Η Αθηνά των ωραίων… των αυθόρμητων καθαρών δακρύων… των υψηλών ορέων, της τρυφής του Παραδείσου (Αθηνά Κουρσάρη, +13 Μαρτίου 2025)

Ἡ μάνα τῶν Ἰλισίων, Ἀθηνᾶ Κουρσάρη

Η ωραία των Αθηνών. 1954. Ταινία γυρισμένη σε στούντιο, γραμμένη από χέρι ταλαντούχου ανθρώπου, σκηνοθετημένη όμορφα που χάρισε απλόχερα το γέλιο διαμορφώνοντας μας νοσταλγικά εικόνες και μνήμες μιας παλιάς εποχής που δεν ζήσαμε.

Την ίδια περίοδο σε κάποια συνοικία των Αθηνών, στα Ιλίσια, μεγαλώνει και μια άλλη κυρία, η Αθηνά, η Αθηνά των ωραίων. Ζωή σαν ταινία, «γυρισμένη» ως επί το πλείστον σε ένα ισόγειο διαμέρισμα, γραμμένη λες από χέρι Θεϊκό, που χάρισε απλόχερα αγάπη, στοργή, φροντίδα, συγκινήσεις διαμορφώνοντας μας όχι απλά εικόνες, αλλά τις ζωές ολάκερες.

Η Αθηνά των ωραίων λοιπόν. Μεγαλωμένη στα δύσκολα χρόνια της κατοχής, η πείνα της οποίας την έκανε μέχρι το τέλος να θεωρεί ότι το τραπέζι δεν είναι στρωμένο εάν δεν υπάρχει ψωμί. Το τραπέζι. Αχ αυτό το τραπέζι! Πόσες χιλιάδες χόρτασε. Παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα εκ των οποίων τα βιολογικά της αποτελούν σίγουρα το μικρότερο ποσοστό. Ποτέ κανείς δεν έφυγε πεινασμένος, ποτέ δεν έλειψε φαγητό. Ακόμα κι όταν είχε προετοιμαστεί για 3-4 άτομα και κατέληγαν να τρώνε 10. Αλλά κυρίως δεν έφυγε ποτέ καμία ψυχή πεινασμένη. Κάθε κυριακάτικο τραπέζι και μια γιορτή. Το φαγητό, οι ιστορίες, οι συζητήσεις, τα γέλια, οι κιθάρες, τα τραγούδια, η παρέα, η αγάπη. Μεσημέρι δεν την θυμάμαι να ξάπλωσε σε κρεβάτι. Παρά λαγοκοιμόταν καθισμένη στην καρεκλίτσα της περιμένοντας μην τυχόν και κάποιος χτυπήσει την πόρτα για φαγητό.

Η Αθηνά των ωραίων. Που ήταν πάντα εκεί για να σε ακούσει, χωρίς να σε κρίνει, χωρίς να σε κατακρίνει, χωρίς να σε προσβάλλει.
Η Αθηνά των ωραίων. Που όχι μόνο κακή κουβέντα δεν άκουγες από το στόμα της για κανέναν, αλλά ούτε καν κακό λογισμό δεν άφηνε η αγνή καρδιά της να περάσει από την σκέψη της. Που ασχήμια σε άνθρωπο δεν είδαν ποτέ τα μάτια της, γιατί απλά τα μάτια της ήταν ο καθρέφτης της δικής της ψυχής, ψυχής καθαρής.

Η Αθηνά των ωραίων. Που μέχρι το τέλος δεν σταμάτησε να ράβει, να μπαλώνει, να γαζώνει να πλένει τα πιάτα. Η οσία Αθηνά η νεροχύτισσα όπως εύστοχα ειπώθηκε. Κι αν της έλεγες καμιά φορά να ξεκουραστεί γιατί την έβλεπες που ξεχνιόταν και κούτσαινε, η απάντηση θα ήταν ότι «φταίνε οι υγρασίες».

Η Αθηνά των ωραίων. Που το «δεν μπορώ» δεν υπήρχε στο λεξιλόγιό της. Που το «δόξα τω Θεώ» λες και ήταν ο ήχος της ανάσας της. Ένα στόμα φτιαγμένο μόνο για να μοιράζει ευχές κι ευχαριστίες. Πόση ανιδιοτέλεια, πόση δοτικότητα, πόση αγάπη. Σε έβλεπε πρώτη φορά κι όχι μόνο ένιωθε σαν να σε ξέρει χρόνια, αλλά σε έκανε να νιώσεις το ίδιο κι εσύ.

Η Αθηνά των ωραίων. Της βαθιάς και αγνής πίστης στον Θεό. Της προσευχής. Άοκνος εργάτης του Ευαγγελίου, η προσωποποίηση της προσφοράς και της θυσίας.

Η Αθηνά των ωραίων. Η γιαγιά των παραμυθιών. Σαν αυτά που μας έλεγε για να φάμε ή να κοιμηθούμε. Που πάντα στεκόταν με αγωνία στο παράθυρο όταν φεύγαμε και μας σταύρωνε τον δρόμο μέχρι να χαθούμε από το βλέμμα της.

Η Αθηνά των ωραίων. Των αυθόρμητων καθαρών δακρύων που συντρόφευαν κάθε της συναίσθημα. Κυρίως δακρύων χαράς, συγκίνησης και δοξολογίας, για κάθε ευχάριστο γεγονός που συνέβαινε, μικρό ή μεγάλο. Άνθρωπος που ένιωθες ότι έκανε την χαρά σου χαρά του και τον πόνο σου προσευχή του.

Η Αθηνά των ωραίων. Των πουλιών που δεν χόρταινε να ακούει να κελαηδούν, των λουλουδιών και των φυτών που λάτρευε να φροντίζει και να μυρίζει, των αδέσποτων ζώων που δεν παραμελούσε να ταΐζει με τα περισσεύματα. Ψίχουλο δεν έπεφτε στα σκουπίδια.

Η Αθηνά των ωραίων. Που εδώ κι 7 χρόνια που της έλειπε ο πρίγκηπάς της λες και κάθε μέρα ήταν ακόμα πιο ερωτευμένη μαζί του. Ο ορισμός του η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει, εξάλλου πάντα μας έλεγε ότι η καρδιά ποτέ δεν γερνάει. Αν και δεν χρειαζόταν να το πει, το έβλεπες σε κάθε της κίνηση και λέξη, ζωντανό παράδειγμα.

Η Αθηνά των ωραίων. Αρχόντισσα. Υπόδειγμα ταπείνωσης και υπομονής. Λες και την διάλεξε επίτηδες η αυτοκράτειρα Ελένη Παλαιολόγου (οσία Υπομονή) να την πάρει την ημέρα της μνήμης της. Και μάλιστα συνοδεία δύο λαμπρών αρχιερέων. Να την πάνε λουλούδι ολάνθιστο στα λιβάδια του παραδείσου, όπου την περιμένει ο πολυαγαπημένος της Τάσος με ένα μπουκέτο κυκλάμινα στο χέρι και να της πει, «Έλα Αθηνά μου, πόσο μου έλειψες, έλα να στρώσουμε το τραπέζι να φάνε τα παιδιά».

Τόσες λέξεις έχω γράψει και νιώθω ότι είμαι ακόμα στην εισαγωγή. Τα λόγια τόσο φτωχά, η φτώχεια που μας αφήνει το κενό σου τόσο λογική. Όμως και η χαρά μεγάλη. Η χαρά της βεβαιότητας ότι οι καρποί του Παραδείσου σε περιμένουν να τους γευτείς, είναι από τους δικούς σου σπόρους.

Η Αθηνά των υψηλών ορέων, της τρυφής του Παραδείσου.

Καλή μου γιαγιά, ξάπλωσε στην αγκαλιά του παππού, ήρθε η ώρα να ξεκουραστείς επιτέλους. Μια χάρη μόνο, συνέχισε σε παρακαλώ να στέκεσαι στην άκρη του παραθύρου να μας βλέπεις και να μας σταυρώνεις να μην χάσουμε τον δρόμο μας μέχρι να ξανανταμωθούμε…

Καλή Ανάσταση!

Το κείμενο είναι από τον εγγονό της κ. Αθηνάς, Αναστάση.