ.».

Τα ιερά λείψανα είναι μια πραγματικότητα που δείχνει τη νίκη επί του θανάτου. Διότι το σώμα του ανθρώπου είναι ένα άθροισμα κυττάρων, που με τον θάνατο διαλύονται. Όταν όμως σε έναν άνθρωπο παραμένει αδιάφθορο το σώμα, σημαίνει ότι υπάρχει μια υπερτέρα δύναμη που δεν το αφήνει να διαλυθεί. Αυτή η δύναμη είναι η ενέργεια της ακτίστου Χάριτος του Θεού.  Όλο το σώμα είναι ένα σύστημα κυττάρων. Λοιπόν, επειδή τα κύτταρα παθαίνουν διάλυση, γι’ αυτό τον λόγο εξαφανίζεται το σώμα και γίνεται χώμα κ.ο.κ. Το λείψανο τι έχει πάθει; Έχει πάθει αναστολή της διαλύσεως των κυττάρων, γι’ αυτό  και βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση και ευωδιάζει.

Υπάρχουν ολόκληρα σώματα αγίων που είναι αδιάφθορα, όπως του αγίου Σπυρίδωνος, του αγίου Διονυσίου του εν Ζακύνθω, του αγίου Γερασίμου, κ.ά. Έτσι το θέμα των αγίων λειψάνων είναι ένα θεολογικό γεγονός.

Έπειτα, ο σκοπός της Εκκλησίας, που είναι η σωτηρία των μελών της, συνεχίζεται και μετά  θάνατον. Γι’ αυτό η Εκκλησία προσεύχεται πάντοτε για τα μέλη της, γιατί και μετά θάνατον υπάρχει εξέλιξη στη σωτηρία, δηλαδή υπάρχει συνεχής άνοδος στην μέθεξη της Χάριτος του Θεού, αρκεί ο Χριστιανός να βρίσκεται με τη μετάνοια στην προοπτική της καθάρσεως και του φωτισμού του νοός.

Σας ευχαριστώ!