Το άγχος του μητροπολίτη Λεμεσού είναι προφανές και κατά την άποψη μου δικαιολογημένο. Ο άνθρωπος ζει ένα déjà vu. Θρόνος κενώνεται, εκλογές γίνονται, ο λαός του δίνει προβάδισμα αλλά στον θρόνο κάθεται άλλος. Το έζησε το 2006, το ζει και σήμερα. Ας είμαστε ειλικρινείς, όλο αυτό είναι ψυχοφθόρο. Κάποιος στη θέση του ίσως να μην τολμούσε να το ξαναπεράσει αυτό, ο ίδιος όμως επέλεξε να ξαναμπεί στον στίβο, να αγωνιστεί και να διεκδικήσει. Δικαίωμα του. Αναφαίρετο!
Και τι έκανε για να αποφύγει να δει την ίδια κατάληξη στην προσπάθεια του; Επέλεξε μια εξόχως επικίνδυνη και βαθιά αμφιλεγόμενη στρατηγική η οποία όμως στα μάτια των αδαών φάνηκε σωστή, δίκαιη και απολύτως λογική. Από την πρώτη κιόλας στιγμή της ανακοίνωσης της υποψηφιότητας του, γνωρίζοντας πως και αυτή τη φορά θα είχε την πλειοψηφία των λαϊκών εκλεκτόρων με το μέρος του, ο ίδιος και το επιτελείο του άρχισαν να διακινούν την άποψη πως Αρχιεπίσκοπος θα πρέπει να εκλεγεί από την Σύνοδο αυτός που θα συγκεντρώσει την πλειοψηφία της λαϊκής ψήφου.
Τι πιο δημοκρατικό θα σκεφτεί κάποιος. Κάλπες στήθηκαν, κόσμος προσκλήθηκε, ψηφοδέλτια τυπώθηκαν… Λογικό δεν είναι να υπάρχει η απαίτηση να «εκλεγεί» αυτός που θα συγκεντρώσει την πλειοψηφία;
Εδώ λοιπόν έρχεται το άγχος για το οποίο σας έγραψα στην αρχή αυτού του σημειώματος το οποίο τις περισσότερες φορές, δεν είναι καλός σύμβουλος. Υπάρχει βέβαια κι αυτό που συχνά χαρακτηρίζουμε ως «δημιουργικό άγχος» που σε ορισμένους ανθρώπους λειτουργεί και ως πηγή δύναμης ή ακόμη κι έμπνευσης. Στην περίπτωση του μητροπολίτη Αθανασίου όμως, δεν είναι τέτοιο. Είναι το κλασικό, το γνήσιο, το καταστροφικό άγχος, που οδηγεί τους ανθρώπους στις χειρότερες αποφάσεις.
Και η απόφαση του μητροπολίτη Λεμεσού Αθανασίου να ταυτίσει την λαϊκή πλειοψηφία με την εκκλησιαστική γνώμη των πλειόνων που εν τέλει κρατείται, ήταν μια τέτοια κακή απόφαση που δεν θίγει μόνο τον ίδιο τον μητροπολίτη αλλά και το οικοδόμημα της Εκκλησίας Κύπρου και της ειδικής ή μάλλον, μοναδικής σχέσης που έχει με το πλήρωμα της στις εκλογικές διαδικασίες.
Πάμε όμως να δούμε γιατί έχω αυτήν την άποψη.
Αυτό που προβλέπει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας Κύπρου που βρίσκεται σε ισχύ και με την ψήφο του κ. Αθανασίου, ο λαός της Κύπρου συμμετέχει στην εκλογική διαδικασία επιλέγοντας το Τριπρόσωπο. Ο λαός δηλαδή επιλέγει τους κατά την άποψη του τρείς αξιολογότερους ιεράρχες και τους προωθεί στο επόμενο σκαλοπάτι. Λέει δηλαδή στη Σύνοδο «άγιοι αρχιερείς αυτούς τους τρεις εμείς προκρίνουμε ως ικανούς για να διοικήσουν την Εκκλησία, επιλέξτε εσείς τον καλύτερο».
Εδώ το σύστημα, παρά το γεγονός πως πολλοί εκτός Κύπρου το βλέπουν με σκεπτικισμό γιατί ξεφεύγει εντελώς από την συνήθη κονγκλαβιακού τύπου διαδικασία που ακολουθείται στις υπόλοιπες Εκκλησίες, είναι ιδιαίτερα σοφό. Γιατί; Διότι συνδυάζει δυο διαφορετικά κριτήρια. Αυτά του λαού κι αυτά των Ιεραρχών.
Έτσι σε αυτή τη διαδικασία ο καθένας έχει έναν ξεκάθαρο, απόλυτα διακριτό και σαφώς οριοθετημένο ρόλο που στο τέλος της διαδικασίας ειρηνικά κι αρμονικά παράγει ένα κοινά αποδεκτό αποτέλεσμα.
Αυτή η αρμονία όμως απειλήθηκε και μάλιστα σοβαρά κι επικίνδυνα, τη στιγμή που ο μητροπολίτης Λεμεσού και οι επιτελείς του άρχισαν να επιχειρηματολογούν υπέρ της υπεροχής της λαϊκής ψήφου, σπάζοντας ουσιαστικά τα όρια κι ανατρέποντας ολόκληρη τη λογική πάνω στην οποία έχει δομηθεί η συγκεκριμένη διαδικασία.
Πάνε δηλαδή στον λαό και του λένε πως «η γνώμη σου δεν λαμβάνεται υπόψη». Κι ο λαός που δεν μπορεί να γνωρίζει ούτε κανονικό δίκαιο, ούτε θεολογικές λεπτομέρειες κι ούτε τις λεπτές ισορροπίες που συνθέτουν τον διοικητικό μηχανισμό της κάθε Εκκλησίας προβληματίζεται, αμφιβάλει, και στο τέλος χάνει την εμπιστοσύνη του στην Εκκλησία, γιατί απλά και λογικά, συνηθισμένος από τις άλλες εκλογές στις οποίες συμμετέχει, σκέφτεται πως «δεν γίνεται να ψηφίζω Χ και να μου προκύπτει Ψ… κάτι σκοτεινό συμβαίνει εδώ».
Κι εδώ αρχίζουμε να μετράμε απώλειες.
Ο πρώτος που πλήττεται είναι ο συνοδικός θεσμός. Η Σύνοδος από κεφαλή της διοικητικής πυραμίδας της Εκκλησίας μετατρέπεται σε διεκπεραιωτή της βούλησης του εκκλησιαστικού σώματος. Δεν έχει άποψη, δεν έχει βούληση, δεν της πέφτει λόγος.
Ο επόμενος που θα βρεθεί στο επίκεντρο της «τέλειας καταιγίδας» που δημιουργεί η θεωρία του μητροπολίτη Λεμεσού είναι ο Αρχιεπίσκοπος. Όποιος κι αν είναι αυτός.
Αν για παράδειγμα η Σύνοδος επιλέξει τον μητροπολίτη Λεμεσού, είτε επειδή θα δεχτεί την επιχειρηματολογία του, είτε γιατί θα θεωρήσει ότι αυτός είναι ο ικανότερος, ο Αθανάσιος θα πρέπει να ποιμάνει την Εκκλησία ανάποδα. Αντί δηλαδή να περνά στον λαό τις αποφάσεις της Ι. Συνόδου θα πρέπει να περνά στην Σύνοδο τις προτιμήσεις του λαού. Δεν γίνεται να θεωρείς δεσμευτική την λαϊκή άποψη όταν είναι να σε αναβιβάσει κι όταν πλέον κατέχεις τον θώκο να κάνεις πως δεν τον ακούς… Αυτά τα κάνουν οι δικτάτορες.
Εθνικό θέμα; Η Σύνοδος δεν μπορεί να έχει άποψη. Προηγείται ο λαός. Αξιοποίηση εκκλησιαστικής περιουσίας; Να δούμε τι θέλει ο λαός και να αποφασίσουμε.
Κι αν τελικά εκλεγεί άλλος; Με την τακτική που έχει επιλέξει ο μητροπολίτης Λεμεσού, το μόνο που θα κατορθώσει θα είναι να «προικίσει» τον νέο Προκαθήμενο με την «ρετσινιά» του «μαγειρέματος». Κι ίσως οι άνθρωποι που θα θυμούνται την επιχειρηματολογία του μητροπολίτη Αθανασίου, όταν θα κληθούν ξανά να συμμετάσχουν στην εκλογή του επόμενου δεν θα το πράξουν γιατί θα θεωρούν πως η ψήφος τους δεν έχει αξία.
Για φανταστείτε να εκλεγεί αύριο ο Ταμασού ή ο Πάφου κι ό κόσμος που πίστεψε στον Λεμεσού θεωρήσει, με βάση την επιχειρηματολογία που του πέρασαν, πως ο Αρχιεπίσκοπος δεν είναι αποδεκτός, δεν είναι λαοπρόβλητος. Τι θα κάνει ο Μητροπολίτης Λεμεσού; Θα τρέχει να πει στους πιστούς «γυρίστε πίσω είναι κανονικός ο Αρχιεπίσκοπος»; Ή θα παραμείνει πιστός στην θεωρία της λαϊκής υπεροχής και θα αρνηθεί να δεχτεί το αποτέλεσμα;
Όταν λοιπόν το άγχος ως κακός σύμβουλος εισηγείται την χρήση του λαϊκισμού ως όπλο τίποτα καλό δεν μπορεί να προκύψει.
Πηγή: https://orthodoxia.info/news/to-deja-vu-poy-agchonei-ton-mitropoliti-lemes/