Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ, Πρωτοσυγκέλλου Μητροπόλεως Μόρφου
Ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς Μάρκελλος ἦταν Κύπριος στὴν καταγωγή, ἀπὸ λαμπροὺς προγόνους, καὶ ἔζησε κατὰ τὸν 4ο αἰῶνα. Ἀπὸ μικρὸς ζοῦσε μὲ ἰδιαίτερα ἐνάρετη πολιτεία, ἀσκῶντας ἐγκράτεια, σωφροσύνη, ταπεινοφροσύνη καὶ μελέτη τῶν θείων βιβλίων.
Ὅταν ἔφθασε σὲ ἀνδρικὴ ἡλικία, ἀναγκάσθηκε ἀπὸ τοὺς γονεῖς του καί, παρὰ τὴ θέληση του, ἔλαβε ἀνώτατο πολιτικὸ ἀξίωμα στὴν Κύπρο. Τότε ἦταν ποὺ προφανῶς νυμφεύθηκε, καὶ ἀναδείχθηκε πατέρας τέκνων. Ἐπειδὴ λοιπὸν διέπρεψε στὴν κοσμικὴ ἀρχή, ἔγινε παντοῦ περιβόητος γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὶς διοικητικές του ἱκανότητες.
Συνέβηκε τότε νὰ κοιμηθεῖ ὁ Ἰωάννης, ὁ ἁγιώτατος ἐπίσκοπος τῆς Ἀπάμειας, ἀρχαίας καὶ σπουδαιότατης πόλης τῆς Συρίας, μέχρι τὴν ὁποία εἶχε φθάσει ἡ φήμη του Μαρκέλλου. Ἕνεκα δὲ τῶν γνωστῶν ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα διαχρονικῶν σχέσεων Κύπρου-Συρίας, ἐξ αἰτίας μάλιστα καὶ τῆς ἰδιαίτερης γειτνίασης τους, οἱ Ἀπαμεῖς ἔστειλαν καὶ κάλεσαν ἀπὸ τὴν Κύπρο τὸν Μάρκελλο γιὰ ἄλλη δῆθεν αἰτία. Ὅταν ὅμως αὐτὸς πῆγε ἐκεῖ, τοῦ ἀποκάλυψαν ὅτι τὸν ἤθελαν νὰ χειροτονηθεῖ ἐπίσκοπος τους. Ἀφοῦ τὸν πίεσαν πολύ, ὁ ἅγιος ὑποχώρησε καὶ κατεστάθη ἄκων ἀρχιερέας τῆς Ἀπάμειας. Ἐδῶ νὰ σημειώσουμε ὅτι στὸν βαθμὸ τοῦ ἐπισκόπου, μέχρι καὶ τὴν Πενθέκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (691/692), μποροῦσαν νὰ ἀνέλθουν καὶ ἔγγαμοι κληρικοί.
Ὡς ἀληθινὸς ποιμένας, ὁ Μάρκελλος ἀγωνίσθηκε μὲ θεῖο ζῆλο γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ποιμνίου, ποὺ ἡ θεία Πρόνοια τοῦ ἐμπιστεύθηκε. Ἰδιαίτερα, προσπάθησε νὰ ἐξαλείψει ἀπὸ τὴν ἐπαρχία του τὴν εἰδωλολατρία, ἔχοντας τὴν πρὸς τοῦτο ἄδεια καὶ ἐνίσχυση τοῦ εὐσεβοῦς βασιλέως Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379–395). Ἄρχισε λοιπὸν ὁ ἅγιος νὰ καταστρέφει τοὺς βωμοὺς καὶ τὰ τεμένη τῶν εἰδώλων, ἐνῷ ἀφίχθηκε στὴν Ἀπάμεια καὶ ὁ ὕπαρχος τῆς διοίκησης τῆς Ἐῴας, ἔχοντας μαζί του δύο χιλίαρχους καὶ ἀρκετὸ στράτευμα, γιὰ νὰ συμπαρασταθεῖ στὸ ἱερὸ τοῦτο ἔργο τοῦ Μαρκέλλου.
Στὴν Ἀπάμεια ὑπῆρχε καὶ ἕνας παμμέγιστος ναὸς τοῦ Διός, ὁ ὁποῖος, ὡς ἰσχυρότατο κτίσμα, δὲν μποροῦσε νὰ καταστραφεῖ εὔκολα. Τότε ὁ Μάρκελλος προέπεμψε στὶς ἄλλες πόλεις τὸν ὕπαρχο, λέγοντάς του ὅτι θὰ φρόντιζε ὁ ἴδιος γιὰ τὴν κατεδάφιση τοῦ εἰδωλείου ἐκείνου, κάνοντας συγχρόνως καὶ θερμὴ προσευχὴ στὸν Θεό, νὰ τὸν βοηθήσει. Τότε ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, τὸν ὁποῖο ἔστειλε ὁ Κύριος στὸν ἅγιο, τοῦ ζήτησε δύο τεχνῖτες, καὶ ἐπινόησε τρόπο, ὥστε νὰ κατακαύσει τὸ ναὸ μὲ ξύλα. Ἀλλὰ δαίμονας, ποὺ κατοικοῦσε στὸ εἰδωλεῖο, παρεμπόδιζε τὴ φλόγα. Τότε ὁ Μάρκελλος, εὐλογῶντας νερὸ (κάνοντας δηλαδὴ ἁγιασμό), ἀπέστειλε τὸν διάκονό του Ἐκύτιο καὶ ράντισε μ᾽ αὐτὸ τὸν ναό. Ὁ δαίμονας φυγαδεύθηκε ἀμέσως καὶ ἡ φλόγα κατέκαυσε μέσα σὲ λίγη ὥρα τὸν ναὸ ἐκεῖνο, ποὺ κατέπεσε καὶ συντρίφθηκε.
Κατόπιν ὁ ἅγιος μετέβηκε μαζὶ μὲ στρατιῶτες στὸν Αὐλῶνα, ἐπίσημη περιοχὴ τῆς ἐπαρχίας του, γιὰ νὰ καταστρέψει καὶ τὸ ἐκεῖ εἰδωλεῖο. Ἀλλὰ οἱ εἰδωλολάτρες τῆς περιοχῆς συγκρότησαν μάχη μὲ τὸν στρατό, ἐνῷ μερικοὶ ἀπ᾽ αὐτοὺς συνέλαβαν κρυφὰ τὸν ἅγιο, πού, ὡς ἀσθενής, βρισκόταν μόνος σὲ ἀπόμερο τόπο, καὶ ἀφοῦ ἄναψαν πυρά, τὸν ἔριψαν σ᾽ αὐτή, ὅπου ὁ ἀοίδιμος ἔλαβε τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου περὶ τὸ 388. Τὰ τέκνα τοῦ ἱερομάρτυρος Μαρκέλλου, μετὰ τὴ μαρτυρικὴ τελείωση τοῦ πατέρα τους, ζητοῦσαν ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη ἐκδίκηση καὶ τιμωρία τῶν φονέων του. Ἀλλά, τοπικὴ Σύνοδος, ποὺ συνῆλθε στὴν Ἀντιόχεια περὶ τὸ 388/389, ἀποφάνθηκε ὅτι τοῦτο δὲν ἦταν ὀρθό, ἀλλ᾽ ἔπρεπε μᾶλλον νὰ χαίρονται καὶ νὰ δοξάζουν τὸν Θεό, ποὺ τοὺς ἀξίωσε νὰ γίνουν τέκνα τέτοιου ἐνδόξου μάρτυρος. Ἀξίζει ἐδῶ νὰ σημειωθεῖ, ὅτι ὁ ἅγιος Μάρκελλος, ὁ ὁμόζηλος τῶν μαρτύρων, πιθανῶς ἐνῷ ἀκόμη βρισκόταν στὴν Κύπρο, διατηροῦσε ἀλληλογραφία μὲ διάφορους μάρτυρες, ποὺ βρίσκονταν στὴ φυλακὴ γιὰ τὴν ὁμολογία τῆς πίστης τους.
Ἡ μνήμη του τελεῖται στὶς 25 Φεβρουαρίου καὶ στὶς 14 Αὐγούστου.
Τελειώνοντας, πρέπει νὰ ἀναφερθοῦμε καὶ στὸ πλαστὸ καὶ ἀνύπαρκτο πρόσωπο τοῦ ἱερομάρτυρος Μαρκέλλου, δῆθεν ἐπισκόπου Σόλων τῆς Κύπρου, ποὺ δημιουργήθηκε ὡς ἑξῆς. Στὴ χειρόγραφη παράδοση, τόσο τοῦ Συναξαρίου Κωνσταντινουπόλεως, ὅσο καὶ Κανοναρίων καὶ Μηνολογίων Εὐαγγελισταρίων, ἡ μνήμη τοῦ ὡς ἄνω ἱερομάρτυρος Μαρκέλλου φέρεται στὶς 25 (ἐνίοτε καὶ στὶς 26, 28 ἢ 29) Φεβρουαρίου, μὲ τὴν ἀναφορά, «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἄθλησις τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Μαρκέλλου, ἐπισκόπου Ἀπαμείας τῆς Κύπρου» (ὅπου ἀσφαλῶς ἐννοεῖται «<τοῦ ἐκ> ἤ <ὁρμωμένου ἐκ> τῆς Κύπρου»· πρβλ. AnBoll 53[1935], σ. 236). Πρῶτος ὁ Κύπριος λατῖνος χρονογράφος (16ος αἱ.) Στέφανος Λουζινιανὸς (Étienne Lusignan) στὰ ἔργα του Chorograffia (φ. 26r) καὶ Raccolta di cinque discorsi (IV, φ. 53v), καὶ κατόπιν οἱ Νεόφυτος Ροδινὸς (Περὶ ἡρώων, σ. 77) καί Ἀρχιμ. Κυπριανὸς (Ἱστορία Χρονολογική, σσ. 347-348), οἱ ὁποῖοι κατὰ κανόνα ἀντιγράφουν ἀβασάνιστα τὸν Lusignan, θεώρησαν ὅτι πρόκειται γιὰ κεχωρισμένο πρόσωπο, καταγόμενο ἀπὸ τοὺς Σόλους τῆς Κύπρου καὶ ποὺ μαρτύρησε ἐκεῖ, ταυτίζοντας ἐσφαλμένως —πρὸς αἰτιολόγηση τῆς θεωρίας τους— τὴν Ἀπάμεια τῆς Συρίας πρὸς τὴν παρακείμενη στοὺς Σόλους ἀρχαία πόλη Αἴπεια. Τὸ αὐτὸ σφάλμα ἐπαναλαμβάνεται καὶ στοὺς καταλόγους Κυπρίων ἁγίων μεταγενεστέρων συγγραφέων (Χάκκεττ-Παπαϊωάννου, Ἱστορία Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Κύπρου, τ. Β´, σσ. 97-98· Εὐστρατιάδης, Ἁγιολόγιον, σ. 299· Μακαρίου Γ´ Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου, Κύπρος ἡ ἁγία νῆσος, σσ. 38-39). Ἐξάλλου, καμμία ἄλλη τεκμηρίωση καὶ μαρτυρία στὶς πηγὲς δὲν ὑπάρχει γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦτο.
Βιβλιογραφία: BHG³ καὶ BHG Novum Αuctarium 1026-1027z· SynaxEcclCon, 490, 491-492· AASS, Aug. III, 151–156· Θεοδωρήτου Κύρου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, V, XXI (=PG 82, 1244-1245)· Σῳζομενοῦ Σαλαμινίου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, VII, XV (=PG 67, 1457)· H. Delehayé, «Saints et reliquaires d’ Apamée», AnBoll 53 (1935), σσ. 232–236· Stefano Lusignano, Chorograffia et breve Historia Universale, Bologna 1573, f. 26r· Stefano Lusignano, Raccolta di cinque discorsi intitolati corone…, Padova 1577, IV, f. 53v· Νεόφυτος Ροδινός, Περὶ ἡρώων, στρατηγῶν, φιλοσόφων, ἁγίων…, Ρώμη 1659, σ. 77· Ἀρχιμανδρίτης Κυπριανός, Ἱστορία Χρονολογικὴ τῆς νήσου Κύπρου, Ἐνετίησιν 1788, σσ. 347-348· Χάκκεττ Ἰωάννου, Ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, κατὰ μετάφρασιν καὶ συμπλήρωσιν ὑπὸ Χαριλάου Ἰ. Παπαϊωάννου, τ. Β´, Πειραιεὺς 1927, σσ. 97-98· Εὐστρατιάδης Σωφρόνιος, πρώην Λεοντοπόλεως, Ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, (ἐκδ.) Ἀποστολικῆς Διακονίας Ἐκκλησίας Ἑλλάδος, 1935 (ἀνατ. 1995), σ. 299. Μακαρίου Γ´, Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου, Κύπρος ἡ ἁγία νῆσος, Λευκωσία ²1997, σσ. 38-39.