Σε πολλές άλλες περιπτώσεις, μέσα στα ιερά κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης, βλέπουμε την αποκρυφιστική δύναμη του Εωσφόρου να συντρίβεται από την παντοδυναμία του Θεού, όπως στο παράδειγμα του προφήτη Ηλία, που συγκρούστηκε με τους ιερείς των ειδώλων της Χαναάν.
Παρόλα αυτά, οι Εβραίοι συνέχισαν να κάνουν τα ίδια λάθη, δηλαδή αντί να εμπιστεύονται την δύναμη και την αγάπη του Θεού, να εκτρέπονται στην λατρεία των ειδώλων και στον αντίστοιχο αποκρυφισμό. Συνολικά, με τα 430 χρόνια δουλείας του εβραϊκού λαού στην Αίγυπτο, την εγκατάσταση στην Παλαιστίνη το 1334 π.Χ. και αργότερα με την 70χρονη εξορία στην Βαβυλώνα, οι Εβραίοι γνώρισαν τις αποκρυφιστικές γνώσεις των λαών όλης της Μέσης Ανατολής, των Αιγυπτίων, των Χαναναίων και των Βαβυλωνίων.
Κάπως έτσι, δημιούργησαν την δική τους αποκρυφιστική παράδοση, η οποία ασφαλώς ήταν απαγορευμένη από τον Νόμο του Θεού. Συνεπώς, παράλληλα με την επίσημη μονοθεϊστική θρησκεία του Ιουδαϊσμού, συνυπήρχε και ο εβραϊκός αποκρυφισμός, σαν μια δεύτερη παράνομη θρησκεία.
Με την κατάκτηση της Παλαιστίνης από τον Μέγα Αλέξανδρο, το 331 π.Χ., έρχεται σε άμεση επαφή και αλληλεπίδραση η ελληνική φιλοσοφία με τον Ιουδαϊσμό και τις θρησκείες της Ανατολής. Μέσω αυτών των πνευματικών αλληλεπιδράσεων, δημιουργούνται κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή νέα θρησκευτικά ρεύματα, που κατά κανόνα συνδυάζουν ανατολικό αποκρυφισμό και ελληνική φιλοσοφία.
Ακόμη και οι Εβραίοι αποκρυφιστές επηρεάστηκαν από την ελληνική φιλοσοφία και άρχισαν να χρησιμοποιούν στοιχεία από τον Πυθαγόρα, τον Πλάτωνα και άλλους Έλληνες φιλοσόφους, δημιουργώντας έτσι ένα φιλοσοφικό σύστημα που εξωτερικά θύμιζε φιλοσοφία, αλλά στο βάθος του ήταν αποκρυφισμός και λατρεία του Εωσφόρου.
Πολύτιμες γνώσεις για την ύπαρξη ύποπτων παραθρησκευτικών ομάδων μέσα στους κόλπους των Ιουδαίων μάς παρέχει ο Εβραίος ιστορικός Ιώσηπος, που αναφέρεται αφενός στην αιρετική οργάνωση των Εσσαίων, αφετέρου στους Φαρισαίους, την γνωστή από τα Ευαγγέλια ομάδα παραδοσιακών (υποτίθεται) Εβραίων.
Οι Φαρισαίοι άρχισαν να εμφανίζονται γύρω στο 150 π.Χ. και θεωρούσαν τους εαυτούς τους ραββίνους, δηλαδή δασκάλους και άρχοντες του λαού. Αλλά ενώ μελετούσαν και ερμήνευαν τον Γραπτό Νόμο, άρχισαν να διατυπώνουν μια περίεργη θεωρία, που ερχόταν σε αντίθεση με την Παλαιά Διαθήκη.
Έλεγαν, λοιπόν, ότι ο Μωυσής στο όρος Σινά δεν δέχθηκε μόνο τον Γραπτό Νόμο από τον Θεό, την Τορά (Torah), αλλά και έναν προφορικό νόμο, μια προφορική διδασκαλία, που απευθυνόταν μόνο στους Εβραίους, που είχαν υψηλό πνευματικό επίπεδο. Ο Μωυσής, με την σειρά του, μεταβίβασε αυτόν τον προφορικό νόμο σε κάποιους σοφούς και εκλεκτούς Εβραίους, οι οποίοι τον διέδιδαν με προσοχή, από γενιά σε γενιά.
Ασφαλώς, αυτή η θεωρία δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα ψέμα, μια πονηρή επινόηση των Φαρισαίων, μέσω της οποίας εξαπατούσαν τους απλούς Εβραίους και υποβάθμιζαν την αυθεντία του μωσαϊκού Νόμου. Και αυτός ο περίφημος προφορικός νόμος, που δήθεν δόθηκε προφορικά στον Μωυσή, ήταν ο αποκρυφισμός, η εβραϊκή δαιμονολατρεία, την οποία δεν τολμούσαν δημόσια και φανερά να αποκαλύψουν οι Φαρισαίοι.
Αποσπάσματα από το βιβλίο του ιστορικού-αρχαιολόγου Διόδωρου Ράμμου «Από την Συναγωγή στην Μασονία, Ελληνική φιλοσοφία και εβραϊκός Γνωστικισμός».