Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό: Τό πάθος τῆς ὁμοφυλοφιλίας καί ἡ προσέγγισή του ἀπό ἐκκλησιολογική – ἀνθρωπολογική ἄποψη

Ὁμιλία τοῦ Ἰωάννη Ν. Μαρκά, 
πτυχιούχου Θεολογίας Α.Π.Θ. (M. Th.), 
στόν Ι.Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀμαρουσίου 6/11/2019
 
Ὀλέθρια σάρκα. Τοῦ δολίου Βελίαρ κῦμα σκοτεινό
σάρκα φρικτή, ρίζα τῶν πολύμορφων παθῶν.
Ὀλέθρια σάρκα, φίλη τοῦ ἐδῶ κόσμου πού κυλάει ΄
σάρκα φρικτή ΄ ἀντίπαλε τῆς οὐράνιας ζωῆς.
«Κατά σαρκός», ποίημα ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου [1] .
 
Α΄ ΜΕΡΟΣ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ
 
Ιωάννης Μαρκάς, πτυχιούχος Θεολογίας

Σεβαστοί πατέρες,

Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
 
Ἀρχικά θά ἤθελα νά σᾶς εὐχαριστήσω γιά τήν πρόσκληση πού μοῦ ἀπευθύνατε νά παραβρεθώ ἀπόψε στόν Ι. Ν.. Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀμαρουσίου καί νά συμμετέχω στόν κύκλο τῶν ὁμιλιῶν πού προγραμμάτισε γιά τό ἐκκλησιαστικό καί ἐκπαιδευτικό… ἔτος πού διανύουμε ἡ δραστήρια καί πάντοτε γρηγοροῦσα «Ἑστία Πατερικῶν Μελετῶν».
 
Τό θέμα γύρω ἀπό τό πάθος τῆς ὁμοφυλοφιλίας, τό ὁποῖο θά ἀναπτύξουμε ἐντός ὀλίγου, εἶναι ἕνα ἀπό τά πλέον ἐπίκαιρα καί εὐαίσθητα θέματα στή σημερινή ἐποχή τῆς ἀποστασίας πού ὅλοι βιώνουμε. Μέ τη χάρη τοῦ Θεοῦ θά προσπαθήσουμε νά προσεγγίσουμε αὐτό τό ζήτημα, ὄχι ἐπί τῇ βάσει κοσμικῶν «ἐπιστημονικῶν» ἐπιχειρημάτων (π.χ. ἰατρικῆς, ψυχιατρικῆς, βιολογίας κτλ), ἤ ἀφῃρημένων καί γενικόλογων «ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων», ἀλλά μέ ὅρους θεολογικούς, ἐκκλησιαστικούς καί ποιμαντικούς, ὅπως ἑδράζονται:
 
α) στήν Ἁγία Γραφή, ὡς ἀποκάλυψη τοῦ θελήματος τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, καί
 
β) στήν ἀνόθευτη διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί Θεοφόρων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἀσχολήθηκαν μέ τή σειρά τούς ἀπλανῶς καί ἀλαθήτως μέ τό ἕν λόγῳ θέμα.
 
Γίνεται συνεπῶς σαφές πώς στήν παροῦσα ὁμιλία δέν θά ἐκφέρουμε προσωπικές ἀπόψεις, οὔτε ἀσφαλῶς θά στοχοποιήσουμε κάποιους περιθωριακούς ἀνθρώπους, κάποιους «λεπρούς», στήν τάξη τῶν ὁποίων δέν ἀνήκουμε ἐμεῖς οἱ «καθαροί». Ἄλλωστε, ἡ προσέγγιση τῶν ἐφάμαρτων ζητημάτων ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἔχει ὡς σκοπό τόν στιγματισμό καί τήν ἐξουθένωση τοῦ «πλησίον», ἀλλά τήν ἑκούσια ἀποδοχή τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, πού θά τόν ὁδηγήσει στή συναίσθηση τῆς ἐμπαθοῦς καταστάσεώς του καί ἐν τέλει στή θεραπεία του.  Γιά ὅσους σκόπιμα ἤ μή τό παραγνωρίζουν, ἡ ἀναφορά τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, παρά τό γεγονός ὅτι  ἀποτελεῖ θεῖο καθίδρυμα, δέν ἐξαντλεῖται μόνο στούς ἐνάρετους ἀνθρώπους, ἀλλά ἐπεκτείνεται κυρίως στούς πνευματικά ἀδύνατους καί ἀτελεῖς, στούς πάσχοντες καί τους νοσοῦντες. Πρόκειται οὐσιαστικά γιά τό κατεξοχήν ὁρατό θεραπευτήριο, ὅπου πραγματώνεται διαχρονικά ἡ λυτρωτική ὑπόσχεση τοῦ «ἰατροῦ τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων» Χριστοῦ στό ταλαιπωρημένο, ἀπό τόν πόνο καί τήν ἁμαρτία, ἀνθρώπινο γένος πώς «οὐ χρείαν ἔχουσιν οἰ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ᾿ οἱ κακῶς ἔχοντες» (Μτθ. θ΄ 12).
 
Ἄρα συνοπτικά, ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά ὁδηγήσει στή σωτηρία τό γένος τῶν ἀνθρώπων καί στήν ἀποκατάσταση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ στή γῆ. Εἶναι μέ ἄλλα λόγια ἡ ἀνατροπή τῆς ἁμαρτίας καί ἡ ἐπικράτηση τῆς ἀγάπης, τῆς χαρᾶς καί τῆς ἐλευθερίας στή γῆ. Δια μέσου τῆς Ἐκκλησίας συμφιλιώνεται πάλι ὁ μετά τήν πτώση ἄνθρωπος μέ τόν Θεό, πού ἀπό ἐχθρός τοῦ Θεοῦ (ἕνεκα τῆς καταστάσεως τῆς ἁμαρτίας πού βρισκόταν) προάγεται ἐκ νέου σέ μέτοχο τῆς ἀρχαίας αὐτοῦ Χάριτος καί δόξας. Μόνον ἡ Ἐκκλησία ἀσκεῖ τό ἔργο τῆς ἀπολυτρώσεως καί τοῦ ἁγιασμοῦ, ἕνα ἔργο τό ὁποῖο της τό ἀνέθεσε ὁ Σωτῆρας Χριστός διά τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία καθίσταται ὁ μοναδικός αὐθεντικός φορέας, μέσῳ τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἐπικοινωνήσει μέ τόν Θεό καί νά ἐξυγιανθεῖ ψυχοσωματικά, ἔχοντας προπαρασκευασμένα τά κατάλληλα φάρμακα πού εἶναι τά ἱερά της μυστήρια, γιά νά ἀναγεννήσει τά ἄσωτα μέλη της καί νά τά μεταβάλει ἀπό τέκνα ἀπωλείας σέ τέκνα Χάριτος.
 
Ὡς ἐκ τούτου, ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τήν «κιβωτό τῆς σωτηρίας» τοῦ ἀνθρώπου, ἐντός τῆς ὁποίας ὅλα ἀνεξαιρέτως τά πάθη δύνανται νά μεταμορφωθοῦν καί νά ἀναβαθμιστοῦν μέ ὁρίζοντα σωτηριολογικό, ἐφόσον ὁ ἀσθενής ἄνθρωπος μετανοήσει ἐμπράκτως, κατά τό εὐαγγελικό πρότυπο τοῦ «ἀσώτου υἱοῦ». Ἑπομένως εἶναι σημαντικό νά γίνει κατανοητό ἀπό τό ἀκροατήριο, πώς ἡ ὅποια συζήτηση γιά τό πάθος τῆς ὁμοφυλοφιλίας, ἐφόσον ἀποσυνδεθεῖ ἀπό τή σωτηριολογία τοῦ ἀνθρώπου, εὔλογα μπορεῖ νά διολισθήσει σέ μία συζήτηση ἄσκοπη γιά τόν Ὀρθόδοξο Χριστιανό, ἰδιαίτερα ὅταν ἀπέναντί του ἔχει νά συνδιαλλαγεί μέ τόν ἀκαδημαϊκό (ἤ καί λαϊκό) κόσμο τοῦ ρασιοναλισμοῦ (=ορθολογισμοῦ), ὁ ὁποῖος στό μεγαλύτερο μέρος του ἔχει γίνει πηγή διαφθορᾶς. Γιά τόν κόσμο αὐτό, πού ἔχει ὡς χαρακτηριστικό γνώρισμά του τόν πνευματικό ἀναλφαβητισμό,  ἡ «ἐρωτική ἀπελευθέρωση», καί μάλιστα στήν πιό ἀχαλίνωτη φάση της εἶναι ἐνδεικτική τῆς «εἰλικρίνειας» τῆς σύγχρονης ἀνθρωπότητας, ἐνταγμένη στό δόγμα: «τά πάντα ἐπιτρέπονται». Αὐτός ὁ κόσμος, ζῶντας πλέον στόν οἶστρο τῆς ἀποστασίας του ἀπό τόν Θεό, δέν δύναται νά συνειδητοποιήσει πώς σκοπός τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου εἶναι ἡ σωτηρία καί ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου, καί ὅτι ἡ «ὁρατή Ἐκκλησία» ἀποτελεῖ τόν μόνο σωτηριώδη φορέα.
 
Ὅμως αὐτός ὁ κόσμος σέ καμμία περίπτωση δέν μπορεῖ νά προσδιοριστεῖ ὡς χριστιανικός, ἀκόμα κι ἄν τυπικά μιλᾶμε γιά βαπτισμένους Ὀρθοδόξους. Διότι ὅπως θά μᾶς πεῖ ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, «ὁ τῶν χριστιανῶν κόσμος ἕτερός ἐστι, καὶ διαγωγὴ καὶ νοῦς καὶ λόγος καὶ πρᾶξις ἑτέρα τυγχάνει, καὶ ἡ τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσμου τούτου διαγωγὴ καὶ νοῦς καὶ λόγος καὶ πρᾶξις ἑτέρα. Ἄλλο τί εἰσιν ἐκεῖνοι καὶ ἄλλο τί εἰσιν οὗτοι, καὶ πολλὴ διάστασις μεταξὺ τούτων κἀκείνων» [2] .
 
Β’ ΜΕΡΟΣ:  ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΗΣ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
 
Ποιές εἶναι οἱ ὀντολογικές προδιαγραφές τοῦ ἀνθρώπου
 
Προτοῦ ὅμως ἐμβαθύνουμε στό θέμα πού μᾶς ἀφορᾶ, καλό εἶναι νά δώσουμε τίς ἀκριβεῖς συντεταγμένες περί τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νά προσδιορίσουμε ἐπακριβῶς τά κατασκευαστικά ὅρια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Τούτη ἡ ἀνάλυση θά μᾶς χρησιμέψει νά κατανοήσουμε πότε ἡ ἀνθρώπινη φύση κινεῖται στό κατά φύσιν τῆς δημιουργίας, καί πότε κινεῖται στό παρά φύσιν,  ὅπου ὑπάρχει σαφέστατη ἐκτροπή τῶν φυσικῶν λειτουργιῶν τοῦ ἀνθρώπου. Κατά τόν ἅγιο Ἰσαάκ τον Σῦρο, ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται στήν πρώτη περίπτωση σαφῶς καί ἀνταποκρίνεται στίς προδιαγραφές του κατ’ εἰκόνα, διότι «ἡ ψυχή, ὅταν εὑρεθῇ κατά φύσιν, ἄνω διάγει,… ὅταν δέ ἄνω γένηται, ἀπαθής εὑρίσκεται΄», ἐνῶ ὅταν βρίσκεται στήν  δεύτερη περίπτωση τελεῖ ὑπό τό καθεστώς τῆς ἁμαρτίας, κάτι τό ὁποῖο ἐπιφέρει σοβαρές συνέπειες ὡς πρός τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς του καί τήν ἐπαναγωγή του στήν πορεία πρός το καθ’ ὁμοίωσιν, ἀφοῦ «ἄν κατέλθῃ ἡ φύσις ἐκ τῆς οἰκείας τάξεως, τότε τά πάθη ἐν αὐτῇ εὑρίσκεται» [3]. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός διασαφηνίζει σχετικά πώς ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ κατάχρηση τῶν φυσικῶν δυνάμεων πού ἔχουν δωρηθεῖ ἀπό τόν Θεό στή ψυχή, διευκρινίζοντας ὡστόσο πώς οἱ δυνάμεις αὐτές καθ’ ἑαυτές δέν εἶναι κακές, γίνονται ὅμως κακές ὅταν στρέφονται ἐνάντια στό νόμο τοῦ Θεοῦ πού τίς ἔδωσε [4] . Στό σημεῖο αὐτό προκαταβολικά μόνο νά σημειώσουμε πώς ἡ ὁμοφυλοφιλία ἀποτελεῖ κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο τή μεγαλύτερη ἐκτροπή-ἀτιμία [5] , ὅσον ἀφορᾶ στίς φυσικές λειτουργίες τοῦ ἀνθρώπου, κατά συνέπεια οἱ σωτηριολογικές ἐπιπτώσεις γιά ἕναν ὁμοφυλόφιλο εἶναι τεράστιες, καθώς, ὅπως τονίζουν ὁμοφώνως οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἁμαρτία αὐτή ὁμοιάζει μέ ἀκαριαῖο θάνατο τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλά αὐτό θά τό ἀναλύσουμε διεξοδικά λίγο πιό κάτω.
 
Τώρα, ἄς ἔλθουμε στή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου μέσα ἀπό τήν οἰκεία περιγραφή τῶν Πατέρων, ὥστε νά γνωρίσουμε καλύτερα τούς λόγους τῶν ὄντων. Κι ἄς ἀναφέρουμε ἐν πρώτοις τή σοφή διάγνωση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, πώς ἔπειτα ἀπό τή δημιουργία τῶν νοητῶν (ἀγγελικῶν τάξεων) καί αἰσθητῶν κτισμάτων, ὁ Θεός, διά τῆς πανσόφου βουλήσεώς Τοῦ, προέβη καί σέ μία σύνθεση τῶν δύο φύσεων, τῆς ἀοράτου καί τῆς ὁρατῆς [6]. Ἀπό αὐτή τή χειροποίητη σύνθεση προέκυψε ὁ ἄνθρωπος, τό τελειότερο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος πλάστηκε στό μεθόριο ὁρατοῦ καί ἀοράτου κόσμου, ἔχοντας ἐξασφαλισμένο τό κατ’ εἰκόνα καί δυνάμει το καθ’ ὁμοίωσιν. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός στό ἔργο του «Ἔκδοσις ἀκριβῆς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως» μᾶς δίδει ὁρισμένα σημαντικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τοῦ πρώτου ἀνθρώπου. Μέ βάση λοιπόν αὐτή τήν ἀξιόπιστη περιγραφή, «ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο ἄκακο, εὐθύ, ἐνάρετο, ἄλυπο, ἀμέριμνο, στολισμένο μέ τή λαμπρότητα κάθε ἀρετῆς, προικισμένο μέ ὅλα τά ἀγαθά, ὡσάν κάποιο δεύτερο κόσμο, μικρό κόσμο μέσα στό μεγάλο, ἄλλον ἄγγελο προσκυνητῆ, σύνθετο, θεατή τῆς ὁρατῆς δημιουργίας, γνώστη τῶν μυστηρίων τῆς νοητῆς, βασιλιᾶ τῶν ἐπιγείων, πού κυβερνᾶται «ἄνωθεν» (=από τό Θεό), ἐπίγειο καί οὐράνιο, προσωρινό καί ἀθάνατο, ὁρατόν καί νοούμενον, ἐνδιάμεσο μεταξύ μεγαλείου καί μικρότητος, τόν ἴδιο πνεῦμα καί σάρκα ΄ … ἀκόμη τόν δημιούργησε ἀναμάρτητο κατά τή φύση καί ἐλεύθερο κατά τή θέληση…» [7] .
 
Ἀντιστοίχως ὁ Μέγας Βασίλειος χαρακτηρίζει τόν ἄνθρωπο ὡς τό μόνο θεόπλαστο ζῶο, τό ὁποῖο ἔγινε μέ βάση τήν εἰκόνα τοῦ Δημιουργοῦ. Ἔχοντας ψυχή νοερή μπορεῖ νά στοχάζεται τό Θεό, νά κατανοεῖ τούς λόγους τῶν ὄντων καί μέ ἐνάρετη ζωή νά κατευθύνεται πρός τήν ἀγγελική ἰσοτιμία. Καί συνεχίζει ὁ θεῖος καί ὄντως μεγάλος Βασίλειος λέγοντας πώς ἡ ὑπεροχή τοῦ ἀνθρώπου σέ σχέση μέ τά ἄλλα ζῶα εἶναι συντριπτική, διότι μόνον ὁ ἄνθρωπος ἀξιώθηκε νά πλαστεῖ ὄρθιος, κάτι πού φανερώνει οὐράνια συγγένεια. Καί τοῦτο συνέβη σκόπιμα, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά μήν εἶναι μιά βοσκηματώδης ὕπαρξη πού ἔχει προσήλωση στά γήινα καί στά τῆς κοιλίας πάθη, ἀλλά νά στρέφεται πρός τά ἄνω καί νά ἐξαντλεῖ ὅλη τήν ὁρμή του στά ἐπουράνια ἐνδιαφέροντα [8] .
 
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, κατά σάρκα ἀδελφός τοῦ Μεγάλου Βασιλείου προχωρεῖ σέ μία ἀκόμη πιό ἐντυπωσιακή καί ἀναλυτική ἀνατομία τοῦ ἀνθρώπινου εἴδους. Ἀφοῦ μέ τή σειρά του ἐπαναλαμβάνει τίς περισσότερες ἀπό τίς θέσεις πού ἤδη ἐκτέθησαν, ἀναφέρει ἐπιπλέον πώς ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι διπλή. Διότι πρῶτα κατασκευάστηκε ἡ φύση πού εἶχε ὁμοιότητα μέ τό θεῖο, κάτι πού φαίνεται ἀπό τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, καί ἔπειτα εἶναι ἡ φύση πού διαιρέθηκε κατά τή διαφορά στά γένη, ἄρρεν καί θῆλυ, κάτι πού εἶναι ξένο ὡς πρός τίς ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ [9] . Ἡ πρώτη φύση ἔχει τίς προδιαγραφές τῆς κατασκευαστικῆς ἀκρίβειας, ἐνῶ ἡ δεύτερη φύση οἰκονομήθηκε διά κτίσεως, ἐξαιτίας τῆς τρεπτότητας τοῦ ἀνθρώπου πρός τό πονηρό καί τήν κακή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου του, τήν ὁποία ὁ Θεός προκατάλαβε μέ τήν προγνωστική του δύναμη. «Καί ἐπειδή», καταλήγει ὁ ἅγιος Νύσσης, «εἶδε τί θά συμβεῖ, ἐπινοεῖ στήν εἰκόνα τή διαφορά μεταξύ ἄρρενος καί θήλεος, ἡ ὁποία δέν βλέπει πρός τό θεῖο ἀρχέτυπο, ἀλλά, ὅπως ἔχει λεχθεῖ, εἶναι προσοικειωμένη πρός τήν ἀλογώτερη φύση» [10] .
 
Τί σημαίνει ὅμως, αὐτό πού εἴδαμε λίγο πιό πάνω νά παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, πώς ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε ἀναμάρτητος κατά τή φύση, ἐνῶ γνωρίζουμε πώς κυριολεκτικά ἀναμάρτητος κατά τή φύση εἶναι μόνον ὁ Θεός ; Ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἐνόσῳ ζοῦσε στόν Παράδεισο καί τηροῦσε τίς ἐντολές, εἶχε τάση διαρκῶς πρός τό ἀγαθό, καθότι πλάστηκε ἀπό το Θεό «καλός λίαν». Ταυτόχρονα ὅμως, ὅπως ἀναφέρθηκε,  ἦταν ἐλεύθερος κατά τή βούληση , ἄρα στήν πραγματικότητα ἦταν τρεπτός τόσο πρός τό καλό, ὅσο καί πρός τό κακό. Αὐτό τό στοιχεῖο τῆς ἐλευθερίας ἀποτελοῦσε καί τό μεγάλο δῶρο πού ἔκανε ὁ Θεός πρός τόν ἄνθρωπο, ἄσχετα ἄν ὁ τελευταῖος δέν τό ἀξιοποίησε καί ἐξέπεσε προσωρινά τῆς πορείας πρός το καθ’ ὁμοίωσιν.
 
Μερικοί βέβαια στό σημεῖο αὐτό ἴσως ἀπορήσουν καί ἀντειπούν, «καί γιατί ὁ Θεός δέν μᾶς παγίωσε στήν κατάσταση τῆς ἀναμαρτησίας, ἀκόμη κι ἄν ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι θά θέλαμε νά ἁμαρτήσουμε»; Διότι, ἀπαντᾶ μέ θαυμαστό τρόπο ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, στό Θεό δέν ἀρέσει αὐτό πού γίνεται μέ ἐξαναγκασμό, ἀλλά αὐτό πού ἐπιτυγχάνεται μέ ἀρετή καί μάλιστα κι αὐτή ὄχι μέ τό ζόρι, ἐξ ἀνάγκης, ἀλλά μέ ἀγαθή προαίρεση [11] . Ὁ ἄνθρωπος δέν πλάστηκε γιά νά ζεί δεμένος, ἀλλά ἐλεύθερος, ἀκριβῶς γιατί δέν ἀνήκει ὀντολογικά στήν ἄλογη φύση, ἀλλά στή λογική. Ἀκόμα καί μετά τήν πτώση καί ἰδιαίτερα μετά τήν ἔλευση τοῦ Λυτρωτῆ καί Σωτῆρα, Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νά μήν σέρνεται πίσω ἀπό τήν ἄλογη φύση, τρώγοντας καί πίνοντας ἀδιακρίτως, ἀφοῦ δέν γεννηθήκαμε γιά νά τρῶμε καί νά πίνουμε, ἀλλά γιά νά ἀποφεύγουμε τήν ἁμαρτία καί νά ἐργαζόμαστε τήν ἀρετή [12] .
 
Πράγματι, ὁ μεταπτωτικός ἄνθρωπος μπορεῖ νά βρίσκεται σέ μειονεκτικότερη θέση ἀπό ὅ,τι ἦταν ὁ Ἀδάμ στόν Παράδεισο, ἀκριβῶς ἐπειδή ἀμαυρώθηκε τό κατ’ εἰκόνα καί ἀσθένησε σοβαρά ἡ ἀνθρώπινη φύση, πλήν ὅμως, ἀπ’ τή στιγμή πού δέν καταστράφηκε ὁλοσχερῶς τό κατ’ εἰκόνα, παρέμειναν ἐντός του κάποιες πνευματικές δυνάμεις, οἱ ὁποῖες ὄχι μόνο ἔχουν τό ὀντολογικό τους ὑπόβαθρο στό ἀμαυρωμένο κατ’ εἰκόνα, ἀλλά τοῦ δίνουν τή δυνατότητα νά ἀναφέρεται στό Θεό καί νά πραγματώνει τό καλό [13] . Κι αὐτό ἀκριβῶς εἶναι τό ἐνθαρρυντικό, πώς ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος διέκοψε θεληματικῶς τήν πορεία πρός τό ἀγαθό, ἡ θέληση καί τό λογικό του δέν ὑποδουλώθηκαν, ἀλλά παρέμειναν ἐλεύθερα, ὥστε ἀκόμα καί σέ αὐτή τήν ἀρρωστημένη κατάσταση νά δύναται ὁ ἄνθρωπος νά ἀποφασίζει γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς του.
 
Ἀντίθετα στήν αἱρετική Δύση, ὁ Λούθηρος ἐξέφρασε ἐντελῶς διαφορετική γνώμη. Πιό συγκεκριμένα, ὑποστήριξε ὅτι το κατ’ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου καταστράφηκε πλήρως, μέ ἄμεση συνέπεια ἡ ἁμαρτία νά ἀποτελεῖ ὀντολογικό γνώρισμα τοῦ ἀνθρώπου, ἀκόμα καί μετά τήν ἀναγέννηση του μέσα ἀπό τά μυστήρια τῆς ἐκκλησίας. Αὐτή ἡ ἀπαράδεκτη δογματική θέση τοῦ Λουθήρου οὐσιαστικά νομιμοποίησε τό δικαίωμα στήν ἁμαρτία, ὡς μία sui generis (=ιδίου γένους) κατάσταση ὡς πρός τήν ἀνθρώπινη φύση, παρουσιάζοντας ταυτόχρονα τή θέληση τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἀνελεύθερη, ἄρα καί τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἐξαρτημένη ἀποκλειστικά ἀπό το Θεό. Μέσα ἀπό αὐτή τήν πέρα γιά πέρα ἄστοχη προσέγγιση ὁ Λούθηρος θεμελίωσε τήν ἑπόμενη κακοδοξία του περί ἀπολύτου προορισμοῦ, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ὑπόδουλης καί ἀνίκανης ἀνθρώπινης θελήσεως νά κάνει κάτι πραγματικά καλό καί δίκαιο [14] .
 
Ἡ γνώση αὐτῆς τῆς δογματικῆς κακοδοξίας τοῦ Λουθήρου ἀποκτᾶ ἰδιαίτερη σημασία, διότι μᾶς βοηθάει νά κατανοήσουμε γιά ποιό λόγο ὁ «πολιτισμένος» δυτικός κόσμος διολίσθησε στήν ἐποχή μας σέ διαστροφές τύπου ὁμοφυλοφιλίας, παιδοφιλίας καί κτηνοβασίας. Ἡ «θεολογική» ἀμνήστευση τῆς ἔννοιας ἁμαρτία, καθώς καί ἡ ὑποβάθμιση τοῦ διαβόλου σέ μία ἡμιφανταστική σφαῖρα, συνετέλεσαν, ὥστε νά ἐπιχειρεῖται βαθμιαῖα ἡ ἀπενοχοποίηση κάθε διαστροφῆς καί ἡ θεσμική της ἀναγνώριση ὡς ἀτομικό δικαίωμα καί φυσική λειτουργία. Ἔτσι δέν εἶναι τυχαῖο, πώς πολλοί ἄνθρωποι σήμερα, ἀκόμη καί Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί πού «πᾶνε στήν ἐκκλησία», δικαιολογοῦν τό πάθος τῆς ὁμοφυλοφιλίας, ὡς μία φυσιολογική-ὀντολογική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, ἐκφράζοντας, ἔστω καί ἀνεπιγνώστως, τήν λουθηρανική δικαιολογία πώς «ἔτσι γεννήθηκε αὐτός ὁ ἄνθρωπος». Ὑπονοοῦν ἀσφαλῶς αὐτό πού ὑποστήριζε ὁ Λούθηρος, ὅτι δηλαδή ἡ ἁμαρτία, σέ ὁποιαδήποτε μορφή της, ἀπό τή στιγμή πού καταστράφηκε το κατ’ εἰκόνα, εἶναι ριζωμένη ἐντός τοῦ ἀνθρώπου καί ἀποτελεῖ μία πραγματικότητα τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος, ὄχι μόνο δέν δύναται νά τήν ἀναστρέψει, ἀλλά ὀφείλει νά τήν ἀποδεχτεῖ, ἀφοῦ ἔτσι κι ἀλλιῶς ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἐξαρτᾶται ἀποκλειστικά καί μόνο ἀπό τή βούληση τοῦ Θεοῦ [15].
 
Κατά συνέπεια, εἶναι ἐντελῶς αὐθαίρετη καί ἀντίθετη, ὡς πρός τήν Ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία καί ζωή, ἡ προωθούμενη στίς μέρες μας νεοταξική συγκατάβαση πρός τίς ἄλογες ἐπιθυμίες τοῦ ἀνθρώπου. Τό ὅτι κατακυριεύονται κάποιοι ἀπό τήν ἐπιθυμία τοῦ ὁμόφυλου πλησίον τους, αὐτό ἀποτελεῖ σοβαρή ἐκτροπή καί μόνο πού γίνεται λόγος γιά ἐπιθυμία, πόσο μᾶλλον ὅταν αὐτή κινεῖται στό χῶρο του παρά φύσιν. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶναι ἀπόλυτα σαφής ὅταν ἀναφέρει πώς ἀκόμα καί ἡ κατά φύσιν ἐπιθυμία, π.χ. του νά πηγαίνει κάποιος μέ πολλές γυναῖκες, ξεφεύγει ἀπό τά ὅρια τῆς ἀνάγκης, ὅπως ἴσως θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὅταν ὁ ἄνδρας συνευρίσκεται μέ τή νόμιμη γυναῖκα του. Ἑπομένως, ἀκόμη καί ἐάν ἀποδεχτοῦμε πώς ἡ κατά φύσιν ἕλξη πού νιώθει ὁ ἄνδρας ἀπό τή γυναῖκα, ἔχει κάποιο στοιχεῖο ἀναγκαιότητας, αὐτό σέ καμμία περίπτωση δέν δικαιολογεῖ τήν ὑπέρβαση αὐτοῦ τοῦ ὁρίου. Ἄρα, ἡ ἀγάπη πολλῶν γυναικῶν γιά παράδειγμα, δέν ἀποτελεῖ κάποια ἀναγκαιότητα, ἀλλά πηγάζει καθαρά ἀπό τήν προαίρεση καί βούληση τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου πού κατακυριεύεται ἀπό κενοδοξία, ἀκολασία καί τήν πέραν τοῦ μέτρου ἡδονή. Καί συμπεραίνει ὁ θεῖος Χρυσόστομος: «… Ὥστε δέν ὀφείλεται στή φύση. Μή προβάλεις ὡς αἰτία τήν ἐπιθυμία· αὐτή σοῦ δόθηκε γιά γάμο, σοῦ χορηγήθηκε γιά τεκνογονία, ὄχι γιά μοιχεία, οὔτε γιά ἀτιμία. Γνωρίζουν καί οἱ νόμοι νά συγχωροῦν τά ἁμαρτήματα τά ὁποῖα γίνονται ἀπό ἀνάγκη· μᾶλλον δέ κανένα ἁμάρτημα δέν γίνεται ἀπό ἀνάγκη, ἀλλά ὅλα γίνονται ἀπό ἀκολασία. Διότι δέν δημιούργησε ὁ Θεός τή φύση ἔτσι, ὥστε νά ἔχει ἀνάγκη νά ἁμαρτάνει· διότι, ἐάν συνέβαινε αὐτό, δέν θά ὑπῆρχε κόλαση. Διότι γιά ὅσα γίνονται ἀπό ἀνάγκη καί βία, οὔτε ἐμεῖς ζητοῦμε λόγο, οὔτε ὁ Θεός ὁ τόσο φιλάνθρωπος καί ἀγαθός…» [16] .
 
Πρός ἐπίρρωσιν τῆς ἀνωτέρῳ θέσεως ἔρχεται καί ὁ ἕτερος σπουδαῖος Ἰωάννης, ὁ Δαμασκηνός, νά ἐξειδικεύσει τό θέμα περί ἡδονῶν καί νά ὁμιλήσει γιά φυσικές καί μή φυσικές ἡδονές τοῦ ἀνθρώπου. Ξεκινῶντας ἀπό τίς φυσικές ἡδονές κάνει ἕνα διαχωρισμό ἀνάμεσα σέ αὐτές πού εἶναι ἀπαραίτητες-ὑποχρεωτικές,  ὅπως εἶναι οἱ τροφές, πού χρειάζονται γιά νά ἐπιβιώσει ὁ ἄνθρωπος, καί σέ αὐτές πού εἶναι μή ἀπαραίτητες-προαιρετικές, ὅπως εἶναι οἱ νόμιμες σαρκικές ἐπαφές, πού προάγουν στή διαιώνιση ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἀλλά εἶναι δυνατόν κανείς νά τίς ἀποφεύγει ἐάν ἐπιθυμεῖ νά ζήσει παρθενικό βίο. Τέλος ὑπάρχουν καί οἱ ἡδονές ἐκεῖνες, πού εἶναι μή φυσικές καί μή ἀπαραίτητες, ὅπως οἱ κάθε εἴδους ἀκόλαστες πράξεις, οἱ ὁποῖες οὔτε στή διατήρηση τῆς ζωῆς μᾶς συντελοῦν, οὔτε στή συνέχιση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὅπως εἶναι εὔλογο, αὐτές οἱ τελευταῖες πρέπει νά ἀποφεύγονται ἐντελῶς ἀπό ἕναν ἄνθρωπο πού θέλει νά αὐτοπροσδιορίζεται ὡς Χριστιανός, ἀντιθέτως νά ἀκολουθοῦνται ὅσες εἶναι φυσικές καί ἀπαραίτητες, ἐνῶ ὅσες εἶναι φυσικές ἀλλά μή ἀπαραίτητες νά τίθενται σέ δευτερεύουσα θέση καί νά ἐφαρμόζονται πάντα κατά τόν κατάλληλο χρόνο καί τό κατάλληλο μέτρο [17] .
 
Γιατί ἡ ὁμοφυλοφιλία ἀποτελεῖ ἄρνηση τῆς ἀνθρώπινης ὀντολογίας καί φυσιολογίας
 
Κάθε ἁμάρτημα ἐπιφέρει ὁρισμένες σοβαρές ψυχοσωματικές ἐπιπτώσεις στόν ἄνθρωπο ἐκεῖνον πού τό διαπράττει. Ἀπό τά θανάσιμα ὅμως ἁμαρτήματα, τό πλέον σοβαρό ὡς πρός τίς ἐπιπτώσεις, εἶναι τό ἁμάρτημα τῆς πορνείας. Ἐνθυμούμενοι τόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακας, φέρνουμε στό νοῦ μας τή σοφή διαπίστωσή του πώς δέν εἶναι καθόλου τυχαῖο πού, ἐνῶ γιά τά ἄλλα ἁμαρτήματα συνηθίζουμε νά λέμε ὅτι ὁ τάδε ἔσφαλε, στά σαρκικά συνηθίζουμε νά λέμε ὅτι ὁ τάδε ἔπεσε [18] .  Καί τοῦτο διότι,  κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, ὁποιοδήποτε ἄλλο ἁμάρτημα κι ἄν διαπράξει ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἁμάρτημα πού διαπράττεται ἐκτός τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, σέ ἀντίθεση μέ τό ἁμάρτημα τῆς πορνείας πού μολύνει ὅσο κανένα ἄλλο τή σάρκα καί ἐπιφέρει σημαντική φθορά στή φύση τοῦ σώματος [19] . Ὁ τελῶν λοιπόν τήν πορνεία δέν διαφέρει σέ τίποτα ἀπό ἕνα ράκος, ἐπειδή ἀπό τό σῶμα του ἔχει ἀπολεσθεῖ κάθε εὐσέβεια καί ἔχει καταντήσει κατοικητήριο ὅλων τῶν δαιμόνων. Ὅπως προσθέτει χαρακτηριστικά ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «εἰς αὐτό ὁ διάβολος τήν ἰδίαν ἀπομάσσεται σῆψιν» [20] .
 
Ὅμως κι αὐτό τό ἴδιο τό ἁμάρτημα τῆς πορνείας ὑπόκειται σέ μία ἀξιολογική διαβάθμιση. Διότι, ὅπως ἤδη ἔχει λεχθεῖ ἀνωτέρω, ὑπάρχει ἡ πορνεία πού κινεῖται στό χῶρο του κατά φύσιν, μέ τήν ὀργανική ἔννοια [21] καί ὑπάρχει ἡ πορνεία πού κινεῖται στό χῶρο του παρά φύσιν. Σέ αὐτή τή δεύτερη κατηγορία ἐντάσσεται ἡ ὁμοφυλοφιλία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ, κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, τόν κολοφώνα τῶν ἁμαρτημάτων.  Καί γιά ποιό λόγο ἀποτελεῖ τόν κολοφώνα, δηλαδή τό ἀποκορύφωμα τῶν ἁμαρτημάτων, πολύ πάνω κι ἀπό εἰδεχθεῖς πράξεις, ὅπως ὁ φόνος π.χ.; Διότι συνιστᾶ μία εὐθεῖα ὕβρη ἀπέναντι στό πιό τέλειο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος κατ’ ἐντολήν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἐπλάσθη «κάτ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ κάθ᾿ ὁμοίωσιν» [22] .
 
Καί εἶναι τόσο πολύ βαρύ παράπτωμα αὐτό, θά μποροῦσε νά ρωτήσει κάποιος; Σύμφωνα μέ τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ναί εἶναι, γιατί σέ μία περίπτωση φόνου γιά παράδειγμα, μπορεῖ νά συντρέχουν ἕνα σωρό ἐλαφρυντικά: «ἐν βρασμῷ ψυχῆς», λόγοι αὐτοάμυνας, ψυχολογικά προβλήματα, δαιμονισμοί κ.α. Ἐπιπλέον, ἔχει παρατηρηθεῖ πώς σέ μιά τέτοια περίπτωση, ὅπως εἶναι ἡ ἀφαίρεση μιᾶς ἀνθρώπινης ζωῆς, ἡ μετάνοια γιά τούς δολοφόνους εἶναι πολύ πιό εὔκολη καί συχνή, ἐπειδή τό φριχτό ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς θανάσιμης ἁμαρτίας εἶναι ἀρκετό γιά νά βασανίσει καί νά σωφρονίσει τόν ἐγκληματία. Ἀντιθέτως, στό ἁμάρτημα τῆς ὁμοφυλοφιλίας τίς περισσότερες φορές, οὔτε κἄν περνάει ἀπό τό μυαλό τοῦ ἐνεργοῦντος τήν πράξη πώς εἶναι κι ἐκεῖνος σωματοκτόνος καί ὅτι μάλιστα ἡ δική του ἡ θέση εἶναι πολύ πιό ἐπιβαρυντική ἀπό κείνη τοῦ φονιᾶ, καθότι ἡ δική του ἡ πράξη συνοδεύεται ἀπό δαιμονική ἀναίδεια καί ἀνταρσία, ὄχι μόνο πρός τή δημιουργία, ἀλλά καί ἀπέναντι σέ αὐτόν τόν ἴδιο τόν Δημιουργό. Ἐάν ἕνας κοινός δολοφόνος ἀποσπᾶ τήν ψυχή ἀπό τό σῶμα γιά μία φορά, ὁ ἐραστής τῆς ὁμοφυλοφιλίας «δολοφονεῖ» κατ’ ἐπανάληψη καί τό σῶμα καί τή ψυχή, κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο [23]. Σύν τοῖς ἄλλοις, καταντᾶ προδότης τῆς ἴδιας του τῆς φύσεως, ἀπό τή στιγμή πού οὔτε δύναται νά ἀποκτήσει κατά τρόπο ὀντολογικό τή φύση πού ἐπιθυμεῖ, ἀλλά οὔτε προσπαθεῖ νά διατηρήσει καί ἐκείνη πού εἶχε.
 
Ἀλλά ἄς ἐπιστρέψουμε στή θεϊκή ἐντολή, τῆς τοῦ ἀνθρώπου πλάσεως, κατ’ εἰκόνα Θεοῦ καί καθ’ ὁμοίωσιν. Κι ἄς ἀποδομήσουμε τό ἕωλο καί φαιδρό ἐπιχείρημα τῆς ἐποχῆς μᾶς περί δῆθεν ὑπάρξεως τρίτου φύλου. Γράφει λοιπόν ὁ θεόπτης προφητάναξ Μωυσῆς στό βιβλίο τῆς Γενέσεως, κατά τρόπο ρητό, μήν ἀφήνοντας περιθώρια παρερμηνείας, σέ ό, τί ἀφορᾶ τό φῦλο τοῦ ἀνθρώπου: «καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κάτ᾿ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς.» [24] . Νά λοιπόν ἡ κατεδάφιση αὐτοῦ τοῦ καινοφανοῦς θεωρήματος, διά τοῦ θεοπνεύστου λόγου τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἄνδρα καί γυναῖκα ἐποίησε τόν ἄνθρωπο ὁ Θεός, θά μᾶς πεῖ μέ ἀπόλυτο τρόπο ὁ Μωυσῆς. Καί ἤδη ἀνιχνεύσαμε πιό πάνω, μέ την ἀρωγή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, το λόγο ὕπαρξης τῶν δύο φύλων. Καί ἔρχεται κι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός νά ἐπικυρώσει τά λεχθέντα τοῦ ἁγίου Νύσσης καί νά ἐπαναλάβει πώς ὁ λόγος δημιουργίας ἀρσενικοῦ καί θηλυκοῦ, ἦταν ἡ ἀγαπητική πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος, χάρη στήν προγνωστική του δύναμη, γνώριζε πρό καταβολῆς κόσμου ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρόκειται νά πέσει στήν παράβαση καί στό ἐπιτίμιο τοῦ θανάτου καί ἔτσι κατ’ αὐτόν τόν σοφότατο τρόπο ἔδωσε διέξοδο στό θέμα τῆς διαιώνισης τοῦ ἀνθρωπίνου γένους [25] .
 
Εἶναι ἀξιοσημείωτο δέ, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Συμεῶν τό Νέο Θεολόγο, πώς αὐτή ἡ διευκρίνιση τῶν δύο φύλων δίδεται προτοῦ ἀκόμη δημιουργηθεῖ ἡ Εὔα, γιά τόν ἁπλούστατο λόγο ὅτι βρίσκεται στήν πλευρά τοῦ Ἀδάμ καί συνυπάρχει ἐξ ἀρχῆς μαζί του [26] . Ἔτσι λοιπόν ὁ Θεός ἔκρινε πώς «οὐ καλὸν εἶναι τὸν ἄνθρωπον μόνον· ποιήσωμεν αὐτῷ βοηθὸν κάτ᾿ αὐτόν.» [27] . Καί ποιός ἔπρεπε νά εἶναι ὁ βοηθός αὐτοῦ; Μήπως θά μποροῦσε νά εἶναι κάποιο ἀπό τά ζῶα; Ὄχι φυσικά, διότι κατά τή διαδικασία τῆς ὀνοματοδοσίας τῶν ζώων «τῷ δὲ Ἀδὰμ οὐχ εὑρέθη βοηθὸς ὅμοιος αὐτῷ.» [28] Αὐτό ἐκτιμοῦμε, πώς ἀποτελεῖ κι ἕνα δυνατό ἐπιχείρημα ἐνάντια καί στή διαστροφή τῆς κτηνοβασίας ἤ τῆς ἀρρωστημένης κτηνοφιλίας-συντροφικότητας μέ ζῶα, πού ἐπικρατεῖ σήμερα στόν χρεωκοπημένο πνευματικά δυτικό κόσμο καί πού ἀποτελεῖ τό ἑπόμενο κάστρο-ἀτομικῶν δικαιωμάτων πού πρέπει νά πέσει.
 
Στό σημεῖο λοιπόν αὐτό, ὅλοι οἱ ἅγιοι ἑρμηνευτές τονίζουν ἰδιαιτέρως τή μοναξιά πού ἔνιωθε ὁ Ἀδάμ στόν Παράδεισο καί τήν ἄμεση ἀνταπόκριση τοῦ Θεοῦ σέ αὐτή τήν ἔλλειψη. Καί τί ἔπραξε ὁ Θεός κατά τούς Ἁγίους Πατέρες γιά νά λύσει τό πρόβλημα τῆς ἐλλείψεως συντροφικότητας τοῦ Ἀδάμ ; Δέν δημιούργησε ἕναν «δεύτερο Ἀδάμ», ἄνθρωπο τοῦ ἰδίου φύλου δηλαδή, ἀλλά δημιούργησε αὐτό πού θά τόν συνεπλήρωνε ψυχοσωματικά. Κι αὐτό τό δημιούργημα ἦταν ἡ γυναῖκα! Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ἀνατέμνει καί ἀποδεικνύει, κατά τρόπο ἀξονικό, τό ἄρτιον καί ἰσχυρόν τοῦ ψυχοσωματικοῦ δεσμοῦ μεταξύ ἄνδρα καί γυναίκας. Μᾶς λέει λοιπόν, πώς τό μυστικό αὐτοῦ τοῦ πανίσχυρου δεσμοῦ κρύβεται στόν τρόπο δημιουργίας τῆς γυναίκας. Διότι, ὁ Θεός στήν περίπτωση τῆς Εὔας δέν ἔλαβε χῶμα, ὅπως ἔπραξε στήν περίπτωση τοῦ Ἀδάμ, ἀλλά πῆρε μία ἀπό τίς πλευρές τίς δικές του καί τή χρησιμοποίησε ὡς βάση καί θεμέλιο γιά τή γυναικεία φύση [29] . Κι αὐτό τό ἔκανε, ὄχι λόγῳ ἔλλειψης κάποιας ὕλης, ἄλλωστε καί μόνο ἡ βούληση-προσταγή τοῦ Θεοῦ ἔφτανε γιά νά δημιουργηθεῖ κάτι ἐκ τοῦ μηδενός, ἀλλά ἐπειδή θέλησε νά τοποθετήσει το δεσμό τους στή φύση τῆς ὁμόνοιας [30] .
 
Συμπληρωματικές πληροφορίες ἐπ’ αὐτοῦ μᾶς δίνει κι ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος Πηλουσιώτης [31] , ὁ ὁποῖος αἰτιολογεῖ ἀκόμα καί το λόγο πού τό νεώτερο δημιούργημα ἔλαβε τό ὄνομα γυνή, ἐξηγῶντας μέ ἁπλοϊκό τρόπο πώς ἡ ρίζα τῆς λέξης γυνή προέρχεται ἀπό τήν γονή. Τούτη ἡ ἑρμηνεία προκύπτει, διότι ἡ γυνή ἔγινε ἀπό τόν ἄνδρα τῆς [32], ὁ ὁποῖος ἐπρόκειτο νά τήν κάνει γόνιμη, μέσα ἀπό τή φυσική διαδικασία ἑνώσεως μεταξύ ἀνδρός καί γυναικός. Ἡ προαγωγή αὐτή τῆς ἕνωσης ὁδηγεῖ στήν παιδοποιία καί γιά τό λόγο αὐτό τῆς γονιμότητας, αὐτοί πού  γενούν παιδιά λέγονται γονεῖς. Ἑπομένως, κάνοντας μία ἐπικαιροποίηση αὐτῆς τῆς ἑρμηνευτικῆς προσέγγισης ἀπό τόν ἅγιο Ἰσίδωρο, ὡς γονεῖς δέν μποροῦν νά ὀνομάζονται ὁποιοιδήποτε, εἰ,εἶ μή μόνον ἐκεῖνοι πού μέσα ἀπό τή νόμιμη κατά Θεόν ψυχοσωματική ἕνωση, παράγουν μέ τρόπο φυσικό τέκνα. Κι αὐτό τό προνόμιο τό ἔχουν μόνο τά ἑτερόφυλα ζεύγη κι ὄχι τά ὁμόφυλα, πού στήν ἐποχή μας ζητοῦν ἀναιδῶς καί ἀνερυθριάστως νά διαταράξουν ἀκόμα καί αὐτή τή φυσική σχέση ἀνατροφῆς γονέων-παιδιῶν.
 
Ἔπλασε συνεπῶς τή γυναῖκα ὁ Θεός καί ὁ ἴδιος ἀκολούθως «ἤγαγεν αὐτὴν πρὸς τὸν Ἀδάμ.» [33] . Αὐτή ἡ κίνηση τοῦ Θεοῦ, νά φέρει ὁ ἴδιος τή γυναῖκα καί νά τήν τοποθετήσει ὡς βοηθό-σύντροφο πλάϊ στόν ἄνδρα, σέ συνδυασμό καί μέ ὅσα ἀναλύθηκαν ἀνωτέρω, καταδεικνύει καί τήν ἑρμηνεία τοῦ ἑπόμενου στίχου τῆς Γενέσεως, σχετικά μέ τόν στενό δεσμό τοῦ ἄνδρα μετά τῆς γυναικός αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος ὑπέρκειται παντός ἄλλου συγγενικοῦ δεσμοῦ, ἀκόμη κι αὐτοῦ μεταξύ τῶν γονέων καί τῶν τέκνων. Καί σφραγῖδα τούτης τῆς ἀνωτερότητας, πού ἔχει αὐτός ὁ δεσμός, εἶναι τό ὀντολογικό γεγονός πώς «ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν.» [34] . Ὅλα αὐτά ἔχουν διαχρονική σημασία γιά τήν ἀνθρώπινη ὀντολογία καί ζωή, κάτι πού πιστοποιεῖται κι ἀπό τό γεγονός πώς ἐπικαιροποιήθηκαν μετά τήν ἔλευση τοῦ Λυτρωτῆ καί Σωτῆρα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅταν δηλαδή, οἱ ὀντολογικές αὐτές προϋποθέσεις, περιελήφθησαν ὡς εὐχές τῆς Ἐκκλησίας στό Μέγα Μυστήριο τοῦ Γάμου, ὅπου καλεῖται πλέον τό ἀνδρόγυνο ζεῦγος τῆς μετά Χριστόν ἐποχῆς, νά μήν ἐξαντλεῖ αὐτή τήν ἑνότητα σέ μιά ἀφῃρημένη ψυχοσωματική ὁλοκλήρωση, ἀλλά νά προαχθεῖ μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί νά φτάσει στήν πνευματική ὁλοκλήρωση καί ἑνότητα, νά ἁγιάσει καί νά καταστήσει ἀμόλυντη τήν κοίτη τοῦ γάμου καί ἐν τέλει τό ζεῦγος νά καταξιωθεῖ  νά γίνει «ἕνα ἐν Χριστῷ» [35] !
 
Τίποτα λοιπόν ἀπό τό Θεό δέν ἀφέθηκε στήν τύχη του στό θέμα τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου καί ἀπόδειξη τρανή εἶναι αὐτή ἡ ψυχοσωματική ὁλοκλήρωση ἀνάμεσα στά δύο φῦλα. Καί πράγματι, ὅσον ἀφορᾶ τό ψυχικό κομμάτι, ὁ δυναμισμός καί ἡ τραχύτητα τοῦ ἄνδρα συνεπληρώθησαν ἀπό τήν τρυφερότητα καί τήν εὐαισθησία τῆς γυναίκας. Ἀλλά καί σωματικά, ἡ συμπλήρωση μεταξύ τῶν δύο φύλων εἶναι ἐξίσου θαυμαστή, καθότι  ὁ πάνσοφος Δημιουργός, πού ἐποίησε τά πάντα «καλὰ λίαν» [36] , φρόντισε μέχρι καί τήν τελευταία λεπτομέρεια στό θέμα τῆς ἀνθρώπινης φυσιολογίας. Ἔτσι λοιπόν, ἐάν θελήσουμε νά γίνουμε ἀκόμα πιό παραστατικοί, ἡ σωματική ἕνωση μεταξύ ἀνδρός καί γυναικός κινεῖται μέ ἀπολυτότητα στό κατά φύσιν τῆς Δημιουργίας καί τοῦτο διότι, μέ βάση τίς ἀρχές τῆς ἀνθρώπινης φυσιολογίας, τά γενετήσια ὄργανα τῶν δύο φύλων ἐπιφέρουν μέ πᾶσαν ἀκρίβεια το «εἰς σάρκα μίαν» καί ἀτράνταχτο ἀποδεικτικό στοιχεῖο αὐτῆς τῆς φυσικότατης πράξεως εἶναι, ὅπως ἀναφέραμε ἤδη,  ἡ προαγωγή πού ἔχουμε ὡς ἀποτέλεσμα μέ τή διαιώνιση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἀσφαλῶς ἐννοεῖται ὅτι αὐτή ἡ γενετήσια πράξη, δέν ἀφορᾶ μόνο τό σωματικό πεδίο, ἀλλά ἔχει καί τίς εὐεργετικές ψυχικές-συναισθηματικές διαστάσεις, ὅταν τό ζευγάρι ζεί καί δρά κατά Θεόν.
 
Ἀντιθέτως σέ μιά ὁμοφυλοφιλική πράξη, τά ἄτομα τοῦ ἴδιου φύλου παραβιάζουν πρωτίστως αὐτή τήν ἴδια τήν ἀνθρώπινη φυσιολογία, ἀπό τή στιγμή πού, κατά τή διάρκεια τῆς σεξουαλικῆς ἐπαφῆς ὑποκρίνονται ἤ φαντασιώνονται τό ἀνύπαρκτο-ἀντίθετο φῦλο ἀπό τό δικό τους. Μέσα ἀπό τήν ἐξαπάτηση του ίδιου τους τοῦ ἑαυτοῦ, προσπαθοῦν νά πείσουν καί νά πειστοῦν ὅτι δῆθεν ἐμφιλοχωρεῖ ἕνα «τρίτο φῦλο», τό ὁποῖο ὅμως ὀντολογικά-κατασκευαστικά εἶναι παντελῶς ἀνύπαρκτο καί φανταστικό. Γιά τό λόγο αὐτό, ἡ σεξουαλική πράξη μεταξύ δύο ἀτόμων τοῦ ἰδίου φύλου θεωρεῖται ὡς παρά φύσιν μίξη, ἡ ὁποία ἱκανοποιεῖ μόνο τή σαρκική πλεονεξία τοῦ ἀτόμου. Οὐσιαστικά πρόκειται γιά μετάλλαξη τῆς φυσικῆς σχέσης, θά μᾶς πεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὅπου οἱ ἄνδρες ἀφήνουν τή φυσική χρήση τῆς γυναίκας καί ἀντιστοίχως οἱ γυναῖκες ἀφήνουν τή φυσική χρήση τοῦ ἄνδρα [37] .
 
Τό ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς μετάλλαξης, συνεχίζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, παραβιάζει κατάφορα το νόμο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος παρήγγειλε ξεκάθαρα τά δύο ἕτερα φῦλα, ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναῖκα, νά γίνουν ἕνα. Καί γίνονται ἕνα, μέσα ἀπό τήν ἐπιθυμία τῆς συνουσίας, ὁπότε καί ἑνώνονται τά φῦλα μεταξύ τους κατά τρόπο πραγματικό καί φυσικό. Καταστρέφοντας, ἤ μᾶλλον διαστρέφοντας ὅμως τήν ἐπιθυμία αὐτή ὁ διάβολος καί μεταφέροντάς την μέ ἄλλο τρόπο στήν ὁδό του παρά φύσιν, κατόρθωσε, ὄχι μόνο νά μήν ὑπάρχει ἕνωση, ἀλλά νά ξεχωρίσει τά φῦλα, ἀντίθετα ἀπό το νόμο τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ἀντί νά πραγματώνεται τό «ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μία», δηλαδή οἱ δύο φύσεις νά εἶναι σάρκα μία, ὁ διάβολος χωρίζει τή μία φύση σέ δύο σάρκες. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ παραφροσύνη φέρνει σέ τέτοιο σημεῖο τόν ἱερό Χρυσόστομο νά ὁμολογήσει πώς ἡ πορνεία κατά φύσιν δέν εἶναι τίποτα μπροστά στήν παρά φύσιν πορνεία, ἤτοι τήν ὁμοφυλοφιλία. Τεκμηριώνει δέ αὐτό τόν ἰσχυρισμό του λέγοντας πώς ἡ κατά φύσιν πορνεία, τοὐλάχιστον, ὅπως φανερώνει καί τό ὄνομά της, δέν παραβιάζει τούς νόμους τῆς φύσης, σέ ἀντίθεση μέ τήν ὁμοφυλοφιλία πού τούς ἰσοπεδώνει. Κατ’ αὐτό τόν τρόπο, ἡ ἀνθρώπινη φύση ὑποβιβάζεται ἀκόμη καί κάτω ἀπό τά ἄλογα ζῶα, γιατί πουθενά δέν ὑπάρχει τέτοια σχέση σέ αὐτά, ἀλλά ἡ φύση τους  γνωρίζει καλά τούς δικούς της νόμους.
 
Δέν εἶναι τυχαῖο ἑπομένως πού τό σύνολο τῶν Ἁγίων Πατέρων χαρακτηρίζει τό ἁμάρτημα τῆς ὁμοφυλοφιλίας ὡς μιαρό βδέλυγμα, πού δέν ἐπιδέχεται εὔκολα συγχώρηση [38] , ἐπιβεβαιώνοντας τό ἁγιογραφικό χωρίο «βδέλυγμα Κυρίῳ διεστραμμέναι ὁδοί» [39]  .  Ἔχοντας ὡς γνώμονα ὅμως τά ὅσα ἀναλύθηκαν μέχρι τώρα γιά τήν ὁμοφυλοφιλία, ἀντιλαμβάνεται κανείς πώς ὅλη αὐτή ἡ αὐστηρότητα πού ἐπέδειξαν οἱ Ἅγιοι, ὅλων τῶν αἰώνων, ἀπέναντι σέ αὐτή τή διαστροφή, ὑπῆρξε πέρα γιά πέρα δικαιολογημένη, ἀπό τή στιγμή πού ἔχουμε νά κάνουμε μέ ἕνα ἁμάρτημα πού:
 
α. βλασφημεῖ τόν ἴδιο τόν Δημιουργό,
 
β. διαστρέφει τή βασική ἀρχή τῆς δημιουργίας περί ἀνθρώπου, ἀπορρίπτοντας τήν ἀνθρώπινη ὀντολογία καί φυσιολογία καί ἀντιβαίνοντας ὅλους τους φυσικούς νόμους,
 
γ. προκαλεῖ διάλυση τοῦ κόσμου καί τῆς παραδοσιακῆς οἰκογένειας, μεταβάλλοντας τά κατά φύσιν σέ παρά φύσιν [40] ,
 
καί δ. παρουσιάζει παραπλανητικῶς τά παρά φύσιν ὡς μία κατά φύσιν πτυχή τῆς ἀνθρώπινης ὀντολογίας.
 
Γ’ ΜΕΡΟΣ: Ὁμοφυλοφιλία καί ἐσχατολογία
 
Στενή σχέση νεοσατανισμοῦ καί ὁμοφυλοφιλίας
 
Εἶναι γεγονός ἀδιαμφισβήτητο στήν Ὀρθόδοξη χριστιανική ἐμπειρία καί παράδοση, πώς κάθε ἁμαρτία, μικρή ἤ μεγάλη, ἔχει ὡς πάτρωνά της τόν ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου, δηλαδή τόν ἴδιο τό διάβολο. Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης μας δίνει μέ ἀφοπλιστική ἀμεσότητα τό περίγραμμα αὐτῆς τῆς συνάφειας λέγοντας πώς, «ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν ἐκ τοῦ διαβόλου ἐστίν, ὅτι ἀπ᾿ ἀρχῆς ὁ διάβολος ἁμαρτάνει.» [41] . Ἑπομένως, ὁ ποιῶν τήν ἁμαρτία ἐκχωρεῖ τό αὐτεξούσιό του στόν πονηρό, μέ τραγικό ἀποτέλεσμα νά καταντᾶ δοῦλος τῶν παθῶν του. Στήν πραγματικότητα, ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος, κατά τόν ἅγιο Μακάριο τόν Αἰγύπτιο, μολύνεται καί αἰχμαλωτίζεται ἀπό τόν πονηρό ψυχοσωματικά καί ἔτσι μετατρέπεται σέ ἕνα παλαιό, βδελυρό, ἀκάθαρτο καί θεομάχο πλάσμα, τό ὁποῖο ὄχι μόνο δέν ὑποτάσσεται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά βλέπει καί ἀκούει μόνο κατά τρόπο πονηρό, κινεῖται συνεχῶς πρός τό πονηρό, μέ μία ψυχή πού σκέφτεται μόνο τά πονηρά [42] .
 
Καί ἐάν ὅλα αὐτά ἰσχύουν γιά τα κατά φύσιν (πάντα μέ τήν ὀργανική ἔννοια) ἁμαρτήματα, πολύ περισσότερο ἰσχύουν γιά τά λεγόμενα παρά φύσιν, ὅπως ἡ ὁμοφυλοφιλία. Γιά αὐτό καί στά περισσότερα πατερικά κείμενα, ἡ ὁμοφυλοφιλία εἶναι ταυτισμένη μέ τόν ὅρο ἀκολασία, λόγῳ αὐτῆς τῆς ἀχαλίνωτης μανίας πού ἐκπηγάζει ἀπό τό σφοδρό πάθος καί μεταβάλλει τόν ἄνθρωπο σέ δαιμονισμένο. Ἐπ’ αὐτοῦ γιά παράδειγμα, ὁ ὅσιος ἀσκητής Νεῖλος σημειώνει πώς ἡ ἀκολασία κάνει τήν ψυχή θηλυπρεπῆ, τή μολύνει καί τήν ἡγεμονία (τῆς ψυχῆς) τή μετατρέπει σέ ἀτιμωτική δουλεία [43] . Πρόκειται δηλαδή περί μιᾶς καθαρᾶς δαιμονικῆς ἐξαρτήσεως, ὅπου οἱ ἄνθρωποι ἐξομοιώνονται πνευματικῶς μέ τούς χοίρους, καί σέ αὐτή τήν περίπτωση, ὄχι μόνο διατελοῦν ὑπό τήν ἐξουσία τῶν δαιμόνων, ἀλλά καί κατακρημνίζονται [44].
 
Τώρα, μετά ἀπό ὅλα αὐτά, τό κριτικό ἐρώτημα πού ἀνακύπτει εἶναι:
 
Πῶς αὐτή ἡ πραγματικά θεομίσητη καί βδελυρή ἁμαρτία ἐπανῆλθε κατά τρόπο πανηγυρικό στήν ἐποχή μας, ἔτσι πού νά ζητάει ἀποκατάσταση περισσότερη κι ἀπό αὐτή πού εἶχε στίς προχριστιανικές κοινωνίες;
 
Σέ προηγούμενη ἑνότητα ἔγινε μία πρώτη ἀναφορά σκοπίμως, στή συμβολή τοῦ Λουθήρου, ὡς πρός τήν ἀμνήστευση τῆς ἁμαρτίας στό λεγόμενο δυτικό κόσμο. Ἡ «θεολογική» αὐτή κατοχύρωση τῆς ἐφάμαρτης ζωῆς, ὡς μίας ὀντολογικῆς καταστάσεως τοῦ ἀνθρώπου, εἶχε ὡς συνέπεια νά καλλιεργηθεῖ μέ τόν καιρό στήν αἱρετική Δύση ἕνα ἀντιχριστιανικό καί ἀντιευαγγελικό φρόνημα, ἐνῶ παράλληλα ὅπως τονίσαμε, ὑποβιβάστηκε ὁ διάβολος ἀρχικά σέ μία ἡμιφανταστική σφαῖρα, κάτι πού συνετέλεσε κι αὐτό μέ τή σειρά του στό νά χάσουν τήν ἐπαφή οἱ ἄνθρωποι μέ τή χριστιανική παράδοση καί νά μήν μποροῦν νά διακρίνουν ὑπό ποίων πνευμάτων ὁδηγοῦνται, στερούμενοι πάσης ἐμπειρίας γύρω ἀπό τά τεχνάσματα καί τίς μεθοδεῖες τοῦ πονηροῦ.
 
Ὅλα αὐτά ὁδήγησαν στήν ἐκ βάθρων ἀλλοτρίωση τῆς χριστιανικῆς Εὐρώπης, ἡ ὁποία, μή ἔχοντας πλέον τήν παραμικρή γεύση τῆς ἐμπειρίας τοῦ Ἀκτίστου, ἐξόρισε σταδιακά το Θεάνθρωπο καί στή θέση του τοποθέτησε τόν Εὐρωπαῖο ἄνθρωπο, ὅπως θά μᾶς πεῖ ὁ ἅγιος τοῦ καιροῦ μας Ἰουστῖνος Πόποβιτς [45]. Ἔπειτα δέ ἀπό τήν ἐπικράτηση τοῦ δαιμονικοῦ πνεύματος τοῦ Διαφωτισμοῦ, ἡ αἱρετική Δύση ἔκανε ἕνα βῆμα παραπέρα καί ἐπιβιβάστηκε ἐπισήμως στίς ρᾶγες τοῦ νεοσατανισμοῦ, μέ ὅλα ὅσα τό κίνημα αὐτό πρεσβεύει:
 
ἀγνωστικισμός καί ἀθεΐα, μέ καλύτερη ἐναλλακτική πρόταση τόν ἀποκρυφιστικό πανθεϊσμό,
φαινομενική ἀμφισβήτηση τῆς ὕπαρξης τοῦ διαβόλου,
θεός ὁ ἄνθρωπος (deus est homo).
 
Κυριότερο ὅμως σύνθημα, πού υἱοθέτησε ἡ ἀποστατοῦσα Δύση ἐκ τῆς φαρέτρας τοῦ νεοσατανισμοῦ, ὑπῆρξε τό περίφημο «κάνε ότι θέλεις», πού ἐξέφρασε πρῶτος ἐκ τῶν κορυφαίων, ἄν ὄχι ὁ κορυφαῖος, ἐκπρόσωπος τοῦ ἀποκρυφισμοῦ καί «Μεσσίας» τῆς κίνησης τοῦ νεοσατανισμοῦ, ὁ Ἄγγλος Aleister Crowley [46] .
 
Ἡ ἁπλή αὐτή φράση, πού ἠχεῖ τόσο σαγηνευτικά καί ἀκίνδυνα στά αὐτιά ὅλων, ἀποτελεῖ τήν κεντρική ἰδέα τοῦ περίφημου «συμβόλου τῆς πίστεως» πού συνέταξε ὁ Crowley, τό ὁποῖο μέ τή σειρά του ἀποτελεῖ μέρος τῆς «Γνωστικῆς Λειτουργίας», δηλαδή τῆς «Λειτουργίας τοῦ Σατανᾶ», ἐπίσης δημιούργημα τοῦ ἰδίου, στό συγγραφικό του ἔργο τό «Βιβλίο τοῦ Νόμου» (1904). Μέ βάση τό κείμενο αὐτό, ὁ Crowley ἐκθέτει τίς ἀντιλήψεις του περί ἀνθρώπου, διακηρύσσοντας πώς δέν ὑπάρχει κανένας Θεός-νομοθέτης, στόν ὁποῖο ὀφείλει ὁ ἄνθρωπος νά κάνει ὑπακοή, ἀλλά «Θεός εἶναι ὁ ἄνθρωπος» καί τό οὐσιαστικό σέ αὐτόν τό «θεό» εἶναι τό θέλημά του. Κι αὐτό διότι, στό σατανικό νόμο τοῦ Crowley δέν ὑπάρχει καμμία δέσμευση, κανένας νόμος ἔξω ἀπό τό προσωπικό θέλημα του κάθε ἀνθρώπου καί ἐν δυνάμει σατανιστή. Ἡ πρώτη καί μόνη ἐντολή εἶναι: Do what you will, that shall be the whole of the law, δηλαδή κάνε ὅτι θέλεις, αὐτός εἶναι ὅλος ὁ νόμος [47] .
 
Ἐνδιαφέρον ὅμως παρουσιάζουν καί οἱ ἀπόψεις τοῦ Crowley γύρω ἀπό τή σεξουαλικότητα, καθότι ὁ ἴδιος ὅπως φαίνεται μέσα ἀπό τό νεοσατανισμό προωθοῦσε καί τήν παράλληλη κίνηση τοῦ πανσεξουαλισμοῦ. Στό «Βιβλίο τοῦ Νόμου», σέ ἕνα ἀπόσπασμα, ἀναφέρεται τό ἑξῆς: «ὁ ἄνθρωπος ἔχει τό δικαίωμα νά ἀγαπᾶ ὅπως θέλει- ἐπίσης γεμίστε μέ ἀγάπη ἀνάλογα μέ τή θέληση σᾶς, ὅπως θέλετε, ὅποτε, ὅπου καί μέ ὅποιον θέλετε!». Ἀκόμα κι ὁ πανθεϊσμός του Crowley κατανοεῖται ὡς σεξουαλική τάση ζωῆς, ἀφοῦ γίνεται λόγος γιά «θεϊκή σεξουαλικότητα» ὡς ἔκφραση τῆς ζωτικῆς δύναμης. Σύμφωνα μέ το νόμο τῆς «θέλησης», κανένας δέν ἔχει τό δικαίωμα νά ἐμποδίσει τήν «ἔκφραση» αὐτῆς τῆς «ζωτικῆς δύναμης», μέ ὁποιονδήποτε τρόπο θελήσει κανείς νά ἀσκήσει αὐτή τή σεξουαλικότητα καί μέ ὁποιοδήποτε ἄτομο κρίνει ὅτι πρέπει νά τό κάνει [48] ! Ὁ ἴδιος ὁ Crowley ὑπῆρξε πιστός ἀκόλουθος τοῦ πανσεξουαλικοῦ αὐτοῦ μανιφέστου, ἀπό τή στιγμή πού συμμετεῖχε σέ σεξουαλικά ὄργια, ἔχοντας ἀναρίθμητες σχέσεις, τόσο μέ γυναῖκες, ὅσο καί μέ ἄνδρες. Δέν εἶχε κανένα πρόβλημα νά διακηρύξει πώς οἱ σεξουαλικές διαστροφές εἶναι πράξεις σεξουαλικῆς μαγείας [49] .
 
Ὁ Crowley δέν ἔκανε τίποτα παραπάνω ἀπό τό νά ἀκολουθήσει τήν ἀντιστροφή τῆς ἠθικῆς, πού ὑπόσχεται ὁ Σατανᾶς στούς πιστούς του, μέσα ἀπό τήν ὀργιαστική διονυσιακή κατανόηση τοῦ «θεϊκοῦ» καί τήν ἀπολυτοποίηση τῆς ἡδονῆς. Καί μέ τό νόμο του, ἀφοῦ ἔχρισε θεό τόν ἄνθρωπο, ἔκανε λόγο γιά δύναμη, μία δύναμη χωρίς ἀναστολές, ὄρους καί ὅρια. Ὁ νόμος λοιπόν αὐτός ἀναγνωρίζει ἀπόλυτη ἐλευθερία στόν «ἰσχυρότερο», μέ τήν προτροπή τῆς ἐπιβολῆς καί τῆς μή ὑποχώρησης, μέχρι νά ἐπιτύχει κανείς αὐτό πού θέλει [50] . Εἶναι προφανές πώς ἄμεσος στόχος τοῦ Crowley ἦταν νά πλήξει  τή χριστιανική ἠθική. Γιά αὐτό κι ἕνας ἀπό τοῦ μαθητές του, ὁ φυσικός Jack Parson, ἐπιτέθηκε μέ σφοδρότητα στή χριστιανική ἠθική, μέσα ἀπό ἕνα βιβλίο-μανιφέστο πού ἔγραψε γιά τόν Ἀντίχριστο: «Τέλος στίς δουλικές ἀρετές καί στούς προληπτικούς περιορισμούς. Τέλος στήν ἠθική τῶν σκλάβων  (δηλαδή στή χριστιανική ἠθική)… καί τέλος στόν περιορισμό καί στήν ἀπαγόρευση, γιατί ἐγώ, ὁ Ἀντίχριστος, ἦρθα σε σας καί κηρύττω το λόγο τοῦ Θηρίου 666, πού λέγει: Δέν ὑπάρχει κανένας νόμος, ἐκτός ἀπό αὐτό πού ἐσύ θέλεις. Θά ὁδηγήσω ὅλους τούς ἀνθρώπους στό νόμο τοῦ Θηρίου 666 καί στό νόμο του θά κυριεύσω τόν κόσμο» [51] .
 
Λίγο προτοῦ κλείσουμε κι αὐτή τήν ἐνδιαφέρουσα ἑνότητα, θά ἐπιχειρήσουμε νά προβοῦμε σέ μία-δύο παρατηρήσεις. Καταρχήν φαίνεται ξεκάθαρα πώς μέσα ἀπό τήν κίνηση τοῦ νεοσατανισμοῦ προωθήθηκε ἡ λεγόμενη σεξουαλική ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ σταδιακή νομιμοποίηση ὅλων τῶν σεξουαλικῶν διαστροφῶν, ἀνάμεσα τούς καί ἡ ὁμοφυλοφιλία [52]. Εἶναι χαρακτηριστικό πώς στή «Σατανιστική Βίβλο», πού χρησιμοποιεῖται στήν ἐκκλησία τοῦ Σατανᾶ, ἀναφέρεται ρητά, στά πλαίσια τοῦ τελετουργικοῦ, ὅτι: «ὁ σατανισμός πράγματι συνηγορεῖ στή σεξουαλική ἐλευθερία, ἀλλά μόνο μέ τήν πραγματική σημασία τῆς λέξης… ὁ σατανισμός ἀποδέχεται κάθε μορφή σεξουαλικῆς δραστηριότητας πού ἱκανοποιεῖ σωστά τίς ἀτομικές ἐπιθυμίες-εἴτε εἶναι ἑτεροφυλοφιλικές, ὁμοφυλοφιλικές, ἀμφισεξουαλικές ἤ ἀκόμα καί τήν ἀποχή, ἐφόσον αὐτό ἐπιλέγεις. Ὁ σατανισμός ἐπίσης ἐπικυρώνει κάθε εἴδωλο ἤ παρεκτροπή πού θά προάγει τή σεξουαλική ζωή» [53] .
 
Αὐτή λοιπόν ἡ ἀντεστραμμένη ἠθική τῆς ἐκκλησίας τοῦ Σατανᾶ βασίζεται σέ ἐντολές τοῦ τύπου: «ὁ Σατανᾶς ἐνσαρκώνει τήν ἀπόλαυση ἀντί τῆς ἐγκράτειας», ἤ «ὁ Σατανᾶς βλέπει τόν ἄνθρωπο ὡς ἕνα ἄλλο ζῶο, πού μερικές φορές εἶναι καλύτερο, συχνά ὅμως χειρότερο ἀπό ἄλλα τετράποδα» [54] . Ἐδῶ σέ αὐτό τό σημεῖο ἔχουμε τή δικαίωση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ὅταν λέει πώς ἡ ἀκολασία ὁδηγεῖ τήν ἀνθρώπινη φύση κάτω ἀπό τά ἄλογα ζῶα, μέσα ἀπό τήν παραδοχή τοῦ ἴδιου τοῦ Σατανᾶ γιά τό πῶς βλέπει τόν ἄνθρωπο, ὅταν τόν ἐξουσιάζει.  Καί ἕνα τελευταῖο σχόλιο, γιά τή δύναμη διεκδίκησης πού προβάλλει ὁ νόμος τοῦ Crowley ἐπί παντός εἴδους διαστροφή. Ἐκτιμοῦμε πώς εὔκολα μποροῦμε νά ἐπικαιροποιήσουμε τίς προτροπές του, μέ βάση τά ὅσα βλέπουμε νά συμβαίνουν στήν ἐποχή μας. Ἡ κάθε διαστροφή πλέον νομιμοποιεῖται μέσῳ τῆς ἰσχυρῆς κρατικῆς ἐπιβολῆς, ἡ ὁποία δέν ὑποχωρεῖ ἐνώπιον οἱασδήποτε διαμαρτυρίας, ἀπό ὅπου κι ἄν προέρχεται. Ὅπως θά μᾶς πεῖ κι ὁ μεγάλος ἀγωνιστής τῆς Ὀρθοδοξίας, ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, «τίποτε, ὅπως φαίνεται, δέν μπορεῖ νά συγκρατήσει τή γλῶσσα πού ἀσεβεῖ, ὅταν ὑποστηρίζεται κι ἀπό τή δύναμη τῆς ἐξουσίας» [55] .
 
Ἡ ὁμοφυλοφιλία ὡς κατ’ ἐξοχήν σημεῖο ἀναφορᾶς τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἀντιχρίστου
 
Εἶναι σαφῶς καταγεγραμμένο ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο, ὅτι ἡ ἐποχή μετά τήν πρώτη ἔλευση τοῦ Χριστοῦ σηματοδότησε καί τήν ἐσχατολογική περίοδο πού ὁδηγεῖ καί καταλήγει στή Δευτέρα Παρουσία Του. Στή Β΄ πρός Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολή του, ὁ Ἀπόστολος χωρίζει τό μεσοδιάστημα σέ δύο περιόδους. Στήν πρώτη περίοδο ἀναφέρει πώς ὁ διάβολος ἐνεργεῖ συγκεκαλυμμένα, τονίζοντας τή λέξη «μυστήριο», λέγοντάς μας ὅτι «τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας» [56] , ἐνῶ στή δεύτερη περίοδο ὁ διάβολος ἐνεργεῖ φανερᾷ, καθότι μᾶς λέει ὅτι «καὶ τότέ ἀποκαλυφθήσεται ὁ ἄνομος» [57] . Τό προειδοποιητικό σημεῖο γιά τήν ἐπικείμενη φανέρωση τοῦ πλάνου Ἀντιχρίστου εἶναι ἡ προηγηθεῖσα ἐκτεταμένη ἀποστασία τῆς ἀνθρωπότητας. Γιά αὐτό καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος συγκρατεῖ τούς ἐνθουσιώδεις καί ἀγωνιστές Θεσσαλονικεῖς, ἐπισημαίνοντας νά μήν προβοῦν σέ ἄκαιρες ἐνέργειες , διότι ὁ Ἀντίχριστος δέν θά φανεῖ «ἐὰν μὴ ἔλθῃ ἡ ἀποστασία πρῶτον καὶ ἀποκαλυφθῇ ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας.»  [58] .
 
Συνεπῶς ἡ ἔλευση τοῦ Ἀντιχρίστου δέν θά συμβεῖ ἀπροϋποθέτως, ἀλλά θά πραγματοποιηθεῖ ὡς μία φυσική θά λέγαμε συνέχεια αὐτῆς τῆς γενικευμένης ἀποστασίας καί καθολικῆς ἀνταρσίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στό νόμο τοῦ Θεοῦ. Μέ ἄλλα λόγια, ὅπως ἐξηγοῦν οἱ ἅγιοι ἑρμηνευτές, ὁ Ἀντίχριστος θά ἔλθει, ἐπειδή καί θά τόν θέλει καί θά τόν ἐπιζητά ἡ ἀνθρωπότητα. Γιά αὐτό καί ὁ Χριστός προεῖπε στούς θεομάχους Ἑβραίους, «ἐγὼ ἐλήλυθα ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ πάτρός μου, καὶ οὐ λαμβάνετέ με· ἐὰν ἄλλος ἔλθῃ ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἰδίῳ, ἐκεῖνον λήψεσθε.» [59] . Ὁ Ἀντίχριστος θά ἐπικρατήσει στήν παγκόσμια κοινότητα, ἀκριβῶς ἐπειδή αὐτή θά ἔχει χρεωκοπήσει πρωτίστως πνευματικά κι ἐκεῖνος, ἀφοῦ πρῶτα ἐκμεταλλευτεῖ στό ἔπακρο αὐτή τήν πνευματική πενία, θά εὐθυγραμμιστεῖ μέ τή γενική ἠθική καί πνευματική κατεύθυνση τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς του, θά μᾶς πεῖ ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ [60].
 
Καί ποιά θά εἶναι αὐτή ἡ γενική ἠθική, πού θά γιγαντώσει τό πνεῦμα τῆς ἀποστασίας στήν ἀνθρωπότητα;  Θά εἶναι αὐτή ἡ ἔκφυλη ἠθική πού ἐπικρατοῦσε τόν καιρό τοῦ Νῶε καί τοῦ Λώτ, ἀπαντᾶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ΄ «καὶ καθὼς ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραίς Νῶε οὕτως ἔσται καὶ ἐν ταῖς ἡμέραίς τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου·  ἤσθιον, ἔπινον, ἐγάμουν, ἐξεγαμίζοντο, ἄχρι ἧς ἡμέράς εἰσῆλθε ὁ Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν, καὶ ἦλθεν ὁ κατακλυσμὸς καὶ ἀπώλεσεν ἅπαντας.  ὁμοίως καὶ ὡς ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραίς Λώτ· ἤσθιον, ἔπινον, ἠγόραζον, ἐπώλουν, ἐφύτευον, ᾠκοδόμουν·  ᾗ δὲ ἡμέρᾳ ἐξῆλθε Λὼτ ἀπὸ Σοδόμων, ἔβρεξε πῦρ καὶ θεῖον ἀπ᾿ οὐρανοῦ καὶ ἀπώλεσεν ἅπαντας. κατὰ τὰ αὐτὰ ἔσται ᾗ ἡμέρᾳ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀποκαλύπτεται.» [61] .
 
Μέ βάση λοιπόν τόν συγκλονιστικό αὐτό προειδοποιητικό λόγο τοῦ Κυρίου καί τήν ἀναφορά πού κάνει γύρω ἀπό τήν ἠθική πού ἐπικρατοῦσε στήν ἐποχή τοῦ Νῶε καί τῶν Σοδόμων, ἀντιλαμβανόμαστε πώς στήν ἐποχή τοῦ Ἀντιχρίστου, κατ’ ἐξοχήν σημεῖο ἀναφορᾶς αὐτῆς τῆς ἠθικῆς παρακμῆς θά εἶναι (καί) ἡ ὁμοφυλοφιλία. Κοινό στοιχεῖο τῶν δύο ἐποχῶν καί πρωτογενής αἴτιο πού ὁδηγεῖ στό θανάσιμο ἁμάρτημα τῆς ὁμοφυλοφιλίας, ἡ ὑπερηφάνεια [62] καί δευτερευόντως ἡ καλοπέραση [63]. Λέει χαρακτηριστικά ὁ προφήτης Ἰεζεκιήλ: «πλὴν τοῦτο τὸ ἀνόμημα Σοδόμων τῆς ἀδελφῆς σου, ὑπερηφανία· ἐν πλησμονῇ ἄρτων καὶ ἐν εὐθηνίᾳ οἴνου ἐσπατάλων αὐτὴ καὶ αἱ θυγατέρες αὐτῆς.» [64]  . Ἡ σύνδεση αὐτή μᾶς φέρνει ἀμέσως στό νοῦ τήν ἀποστροφή πού ἔνιωσε ὁ Θεός μπροστά στήν ἀκόλαστη κοινωνία τῶν Σοδόμων [65], κάτι πού τόν ἐξώθησε στήν ἀπόφαση νά καταστρέψει ὁλοσχερῶς τήν περιοχή γύρω ἀπό τή σημερινή «Νεκρά Θάλασσα» [66], ὡς μία προειδοποίηση γιά τήν ἀνθρωπότητα ὅλων τῶν ἐποχῶν καί κυρίως τῶν ἐσχάτων ἡμερῶν ΄ «ὅπως τά Σόδομα καί τά Γόμορρα καί οἱ γύρῳ,γύρω τους πόλεις, πού καταπόρνευσαν μέ τρόπο ὅμοιο μέ αὐτούς καί πῆγαν πίσω ἀπό διαφορετική σάρκα, εἶναι μπροστά μας παράδειγμα, ἀφοῦ τιμωρήθηκαν μέ καταδίκη αἰώνιας φωτιᾶς»[67].
 
Ἔτσι λοιπόν, οἱ περιοχές πέριξ τῶν Σοδόμων καί Γομόρρων πλήρωσαν μέ τό ἐπιτίμιο τοῦ θανάτου τήν ἀλαζονεία καί τήν ὑπερηφάνεια τούς ἀπέναντι στήν καταπάτηση τῶν φυσικῶν νόμων καί λειτουργιῶν πού θέσπισε ὁ Θεός στόν κτιστό κόσμο ΄ «καὶ ἐμεγαλαύχουν καὶ ἐποίησαν ἀνομήματα ἐνώπιον ἐμοῦ, καὶ ἐξῇρα αὐτὰς καθὼς εἶδον.», θά μᾶς ἑρμηνεύσει ξανά ὁ προφήτης Ἰεζεκιήλ [68] . Ἡ τιμωρία ὅμως τῶν ἀνόμων των ἐσχάτων ἡμερῶν θά εἶναι κατά πολύ βαρύτερη ἀπό ἐκείνη τῆς κοινωνίας τῶν Σοδόμων, διότι, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Μέγας Βασίλειος, οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι οἱ σοδομίτες εἶχαν κι ἕνα ἐλαφρυντικό, ἄσχετα ἐάν αὐτό δέν ἦταν ἀρκετό γιά νά τούς σώσει: τό γεγονός πώς ἔζησαν στήν πρό Νόμου ἐποχή καί δέν γνώριζαν μέ ἀκρίβεια αὐτά πού γνώριζαν ὅσοι ἔζησαν μετά τήν ἐποχή τοῦ Μωυσῆ, ὁ ὁποῖος τούς παρέδωσε, μόλις κατέβηκε ἀπό τό Σινᾶ, γραπτῶς τό νόμο τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, στήν περίπτωσή τους θά ἰσχύσει ό, τί ἴσχυσε στήν περίπτωση, ὅπου «ὁ μέν Κάϊν ἑπτά φοράς ἐτιμωρήθη, ὁ δέ Λάμεχ ἑπτά φοράς το ἑβδομήκοντα» [69],  ἄν καί ὁ τελευταῖος διέπραξε τό ὅμοιο ἁμάρτημα τοῦ φόνου [70].
 
Στό ἴδιο μῆκος κύματος καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀναφέρει συμπληρωματικά, πρός σωφρονισμό ὅσων συνεχίζουν νά ἀσεβοῦν, τά ἑξῆς: «τί λοιπόν; Ἐπειδή τιμωρήθηκαν ἐκεῖνοι μέ τέτοιο τρόπο, δέν ὑπάρχουν καί τώρα πολλοί πού διαπράττουν τά ἴδια ἁμαρτήματα μέ ἐκείνους καί ὅμως δέν τιμωροῦνται; Ναί ΄ ὅμως αὐτό θά προκαλέσει μεγαλύτερη τιμωρία σέ αὐτούς πού πίπτουν στά ἴδια παραπτώματα. Ὅταν δέν συνετιζόμαστε οὔτε ἀπό τά ὅσα συνέβησαν σέ ἐκείνους, οὔτε κερδίζουμε κάτι ἀπό τή μακροθυμία τοῦ Θεοῦ, σκέψου, ὅτι καθιστοῦμε σφοδρότερο ἐκεῖνο τό ἄσβεστο πύρ ἐναντίον καί κάνουμε τόν σκώληκα φοβερότερο.» [71] .
 
Ἄρα, ἄς μήν ὑπάρχει ἐπανάπαυση στή σημερινή ἐποχή καί σκόπιμη παρερμηνεία τῆς μακροθυμίας τοῦ Θεοῦ. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες, πού ἀσχολήθηκαν μέ τήν ἐσχατολογική γραμματεία, ἅπαντες συγκλίνουν κι αὐτοί μέ τή σειρά τους στήν ἄποψη πώς οἱ ἄλογες ἐπιθυμίες τῶν ἀνθρώπων θά κυριαρχήσουν κατά τήν ἐποχή τοῦ Ἀντιχρίστου, ἀφήνοντας ὁρισμένοι ἐξ αὐτῶν ὡς παρακαταθήκη μία σειρά προφητειῶν πού μᾶς προειδοποιοῦν συγκεκριμένα γιά τά ἐπερχόμενα σημεῖα τῶν καιρῶν.  Μάλιστα, μία ἀπό τίς πιό γνωστές προφητεῖες στήν πατερική γραμματεία κάνει λόγο ἀνοιχτά γιά τό θέμα τῆς ὁμοφυλοφιλίας καί εἶναι αὐτή του -ἐκ Δύσεως ὁρμώμενου καί ἄριστου γνώστη τῆς παραδόσεως τῆς Ἀνατολῆς- ἁγίου Ἰερώνυμου (347-420 μ. Χ.), πού ἀναφέρει, κατά τρόπο ξεκάθαρο, πώς «ὅταν θά πολλύνει ἡ ἀρσενοκοιτία πάνω στή γῆ, τότε θά καταστραφεῖ ὁ κόσμος καί θά ἔρθει ὁ Χριστός ξανά στή γῆ» [72] .
 
Στήν ἴδια κατεύθυνση καί ἀκόμα πιό ἀναλυτικός ὁ ὅσιος Νεῖλος ὁ Μυροβλήτης προφητεύει γιά τήν ἐποχή μας , λέγοντας τά ἑξῆς:  «…Κατά τό 1900 ἔτος, βαδίζοντες πρός τόν μεσασμό τοῦ 8ου αἰῶνος, ἄρχεται ὁ κόσμος τοῦ καιροῦ ἐκείνου νά γίνεται ἀγνώριστος. Ὅταν πλησιάσει ὁ καιρός τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἀντιχρίστου, θά σκοτισθῆ ἤ διάνοια τῶν ἀνθρώπων ἀπό τά πάθη τῆς σάρκας, καί θά πληθυνθεῖ σφόδρα ἤ ἀσέβεια καί ἤ ἀνομία. Τότε ἄρχεται ό κόσμος νά γίνεται ἀγνώριστος… Θά μετασχηματίζονται οἱ μορφές τῶν ἀνθρώπων καί δέν θά γνωρίζονται οἱ ἄνδρες ἀπό τίς γυναῖκες δια τῆς ἀναισχύντου ἐνδυμασίας καί τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς (…………) Οἱ πορνεῖες, μοιχεῖες, ἀρσενοκοιτίες, κλοπές καί φόνοι θά πολιτεύονται ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ καί διά τήν ἐνέργειαν τῆς μέγιστης ἁμαρτίας καί ἀσελγείας οἱ ἄνθρωποι θέλουν στερηθεῖ την χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὅπου ἔλαβαν εἰς τό Ἅγιον Βάπτισμα καθώς καί τήν τύψιν καί τόν ἔλεγχο τῆς συνειδήσεως (…………….)» [73] .
 
Ἄς ἀρκεστοῦμε ὅμως σέ αὐτές τίς δύο ἐνδεικτικές προφητεῖες. Τό ἄν ἐκπληρώνονται αὐτές σήμερα, ἐκτιμοῦμε πώς μπορεῖ εὔκολα ὁ κάθε πιστός τῆς ἐποχῆς μας νά κάνει τήν σχετική ἀναγωγή καί νά βρεί τή σωστή ἀπάντηση. Ἄλλωστε, σέ κάθε περίπτωση, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, μᾶς ἔδωσε τά κριτήρια ἐκεῖνα πού θά μᾶς βοηθήσουν νά ἀναγνωρίσουμε τά σημεῖα τῶν καιρῶν, πάντα μέ τήν προϋπόθεση ὅτι θά βρισκόμαστε σέ κατάσταση διαρκοῦς νίψεως καί αὐξημένης ἑτοιμότητας ΄ «᾿Απὸ δὲ τῆς συκῆς μάθετε τὴν παραβολήν. ὅταν ἤδη ὁ κλάδός αὐτῆς γένηται ἁπαλὸς καὶ τὰ φύλλά ἐκφύῃ, γινώσκετε ὅτι ἐγγὺς τὸ θέρός·  οὕτω καὶ ὑμεῖς ὅταν ἴδητε ταῦτα πάντά, γινώσκετε ὅτι ἐγγύς ἐστιν ἐπὶ θύραίς.»  [74] .
 
Δ΄ ΜΕΡΟΣ: ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Περί ἀπομακρύνσεως ἀπό τήν ὁμοφυλοφιλία
 
Ἡ παροῦσα ὁμιλία ἀναλώθηκε στό νά καταδείξει, κατά τό δυνατόν ὅσο πιό διεξοδικά καί μέσα ἀπό πολλές ὀπτικές γωνίες, τίς σοβαρές σωτηριολογικές ἐπιπτώσεις πού ἐπιφέρει στόν ἄνθρωπο τό κορυφαῖο σαρκικό ἁμάρτημα τῆς ὁμοφυλοφιλίας.  Ἐκτιμοῦμε πώς ἡ ἀναίδεια μέ τήν ὁποία ἐξαπλώνεται στίς μέρες μας ἡ παρά φύσιν -ὀργανικά- πορνεῖα, ἔχει ὡς θεμέλιο καί βάση τήν παραχαλάρωση τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος, πάνω στά κατά φύσιν -ὀργανικά- πορνικά ἁμαρτήματα. Εἶναι πασίδηλο πώς τίς τελευταῖες δεκαετίες ἔπαψε νά ἀκούγεται ἀπό ἄμβωνος ἡ πατερική γνωμοδότηση πώς γενικότερα ἡ πορνεία εἶναι θανάσιμο ἁμάρτημα, μέ ἐξίσου ὀλέθριες σωτηριολογικές ἐπιπτώσεις. Αὐτή ἡ σιγή ἀσυρμάτου, ἤ ἀκόμη καί ἡ ἀμνήστευση τῶν σαρκικῶν ἁμαρτημάτων ἐκ μέρους ὁρισμένων ἐκκλησιαστικῶν ταγῶν καί ποιμένων,  σέ συνδυασμό μέ τόν ἀνελέητο βομβαρδισμό πού δέχεται ὅλα αὐτά τά χρόνια ὁ ἄνθρωπος ἀπό τά γνωστά κέντρα πού προωθοῦν τόν «Πανσεξουαλισμό», λειτούργησε σάν μία χιονοστιβάδα στήν κοινωνία, πού πλέον εἶναι πολύ δύσκολο νά ἐλεγχθεῖ. Καί ὄντως ἡ αἴσθηση πού ὑπάρχει εἶναι ὅτι στήν ἐποχή μας, ἡ κατάσταση πάνω σέ αὐτό τό θέμα μοιάζει νά εἶναι ἀνεξέλεγκτη. Τά πάθη ἔχουν γιγαντωθεῖ καί ἡ ἀνθρωπότητα εἶναι μεθυσμένη ἀπό τόν οἶνο τῆς πορνείας, ὅπως ἀναφέρει ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη: «ὅτι ἐκ τοῦ οἴνου τοῦ θυμοῦ τῆς πορνείας αὐτῆς πέπωκαν πάντά τὰ ἔθνη, καὶ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς μέτ᾿ αὐτῆς ἐπόρνευσαν, καὶ οἱ ἔμποροι τῆς γῆς ἐκ τῆς δυνάμεως τοῦ στρήνούς αὐτῆς ἐπλούτησαν.» [75]  .
 
Κάνοντας στό σημεῖο αὐτό μία σχετική χρήσιμη παρένθεση, θά παρατηρήσουμε ὅτι ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος ἐπισημαίνει μέσα ἀπό τήν θεόπνευστη διδασκαλία του, τό πόσο τραγικό εἶναι νά ἀφήνεις τά πάθη νά γιγαντώνονται. Τονίζει δέ μέ παραβολικό τρόπο πώς τά πάθη ὁμοιάζουν μέ σκυλάκια, πού συνηθίζουν νά τριγυρίζουν στά σφαγεῖα καί φεύγουν μόνο ἄν τά φωνάξεις ἐναντίον τους, διαφορετικά ἄν τά ἀφήσεις ὁρμοῦν στά κρέατα σάν ὑπερμεγέθη λιοντάρια. Γιά τόν λόγο αὐτό συνιστᾶ: «Ἐξουδένωσον τήν μικράν ἐπιθυμίαν, ἶνα μή ἐνθυμηθῆς τήν σφοδρότητα τῆς πυρώσεως αὐτῆς. Διότι ἡ ὑπέρ τῶν μικρῶν πραγμάτων ὑπομονή τῶν μεγάλων πραγμάτων τόν κίνδυνο ἀποσοβεῖ. Ἀδύνατον γάρ κατακρατῆσαι τῶν μεγάλων πραγμάτων, ἐάν μή νικήσης τά εὐτελέστερα» [76] .
 
Παρόλη ὅμως τή δύσκολη κατάσταση πού ἔχει διαμορφωθεῖ στήν ἐποχή μας καί παρόλο το βομβαρδισμό πού δεχόμαστε ὑπέρ τῆς ὁμοφυλοφιλίας, ἡ ἐντολή πού ἔχουμε ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί εἶναι νά μήν ἀδιαφοροῦμε καί νά ἀγωνιζόμαστε. Γιατί, ἄν αὐτοί πού ἀναμειγνύονται σέ ἀπαγορευμένα ἔργα, διαπράττουν μολυσμό τῆς σαρκός, ὅσοι τούς παρακολουθοῦν καί ἀδιαφοροῦν γιά τήν κατάντια τους, αὐτοί διαπράττουν μολυσμό τοῦ πνεύματος, θά μᾶς πεῖ ὁ Μέγας Βασίλειος [77] . Πῶς λοιπόν πρακτικά μπορεῖ κανείς νά βοηθήσει; Καταρχάς, ἀποκτῶντας τήν προαίρεση τοῦ Λώτ, ἀπαντᾶ ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Βλέποντας τούς ἀδελφούς μας νά βρίσκονται στό βάραθρο τῆς ἀσέβειας καί σχεδόν κάτω ἀπό τό φάρυγγα τοῦ διαβόλου, νά ἐκφέρουμε μερικές φορές καί ἐφόσον οἱ περιστάσεις τό ἐπιτρέπουν, κάποιο λόγο ἐποικοδομητικό, μία συμβουλή ἤ μιά παραίνεση [78].
 
Προέχει ἑπομένως, ὡς ἐπιτακτική ἀνάγκη, νά λέμε τά πράγματα μέ τό ὄνομά τους. Νά μεταφέρουμε ἀνόθευτη τή διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων Πατέρων καί νά τονίζουμε διαρκῶς, ὅπως προαναφέραμε, τίς ἀρνητικές σωτηριολογικές συνέπειες πού ἔχει ἡ θανάσιμη ἁμαρτία πού λέγεται ὁμοφυλοφιλία, προτρέποντας σέ μετάνοια καί ἐξομολόγηση σέ ὅσους καλοπροαίρετα ρωτοῦν, διότι πολλοί πού νοσοῦν ἀπό τή μεγάλη αὐτή ἀσθένεια, δέν ἔχουν τήν αἴσθηση πώς νοσοῦν, ἀκριβῶς ἐπειδή ἀγνοοῦν τα περί ψυχικῆς ὑγείας ἐξ ἐπόψεως Ὀρθοδόξου [79] . Ἄς μιμηθοῦμε λοιπόν τόν Ἀπόστολο Παῦλο κι ἄς ἐπαναλαμβάνουμε διαρκῶς τά λόγια τοῦ: «μὴ πλανᾶσθε· οὔτε πόρνοί οὔτε εἰδωλολάτραι οὔτε μοιχοὶ οὔτε μαλακοὶ οὔτε ἀρσενοκοῖται  οὔτε πλεονέκται οὔτε κλέπταί οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδοροι, οὐχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι.» [80] . Διότι στό θέμα αὐτό δέν χωροῦν ἐκπτώσεις καί ἅπαντες θά πρέπει νά ἔχουν στό νού τους αὐτόν τόν δυσμενῆ παύλειο στίχο. Ὅπως φυσικά θά πρέπει νά ἔχουν στό νοῦ τους καί τόν ἑπόμενο εὐμενῆ παύλειο στίχο, ἐφόσον ὑπάρξει πραγματική μετάνοια: «καὶ ταῦτά τινες ἦτε· ἀλλὰ ἀπελούσασθε, ἀλλὰ ἡγιάσθητε, ἀλλὰ ἐδικαιώθητε ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ καὶ ἐν τῷ Πνεύματι τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.» [81] .
 
Βιβλιογραφία
 
[1] PG 37, 1377
[2] Ἁγίου Μακαρίου Αἰγυπτίου, Ὁμιλία Ἐ΄, PG 34, 493
[3]  Ἁγίου Ἰσαάκ Σύρου, Πγ΄. Περί ψυχῆς καί παθών καί καθαρότητας τοῦ νοῦ κατά ἐρωταπόκριση, Φιλοκαλία, ΕΠΕ, τόμος 8Γ, σελ. 200.
[4]  Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Διάλογος κατά Μανιχαίων, PG94, 1505-1584.
[5]  «Πάντα μέν οὔν ἄτιμα τά πάθη, μάλιστα δέ ἡ κατά τῶν ἀρρένων μανία ΄», Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὁμιλία Ἔ΄.=δ΄. , PG60, 415.
[6]  Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 38, PG36, 321.
[7] Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, κς΄. Περί ἀνθρώπου, Ἔκδοσις ἀκριβῆς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, PG94, 917.
[8]  Μεγάλου Βασιλείου, Ἠ΄. Εἰς τό «Πρόσεχε σεαυτῷ», PG31, 197.
[9]  Αὐτή τήν παρατήρηση ἄς τήν προσέξουν ἰδιαιτέρως οἱ ἐραστές τῆς μεταπατερικῆς θεολογίας, οἱ ὁποῖοι δηλητηριασμένοι καθώς εἶναι ἀπό τά «θεολογικά» λήμματα τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ, φτάνουν στή βλασφημία νά εἰσάγουν «φῦλο» στό Θεό, καί νά ὁμιλοῦν μέ ἀφροσύνη περί «θηλυκῆς πλευρᾶς» τοῦ Θεοῦ, στά πλαίσια τῆς λεγόμενης φεμινιστικῆς θεολογίας.
[10]  Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, ἰς΄. Ἐξέταση τοῦ θείου ρητοῦ πού λέγει «ἄς κάνομε ἄνθρωπο κατ’ εἰκόνα καί ὁμοίωση δική μας», PG44, 177.
[11]  Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ἐ΄. Περί ἀντιλογίας πρός Θεόν, καί ὅτι οὐ,οὗ δεῖ ἀντιλέγειν ἤ δικαιολογεῖσθαι πρός Θεόν, PG95, 1093.
[12]  Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ἠ΄. Περί τῆς ἀνθρώπου πλάσεως καί κατασκευῆς, PG95, 1097.
[13]  Δημητρίου Ι. Τσελεγγίδη, Ἡ σωτηριολογία του Λούθηρου-Συμβολή στή μελέτη τῆς Θεολογίας τοῦ Λούθηρου ἀπό ὀρθόδοξη ἄποψη, Ἐκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 40.
[14]   ό. π. , σελ. 58.
[15]   Ἐπιπλέον ὁ Λούθηρος ἔφτασε στόν παραλογισμό νά «δογματίσει» πώς ἀρκεῖ μόνον ἡ πίστη (sola fide) γιά νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά ἀκόμα κι αὐτή (ἡ πίστη) ἀποτελεῖ δῶρο τῆς θείας βούλησης καί δέν εἶναι δυνατόν νά ἐπιτευχθεῖ ἐκ τῆς βουλήσεως τοῦ ἀνθρώπου.
[16]   Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Β΄. «Ἐνῶ καί ἐκληρώθημεν προορισθέντες κατά πρόθεσιν τοῦ τά πάντα ἐνεργοῦντος κατά τήν βουλήν τοῦ θελήματος αὐτοῦ κτλ.», PG62, 17.
[17]   Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, κζ΄. Περί ἡδονῶν, PG94, 929.
[18]   Ἁγίου Ἰωάννου Σιναΐτου, ΚΛΙΜΑΞ, Λόγος Ἰε΄, Περί Ἁγνείας, Ι. Μ.. Παρακλήτου, Ωρωπός Ἀττικῆς 1999, σελ. 216.
[19]   Στήν πραγματικότητα, ὁ ἱερός Χρυσόστομος, στό σημεῖο αὐτό, ἑρμηνεύει τό χωρίο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «φεύγετε τὴν πορνείαν. πᾶν ἁμάρτημα ὃ ἐὰν ποιήσῃ ἄνθρωπος ἐκτὸς τοῦ σώμάτός ἐστιν, ὁ δὲ πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει.», Ἀ΄ Κορ. στ΄ 18.
[20]  Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τό, «Πάν ἁμάρτημα, ὁ ἐάν ποιήση ἄνθρωπος, ἐκτός τοῦ σώματος ἐστίν», PG64, 465.
[21]  Στό σημεῖο αὐτό νά διευκρινίσουμε πώς ἀκόμα καί ἡ συνήθης πορνική σχέση μεταξύ ἀνδρός καί γυναικός ἀποτελεῖ μία παρά φύση κατάσταση, μέ τήν ἔννοια πώς κάθε τί πού κινεῖται ἔξω ἀπό το κατά φύση τῆς δημιουργίας εἶναι μία παρά φύση κατάσταση καί ἄρα ἁμαρτία. «Μόνο ἡ ἁμαρτία εἶναι παρά φύση, πού εἶναι ἑκούσιο καί αὐθαίρετο, κάκιστο πάθος καί φθορά τῆς ψυχῆς», θά μᾶς πεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός (PG95, 109). Ἑπομένως, ὁ ἐσκεμμένος διαχωρισμός πού κάνουν οἱ Πατέρες ἀνάμεσα σέ κατά φύσιν καί παρά φύσιν πορνεία, γίνεται καθαρά μέ ὅρους ἀνθρώπινης φυσιολογίας καί βιολογίας, μέ σκοπό νά παρουσιαστεῖ, ὄχι ἡ δικαίωση τῆς «φυσιολογικῆς» πορνείας, ἀλλά τό μέγεθος τῆς ἀνατροπῆς αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς δημιουργίας ἀπό τήν παρά φύσιν πορνεία.
[22]  Γεν. 1, 26
[23]  Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ἔ΄.=δ΄. «Διά τοῦτο παρέδωκεν αὐτούς ὁ Θεός εἰς πάθη ἀτιμίας κτλ.», PG60, 415.
[24]  Γεν. 1, 27
[25]  Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Περί παρθενίας, PG94, 1205.
[26]  Ἁγίου Συμεῶν Νέου Θεολόγου, ἅ. Μερική φυσιολογία γιά τήν κτίση τοῦ κόσμου καί τήν πλάση τοῦ Ἀδάμ, ΕΠΕ, τόμος 19Β, σελ. 104-112.
[27]  Γεν. 2, 18
[28]  Γεν. 2, 20
[29]  Γιά τό λόγο αὐτό ὁ Ἀδάμ δέν τρόμαξε, οὔτε ἔνιωσε ἔκπληξη ὅταν εἶδε ἐνώπιόν του τήν Εὔα γιά πρώτη φορά, ἀντιθέτως τήν ἀναγνώρισε ἀμέσως καί ἀναφώνησε «τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μου», Γεν. 2, 23.
[30]  Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Δ΄. Γιατί δημιούργησε τή γυναῖκα ἀπό τήν πλευρά τοῦ Ἀδάμ, PG75, 1421.
[31]  Ἁγίου Ἰσίδωρου Πηλουσιώτη, 243. Στόν Εὐδαίμονα. Στό χωρίο ΄ «Αὐτή θά ὀνομασθεῖ γυναῖκα ἐπειδή ἔγινε ἀπό τόν ἄνδρα της», PG78, 921.
[32]  Γεν. 2, 23     «αὕτη κληθήσεται γυνή, ὅτι ἐκ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς ἐλήφθη αὕτη».
[33]  Γεν. 2, 22
[34]  Γεν. 2, 24
[35]  Ὅλα αὐτά ἐπαναλαμβάνουμε καθίστανται νόμιμα πνευματικῶς μόνο μέσα στό μυστήριο τοῦ Γάμου, τό ὁποῖο τελεῖται «εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν.» (Ἐφεσ. ἐ΄ 32). Ἐκεῖ πού τό ἀνδρόγυνο καλεῖται νά ἀθληθεῖ καί νά ἀσκηθεῖ στήν παλαίστρα τοῦ οἰκογενειακοῦ βίου καί νά ἐκπληρώσει, μέσα ἀπό τίς χαρές, τίς θλίψεις καί τούς πειρασμούς τοῦ παρόντος βίου, τήν σωτηριολογική του πορεία. Σέ μία τέτοια ἐπιτυχημένη -ὡς πρός τό σωτηριολογικό σκέλος- πορεία, ἡ δυαδική σχέση τοῦ ζευγαριοῦ, ἀναβαθμίζεται κατά χάριν καί ἁγιοπνευματικῶς σέ τριαδική σχέση, συμπορευόμενοι στή σχέση τους μέ τόν Χριστό καί προγευόμενοι τῆς μελλούσης βασιλείας τῶν Οὐρανῶν «ἐδῶ καί τώρα» μέ τή μορφή ἀρραβῶνα.
[36]  Γεν. 1, 31
[37]  Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ἔ΄.=δ΄. «Διά τοῦτο παρέδωκεν αὐτούς ὁ Θεός εἰς πάθη ἀτιμίας κτλ.», PG60, 415.
[38]  Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, μβ΄. Ἐξαναστάντες δέ οἱ ἄνδρες ἐπέβλεψαν ἐπί πρόσωπον Σοδόμων καί Γομόρρας, PG54, 385.
[39]  Παροιμ. 11, 20
[40]  Διαταγές τῶν Ἀποστόλων, Περί παιδεραστίας, πορνείας καί μοιχείας καί ἀποφυγῆς αὐτῶν, PG1, 984.
[41]  Ἀ΄ Ἰω. γ΄ 8
[42]  Ἁγίου Μακαρίου Αἰγυπτίου, Β΄. Περί τῆς βασιλείας τοῦ σκότους, δηλαδή τῆς ἁμαρτίας, καί ὅτι μόνος ὁ Θεός μπορεῖ ν’ ἀφαιρεῖ ἀπό μᾶς τήν ἁμαρτία καί νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τή δουλεία τοῦ ἄρχοντα τοῦ πονηροῦ ΄, PG34, 464.
[43]  Ὁσίου Νείλου, β΄. Περί πορνείας, PG79, 1444.
[44]  Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Κή΄. Ἐμβάντι δέ αὐτῷ εἰς τό πλοῖον, ἠκολούθησαν οἱ μαθηταί αὐτοῦ κτλ., PG57, 349.
[45]  Βλ. σχετικῶς Ἀρχιμανδρίτου Ἰουστίνου Πόποβιτς, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ-ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ, Ἐκδοτικός Οἶκος «Ἀστήρ», Ἀθήνα 1987.
[46]  π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζοπούλου, Νεοσατανισμός-Ὀρθόδοξη θεώρηση καί ἀντιμετώπιση, Ἐκδόσεις Διάλογος, Ἀθήνα 1996, σελ. 118.
[47]  Βλ. ό. π. , σελ. 119-120, 203 καί 205.
[48]  Βλ. ό. π. , σελ. 63.
[49]  Βλ. ό. π. , σελ. 119.
[50]  Βλ. ό. π. , σελ. 204.
[51]  Βλ. ό. π. , σελ. 124-125.
[52]  Αὐτή ἀκριβῶς ἡ στενή σχέση ἀνάμεσα στό νεοσατανισμό καί τήν ὁμοφυλοφιλία, ἐκδηλώνεται στήν ἐποχή μας ἀπροκάλυπτα πλέον. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἡ τελετή τοῦ 2014 τῶν μουσικῶν βραβείων Grammys, ἡ ὁποία ἐξελίχθηκε σέ μιά γιορτή ἀποθέωσης τοῦ ἀποκρυφισμοῦ καί τῆς ὁμοφυλοφιλικῆς ἀτζέντας, μέ ἕνα καταιγισμό συγκεκριμένων μηνυμάτων καί συμβολισμῶν. Παρόλο τό φυσιολογικό μούδιασμα ἐκ μέρους τῶν θεατῶν, ὅπως γίνεται εὔκολα ἀντιληπτό δέν καταγράφηκε σχετικός προβληματισμός ἤ ἀντίδραση. Συνήθως ἡ στάση πού κρατᾶ ὁ ἀποχριστιανισμένος δυτικός κόσμος, μετά τό ἀρχικό σόκ πού ὑφίσταται, εἶναι ἡ ἁπλή παρακολούθηση τῶν γεγονότων, κάτι πού ὁδηγεῖ στήν συνήθεια καί ἀπό ἐκεῖ τελικά, στήν ἀδιαφορία. Γιά περισσότερα, βλ. σχετικά στήν ἱστοσελίδα: http://redskywarning.blogspot.gr/2014/01/grammys.html
[53]  π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζόπουλου, Νεοσατανισμός-Ὀρθόδοξη θεώρηση καί ἀντιμετώπιση, Ἐκδόσεις Διάλογος, Ἀθήνα 1996,  σελ. 149.
[54]  Βλ. ό. π. , σελ. 138-139.
[55]  Ἁγίου Θεοδώρου Στουδίτου, Πρό Φώτων, Κυριακοδρόμιον, Ἅγιον Ὄρος,Ὅρος, σελ. 644.
[56]  Β΄ Θεσ. β΄ 7
[57]  Β΄ Θεσ. β΄ 8
[58]  Β΄ Θεσ. β΄ 3
[59]  Ἰω. ἐ΄ 43
[60]  Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, Θαύματα καί σημεῖα, Ἔκδοση Ι.Μ. Νικοπόλεως, Πρέβεζα 2000, σελ. 47-48.
[61]  Λουκ. ἴζ΄ 26-30
[62]  Δέν εἶναι λοιπόν τυχαῖο πώς τό ἁμαρτωλό στοιχεῖο τῆς ὑπερηφάνειας εἶναι αὐτό πού κυριαρχεῖ σήμερα ὡς βασικό σύνθημα στίς διάφορες αἰσχρές ποικιλόμορφες ἐκδηλώσεις πού διεξάγονται, στά πλαίσια τῆς προπαγάνδας πού συντελεῖται ὑπέρ τῆς ὁμοφυλοφιλίας. Αὐτό φανερώνει καί τά ἐλατήρια ὅσων κινοῦνται ἀναιδῶς πρός αὐτή τήν κατεύθυνση, τά ὁποῖα κάθε ἄλλο παρά ταπεινά εἶναι.
[63]  Λέει σέ μιά ὁμιλία του ὁ μακαριστός ἱερομόναχος π. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος : «Τά ἁμαρτήματα τῶν Πενταπόλεων, μέ πρωτεύουσα τά Σόδομα, ἦταν: 1) ἡ εὐημερία ἡ ἀπεριόριστη, ἡ εὐθυμία, ὁ πλοῦτος, 2) ἡ ἀσπλαχνία πρός τούς ἔχοντας ἀνάγκη, δηλαδή ἡ ἀπουσία ἐλεημοσύνης, 3) ἡ ἔσχατη ἠθική ἐξαχρείωση, μέσα στήν ὁποία κορυφαία,κορυφαῖα ἦταν ἡ ὁμοφυλοφιλία, ἀπό μικροῦ ἕως μεγάλου». (Ἠσαΐας, ὁμιλία 4η) π. Ἀθ. Μυτιληναῖος.
[64]  Ἰεζ. 16, 49   μτφ. «Ἀλλά ἡ παρανομία τῶν Σοδόμων, τῆς ἀδελφῆς σου αὐτῆς πόλεως, ἦτο ἡ ὑπερηφάνεια. Μέσα εἰς τήν ἀφθονίαν τῶν ἄρτων καί τοῦ οἴνου καί τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ἐζοῦσεν αὐτή καί αἱ κωμοπόλεις της μίαν ἄσωτον καί σπάταλον ζωήν.
[65]  Γεν. 18, 20  : «εἶπε δὲ Κύριος· κραυγὴ Σοδόμων καὶ Γομόῤῥας πεπλήθυνται πρός με, καὶ αἱ ἁμαρτίαι αὐτῶν μεγάλαι σφόδρα».
[66]  Γεν. 19, 24-25  : «καὶ Κύριος ἔβρεξεν ἐπὶ Σόδομα καὶ Γόμοῤῥα θεῖον, καὶ πῦρ παρὰ Κυρίου ἐξ οὐρανοῦ ΄ καὶ κατέστρεψε τὰς πόλεις ταύτας καὶ πᾶσαν τὴν περίχωρον καὶ πάντας τοὺς κατοικοῦντας ἐν ταῖς πόλεσι καὶ τὰ ἀνατέλλοντα ἐκ τῆς γῆς».
[67]  Ἰουδ. 7
[68]  Ἰεζ. 16, 50     μτφ. «Ἠσαν καυχηματίαι καί ἡμάρταναν ἀναιδῶς ἐνώπιόν μου. Ἐπειδή δέ ἐγώ ἔβλεπα τήν παράνομον αὐτήν ζωήν των, τούς κατέστρεψα.».
[69]  Γεν. 4, 24
[70]  Μεγάλου Βασιλείου, μζ΄. Εἰ,Εἶ δεῖ τοῖς ἁμαρτάνουσιν ἐφησυχάζειν, PG31, 1113.
[71]  Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, μβ΄. Ἐξαναστάντες δέ οἱ ἄνδρες ἐπέβλεψαν ἐπί πρόσωπον Σοδόμων καί Γομόρρας, PG54, 385.
[72]  «Σᾶς τό ἔχω ξαναπεῖ, ἀλλά δέν πειράζει νά τά ἐπαναλάβουμε, ὁ Ἅγιος ἱερώνυμος εἶχε πεῖ τό ἑξῆς: «Ὅταν θά -προσέξτε αὐτό, ἐγώ τό πιστεύω- ὅταν θά πολλύνει ἡ ὁμοφυλοφιλία στούς χριστιανικούς λαούς, -ἀδιανόητο τόν καιρό ποῦ τό εἶπε ὅτι Χριστιανοί θά κατέληγαν νά εἶναι ὁμοφυλόφιλοι- τότε, [λέει], πλησιάζει τό τέλος τῆς ἱστορίας». Στηρίχτηκε στά Σόδομα καί τά Γόμορρα».
(Σειράχ, ὁμιλία 253η) π. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος.
[73]  Ὁλόκληρη ἡ προφητεία βρίσκεται στό βιβλίο «Εὐαγγελικός Κῆπος», τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυροβουνίου Κύπρου, καθώς καί στό διαδίκτυο (ἐνδεικτικά) στήν ἱστοσελίδα: http://www.impantokratoros.gr/B7CF7301.el.aspx
[74]  Ματθ. κβ΄ 32-33
[75]  Ἀποκ. ἰη΄ 3
[76]  Ἁγίου Ἰσαάκ Σύρου, Νέ΄. Περί παθῶν, Φιλοκαλία, ΕΠΕ, τόμος 8Β, σελ. 318.
[77]  Μεγάλου Βασιλείου, νγ΄. Τίς ἐστί ὁ μολυσμός τῆς σαρκός κτλ., PG31, 1117.
[78]  Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, μγ΄. «Ἦλθον δέ», φησίν, «οἱ δύο Ἄγγελοι εἰς Σόδομα ἑσπέρας», PG54, 395.
[79]  Ὅπως χαρακτηριστικά ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος, «μακάριος εἶναι ὅποιος ἐγκατέλειψε τή ζάλη τῆς μέθης του καί εἶδε σέ ἄλλους ποιά εἶναι ἡ ἀχόρταγη κραιπάλη του. Διότι τότε θά γνωρίσει τήν αἰσχύνη του. Ὅσον καιρό ὅμως φέρει κανείς τήν κραιπάλη τῆς μέθης τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ μαζί του, ὅλα ὅσα πράττει τοῦ φαίνονται εὐπρεπῆ». Βλ. Ἁγίου Ἰσαάκ Σύρου, Νέ΄. Περί παθῶν, Φιλοκαλία, ΕΠΕ, τόμος 8Β, σελ. 318.
[80]  Ἀ΄ Κορ. ἀ΄ 9-10
[81]  Ἀ΄ Κορ. ἀ΄ 11  μτφ.: «Καί αὐτά ἤσασταν μερικοί. ἀλλά ἀπολουστήκατε, ἀλλά ἁγιαστήκατε, ἀλλά δικαιωθήκατε μέ τό ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί μέ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μας.».
 
Πηγή: Ὁμιλία τοῦ Ἰωάννη Ν. Μαρκά, πτυχιούχου Θεολογίας Α.Π.Θ. (M. Th.), στόν Ι.Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀμαρουσίου 6/11/2019 , 6.30 μ.μ. http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2022/06/blog-post_01.html?m=1