Κυρά

Κατεχόμενο χωριό της μητροπολιτικής περιφέρειας Μόρφου που βρίσκεται περί τα 29,5 χμ. δυτικά της πόλης της Λευκωσίας.

Η Κυρά είναι κτισμένη σε πεδινή περιοχή σε μέσο υψόμετρο 100 μέτρων. Το τοπίο του χωριού είναι διαμελισμένο απο το ποτάμιο δίκτυο του ποταμού Οβγού, ο οποίος ρέει στα βόρεια του οικισμού. Εξάλλου κατά μήκος των νοτίων συνόρων του χωριού ρέε ο ποταμός Σερράχης·

Από γεωλογικής απόψεως, στη διοικητική έκταση του χωριού κυριαρχούν οι αποθέσεις του σχηματισμού Αθαλάσσας (ασβεστολιθικοί ψαμμίτες, άμμοι και αμμώδεις μάργες), οι αποθέσεις του φλύσχη της Κυθρέας και οι πρόσφατες αλλουβιακές αποθέσεις της Ολόκαινης γεωλογικής περιόδου. Πάνω στα πετρώματα αυτά αναπτύχθηκαν καφκάλλες, ξερορεντζίνες, ασβεστούχα και προσχωσιγενή εδάφη.

Η Κυρά δέχεται μια χαμηλή μέση ετήσια βροχόπτωση, που κυμαίνεται περί τα 320 χιλιοστόμετρα. ‘Ομως το νότιο τμήμα του χωριού βρίσκεται στην περιοχή του σημαντικότερου υδροφόρου στρώματος της Κύπρου, εκείνου της δυτικής Μεσαορίας ή Μόρφου. Στην περιοχή έχουν ανορυχθεί αρκετές διατρήσεις που, μαζί με την αξιοποίηση των νερών των ποταμών Σερράχη και Οβγού, συνέβαλαν στην επέκταση των αρδευομένων εκτάσεων στο χωριό. Εξάλλου το φράγμα του ποταμού Οβγού χωρητικότητας 845.000 μ3 νερού, που βρίσκεται μέσα στη διοικητική έκταση του χωριού, βοή­θησε στην άρδευση αρκετής έκτασης γης. Οι κυριότερες καλλιέργειες στην Κυρά, πριν από την τουρκική εισβολή του 1974, ήσαν τα εσπεριδοειδή (κυρίως πορτοκάλια και κιτρόμηλα), τα λαχανικά, τα σιτηρά και τα νομευτικά φυτά. Από κτηνοτροφικής απόψεως, το 1973 εκτρέφονταν από 78 κτηνοτρόφους 589 πρόβατα, 520 κατσίκες και 1.410 πουλερικά.

Από συγκοινωνιακής απόψεως, η Κυ­ρά συνδέεται στα βορειοδυτικά με το Καλό Χωριό Μόρφου ([Καπούτι], περί τα 5,5 χμ.), στα δυτικά με την κωμόπολη της Μόρφου (περί τα 6 χμ.) και στα νοτιοανατολικά με τα χωριά Μάσαρι (περί τα 2 χμ.) και Φιλιά (περί τα 3,5 χμ.) και μέσω της με την πρωτεύουσα.

Η Κυρά γνώρισε συνεχή πληθυσμιακή αύξηση από το 1881 μέχρι το 1973. Σ’ αυτό συνέβαλαν, σε μεγάλο βαθμό, οι προσοδοφόρες γεωργικές εκμεταλλεύσεις, η καλή οδική της σύνδεση και η γειτνίασή της με την κωμόπολη της Μόρφου. Το 1881 οι κάτοικοι του χωριού ήσαν 193 που αυξήθηκαν στους 196 το 1891, στους 239 το 1901, στους 247 το 1911, στους 248 το 1921, στους 264 το 1931, στους 362 το 1946, στους 580 το 1960 και στους 782 το 1973.

Το χωριό υφίστατο τουλάχιστον από την περίοδο της φραγκοκρατίας και βρίσκεται σημειωμένο σε παλαιούς χάρτες ως Chora. Κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας το χωριό ήταν φέουδο που ανήκε αρχικά στους Ναΐτες ιππότες, μετά τη διάλυση του τάγματος τους όμως περιήλθε στην κατοχή των Ιωαννιτών ιπποτών, αποτελούσε δε ιδιοκτησία της κομμανταρίας του Τέμπλους.

Με την περίοδο της φραγκοκρατίας φαίνεται να συνδέεται και τοπική παράδοση, την οποία αναφέρει ο Νέαρχος Κληρίδης, σχετική και με την ονομασία της Κυράς: Στην περιοχή του χωριού διέμενε μια βασίλισσα (ή ευγενής;) δηλαδή μια κυρά. Υπήρχε δε και μεγάλη, δεξαμενή διαστάσεων (κατά τον Κληρίδη) 200X100X10 ποδών, στην οποία η κυρά αυτή των μεσαιωνικών χρονών λουζόταν αλλά έκανε ακόμη και τη βαρκάδα της. Σώζονται κοντά στο σχολείο του χωριού τα θεμέλια της δεξαμενής αυτής η οποία, πιθανώτατα, εξυπηρετούσε αρδευτικούς σκοπούς. Η δεξαμενή ετροφοδοτείτο με νερό από μια πηγή που υπήρχε στη γειτονική εκκλησία. Η πηγή στέρεψε αργότερα, πιθανόν εξαιτίας των πολλών διατρήσεων που έγιναν στην περιοχή.

Ο G. Jeffery σημειώνει ότι στην περιο­χή του χωριού υφίστατο, κατά την περί­οδο της φραγκοκρατίας, μεγάλο κτήμα (casal) ονομαζόμενο Zenuri ή και Tenuri. Η ονομασία του κτήματος αποτελεί πα­ραφθορά του επωνύμου de Nores (ντε Νόρες*], της μεγάλης και γνωστής μεσαιωνικής οικογένειας της Κύπρου. Ο Gunnis θεωρεί πιθανό ότι στην ίδια περιοχή υφίστατο και μικρός πύργος ή παρατηρητήριο.

Ωστόσο η ονομασία του χωριού φαίνεται να είναι παλαιότερη της περιόδου της φραγκοκρατίας και ανάγεται στην Βυζαντινή περίοδο, οπότε Κυρά απεκαλείτο η Παναγία. Ο Ν. Κληρίδης (Χωριά και Πολιτείες της Κύπρου, 1961, σ. 127) δίνει και την επιπρόσθετη πληροφορία ότι στην περιοχή του χωριού υφίστατο μοναστήρι αφιερωμένο στην Παναγία την Κυρά. Η προσωνυμία Κυρά της Παναγίας απαντάται και σε αρκετά άλλα μέρη της Κύπρου.

Η εκκλησία του χωριού εξάλλου, κτισμένη πάνω από την πηγή που τροφοδο­τούσε την μεγάλη δεξαμενή, είναι αφιερωμένη στην Παναγία Χρυσελεούσα. Πρόκειται για οικοδόμημα του 16ου αιώνα που όμως ανακαινίστηκε το 1879.

Στην περιοχή του χωριού Κυρά βρίσκονται και άλλα αξιόλογα χριστιανικά κατάλοιπα. Στ’ ανατολικά, σε κορφή ενός λόφου, βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Ρηγάτη (το επώνυμο Ρηγάτης, από το ρήγας=βασιλιάς, παραπέμπει και πάλι σε μεσαιωνικούς θρύλους). Η εκκλησία αυτή ήταν το καθολικό μικρού μοναστηριού που αποτελούσε μετόχι του Παναγίου Τάφου (βλέπε γι’ αυτήν στο λήμμα Γεωργϊου Αγίου εκκλησίες, τόμος Δ’, σσ. 54-55). Η εκκλησία πήρε το επώνυμο Ρηγάτης επειδή σ’ αυτήν πήγαινε να προσευχηθεί η ρήγαινα που κατοικούσε στην περιοχή, σύμφωνα προς τοπική παράδοση.

Εξάλλου με τον άγιο Γεώργιο συνδέεται και τοποθεσία περί τα 6 χμ. βόρεια του χωριού Κυρά. Η τοποθεσία ονομάζε­ται Λαξιά τ’ άη Γιώρκη, και σ’ αυτήν έχουν βρεθεί αρχαία κατάλοιπα.

Το μοναστήρι του Αγίου Χρυσοστόμου κατείχε στην περιοχή του χωριού αρκετή κτηματική περιουσία.

Ως μεσαιωνικό φέουδο, η Κυρά ή τουλάχιστον αρκετή από την διοικητική της έκταση, περιήλθε υπό τουρκική κατοχή μετά την κατάκτηση της Κύπρου από τους Τούρκους το 1570/71. Μέχρι και πρόσφατα αρκετή περιουσία στηυ περιοχή του χωριού ανήκε στο Εβκάφ.

Η περιοχή, ωστόσο, στην οποία βρίσκεται το χωριό, ήταν κατοικημένη από τα αρχαιότατα χρόνια και αποτελεί σημαντική αρχαιολογική ζώνη των Προϊστορικών χρόνων. Υπάρχουν, κοντά στο χωριό, συνοικισμοί της Χαλκολιθικής II περιοδου (2900-2500 π.Χ.) και της Πρώιμης εποχής του Χαλκού I περιόδου (2500-2075 π.Χ), από τους οποίους και προήλθαν διάφορα αρχαία ευρήματα. Εξάλλου η περιοχή των συνοικισμών αυτών εντάσσεται στην ευρύτερη περιοχή της δυτικής πεδιάδας (πεδιάδα Μόρφου) που ήταν πυκνοκατοικημένη κατά τα Προϊστορικά χρόνια (συνοικισμοί Κυράς, Φι­λιάς, Δένειας, Χρυσηλιού, Μόρφου κ.α.), επί του ποταμού Οβγού.

Στην περιοχή του χωριού Κυρά είναι γνωστοί δυο προϊστορικοί συνοικισμοί. Ο ένας βρίσκεται στην τοποθεσία Αλώνια, σε απόσταση λιγότερη του ενός χμ. νοτιοανατολικά του χωριού, σε υψόμετρο περί τα 100 μέτρα. Φαίνεται ότι ήταν αρκετά μεγάλος συνοικισμός της Χαλ- κολιθικής II περιόδου, σύμφωνα και προς τα ανασκαφικά δεδομένα. Ανα­σκαφές έγιναν το 1945-46. Ο δεύτερος συνοικισμός, λίγο μεταγενέστερος του προηγουμένου, βρίσκεται στην τοποθεσία Καμινάρια, όχι μακριά από τον συνοικισμό στα Αλώνια. Ανασκαφές έγιναν το 1946.

Αρχαία κατάλοιπα που βρέθηκαν στην περιοχή του χωριού μαρτυρούν ότι αυτή είχε κατοικηθεί και αργότερα, κατά τους Ιστορικούς χρόνους, μέχρι και τα Ελληνιστικά χρόνια.

Μετά την τουρκική εισβολή του 1974, κι εξαιτίας αυτής, όλοι οι ‘Ελληνες κάτοικοι του χωριού προσφυγοποιήθηκαν. Αργότερα εγκαταστάθηκαν σ’ αυτό Τουρκοκύπριοι που μεταφέρθηκαν από τις ελεύθερες στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, καθώς και αριθμός Τούρκων εποίκων. Στο πλαίσιο της προσπάθειάς τους για εξάλειψη όλων των ελληνικών τοπωνυμίων στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, οι Τούρκοι μετονό­μασαν το χωριό το 1975 σε Mevlevi.

* Χρησιμοποιήθηκαν εκτενή αποσπάσματα από τα λήμματα της Μεγάλης Κυπριακής Εγκυκλοπαίδειας 1981-1990, εκδόσεις Φιλόκυπρος, Λευκωσίας
 
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΙ ΚΥΡΑΣ:
  • ΟΙΚΟΝΟΜΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ
  • ΔΑΜΙΑΝΟΣ ΔΑΜΙΑΝΟΥ
  • ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΟΛΕΑ
  • ΣΑΒΒΑΣ ΚΟΥΛΛΟΥΡΟΣ