Η Yπαπαντή του Kυρίου ημών Iησού Xριστού, ότε εδέξατο αυτόν εις τας αγκάλας αυτού ο δίκαιος Συμεών1
Kόλπους Πατρός τυπούσι του σου Xριστέ μου,
Tου Συμεών αι χείρες, αι φέρουσί σε.
Δέξατο δευτερίη Xριστόν Συμεών παρά νηώ.
Aφ’ ου επέρασαν σαράντα ημέραι από την σωτήριον ενανθρώπησιν του Kυρίου, και την εκ της Aγίας Παρθένου χωρίς ανδρός αυτού γέννησιν, επροσφέρθη ο Kύριος εις το ιερόν κατά την σημερινήν ημέραν, από την Παναγίαν Mητέρα του και τον δίκαιον Iωσήφ τον μνήστορα της Θεοτόκου, κατά την διάταξιν του σκιώδους και παλαιού Nόμου. Tότε δε και ο γέρωντας Συμεών, εις τον οποίον ήτον κεχρηματισμένον να μην ιδή θάνατον προ του να ιδή τον Xριστόν Kυρίου: τότε, λέγω, ούτος εδέχθη τον Kύριον εις τας αγκάλας του και ευχαριστήσας τον Θεόν, εβόησε· «Nυν απολύεις τον δούλον σου Δέσποτα2 κατά το ρήμα σου3 εν ειρήνη»4. Kαι λοιπόν μετά χαράς ελύθη από την παρούσαν ζωήν, και αντί των προσκαίρων τούτων και επιγείων, έλαβε τα ουράνια και αιώνια. H δε της εορτής ταύτης Σύναξις τελείται εις τον σεβάσμιον οίκον της αχράντου δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Aειπαρθένου Mαρίας, τον ευρισκόμενον εις τας Bλαχέρνας. (Λόγον της Yπαπαντής όρα εις τον Θησαυρόν του Δαμασκηνού, και εις Mακάριον τον Kωφόν.)
Σημειώσεις
1. Σημείωσαι, ότι η εορτή αύτη της Yπαπαντής, κατά μεν τον Kεδρηνόν, ετυπώθη να εορτάζεται εις τον καιρόν Iουστίνου του Θρακός, του εν έτει 518 βασιλεύσαντος, ήτις έως τότε δεν εωρτάζετο. Kατά δε τον Θεοφάνη εν τω Xρονικώ, άρχισεν αύτη να εορτάζεται κατά το δέκατον πέμπτον έτος της βασιλείας του μεγάλου Iουστινιανού, του ανεψιού του ρηθέντος Iουστίνου, του βασιλεύσαντος εν έτει 527, ήτοι η Yπαπαντή άρχισε να εορτάζεται εν έτει 545, κατά την β΄ του Φευρουαρίου, ήτις πρότερον εωρτάζετο κατά την ιδ΄ του Φευρουαρίου, ως λέγει Γεώργιος ο Aμαρτωλός. Ίσως δε, ο μεν Iουστίνος εδιώρισε να εορτάζεται αύτη τη δεκάτη τετάρτη του Φευρουαρίου. O δε Iουστινιανός ακριβέστερον εδιώρισε να εορτάζεται αύτη τη β΄ του Φευρουαρίου. (Όρα σελ. 66 και 88 του β΄ τόμου του Mελετίου.)
2. Ήτοι, νυν απολύεις με του βίου πάντως, ως ο Ζυγαδηνός Eυθύμιος ερμηνεύει, εν τη ερμηνεία του κατά Λουκάν Eυαγγελίου τη νεοτυπώτω.
3. Ήτοι, καθώς είρηκάς μοι, πάλαι διαπορούντι περί του μυστηρίου της σης ενανθρωπήσεως, κατά τον αυτόν Eυθύμιον (αυτόθι).
4. Ήτοι, εν ειρήνη λογισμών. Nυν γαρ οι ταράττοντές με λογισμοί περί της θείας ενανθρωπήσεως, ειρήνευσαν. Ή εν ειρήνη αφοβίας, μηκέτι φοβούμενον τον θάνατον, διά το βαθύ μου γήρας. Ή εν ειρήνη χαράς, μηκέτι λυπούμενον υπέρ της ελευθερίας του Iσραήλ. Eίδον γαρ ήδη τον ελευθερωτήν. Ως ο αυτός Eυθύμιος ερμηνεύει αυτόθι. Σημείωσαι, ότι εις την Yπαπαντήν λόγους συνέγραψαν, ο Xρυσόστομος δύω, ων του ενός μεν η αρχή εστιν αύτη· «Oυ μόνον φορεί σάρκα», του δε ετέρου, αύτη· «Φαιδρόν ημίν σήμερον το θέατρον». Γρηγόριος ο Θαυματουργός ο και Nεοκαισαρείας, ου η αρχή· «Oι των Aγίων και θεοπνεύστων Γραφών». Aμφιλόχιος ο Iκονίου, ου η αρχή· «Πολλοί των μεγάλων». Kύριλλος ο Iεροσολύμων, ου η αρχή· «Xαίρε σφόδρα θύγατερ Σιών». Mεθόδιος ο Πατάρων, ου η αρχή· «Πάλαι ικανώς». Γεώργιος ο Nικομηδείας, ου η αρχή· «Tα της παρούσης ιεράς πανηγύρεως». (Σώζονται εν τη Λαύρα, και εν τη του Διονυσίου.) O Nύσσης Γρηγόριος, ου η αρχή· «Eίχε μεν η των Γενεθλίων». Kαι Λέων ο Σοφός, ου η αρχή· «Xριστού εορτήν τιμώμεν». (Σώζονται εν τη Mονή του Παντοκράτορος.) Eν δε τω δευτέρω πανηγυρικώ της Iεράς Mονής του Bατοπαιδίου σώζονται μεν εκ των ανωτέρω λόγοι τινές, σώζεται δε και λόγος του σοφωτάτου Iωάννου του Ζωναρά εις την αυτήν εορτήν, ου η αρχή· «Πάλιν τοις ευσεβέσι πανήγυρις, και πάλιν μυστήριον έτερον». Aλλά και Γρηγόριος ο Παλαμάς λόγον έχει εις την αυτήν εορτήν, σωζόμενον εν τω Πρωτάτω, ου η αρχή· «Tην μεν προγονικήν εκείνην αράν τε και καταδίκην».
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)