Τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ ἀποτελεῖ δακτυλογραφημένη ὁμιλία τοῦ μακαριστοῦ ὁσίου Γέροντος Ἐλπιδίου Χασάπη (1913-1983), αὐταδέλφου τοῦ ἁγίου νέου ἱερομάρτυρος Φιλουμένου τοῦ Κυπρίου, τὴν ὁποία παρέδωσε στὸν Πανιερώτατο Μητροπολίτη Μόρφου ὁ ἀνεψιὸς τοῦ Γέροντος κ. Αἰμίλιος Χατζηπαυλῆς, ἀπὸ τὸ ἀρχεῖο τῶν καταλοίπων τοῦ Γέροντος, τὸ ὁποῖο περιῆλθε σ᾽ αὐτόν. Τὴ δακτυλογράφηση εἶναι πολὺ πιθανὸν νὰ ἔκανε ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας. Τὸ ἐκδιδόμενο γιὰ πρώτη φορὰ κείμενο αὐτὸ ἀποτελεῖ ὁμιλία ποὺ ἔκανε ὁ Γέροντας Ἐλπίδιος σὲ σύναξη πρὸς ἀδελφὲς Γυναικείας Μονῆς, τῶν ὁποίων, ὅπως συμπεραίνεται, εἶχε τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση.
Ἡ ὁμιλία αὐτὴ ἔγινε πρὶν τὸ 1976, ὁπόταν ὁ Γέροντας ἀναχώρησε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου καὶ διῆλθε τὸ ἐπίλοιπον τῆς ἁγίας ζωῆς του. Ἐκτὸς ἀπὸ ἐλάχιστες μικρὲς διορθώσεις, ἐκδίδουμε τὸ κείμενο ὅπως εἶχε στὴν πρωτότυπη δακτυλογραφημένη του μορφή, καθὼς εἶναι ἐκφραστικὸ τῆς θεολογικῆς καὶ λοιπῆς μόρφωσης ἀλλὰ καὶ τοῦ πνευματικοῦ ἐπιπέδου τοῦ Γέροντος
*******
Θεωρῶ ἰδιαίτερα σημαντικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἀγρυπνία μας πραγματοποιήθηκε κατὰ τὴν ἑβδομάδα αὐτὴ τῆς Πεντηκοστῆς, μετὰ τὴν ἔκχυσι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μετὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ ἑβδομὰς αὐτὴ εἶναι περιεκτικὴ καὶ προφητικὴ γιὰ ὁλόκληρη τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τὴ ζωὴ τὴ δική μας, τὴν ζωὴ τῶν μοναχῶν. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία εἶναι δεύτερο βάπτισμα. Γέμισμα μὲ Πνεῦμα Ἅγιο καὶ πύρωμα τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Γιὰ μᾶς τοὺς μοναχοὺς ἀνοίγει τὶς προοπτικὲς τῶν μοναχικῶν μας ἐπιδιώξεων καὶ τοῦ μοναχικοῦ μας ἀγῶνος.
Ἐὰν ὁ μοναχισμός μας ἔχη ἕνα νόημα, τὸ νόημα αὐτὸ τὸ βρίσκει στὴν προσήλωσι στὴν Ἁγία Τριάδα. Κι ἂν ἔχουμε ἕναν ἀγῶνα νὰ κάνουμε, αὐτὸς εἶναι νὰ ξεπεράσουμε τὸν ἀτομοκεντρισμό μας καὶ νὰ φθάσωμε σ᾿ ἕνα γνήσιο Θεοκεντρισμό, νὰ βάλουμε δηλαδὴ σὰν κέντρο τῆς ζωῆς μας ὁλόκληρη τὴν Ἁγία Τριάδα.
Θὰ ἤθελα μὲ λίγες λέξεις νὰ σᾶς ἐξηγήσω αὐτὴ τὴν ἄποψι.
Εἶναι δυνατὸν ἀφιερώνοντας τὸν ἑαυτόν μας στὸν Θεὸ καὶ πηγαίνοντας σ᾿ ἕνα Μοναστήρι, ν᾿ ἀναζητήσουμε τὴν προσωπική μας γαλήνη καὶ τὴν προσωπική μας ἔστω πνευματικὴ ἄνεσι. Ἡ σκέψι, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ κυριαρχῇ μέσα μας, εἶναι ὅτι ἐὰν θὰ πάω στὸ Μοναστήρι θὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὶς φροντίδες τοῦ κόσμου, θὰ ἔχω τὴν ἡσυχία, θὰ μπορῶ νὰ λατρεύω τὸν Θεὸ καὶ δὲν θὰ ἔχω ὅλες ἐκεῖνες τὶς ἐνοχλήσεις τὶς ὁποῖες ἔχουν οἱ κοσμικοὶ ἄνθρωποι, καὶ ὅλους ἐκείνους τοὺς πειρασμοὺς τοὺς ὁποίους ὁ διάβολος βάζει στὸ δρόμο τῶν κοσμικῶν ἀνθρώπων. Ἐὰν μείνουμε σ᾿ αὐτὲς τὶς σκέψεις καὶ σ᾿ αὐτὴ τὴν προοπτική, νομίζω ὅτι βρισκόμαστε θρονιασμένοι στὸ χῶρο τοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ. Βάζουμε σὰν κέντρο τῆς ζωῆς μας τὸν ἑαυτόν μας. Βάζουμε σὰν στόχο μιὰ ἄλλου εἴδους ἄνεσι, ποὺ καταλήγει κι αὐτὴ στὸ τέλος νὰ εἶναι κοσμικὴ ἐπιδίωξι. Καὶ αὐτὸ ἀποτελεῖ λάθος, ἀστοχία. Ἡ ζωή μας ἡ ἀφιερωμένη, ἡ ζωή μας στὸ Μοναστήρι ἔχει νόημα, ὅταν προσηλώνεται στὴν Ἁγία Τριάδα, στὰ τρία Πρόσωπα τῆς Θεότητος, μὲ μιὰ προσήλωσι τελεία, ὁλόκαρδη, μιὰ προσήλωσι ἡ ὁποία φθάνει μέχρι τὴ θυσία σὲ ἔντασι καὶ σὲ μῆκος μέχρι τὸ θάνατο.
Στὴ Λειτουργία μας ἔχουμε ἕνα λειτουργικὸ παράγγελμα, ποὺ εἶναι ταυτόχρονα καὶ εὐλογία. Τὸ ἐπαναλαμβάνουμε κάθε φορὰ ποὺ κάνουμε τὴ Θεία Λειτουργία: «Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἴη μετὰ πάντων ἡμῶν». Αὐτὸ εἶναι ἡ εὐχὴ καὶ ἡ εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ πλευρᾶς μοναχικῆς ζωῆς, νομίζω ὅτι αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἐπιδίωξις, ὁ στόχος καὶ ὁ ἀγῶνας μας. Νὰ νοιώσουμε δηλαδὴ τὴν παρουσία τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ νὰ ζήσουμε τὶς εἰδικὲς μορφὲς τῆς σχέσεως μὲ τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Αὐτὴ ἡ λειτουργικὴ εὐχὴ μᾶς ἐξηγεῖ κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο, τί πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἐπιδίωξίς μας ἡ μοναχική, τὸ πνευματικὸ ὑπόβαθρο κι ὁ ἀγῶνας τῆς ἀφιερωμένης ὑπάρξεώς μας.
«Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ…» Ἔχουμε στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας τὴ θεϊκὴ οἰκονομία, τὴ συγκατάβασι, τὴν πτώχευσι τοῦ Θεοῦ, τὴν κένωσι καὶ τὴν σταύρωσι. Ἔχομε δηλαδὴ τὴν προσφορὰ τῆς χάριτος καὶ τῆς λυτρώσεως. Ἐμεῖς σὰν ἄνθρωποι ποὺ ἀφιερώνουμε τὸν ἑαυτόν μας στὸν Θεό, τὸ γεγονὸς αὐτὸ πρέπει ὄχι ἁπλῶς νὰ μᾶς συγκινῇ, ἀλλὰ νὰ ἀποτελῇ τὸ κέντρον τῆς προσοχῆς μας. Τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ θεώσῃ τὸν ἄνθρωπο, τὸ ὅτι σταυρώθηκε γιὰ νὰ σώσῃ τὸ ἀνθρώπινο γένος. Καὶ ἡ ἐπιδίωξίς μας θὰ πρέπει νὰ εἶναι νὰ ζήσουμε αὐτὸ ποὺ μᾶς δίνει ὁ Κύριος μὲ τὸν σταυρό Του, μὲ τὸν θάνατό Του καὶ μὲ τὴν Ἀνάστασί Του. Νὰ τὸ ζήσουμε ἔντονα, γνήσια, ἀληθινά, σἂν ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι ἀφιερώνουν ὁλόκληρη τὴ ζωή τους σ᾿ αὐτὸ τὸ γεγονὸς τῆς κενώσεως τοῦ Θεοῦ. Σἂν ἄνθρωποι, ποὺ κοινωνοῦν μὲ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ δέχονται πλούσια στὴν καρδιά τους.
Τὸ δεύτερο στοιχεῖο: «ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός». Ὁ Πατὴρ ὁ Οὐράνιος εἶναι καὶ πατὴρ ἰδικός μας. Πολλὲς φορὲς προφέρουμε τὴν Κυριακὴ προσευχὴ «Πάτερ ἡμῶν». Καὶ μερικὲς φορές, ἐνῶ τὴν ἀπαγγέλουμε καθημερινά, αὐτὸ τὸ ξεχνᾶμε, τὸ λησμονοῦμε. Ξεχνᾶμε πὼς ἡ σχέσι μας μὲ τὸν Θεὸ εἶναι σχέσι οἰκογενείας. Πὼς ὁ Θεὸς εἶναι Πατέρας μας. Κι ἐμεῖς εἴμαστε παιδιά Του. Ὁ μοναχισμὸς εἶναι ὁ ἀγῶνας γιὰ τὸ ξεπέρασμα αὐτῆς τῆς ἀδυναμίας. Ἐρχόμαστε ἐδῶ, ἀρνούμεθα καὶ τὴ συγγένεια καὶ τὰ πάντα γιὰ νὰ ζήσουμε τὴν Πατρότητα τοῦ Θεοῦ. Σχηματίζουμε οἰκογένεια πνευματική. Πατέρας μας στὸ Μοναστήρι εἶναι ὁ Πατὴρ ὁ οὐράνιος. Οἰκοδεσπότης εἶναι ὁ Πατὴρ ὁ οὐράνιος. Φροντιστής μας εἶναι ὁ Πατὴρ ὁ οὐράνιος, κι ἑπομένως ὁλόκληρη ἡ ζωή μας ἀφιερώνεται εἰς τὸν Πατέρα τὸν οὐράνιο.
Καὶ τὸ τρίτον στοιχεῖο, καὶ τὸ τρίτον γεγονός: «ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Αὐτὸ δὲν εἶναι λεπτομερειακὸ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ δὲν εἶναι λεπτομερειακὸ στὴ ζωὴ τῶν μοναχῶν. «Πεντηκοστὴν ἑορτάζομεν καὶ Πνεύματος ἐπιδημίαν καὶ προθεσμίας ἐπαγγελίαν καὶ ἐλπίδος συμπλήρωσιν». Ἐορτάζομεν τὴν ἔκχυσιν, τὸ πλήρωμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ δόθηκε στὴν Εκκλησία, ποὺ δόθηκε στὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν, ποὺ ἐγέμισε τὸν τόπον εἰς τὸν ὁποῖον οἱ μαθηταὶ ἦσαν συνηγμένοι καὶ ἐγέμισε καὶ ἐπυρπόλησε τὶς καρδιὲς τῶν Ἀποστόλων. Σκοπός μας καὶ ἐπιδίωξίς μας εἶναι νὰ πάρουμε αὐτὴ τὴν παροχή. Νὰ γεμίζουμε μὲ Ἅγιον Πνεῦμα. Νὰ εἴμαστε πεπληρωμένοι Πνεύματος Ἁγίου. Νὰ βρισκόμαστε σὲ συνεχῆ κοινωνία μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Νὰ κατοικῇ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα στὶς καρδιές μας, ἡ ζωή μας νὰ εἶναι μιὰ ζωὴ «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι» καὶ οἱ ἐκδηλώσεις μας νὰ εἶναι καρποὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δὲν ἐπιδιώκουμε ἁπλῶς νὰ διορθώσουμε λίγο τὸν ἑαυτόν μας, νὰ λαξεύσουμε τὸν χαρακτῆρα μας. Αὐτὸ εἶναι κοσμικὸ πρᾶγμα. Οἱ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι καὶ οἱ ὁποιοιδήποτε σύγχρονοι ἀνθρωπολόγοι καὶ κοινωνιολόγοι ποὺ μιλᾶνε γιὰ τὴν βελτίωσι τοῦ χαρακτῆρος, δὲν ἔχουν αὐτὴ τὴν προοπτικὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι χωρὶς φῶς καὶ χωρὶς σωστὴ ἐπιδίωξι στὴ ζωή τους. Ἐδῶ ἔχουμε κέντρο τὸν Ναό. Στὸ Μοναστήρι μας, σὲ κάθε Μοναστήρι, ἔχουμε κέντρο τὴ λατρεία, ἔχουμε κέντρο τὴν Εὐχαριστία, μὲ τὴν ὁποία γεμίζουμε Πνεῦμα Ἅγιο. Κάθε φορὰ ποὺ κοινωνοῦμε, ζητᾶμε νὰ κοινωνήσουμε «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, εἰς Πνεύματος Ἁγίου κοινωνίαν». Δὲν κοινωνοῦμε γιὰ να πάρουμε μιὰ κάποια εὐλογία, ἀλλὰ γιὰ νὰ γεμίσουμε μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ξέρετε ὅτι ὅταν οἱ Ἀπόστολοι δέχθηκαν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἔγιναν τόσο διαφορετικοὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ὥστε οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι νόμιζαν ὅτι εἶναι μεθυσμένοι, «ὅτι γλεύκους μεμεστωμένοι εἰσί». Ἀλλὰ δὲν ἦταν αὐτό. Εἶχαν δεχτῆ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Εἶχαν ξεπεράσει τὰ ἀνθρώπινα μέτρα. Ζοῦσαν πιὰ σ᾿ ἕνα ἄλλο κόσμο. Ζοῦσαν σὲ μιὰ ἄλλη κοινωνία. Εἶχαν μέσα τους μιὰ ἄλλη δύναμι. Καὶ ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο εἶχαν τὸν τρόπο νὰ ἐκφραστοῦν κατὰ ἕναν ἄλλο τρόπο καὶ νὰ διηγηθοῦν τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. Κι ἐμεῖς, ἀκολουθῶντας τὰ δικά τους ἴχνη, πρέπει νὰ ἐπιδιώκουμε νὰ ζήσουμε τὸ μυστήριο τῆς σαρκώσεως καὶ τῆς θυσίας τοῦ Κυρίου μας. Νὰ γεμίσουμε μὲ τὴ δύναμι τοῦ Σταυροῦ καὶ τὴ σοφία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σκοπός μας εἶναι ἡ βίωσις τῆς παρουσίας καὶ τῆς Πατρότητος τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ πλήρωμα τῶν καρδιῶν μας μὲ τὸ Πνεῦμα ἅγιον.
Πιστεύω ὅτι οἱ τρεῖς μοναχικὲς ἀρετές , οἱ ὁποῖες ἐκπηγάζουν ἀπὸ τὰ κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τὶς ὁποῖες τόσο βαθειὰ ἀναλύουν οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, οὐσιαστικὰ ἀντιστοιχοῦν στὰ τρία αὐτὰ στοιχεῖα, στὶς τρεῖς αὐτὲς βασικὲς ἐπιδιώξεις τῆς μοναστικῆς μας ἀφιερώσεως. Ἡ παρθενία εἶναι ἡ ἀρετὴ τῶν ψυχῶν ἐκείνων ποὺ ἔχουν ἀρνηθῆ τὸν κόσμο καὶ τὰ πάντα καὶ περιμένουν τὸν Νυμφίο Χριστό. Δὲν εἶναι κάτι νεκρὸ ἡ παρθενία. Δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ ἄρνησι. Εἶναι μιὰ κατάφασι. Εἶναι ἕνα «ναὶ» στὸν Κύριο ἀπὸ τὶς ψυχὲς τὶς ἀφιερωμένες. Νυμφίος εἶναι ὁ Χριστός. Καὶ ἡ κάθε ψυχὴ εἶναι νύμφη. Χθὲς τὸ βράδυ διαβάσαμε τὴν παραβολὴ τῶν δέκα Παρθένων. Οἱ παρθένες ἐκεῖνες, ποὺ ἀσκοῦσαν μία μωρὰ παρθενία, δὲν εἶδαν τὸν Κύριο. Δὲν μπῆκαν στοὺς γάμους μαζί Του, μολονότι ἀσκοῦσαν τὴν παρθενία. Ἐνῶ ἐκεῖνες ποὺ ἦταν ἕτοιμες «εἰσῆλθον μετ᾿ Αὐτοῦ εἰς τοὺς γάμους». Ἡ παρθενία εἶναι ἡ προσφορὰ καὶ ἡ προσκόλλησις στὸν Κύριον. Ἡ ψυχή, ἡ ὁποία ἀσκεῖ τὴν παρθενία, εἶναι ἡ νύμφη Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ γιὰ νὰ ἐπαναλάβω τὸν ὡραιότατο στίχο τοῦ μεγάλου ἐκείνου πατρός, τοῦ Μεθοδίου Ὀλύμπου, τὸν ὁποῖον βάζει στὰ χείλη τῆς ἀφιερωμένης ψυχῆς, «ἁγνεύω σοι, καὶ λαμπάδας φαεσφόρους κρατοῦσα, Νυμφίε, ὑπαντάνω σοι». Ἁγνεύω γιὰ δική σου χάρι, γιὰ σένα. Κρατάω λαμπάδα ἀναμμένη καὶ σὲ περιμένω νὰ σὲ προϋπαντήσω, Νυμφίε Χριστέ. Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῆς Παρθενίας. Αὐτὴ εἶναι ἡ προσδοκία καὶ ἡ προσφορὰ τῆς παρθενίας.
Ἀντιστοίχως, ἡ μοναχικὴ πτωχεία εἶναι μία ἔκφρασις καὶ μία ὑλοποίησις τῆς πεποιθήσεως στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατρός. Ὁ Θεὸς εἶναι Πατέρας μας. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πρέπει νὰ τὸ ζοῦν. Οἱ μοναχοὶ τὸ ἔχουν στὴν καρδιά τους ἔντονα, τὸ ζοῦν κάθε μέρα, κάθε στιγμή. Κι ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι Πατέρας: «Καταμάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ· οὐ κοπιᾶ, οὐδὲ νήθει· λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλλετο ὡς ἓν τούτων». Καί: «ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ· οὐ σπείρουσι, οὐδὲ θερίζουσιν, οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας καὶ ὁ Πατὴρ ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά». Ἑπομένως, ἐὰν ζοῦμε τὴν πατρότητα τοῦ Θεοῦ, ἐὰν πιστεύουμε ὅτι σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο Πατέρας εἶναι ὁ Θεός, ἐὰν πιστεύουμε ὅτι σ᾿ αὐτὸ τὸ τραπέζι οἰκογενειάρχης εἶναι ὁ Θεός, τότε δὲν ἔχει κανένα νόημα τὸ νὰ συλλέγουμε ὕλη. Νὰ συγκεντρώσουμε ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ νὰ τὰ ἀποθηκεύσουμε. Ὑπάρχει ὁ Πατέρας, ὁ πλούσιος πατέρας, ὁ ὁποῖος φροντίζει γιὰ τὰ παιδιά Του. Καὶ ἐὰν σὲ κάποιο πατέρα «ὁ υἱὸς αἰτήσῃ ἄρτον, μὴ λίθον ἐπιδόσει αὐτῷ; καὶ ἐὰν ἰχθὺν αἰτήσῃ, μὴ ὄφιν ἐπιδόσει αὐτῷ; οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑμᾶς ὁλιγόπιστοι;» Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου. Εἶναι λοιπὸν πολὺ φυσικὸ γιὰ τὸν μοναχὸ ποὺ ζῆ τόσο καθαρά, τόσο ἔντονα καὶ τόσο ἄμεσα τὴν πατρότητα τοῦ Θεοῦ νὰ τ᾿ ἀρνῆται ὅλα τὰ ὑλικὰ καὶ νὰ ἐγκολπώνεται τὴν πτωχεία. Πιστεύει ὅτι ὅλα ἀνήκουν στὸ Θεὸ καὶ ὁ καλὸς Θεὸς πάντοτε θὰ φροντίζῃ γιὰ ὅλα.
Ἀλλὰ καὶ ἡ τρίτη ἀρετή, ἡ ὑπακοή, δὲν εἶναι κάτι τὸ στεγνό, δὲν εἶναι νεκρὸ γράμμα. Πίσω ἀπὸ τὴ μοναχικὴ ὑπακοὴ κρύβεται ἡ παρουσία καὶ ἡ καθοδήγησις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι κάνουμε λάθη. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα δὲν κάνει λάθη. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι μπορεῖ νὰ καθοδηγήσουμε κακῶς μιὰ ψυχή. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα δὲν καθοδηγεῖ κακῶς μιὰ ὕπαρξι. Ὅταν ἐγὼ ὑποτάσσωμαι, ἔστω στὸν ὁποιοδήποτε ἄνθρωπο ποὺ ἔχει ἕνα διακόνημα μέσα στὴν Ἐκκλησία, μέσα στὴ Μοναστικὴ ἀδελφότητα, δὲν ὑπακούω ἁπλῶς στὸν ἄνθρωπο. Ἀσκῶ τὴν ὑπακοή, ἀδειάζω τὸν ἑαυτόν μου καὶ τὸν παραδίδω στὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Καὶ λάθος νὰ κάνῃ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς στὴν καθοδήγησί του, πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μας ὑπάρχει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ποὺ μπορεῖ νὰ φέρῃ καρπὸ καλό, νὰ φέρῃ ἀποτέλεσμα ἀγαθό, ἔστω καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴ λανθασμένη καθοδήγησι. Ἑπομένως, ὅταν κάνω ὑπακοή, δὲν κάνω ἀνθρώπινη ὑπακοή. Δὲν σκύβω τὸ κεφάλι σὲ ἀνθρώπινο θέλημα. Ζῶ μέσα στὴν Ἐκκλησία, παραδίδω τὸν ἑαυτόν μου στὸ Ἅγιο Πνεῦμα, γιὰ νὰ μὲ καθοδηγήσῃ ἐκεῖνο. Καὶ ξεύρουμε, σύμφωνα μὲ αὐτὸ ποὺ μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι «ὅσοι πνεύματι Θεοῦ ἄγονται, οὗτοι εἰσὶν υἱοὶ Θεοῦ». Ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι καθοδηγοῦνται, ἅγονται ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, αὐτοὶ εἶναι τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, τὰ γνήσια παιδιὰ τοῦ Οὐρανίου Πατέρα. Ἔτσι λοιπὸν ἡ ὑπακοή μας εἶναι κάτι περισσότερο ἀπὸ μιὰ ἐμπιστοσύνη. Εἶναι μιὰ τοποθέτησι πνευματική. Εἶναι ἕνα ἄνοιγμα στὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Εἶναι ἕνα πλήρωμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ ἅγιοι, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ποιὸν εἶχαν Γέροντα καὶ στὸ ποιὸν ἀσκοῦσαν ἀνθρώπινα τὴν ὑπακοή, ἀνοίγονταν στὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ τελικὰ κέρδιζαν τὸν ἁγιασμόν.
Αὐτὸ πιστεύω εἶναι τὸ νόημα τοῦ μοναχισμοῦ μας. Δὲν ἤρθαμε γιὰ νὰ ζήσουμε μόνο μαζί, ἢ νὰ κάνουμε μόνο τὶς ἀκολουθίες μας ἢ ἔστω νὰ διαβάσουμε μερικὰ πατερικὰ βιβλία. Ἤρθαμε νὰ ζήσουμε αὐτὸ τὸ γεγονός: Τὴν παρουσία τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τὴν σάρκωσι τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τὴν παρουσία τοῦ Πατρὸς καὶ τὴν ἔκχυσιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὸν κόσμο, στὴν Ἐκκλησία, στὶς ψυχές μας. Ὅσο περισσότερο ζοῦμε αὐτὸ τὸ γεγονός, τόσο περισσότερο γινόμαστε Ὀρθόδοξοι. Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι ἡ μηχανικὴ ἐπανάληψις μερικῶν ἀληθειῶν. Εἶναι ἡ βίωσις τῶν ἀληθειῶν. Εἶναι ἡ ὑλοποίησις τῶν ἀληθειῶν. Ἡ Ἐκκλησία, ἂν ἔχῃ ἕνα «Πιστεύω», δὲν τὸ ἔχει γιὰ νὰ τὸ ἀπαγγέλλῃ. Τὸ ἔχει γιὰ νὰ τὸ ζῇ. Πιστεύει «εἰς ἕνα Θεὸν Πατέρα Παντοκράτορα», «καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦ Χριστὸν» «καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον», ὄχι γιὰ νὰ ἀπαγγέλλῃ μηχανικά, γιὰ νὰ ἐπαναλαμβάνῃ χωρὶς νὰ προσέχῃ τὰ βαθύτατα νοήματα αὐτοῦ τοῦ Συμβόλου, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὰ ζῇ. Καὶ ὅσο περισσότερο τὰ ζοῦμε, τόσο περισσότερο γινόμαστε Ὀρθόδοξοι.
Καμμιὰ φορὰ ἐμεῖς οἱ μοναχοὶ κάνουμε λάθος καὶ ἀντιμεταθέτουμε τὸ βάρος. Ἴσως δὲν ἀντέχουν οἱ ὦμοι μας νὰ σηκώσουμε τὴν πνευματικὴ εὐθύνη. Καὶ τὸ βάρος τὸ ρίχνουμε στὰ ἐξωτερικὰ καὶ στὰ εὐκολώτερα. Ἡ οὐσία εἶναι μία: Ἐὰν θέλουμε νὰ εἴμαστε Ὀρθόδοξοι, πρέπει νὰ ζήσουμε ὀρθόδοξα. Πρέπει τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως νὰ τὸ κάνουμε ζωή. Νὰ δείξουμε ὄχι στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ στὸν Οὐρανό, στὸν Κύριο, ὅτι «πιστεύουμε εἰς ἕνα Θεὸν Πατέρα Παντοκράτορα καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ εἰς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα». Αὐτὴ λοιπὸν τὴν ἑβδομάδα τῆς Πεντηκοστῆς, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ μᾶς ἀξίωσε ὁ Κύριος νὰ πραγματοποιήσουμε τὴν σύναξιν, καὶ μᾶς ἀξίωσε νὰ τὸν λατρεύσουμε καὶ νὰ πάρουμε στὸν Ναὸ τὴν εὐλογία, «ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», θὰ πρέπει ὁ κάθε ἕνας μας καὶ ἡ κάθε μία νὰ μελετήσῃ τὸν ἑαυτόν του, νὰ ξεκαθαρίσῃ τὶς προοπτικές του, νὰ λαμπικαρίσῃ τὰ ἐλατήριά του καὶ νὰ προσανατολιστῇ πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνσι, πρὸς τὴν μοναδικὴν Ἁγίαν Τριάδα, πρὸς τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Εἴδατε ὅτι σὲ ὅλες τὶς ἀκολουθίες μας τὰ πάντα εἶναι Τριαδικά. Μόλις ἀρχίσουμε τὴν ἀκολουθία μας, ἀμέσως ἀρχίζουμε τὶς δοξολογίες μας: «Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι». Καὶ τὰ τροπάριά μας καὶ οἱ εὐχές μας, τὰ πάντα προσανατολίζονται στὴν Ἁγίαν Τριάδα. Καὶ ἡ κάθε κατάληξις μιᾶς ἐκφωνήσεως καταλήγει στὴν Ἁγίαν Τριάδα: «Τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι». Δὲν εἶναι πολυτέλεια αὐτό. Ἡ Ἐκκλησία ποὺ τὸ κάνει ἔχει σκοπό. Τονίζει τὴν Τριαδικὴ δοξολογία, γιατὶ ἡ Τριαδολογικὴ προοπτικὴ εἶναι ἡ βάσις, τὸ θεμέλιον, ἡ οὐσία τῆς ζωῆς μας.
Ἂς εὐχηθοῦμε λοιπὸν νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Κύριος νὰ ζήσουμε αὐτὴ τὴν πραγματικότητα στὴν μοναστική μας πορεία. Νὰ λατρεύσουμε τὴν Ἁγίαν Τριάδα καὶ νὰ παραδώσουμε τὸ πνεῦμα μας στὴν Ἁγίαν Τριάδα. Καὶ νὰ μᾶς ἐξιώσῃ ὁ Κύριος μὲ τὴν δύναμιν καὶ τὴν χάριν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς καὶ τὴν πνοὴν καὶ τὴν κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τερματίζοντας τὸν ἱερό μας ἀγῶνα στὸν κόσμο αὐτό, νὰ ἀναπαυθοῦμε στοὺς κόλπους τῆς Παναγίας καὶ εὐλογημένης Τριάδος.