(Περὶ τῆς βλάβης ἀπὸ τὸν ἀνόητο ζῆλο, ποὺ νομίζεται ὡς θεῖος και περί της βοήθειας που προέρχεται από την πραότητα και από άλλους τρόπους)
Ὁ ζηλωτὴς ἄνθρωπος δὲν φτάνει ποτὲ στὴν εἰρήνη τῆς διανοίας του· καὶ ὅποιος εἶναι ξένος τῆς εἰρήνης, αὐτὸς εἶναι ξένος καὶ τῆς χαρᾶς· διότι ἐάν, ὅπως λένε, ἡ εἰρήνη εἶναι ἡ τέλεια ὑγεία τῆς διάνοιας, ὁ ζῆλος τότε εἶναι ἐνάντιος τῆς εἰρήνης, συνεπάγεται λοιπόν, ὅτι ὅποιος ἔχει ἀνόητο ζῆλο, αὐτὸς ἀσθενεῖ μεγάλη ψυχικὴ ἀσθένεια.
Ἄνθρωπε, ἐσὺ ποὺ νομίζεις, ὅτι μὲ τὸν ζῆλο σου θεραπεύεις τὰ ξένα σφάλματα, διώχνεις τὴν ὑγεία ἀπὸ τὴν ψυχὴ σου· ἂν ἀληθινὰ ἐπιθυμεῖς νὰ θεραπεύσεις τοὺς ἀσθενεῖς στὴν ψυχή, γνώριζε καλά, ὅτι οἱ ἀσθενεῖς καὶ οἱ ἄρρωστοι στὴν ψυχὴ χρειάζονται περισσότερο συμπάθεια παρὰ ἐπίπληξη· καὶ πάλι, ὅταν ἐσὺ δὲν ἔχεις συμπάθεια πρὸς τοὺς ἄλλους, προξενεῖς στὸν ἑαυτό σου μεγάλη ψυχικὴ βλάβη.
Οἱ ἄνθρωποι δὲν κρίνουν τὸν ζῆλο ἀπὸ τὰ εἴδη τῆς σοφίας, ἀλλὰ ἀπὸ τὶς ἀρρώστιες στὴν ψυχή, ὁ ὁποῖος (ζῆλος) εἶναι ἀποτελέσματα μικρῆς νοημοσύνης καὶ πολλῆς ἀνοησίας. Ἡ ἀρχὴ τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἐπιείκεια καὶ ἡ πραότητα, ἡ ὁποία (σοφία) ὑποφέρει τὶς ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων, καὶ αὐτὸ εἶναι κατόρθωμα γενναίας καὶ μεγάλης ψυχῆς· διότι λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἐσεῖς οἱ δυνατοὶ νὰ βαστάζετε τὶς ἀσθένειες τῶν ἀδυνάτων, καὶ νὰ διορθώνετε τὸν φταίκτη μὲ πνεῦμα πραότητας· ἀπὸ τοὺς καρποὺς τοῦ πνεύματος λαμβάνει ὁ ἀπόστολος τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ὑπομονή.
Ὅταν ἡ καρδιὰ λυπᾶται γιὰ τὶς ἀσθένειες καὶ τὶς ἀδυναμίες τοῦ σώματός της, ἐξ’ αἰτίας τῶν ὁποίων δὲν μπορεῖ τὸ σῶμα νὰ πράξει τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς, ἀναπληρώνει μὲ αὐτὴ τὴ λύπη ὁ ἄνθρωπος, τὴν ἀξία ὅλων τῶν σωματικῶν ἔργων· οἱ σωματικὲς ἐργασίες χωρὶς τὴν λύπη τῆς διανοίας εἶναι σὰν ἕνα ἄψυχο σῶμα. Ὅποιος ἔχει τὴν καρδιὰ του περίλυπη, ὑπάρχει ὅμως ἀσθενὴς στὶς σωματικὲς αἰσθήσεις, μοιάζει μὲ ἄρρωστο ποὺ παρακινούμενος ἀπὸ τὸν σωματικὸ πόνο, δέχεται στὸ στόμα του καὶ τρώει κάθε βλαβερὴ τροφή. Ὅποιος ἔχει τὴν καρδιὰ περίλυπη, ὑπάρχει ὅμως ἀσθενὴς στὶς σωματικὲς αἰσθήσεις μοιάζει μὲ ἄνθρωπο ποὺ ἔχοντας ἕνα γιό, τὸν θυσιάζει λίγο λίγο μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια. Ἡ λύπη τῆς καρδιᾶς εἶναι τίμια προσφορὰ στὸ Θεό, καὶ ὅποιος τὴν ὑποφέρει ὅπως πρέπει, μοιάζει μὲ ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος κουβαλάει τὴν ἁγιότητα στὸ ἴδιο του τὸ σῶμα· καὶ ὅποιος πολυλογεῖ εἴτε γιὰ καλὰ πράγματα, εἴτε γιὰ κακά, εἶναι ἀνάξιος αὐτῆς τῆς χάρης καὶ τῆς ἁγιότητας. Ἡ μετάνοια ποὺ γίνεται τυχαία, εἶναι συντριμμένο πιθάρι. Ἡ φιλοτιμία μαζὶ μὲ κατηγόρια, εἶναι μαχαίρι βαμμένο στὸ μέλι.
Τὰ καλὰ ἔργα ποὺ γίνονται χωρὶς ἐλεημοσύνη εἶναι μπροστὰ στὸ Θεὸ ὡς κάποιος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θυσιάζει ξένο παιδὶ μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ πατέρα του. Ὅποιος ὑπάρχει ἀσθενὴς στὴ ψυχή, καὶ διορθώνει τοὺς ἄλλους, μοιάζει μὲ ἄνθρωπο τυφλό, ὁ ὁποῖος δείχνει στοὺς ἄλλους τὸν δρόμο.
Ἡ ἐλεημοσύνη καὶ ἡ δικαιοκρισία ὅταν βρίσκονται μαζὶ στὴ μία καὶ ἴδια ψυχή, μοιάζουν σὰν ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος προσκυνᾶ τὸν Θεὸ καὶ τὰ εἴδωλα στὸν ἕνα καὶ ἴδιο ναό. Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι ἐνάντια στὴ δικαιοκρισία· ἡ δικαιοκρισία εἶναι ἡ ἰσότητα τοῦ μέτρου· διότι δίνει στὸν καθένα τὸ δίκαιο, καὶ δὲν παρεκκλίνει στὸ ἕνα ἢ στὸ ἄλλο μέρος, οὔτε προσωποληπτεῖ στὴν ἀπόδοση τῆς δικαιοσύνης· ἡ ἐλεημοσύνη ὅμως ὑπάρχει ὡς κάποια λύπη τῆς ψυχῆς, καὶ κινούμενη ἀπὸ τὴν θεία χάρη, παρεκκλίνει καὶ χαρίζεται μὲ συμπάθεια σὲ ὅλους, καὶ αὐτὸν ποὺ εἶναι ἄξιος τιμωρίας δὲν τὸν παιδεύει, τὸν ἄλλον ποὺ εἶναι ἄξιος ἐπαίνου τὸν γεμίζει μὲ κάθε ἀγαθό. Καθὼς τὸ ξηρὸ χορτάρι καὶ ἡ φωτιὰ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ βρεθοῦν στὸ ἴδιο μέρος, ἔτσι καὶ ἡ ἐλεημοσύνη μὲ τὴν δικαιοκρισία νὰ ὑπάρχουν στὴν μιὰ καὶ αὐτὴ ψυχὴ· καθὼς δὲν ζυγίζεται ὁ κόκκος τῆς ἄμμου πρὸς τὸ βάρος πολλοῦ χρυσοῦ, ἔτσι καὶ ἡ ἀνάγκη τῆς δικαιοκρισίας τοῦ Θεοῦ δὲν ζυγίζεται πρὸς τὴν μεγάλη του ἐλεημοσύνη. Καθὼς μία χούφτα ἄμμου πέφτοντας στὴν μεγάλη θάλασσα χάνεται, ἔτσι καὶ τὰ πταίσματα κάθε ἀνθρώπου χάνονται μπροστὰ στὴν ἐλεημοσύνη τοῦ Θεοῦ· καὶ καθὼς ἡ ποσότητα μιᾶς χούφτας ἄμμου δὲν φράσσει μία πηγή, ἡ ὁποία ἀναβρύζει πολὺ νερό, ἔτσι καὶ ἡ ἐλεημοσύνη τοῦ Θεοῦ δὲν νικιέται ἀπὸ τὴν κακία τῶν ἀνθρώπων.
Ὅπως αὐτὸς ποὺ σπέρνει στὴν θάλασσα περιμένει νὰ θερίσει, ἔτσι περιμένει καὶ αὐτὸς ποὺ μνησικακεῖ καὶ προσεύχεται· ὅπως δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ ἐμποδίσει τὴν φλόγα τῆς φωτιᾶς ἀπὸ τὸ νὰ ἀνεβαίνει πρὸς τὰ πάνω, ἔτσι καὶ οἱ προσευχὲς τῶν ἐλεημόνων ἀνθρώπων δὲν ἐμποδίζονται ἀπὸ τοῦ νὰ ἀνεβαίνουν πρὸς τὸν οὐρανὸ· ὅπως τρέχει τὸ νερὸ στὴν κατηφόρα, ἔτσι τρέχει καὶ ὁ θυμὸς στὴν διάνοια ποὺ εἶναι κυριευμένη ἀπὸ αὐτὸν (τὸ θυμό). Ὅποιος ἀπέκτησε στὴν καρδιὰ του τὴν ταπείνωση, αὐτὸς νεκρώθηκε γιὰ τὸν κόσμο, καὶ ὅποιος νεκρώθηκε γιὰ τὸν κόσμο, νεκρώθηκε ἀπὸ τὰ σωματικὰ πάθη. Ὅποιος νέκρωσε τὴν καρδιά του ἀπὸ τὶς ὑποθέσεις του, αὐτὸς νέκρωσε τὸν διάβολο. Ὅποιος ἔχει φθόνο στὴν καρδιά, ἔχει μαζί του τὸν διάβολο.
Ἄλλη εἶναι ἡ ταπείνωση ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, καὶ ἄλλη ἡ ταπείνωση ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἄλλος ταπεινοφρονεῖ γιὰ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, καὶ ἄλλος γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ· καὶ στὸν πρῶτο ποὺ ταπεινώνεται γιὰ τὴν φόβο τοῦ Θεοῦ, ἀκολουθεῖ εἰρήνη τῶν μελῶν τοῦ σώματος, καὶ καλὴ τάξη τῶν αἰσθήσεων, καὶ καρδιὰ συντριμμένη σὲ κάθε καιρὸ· στὸν δεύτερο ποὺ ταπεινώνεται γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀκολουθεῖ πολλὴ ἁπλότητα καὶ καρδιὰ καὶ ποὺ αὐξάνει καὶ δὲν περιορίζεται.
Ἡ ἀγάπη δὲν γνωρίζει ντροπή, γι’ αὐτὸ δὲν ξέρει νὰ τακτοποιεῖ τὰ μέλη τοῦ σώματος. Ἡ ἀγάπη ἔχει φυσικὴ ἰδιότητα τὸ νὰ γνωρίζει τὸ μέτρο της. Ὦ ἀγάπη! εὐτυχισμένος, ὅποιος σὲ βρῆκε λιμάνι κάθε χαρᾶς. Ἔτσι ἀγαπᾶ ὁ Θεὸς τὸ σύνολο τῶν ταπεινῶν, ὅπως τὸ σύνολο τῶν Σεραφείμ. Ἀπὸ κάθε καθαρὴ θυσία ὑπάρχει τιμιότερο στὸ Θεὸ τὸ σῶμα τοῦ φρονίμου ἀνθρώπου. Ἡ ταπείνωση καὶ ἡ φρονιμάδα ἑτοιμάζουν στὴν ψυχὴ ἐνέχυρο ἀπὸ τὴν ἁγία Τριάδα.
Νὰ πηγαίνεις πρὸς τοὺς φίλους σου μὲ εὐλάβεια· κάνοντάς το αὐτό, καὶ τὸν ἑαυτό σου καὶ ἐκείνους θὰ ὠφελήσεις· ἐπειδὴ πολλὲς φορὲς ἡ ψυχὴ μὲ τὴν πρόφαση τῆς ἀγάπης ἀποβάλλει τὸ χαλινάρι τῆς προφύλαξης· νὰ προφυλάγεσαι, ὅσο μπορεῖς, ἀπὸ τὶς συναναστροφές σου καὶ τὶς συνομιλίες σου· ἐπειδὴ σὲ κάθε περίσταση δὲν ὠφελοῦν. Στὶς συναθροίσεις τῶν πολλῶν ἀνθρώπων νὰ προτιμᾶς τὴν σιωπὴ· ἐπειδὴ αὐτὴ ἐμποδίζει πολλὴ ζημιὰ· νὰ φυλάγεις τὴν κοιλιά σου περισσότερο ἀπὸ τὴν ὅραση τῶν ματιῶν σου· διότι ἔτσι ὁ ἐσωτερικὸς πόλεμος γίνεται χωρὶς δισταγμὸ ἐλαφρότερος τοῦ ἐξωτερικοῦ. Νὰ μὴ πιστεύσεις ποτέ, ἀδελφέ μου, ὅτι ἐμποδίζονται οἱ ἐσωτερικοὶ λογισμοὶ χωρὶς τὴν καλὴ τάξη στὸ σῶμα σου. Νὰ φοβᾶσαι τὶς κακὲς συναναστροφὲς περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς σου. Ὅποιος τρέφει κακὴ συνήθεια, εἶναι ὡς ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος τρέφει τὴν φωτιὰ μὲ εὔφλεκτο ὑλικὸ· γιατί τὸ μέτρο τῆς δύναμης, τῆς συνήθειας καὶ τῆς φωτιᾶς, ἀποτελεῖται ἀπὸ ὕλη. Ἡ συνήθεια ἂν ζητήσει κάτι μία φορά, καὶ δὲν ἐκπληρωθεῖ τὸ αἴτημά της, στὴ συνέχεια ἐξασθενεῖ· ἂν ὅμως κάνεις μία φορὰ τὸ αἴτημά της, μετὰ τὴν βρίσκεις δυνατότερη ἐναντίον σου.
Σὲ κάθε περίσταση νὰ θυμᾶσαι, ὅτι καλύτερη εἶναι ἡ βοήθεια ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν προφύλαξη, παρὰ ἀπὸ τὰ ἔργα. Μὴ γίνεσαι φίλος μὲ ἐκεῖνον ποὺ ἀγαπᾶ τὰ γέλια, ἢ ἀγαπᾶ νὰ κοροϊδεύει τοὺς ἀνθρώπους· ἐπειδὴ σὲ ὁδηγεῖ σὲ συνήθειες ποὺ ἔχουν νωθρότητα καὶ ἀμέλεια. Μὴν δείχνεις ποτὲ εὐχάριστο πρόσωπο σὲ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ζεῖ ἀκόλαστη ζωὴ· ἀλλὰ νὰ προσέχεις νὰ μὴν τὸν μισήσεις· καὶ ἂν θέλεις νὰ σωθεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία του, βοήθησέ τον, καὶ ἕως θανάτου νὰ φροντίσεις νὰ τὸν σώσεις· ἐὰν ὅμως ὑπάρχεις καὶ ἐσὺ ἀκόμα ἀσθενὴς καὶ γεμάτος πάθη, νὰ ἀποστραφεῖς τὴν γιατρειὰ τοῦ ἄλλου· διότι, ὅπως λέγουν οἱ πατέρες, δῶσε του τὸ ἄκρο τῆς ράβδου σου, καὶ τὰ ἄλλα παρόμοια.
Μπροστὰ στὸν ὑψηλόφρονα καὶ φθονερὸ ἄνθρωπο νὰ μιλᾶς μὲ προφύλαξη· διότι ἐνῶ ἐσὺ ἀκόμη μιλᾶς, ἐκεῖνος ἐξηγεῖ τὰ λόγια σου ὅπως θέλει αὐτός, καὶ παίρνει ἀφορμὴ ἀπὸ αὐτά, καὶ κάνει στὴ συνέχεια καὶ τοὺς ἄλλους νὰ παρερμηνεύουν τὰ λόγια σου· ἐπειδὴ μεταβάλλει τὴν ἔννοια τῶν λόγων σου σύμφωνα μὲ τὰ αἴτια τῆς ἀρρώστιας του. Σὲ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἔρχεται νὰ κατηγορήσει τὸν ἀδερφὸ του μπροστά σου, δεῖξε πρόσωπο σκυθρωπὸ· καὶ ἂν πράξεις ἔτσι, θὰ βρεῖς τὸν Θεὸ νὰ σὲ προφυλάσσει καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος τῆς κατηγόριας.
Ἐὰν θέλεις νὰ δώσεις κάτι σὲ αὐτὸν ποὺ ἔχει ἀνάγκη, δῶσε το μὲ ὄμορφο πρόσωπο, καὶ μὲ λόγια καλὰ νὰ παρηγορεῖς τὴν θλίψη του· καὶ ἂν πράξεις ἔτσι, νικάει ἡ ὀμορφιὰ τοῦ προσώπου σου, αὐτὸ ποὺ δίνεις, στὴν καρδία του, περισσότερο τὴν ἀνάγκη τοῦ σώματός του· τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ ἀνοίξεις τὸ στόμα σου νὰ κατηγορήσεις κάποιον, θεώρησε τὸν ἑαυτό σου νεκρὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα, καὶ ὅλα σου τὰ ἔργα μάταια, καὶ ἂν ἀκόμη σοῦ φαίνεται, ὅτι εἰλικρινὰ καὶ πρὸς οἰκοδομὴ σὲ παρακίνησε ὁ λογισμός σου νὰ μιλήσεις· γιατί ποιὰ ἡ ἀνάγκη νὰ καταστρέψει κάποιος τὸ σπίτι του, καὶ νὰ διορθώσει τὸ σπίτι τοῦ φίλου του;
Τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ λυπηθεῖς γιὰ κάποιον ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἀσθενεῖ ψυχικὰ ἢ σωματικά, ἐκείνη τὴν ἡμέρα θεώρησε τὸν ἑαυτό σου μάρτυρα, καὶ ὅτι ἔπαθες γιὰ τὸν Χριστό, καὶ ἀξιώθηκες τὴν ὁμολογία Του. Καθότι καὶ ὁ Χριστὸς γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς πέθανε καὶ ὄχι γιὰ τοὺς δίκαιους. Σκέψου πόσο μεγάλη εἶναι αὐτὴ ἡ ἀρετὴ· στ\’ ἀλήθεια μεγάλη ἀρετὴ εἶναι νὰ λυπᾶται κάποιος γιὰ τοὺς κακούς, καὶ νὰ εὐεργετεῖ τοὺς ἁμαρτωλοὺς περισσότερο παρὰ τοὺς δίκαιους· αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὸ ἀναφέρει ὡς ἄξιο θαυμασμοῦ· ἐὰν σὲ ὅλα σου τὰ ἔργα μπορέσεις νὰ ἔχεις τὴν συνείδησή σου καθαρή, μὴν φροντίσεις νὰ ἐκτελέσεις ἄλλη ἀρετή. Σὲ ὅλα σου τὰ ἔργα ἂς προηγηθεῖ ἡ σωφροσύνη τοῦ σώματός σου καὶ ἡ καθαρότητα τῆς συνείδησής σου· διότι χωρὶς αὐτὰ τὰ δύο κάθε ἄλλη ἀρετὴ θεωρεῖται μάταιη γιὰ τὸν Θεό. Νὰ γνωρίζεις ὅτι κάθε ἔργο ποὺ κάνεις χωρὶς σκέψη καὶ ἐξέταση ὑπάρχει μάταιο· καθὼς ὁ Θεὸς ὑπολογίζει τὴν ἀρετὴ μὲ τὴν διάκριση καὶ ὄχι μὲ τὴν ἀδιάκριτη ἐνέργεια.
Ὁ δίκαιος, ποὺ φέγγει μπροστὰ στὸν ἥλιο σὰν λυχνάρι, δὲν εἶναι σοφός. Ἡ προσευχὴ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ θυμᾶται τὶς κακίες τῶν ἄλλων εἶναι σὰν σπόρος σπαρμένος πάνω στὴν πέτρα. Ὁ μοναχὸς ποὺ δὲν ἐλεεῖ, εἶναι σὰν ἄκαρπο δένδρο. Ὁ ἔλεγχος, ποὺ γίνεται ἀπὸ φθόνο, εἶναι σὰν φαρμακερὸ βέλος. Ὁ ἔπαινος τοῦ πανούργου εἶναι κρυμμένη παγίδα. Ὁ κουτὸς καὶ ἀνόητος σύμβουλος εἶναι τυφλὸς φύλακας. Ἡ συναναστροφὴ μὲ ἀνόητους εἶναι σχίσιμο τῆς καρδιᾶς. Ἡ ὁμιλία τοῦ φρόνιμου εἶναι πηγὴ γλυκοῦ νεροῦ. Ὁ σοφὸς σύμβουλος εἶναι προστάτης τῆς ἐλπίδας. Ὁ κουτὸς καὶ ἀνόητος φίλος εἶναι συγκέντρωση ζημιᾶς. Καλύτερα εἶναι νὰ βλέπει κανεὶς γυναῖκες νὰ πενθοῦν, παρὰ σοφὸ νὰ ἀκολουθεῖ κουτό. Καλύτερα εἶναι νὰ κατοικεῖ κάποιος μὲ θηρία, παρὰ μὲ αὐτοὺς ποὺ κάνουν κακὲς συναναστροφές. Κάθισε μὲ γύπες, καὶ ὄχι μὲ πλεονέκτη καὶ ἀχόρταγο. Γίνε φίλος καλύτερα μὲ τὸν φονιά, παρὰ μὲ τὸν φιλόνικο. Καλύτερα νὰ συνομιλεῖς μὲ χοῖρο παρὰ μὲ τὸν γαστρίμαργο. Καλύτερη εἶναι ἡ σκάφη τοῦ φαγητοῦ τῶν χοίρων, παρὰ τὸ στόμα τοῦ πολύφαγου. Κάθισε καλύτερα μὲ τοὺς λεπρούς, παρὰ μὲ τοὺς ὑπερήφανους. Νὰ καταδιωχθεῖς ἐσύ, καὶ μὴ καταδιώξεις ἄλλους. Νὰ συκοφαντηθεῖς ἐσύ, καὶ μὴ συκοφαντήσεις ἄλλους. Γίνε συμπαθητικὸς καὶ ἤρεμος, καὶ ὄχι ζηλωτὴς στὸ κακό.
Ἡ δικαιολογία δὲν εἶναι χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τοῦ τρόπου ζωῆς τῶν Χριστιανῶν· ἐπειδὴ δὲν βρίσκεται σημειωμένη στὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Νὰ χαίρεσαι μὲ αὐτοὺς ποὺ χαίρονται, καὶ νὰ κλαῖς μὲ αὐτοὺς ποὺ κλαῖνε· διότι αὐτὸ εἶναι σημάδι τῆς καθαρότητας. Ἀρρώστησε μὲ τοὺς ἀρρώστους, καὶ πένθησε μὲ τοὺς ἁμαρτωλούς, καὶ νὰ χαίρεσαι μὲ αὐτοὺς ποὺ μετανοοῦν. Γίνε φίλος μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ κυρίως γίνε φίλος μὲ τὴν διάνοιά σου. Γίνε συμμέτοχος στὰ παθήματα ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ σωματικὰ ἀπομακρύνσου ἀπὸ ὅλους. Μὴν ἐλέγχεις κανένα, οὔτε νὰ κατηγορήσεις κανένα, οὔτε τοὺς πολὺ κακοὺς στὸν τρόπο ζωῆς τους. Ἅπλωσε τὴν στοργή σου, καὶ σκέπασε αὐτὸν ποὺ φταίει, καὶ ἂν δὲν μπορέσεις νὰ δεχτεῖς ἐσὺ τὰ φταιξίματα καὶ τὴν παιδεία καὶ τὴν ντροπὴ ἀντὶ γι’ αὐτόν, ἂν δὲν μπορέσεις, τουλάχιστον νὰ τὸν ὑπομένεις, καὶ μὴ τὸν ντροπιάζεις.
Γνώριζε, ἀδελφέ μου ὅτι γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ καθόμαστε μέσα στὸ κελί μας, γιὰ νὰ μὴ μαθαίνουμε τὰ κακὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων, καὶ τότε τοὺς βλέπουμε ὅλους ὡς ἁγίους· ἀλλὰ ἂν ἐλέγχουμε, καὶ παιδεύουμε καὶ κρίνουμε καὶ ἐξετάζουμε καὶ ἀδικοῦμε καὶ μεμψιμοιροῦμε, τότε λοιπὸν σὲ τί διαφέρει ἡ ζωὴ στὴν ἡσυχία ἀπὸ τὴ ζωὴ στὶς πόλεις; Καὶ τί ἄλλο ὑπάρχει χειρότερο ἀπὸ τὴ ζωὴ στὴν ἔρημο, ἂν δὲν ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ ὅλα αὐτά; ἂν δὲν ἡσυχάζεις στὴν καρδιά σου, ἡσύχασε τουλάχιστον μὲ τὴν γλώσσα σου· καὶ ἂν δὲν μπορέσεις νὰ τακτοποιήσεις τοὺς λογισμούς σου, τακτοποίησε τουλάχιστον τὶς σωματικές σου αἰσθήσεις· καὶ ἂν δὲν εἶσαι μόνος μὲ τὴ διάνοιά σου, μεῖνε τουλάχιστον μόνος μὲ τὸ σῶμα σου· καὶ ἂν δὲν θέλεις νὰ ἐργάζεσαι σωματικά, νὰ λυπᾶσαι τουλάχιστον μὲ τὴ διάνοιά σου· καὶ ἂν δὲν μπορεῖς νὰ ἀγρυπνᾶς ὄρθιος, ἀγρύπνησε καθιστὸς ἢ ξαπλωμένος στὸ κρεβάτι σου· καὶ ἂν δὲν μπορεῖς νὰ νηστεύσεις δύο ἡμέρες, νήστευσε τουλάχιστον ὥς τὸ ἀπόγευμα· καὶ ἂν δὲν μπορεῖς πάλι ὥς τὸ ἀπόγευμα, μὴ χορταίνεις τὴν κοιλιὰ σου· καὶ ἂν δὲν εἶσαι ἅγιος στὴν καρδιά, γίνε καθαρὸς στὸ σῶμα σου· καὶ ἂν δὲν πενθεῖ ἡ καρδιά σου, ἂς πενθεῖ τὸ πρόσωπό σου· καὶ ἂν δὲν μπορεῖς νὰ ἐλεήσεις, μίλησε τουλάχιστον ὡς ἁμαρτωλός καὶ ἂν δὲν εἶσαι εἰρηνοποιός, μὴ γίνεσαι τουλάχιστον φιλοτάραχος· καὶ ἂν δὲν ὑπάρχεις ἱκανὸς καὶ ἔμπειρος, γίνε ἀκούραστος στὸ φρόνημα· καὶ ἂν δὲν εἶσαι νικητής, μὴ ὑπερηφανεύεσαι μπροστὰ στοὺς αἴτιους καὶ ὑπεύθυνους· καὶ ἂν δὲν μπορεῖς νὰ φράξεις τὸ στόμα ἐκείνου ποὺ κατηγορεῖ τὸν ἀδελφό του, φύλαξε τουλάχιστον τὸ δικό σου, καὶ μὴ συμφωνήσεις μαζί του.
Γνώριζε καλά, ὅτι ἂν βγεῖ ἀπὸ σένα φωτιά, καὶ κάψει ὁλοκληρωτικά τοὺς ἄλλους, τὶς καμένες ψυχὲς θὰ τὶς ζητήσει ὁ Θεὸς ἀπὸ τὰ χέρια σου· καὶ ἂν δὲν βάλεις ἐσὺ τὴν φωτιά, ἀλλὰ συνεργεῖς μὲ αὐτὸν ποὺ τὴν ἀνάβει, καὶ χαίρεσαι γι’ αὐτό, θὰ εἶσαι συμμέτοχος στὸ κακὸ ποὺ ἔγινε τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως. Ἂν ἀγαπᾶς τὴν πραότητα, νὰ εἰρηνεύεις μὲ τὸν ἑαυτὸ σου· καὶ ἂν ἀξιωθεῖς τὴν εἰρήνη, θὰ χαίρεσαι σὲ κάθε περίσταση. Ζήτησε φρονιμάδα, καὶ ὄχι χρυσό. Ντύσου τὴν ταπείνωση, καὶ ὄχι τὸ βυσσινὶ φόρεμα τῶν βασιλιάδων. Ἀπόκτησε τὴν εἰρήνη, καὶ ὄχι κοσμικὴ βασιλεία.
Δὲν εἶναι φρόνιμος αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει ταπείνωση· καὶ ὅποιος δὲν ἔχει ταπείνωση δὲν θὰ σκεφτεῖ ποτὲ σωστά. Δὲν εἶναι ταπεινόφρονας ὅποιος δὲν εἶναι εἰρηνικός· καὶ ὅποιος δὲν εἶναι εἰρηνικός, δὲν εἶναι οὔτε ταπεινόφρονας· καὶ ὅταν δὲν εἶναι κάποιος εἰρηνικός, δὲν θὰ χαρεῖ ποτέ του. Σὲ ὅλους τοὺς δρόμους τῶν ἀρετῶν στοὺς ὁποίους περιπατοῦν οἱ ἄνθρωποι στὸν κόσμο, δὲν βρίσκουν εἰρήνη, ἂν δὲν πλησιάσουν πρῶτα στὴν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ· ἐπειδὴ ἡ καρδιὰ δὲν εἰρηνεύει ἀπὸ τοὺς κόπους καὶ τὰ ἐμπόδια ἕως ὅτου δὲν ἀποκτήσει τὴν ἐλπίδα· ὅταν ὅμως τὴν ἀποκτήσει, τότε θὰ εἰρηνεύσει, καὶ θὰ χαρεῖ· καὶ αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ εἶπε τὸ προσκυνημένο στόμα τοῦ Χριστοῦ· «ἐλᾶτε σὲ μένα ὅλοι οἱ κουρασμένοι καὶ οἱ φορτωμένοι, καὶ ἐγὼ θὰ σᾶς ἀναπαύσω»· πλησίασε, λέει, σὲ μένα, καὶ ἀναπαύεσαι ἀπὸ τὸν κόπο καὶ τὸν φόβο.
Ἡ ἐλπίδα στὸν Θεὸ ἀναπτερώνει τὴν καρδιά, ὁ φόβος ὅμως τῆς κολάσεως τὴν συντρίβει. Τὸ φῶς τῆς διάνοιας γεννᾶ τὴν πίστη, καὶ ἡ πίστη γεννᾶ τὴν παρηγοριὰ τῆς ἐλπίδας, καὶ ἡ ἐλπίδα στερεώνει τὴν καρδιά. Ἡ πίστη εἶναι ἡ φανέρωση τῆς σύνεσης, καὶ ὅταν σκοτιστεῖ ἡ διάνοια, κρύβεται ἡ πίστη, καὶ τότε μᾶς κυριεύει ὁ φόβος, καὶ μᾶς κόβει τὴν ἐλπίδα. Ἡ πίστη ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν μάθηση (τὴν διδασκαλία), δὲν ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὸν δισταγμό, ἀλλὰ ἡ πίστη ποὺ φανερώνεται ἀπὸ τὴν φρονιμάδα, καὶ ἀνατέλλει ἀπὸ τὴν γνώση καὶ τὴν κατανόηση (τὴν ἐμπειρία), καὶ γι’ αὐτὸ λέγεται ἐπίγνωση (ὁλοκληρωμένη γνώση) καὶ φανέρωση τῆς ἀλήθειας. Ἕως ὅτου νὰ γνωρίσει ὁ νοῦς τὸν Θεό, καὶ μὲ τὴν ἐπίγνωση νὰ τὸν καταλάβει ὡς Θεό, δὲν ἀγγίζει ὁ φόβος τὴν καρδιά. Ὅταν μᾶς παραχωρηθεῖ καὶ πέσουμε σὲ σκότιση, ὥσπου νὰ ταπεινωθοῦμε, μᾶς συμβαίνει νὰ φοβόμαστε, γιὰ νὰ ὁδηγηθοῦμε στὴν ταπείνωση καὶ τὴν μετάνοια.
Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὑπέμεινε τὸν σταυρὸ γιὰ μᾶς· ἂς ἔχουμε λοιπὸν ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ θάρρος στὴν μετάνοια· διότι ἂν μόνο τὸ σχῆμα τῆς μετάνοιας μετέβαλε τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ τὸν καιρὸ τοῦ βασιλιᾶ Ἀχαάβ, πόσο περισσότερο δὲν θὰ ἐξιλεώσει ἀμέσως τὸν Θεὸ ἡ ἀληθινή μας μετάνοια; καὶ ἂν τὸ σχῆμα μόνο τῆς ταπείνωσης ἐπέστρεψε πίσω τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἀπὸ ἐκεῖνον, τοῦ ὁποίου ἡ μετάνοια δὲν ἦταν ἀληθινή, πόσο περισσότερο δὲν θὰ τὴν πάρει πίσω αὐτὴν ἀμέσως ἀπό μᾶς; ἀρκεῖ ἡ λύπη τῆς διάνοιάς μας ἀπὸ κάθε ἄλλη σωματικὴ ἐργασία.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέει, ὅτι ὑπάρχει ναὸς τῆς θείας χάρης ἐκεῖνος ποὺ θυμᾶται πάντα τὸν Θεό, καὶ μεριμνᾶ γιὰ τὴν κρίση του· καὶ τί ἄλλο εἶναι ἡ μέριμνα τῆς κρίσης τοῦ Θεοῦ, παρὰ τὸ νὰ ζητεῖ κάποιος πάντοτε νὰ ἀπολαύσει τὴν αἰώνια ἀνάπαυση, καὶ νὰ λυπᾶται συνέχεια, γιατί δὲν μπορεῖ νὰ φτάσει στὴν τελειότητα ἐξ’ αἰτίας τῆς ἀσθένειας τῆς φύσης του καὶ ἡ παντοτινὴ αὐτὴ λύπη εἶναι τὸ νὰ βαστάζει στὴν ψυχὴ του τὴν συνεχὴ ἐνθύμηση τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἶπε ὁ ἅγιος Βασίλειος. Ἀμετεώριστη εὐχὴ εἶναι ἐκείνη ποὺ προξενεῖ στὴν ψυχὴ καθαρὴ τὴν ἔννοια τοῦ Θεοῦ· καὶ κατοίκηση τοῦ Θεοῦ στὴν καρδιὰ εἶναι τὸ νὰ ἔχει κάποιος μέσα του τὴν ἐνθύμηση τοῦ Θεοῦ, καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο γινόμαστε ναὸς τοῦ Θεοῦ· αὐτὸ δὲν εἶναι φροντίδα καὶ μέριμνα συντριμμένης καρδιᾶς γιὰ τὴν ἑτοιμασία τῆς ἀνάστασης; Στὸ Θεὸ μας δόξα στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.