
Η θαυμαστή εμφάνιση του αγίου Λουκιλλιανού και του Αγίου Παντελεήμονος στον Άγιο Παΐσιο τον Αγιορείτη (2 Ιουνίου 1979)
Είναι ζωντανή η παρουσία των Αγίων! Και όταν ακόμη εμείς δεν τους βρίσκουμε, εκείνοι μας βρίσκουν!
Όταν έφυγα από τον «Τίμιο Σταυρό» και πήγα στην «Παναγούδα», το Καλύβι ήταν εγκαταλελειμμένο. Ίσα που βόλεψα κάπως ένα κελλί, για να μείνω. Είχα πάρει μαζί μου ό,τι πράγματα είχα. Τα Μηναία τα είχα ακόμη στα κουτιά. Ήρθε η ώρα να κάνω Εσπερινό. Αλλά που να βρώ τα Μηναία!… Πήρα το ημερολόγιο να δώ ποιός Άγιος γιορτάζει. Είχα χάσει όμως και τα γυαλιά, και δεν έβλεπα τα μικρά γράμματα από το ημερολόγιο, για να δώ τον εορταζόμενο Άγιο, να κάνω κομποσχοίνι για τον Εσπερινό. Τρία τέταρτα έψαχνα· τίποτε. «Θα περάση η ώρα ψάχνοντας, είπα. Ας πώ: “Άγιοι της ημέρας, πρεσβεύσατε υπέρ ημών”».
Αφού έκανα κομποσχοίνι στον Χριστό και στην Παναγία, ύστερα άρχισα να λέω: «Άγιοι της ημέρας, πρεσβεύσατε υπέρ ημών, Άγιοι της ημέρας…». Την νύχτα πάλι, για να μη χασομερώ με το ψάξιμο των γυαλιών, έλεγα το ίδιο: «Άγιοι της ημέρας, πρεσβεύσατε υπέρ ημών». Τότε βλέπω μπροστά μου έναν Αξιωματικό Λαμπροφόρο, με πολλή αγάπη και πατρική στοργή, να με πλησιάζη με καλωσύνη και να μου σκορπάη μια ανέκφραστη αγαλλίαση. Επειδή τον είδα τόσο πολύ καλό, έλαβα το θάρρος και τον ρώτησα: «Που υπηρετούσατε και πώς λέγεσθε;». Εκείνος μου είπε: «Είμαι ο Άγιος Λουκιλλιανός». Εγώ όμως δεν άκουσα καλά και τον ρώτησα: «Ο Άγιος Λογγίνος;». «Όχι, μου απήντησε, ο Άγιος Λουκιλλιανός». Επειδή το όνομά του μου φάνηκε παράξενο, τον ξαναρωτάω: «Ο Άγιος Λουκιανός;». «Όχι, μου απάντησε πάλι εκείνος· ο Άγιος Λου-κιλ-λι-α-νός». Τότε του είπα: «Έχω και εγώ τραύματα από τον πόλεμο». Δίπλα στον Άγιο στεκόταν και ένας νεαρός Γιατρός, με άσπρη ποδιά – ήταν ο Άγιος Παντελεήμων –, στον οποίο είπε να με εξετάση. Αφού με εξέτασε, άκουσα που έλεγε την διάγνωση στον Άγιο Λουκιλλιανό: «Τα τραύματά του έχουν θεραπευθή· μόνο για το δίπλωμα θα τα λάβουμε υπ’ όψιν μας». Στην συνέχεια ένιωθα μεγάλη χαρά και διπλή ξεκούραση. Έψαξα καλά, βρήκα τα γυαλιά και κοίταξα στο ημερολόγιο· ήταν η μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Λουκιλλιανού. Το απόγευμα πήγα σε κάποιους γνωστούς μου Πατέρες και διάβασα και το Συναξάρι του Αγίου.
Ακόμη ο Άγιος με χορταίνει με την αγάπη του και με ξεκουράζει ψυχικά και σωματικά με την παραδεισένια χαρά που μου έδωσε.
Αυτή είναι και η δουλειά των Αγίων· να βοηθούν και να προστατεύουν εμάς τους ταλαίπωρους ανθρώπους από τους ορατούς και αοράτους πειρασμούς. Δική μας δουλειά είναι, όσο μπορούμε, να ζούμε πνευματικά, να μη στενοχωρούμε τον Χριστό, να ανάβουμε το καντηλάκι στους Αγίους και να τους παρακαλούμε να μας βοηθούν. Σε αυτήν την ζωή έχουμε ανάγκη βοηθείας, για να μπορέσουμε να πάμε κοντά στον Χριστό.
Το θαύμα είναι μυστήριο· μόνο ζήται και δεν εξηγείται· το μυαλό δεν μπορεί να το ερμηνεύση.
Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου- Τόµος Ϛ΄: Περι Προσευχής ΄ Ι. Ησυχαστήριον ” Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος” Σουρωτή Θεσσαλονίκης, σελ. 57.
***
– Γέροντα, εγώ είμαι άρρωστος. Κάνε προσευχή να γίνω καλά.
– Δε σε συμφέρει να κάνω προσευχή γι’ αυτό το θέμα. Αν κάνεις υπομονή με πίστη στο Θεό, τότε θα πάρεις σύνταξη από το “υγειονομικό” που είναι μεγαλύτερη από του ΟΓΑ!
Κάποτε, ένας άρρωστος παρακαλούσε τον Άγιο Παντελεήμονα να τον κάνει καλά. Ο Άγιος, όμως, δεν τον έκανε. Εκείνος επέμενε και παρακαλούσε συνέχεια. Στο τέλος, τον θεράπευσε.
Όταν αυτός πέθανε και πήγε στην άλλη ζωή, είδε ότι έχασε πολλά στεφάνια ένεκα της θεραπείας του. Τότε λέει στον Άγιο Παντελεήμονα:
“Γιατί με έκανες καλά; Εσύ γνώριζες ότι θα χάσω τα στεφάνια, γι’ αυτό δεν έπρεπε να με θεραπεύσεις”.
Έτσι, βρήκε και το μπελά του ο Άγιος Παντελεήμων!
(Μαρτυρίες Προσκυνητών, Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης, Τόμος Β’, σελ. 113)
***
Εμφάνισις του Αγίου Παντελεήμονος εις τον Άγιο Νικόλα Πλανά

Κατ’ αρχήν ο Άγιος Νικόλας Πλανάς έγινε εφημέριος εις τον Άγιον Παντελεήμονα, εις τον Νέον Κόσμον. Η ενορία του απηρτίζετο από… 13 οικογένειας. Εις το διάστημα της εφημερίας του, τον επεσκέφθη ένας ιερεύς άνευ ενορίας, τον παρεκάλεσε να συλλειτουργήσουν, και αυτός ως καλός και αγαθός τον εδέχθη ολοψύχως. Αυτός όμως ο ιερεύς τα συνεφώνησε με τούς τότε επιτρόπους της εκκλησίας του Αγίου Παντελεήμονος, τον έδιωξαν και τον έστειλαν εις την εκκλησίαν τού Αγίου Ιωάννου της οδού Βουλιαγμένης (τον «Κυνηγόν», ως τον έλεγαν τότε). Η ενορία της εκκλησίας αυτής απηρτίζετο από… οχτώ οικογενείας! Και η πληρωμή τού ιερέως ήτανε ένα κομμάτι κρέας από το μανάρι των Απόκρεω ή των Χριστουγέννων. Αυτό δεν τον πείραζε, είχε κεφάλαιον την νηστείαν. Αρκεί να είχε εκκλησία να λειτουργή.
Αυτός ο διωγμός από την εκκλησία τού Αγίου Παντελεήμονος τού έφερε μεγάλο ψυχικό πόνο. Μια βραδιά, φεύγοντας από τον Άγιο Ιωάννη για να πάη στο σπίτι του, έκλαιγε στο δρόμο. Έρημος ο τόπος τότε.
Βλέπει άξαφνα στο δρόμο ένα νεαρό παλληκάρι και τού λέγει: Τι κλαις, πάτερ μου;
– Κλαίω, παιδί μου, γιατί με διώξανε από τον Άγιο Παντελεήμονα.
– Μη λυπείσαι, πάτερ μου, και εγώ είμαι πάντοτε μαζί σου.
Τού λέγει: Ποιος είσαι συ, παιδί μου;
– Εγώ, τού λέγει, είμαι ο Παντελεήμων, πού μένω στον Νέο Κόσμο- και τον έχασε αμέσως από εμπρός του. Αυτήν την οπτασίαν την διηγείτο ο ίδιος επί λέξει εις μίαν κόρη της συνοδείας του.
ΜΑΡΘΑ μοναχή, περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ ΤΕΥΧΟΣ 16 (από το βιβλίο Ο παπα Νικόλας Πλανάς Εκδόσεις «ΑΣΤΗΡ» Αθήνα 1979)
Πηγή: iconandlight.wordpress.com