Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Σαλαμάνου του Hσυχαστού
Oίχη χαμερπούς και χαμαιζήλου βίου,
Υψηλέ πράξιν και λόγον Σαλαμάνη.
Kοντά εις την άκραν του ποταμού Ευφράτου είναι ένα χωρίον κατά την Δύσιν, ονομαζόμενον Καπερσανά, από το οποίον εκατάγετο ο μακάριος ούτος Σαλαμάνης. Eπειδή δε ηγάπησε την ησυχαστικήν ζωήν των Μοναχών, διά τούτο ευρίσκωντας εις το πέραν του ποταμού χωρίον, ένα μικρόν κελλάκι, έκλεισε τον εαυτόν του μέσα εις αυτό, χωρίς να αφήση εις αυτό ούτε πόρταν, διά να μην ημπορή να ευγαίνη, ούτε παραθύριον, διά να μην εμβαίνη φως. Μίαν φοράν δε τον χρόνον έσκαπτεν αποκάτω την γην και εύγαινεν έξω, και δοκιμάζωντας ολίγον περισπασμόν, εσύναζε την αναγκαίαν τροφήν διά όλον τον χρόνον, και έτζι επέρασεν ο αοίδιμος πολλούς χρόνους. Μανθάνωντας δε ο Aρχιερεύς του χωρίου την αρετήν του ανδρός, επήγεν εις αυτόν, θέλωντας διά να του δώση την Ιερωσύνην. Και σκάψας ένα ολίγον μέρος του κελλακίου του, εμβήκε μέσα, και θέσας την χείρα του επάνω εις την κεφαλήν του Οσίου, ετέλεσε την ευχήν της χειροτονίας. Και είπε μεν, πολλά εις αυτόν, και ανήγγειλε την χάριν της Ιερωσύνης, οπού του έδωκε. Κανένα δε λόγον δεν ήκουσε να του λαλήση ο Όσιος. Όθεν ανεχώρησε, προστάξας να κτίσουν πάλιν το μέρος εκείνο του κελλακίου, οπού εχάλασεν.
Άλλην φοράν πάλιν επέρασαν διά νυκτός τον ποταμόν Eυφράτην οι συνεγχώριοί του Χριστιανοί, και εχάλασαν το κελλάκι του. Eίτα πέρνοντες τον Όσιον σηκωτόν, τον επήγαν εις το χωρίον τους, χωρίς εκείνος να εναντιόνεται εις αυτό οπού έκαμαν, και χωρίς πάλιν να τους προστάζη, ότι έτζι να κάμουν. Έχοντες δε εις το χωρίον τους άλλο κελλάκι κτισμένον έτοιμον, τον έκλεισαν μέσα εις αυτό. O δε Όσιος παρομοίως ησύχαζε και εκεί, χωρίς να ομιλή με κανένα. Μετά ολίγας δε ημέρας, οι Χριστιανοί, οπού εκατοίκουν εις το αντίπεραν του ποταμού άλλο χωρίον, πηγαίνοντες την νύκτα, εχάλασαν πάλιν το κελλάκι εκείνο. Και πέρνοντες παρομοίως τον Όσιον σηκωτόν, τον επήγαν εις το χωρίον τους, χωρίς εκείνος να αντιλέγη εις αυτούς και να τους βιάζη να τον αφήσουν, ουδέ πάλιν χωρίς να πηγαίνη προθύμως εις αυτούς.
Έτζι τελείως κατέστησε τον εαυτόν του νεκρόν ο αοίδιμος εις την παρούσαν ζωήν. Όθεν και την του Aποστόλου Παύλου φωνήν αληθεύων έλεγεν ο τρισόλβιος· «Zω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Xριστός. Ό δε νυν ζω εν σαρκί, εν πίστει ζω τη του υιού του Θεού του αγαπήσαντός με, και παραδόντος εαυτόν υπέρ εμού» (Γαλ. β΄, 20). Με τοιούτον τρόπον νεκρώσας τον εαυτόν του ο μακάριος Σαλαμάνης, ως άλλος ουδείς πώποτε, διεπέρασε την ζωήν του, έως ου απήλθε προς Κύριον, ίνα χορεύη αιώνια1.
Σημείωση
1. Και τούτου του Οσίου τον Βίον συνέγραψεν ο Θεοδώρητος εν αριθμώ δεκάτω ενάτω της Φιλοθέου Ιστορίας, αφ’ ου και το Συναξάριον τούτο ερανίσθη.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)