Μὴ κατακρίνεις κανένα, κι ἂν ἀκόμα τὸν βλέπεις μὲ τὰ ἴδια σου τὰ μάτια νὰ ἁμαρτάνει. Λέει ὁ Κύριος: «Μὴ κρίνετε ἵνα μὴ κριθῆτε» Γιατί κρίνουμε τοὺς ἀδελφούς μας; Διότι δὲν προσπαθοῦμε νὰ γνωρίσουμε τὸν ἑαυτό μας. Ὅποιος καταγίνεται μὲ τὴ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ του δὲν προλαβαίνει νὰ παρατηρεῖ τοὺς ἄλλους.
Κατάκρινε τὸν ἑαυτό σου καὶ θὰ παύσεις νὰ κατακρίνεις τοὺς ἄλλους. Νὰ κρίνεις τὴν κακὴ πράξη, ὄχι αὐτὸν ποὺ τὴν ἔκανε. Πρέπει νὰ θεωροῦμε τὸν ἑαυτὸ μας ἁμαρτωλότερο ἀπ’ ὅλους. Πρέπει νὰ συγχωροῦμε κάθε κακό τοῦ πλησίον καὶ νὰ μισοῦμε μόνο τὸν διάβολο ποὺ τὸν παρέσυρε.
Συμβαίνει κάποτε νὰ μᾶς φαίνεται ὅτι ὁ ἄλλος κάνει μία κακὴ πράξη. Στὴν πραγματικότητα ὅμως ἡ πράξη αὐτὴ μπορεῖ νὰ εἶναι καλή, ἐπειδὴ γίνεται μὲ ἀγαθὴ πρόθεση.
Ἡ θύρα τῆς μετανοίας εἶναι ἀνοικτὴ γιὰ ὅλους, καὶ δὲν γνωρίζουμε ποιὸς θὰ τὴ διαβεῖ πρῶτος, ἐσὺ ἢ αὐτὸς ποὺ κατακρίνεις. «Ὅταν κατακρίνεις τὸν πλησίον, διδάσκει ὁ ὅσιος Ἀντίοχος, τότε κρίνεσαι μαζί του κι ἐσὺ γι’ αὐτὸ ποὺ τὸν κρίνεις. Ἡ κρίση καὶ ἡ κατάκριση δὲν ἀνήκουν σ’ ἐμᾶς, ἀλλὰ μόνο στὸν Θεό, τὸν μεγάλο Κριτή, ποὺ γνωρίζει τὴν καρδιά μας καὶ τὰ κρυφὰ πάθη τῆς φύσεώς μας».
Ἡ κατάκριση φέρνει τὴν ἐγκατάλειψη τοῦ Θεοῦ. Κι ὅταν ὁ Θεὸς ἐγκαταλείψει τὸν ἄνθρωπο στὶς δικές του μόνο δυνάμεις, ὁ διάβολος εἶναι ἕτοιμος νὰ τὸν συνθλίψει, ὅπως ἡ μυλόπετρα ἀλέθει τὸ σιτάρι. Ἂς ἔχουμε πάντοτε στὸν νοῦ μας τὰ λόγια του Ἀποστόλου: «Ὁ δοκῶν ἑστάναι βλεπέτω μὴ πέση». Γιατί εἶναι ἄγνωστο πόσο καιρὸ θὰ μπορέσουμε νὰ παραμείνουμε στὴν ἀρετή.
Ὅταν κάποιος σὲ προσβάλει μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο, δὲν πρέπει νὰ τὸν ἐκδικηθεῖς, ἀλλ’ ἀντιθέτως νὰ τὸν συγχωρήσεις ἀπὸ τὴν καρδιά σου. Κι ἂν ἡ καρδιά σου ἀντιστέκεται, νὰ τὴν κάμψεις ἔχοντας πίστη στὸ λόγο τοῦ Κυρίου: «Ἐὰν μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν». Δὲν πρέπει νὰ διατηροῦμε στὴ καρδιὰ μας κακία ἢ μίσος γιὰ τὸν ἄλλο, ἔστω κι ἂν μᾶς ἐχθρεύεται. Ὀφείλουμε νὰ τὸν ἀγαπᾶμε, κι ὅσο μποροῦμε νὰ τὸν εὐεργετοῦμε σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου: «Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν».
Ἂν ἀγωνισθοῦμε κατὰ τὴ δύναμή μας νὰ ἐκπληρώσουμε τὴν ἐντολὴ αὐτή, τότε μποροῦμε νὰ ἐλπίζουμε ὅτι θὰ λάμψει στὴ καρδιά μας τὸ Θεῖο φῶς, ποὺ θὰ μᾶς φωτίζει τὸν δρόμο πρὸς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, Ἂς θελήσουμε νὰ μοιάσουμε στὰ ἀγαπημένα παιδιὰ τοῦ Θεοῦ.
Ἂς ζηλέψουμε τὴν πραότητα τοῦ Δαβίδ, γιὰ τὸν ὁποῖο εἶπε ὁ ὑπεράγαθος καὶ φιλάγαθος Κύριος ὅτι βρῆκε ἄνθρωπο ποὺ Τὸν εὐαρεστεῖ καὶ τηρεῖ ὅλες τὶς ἐντολές Του. Ἔτσι ἐκφράζεται γιὰ τὸν Δαβίδ, τὸν ἀμνησίκακο καὶ ἀγαθὸ πρὸς τοὺς ἐχθρούς του.
Γι’ αὐτὸ κι ἐμεῖς δὲν πρέπει μὲ κανένα τρόπο νὰ ἐκδικηθοῦμε τὸν ἀδελφό μας, ἂν θέλουμε, κατὰ τὸν ὅσιο Ἀντίοχο, νὰ μὴ συναντήσουμε ἐμπόδιο τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς. Ὁ νόμος προστάζει νὰ μεριμνοῦμε γιὰ τὸ ὑποζύγιο τοῦ ἐχθροῦ. Γιὰ τὸν Ἰὼβ ἔδωσε μαρτυρία ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ὅτι ἦταν ἄνθρωπος ἄκακος. Ὁ Ἰωσὴφ δὲν ἐκδικήθηκε τοὺς ἀδελφούς του, ποὺ ἐπιχείρησαν νὰ τὸν σκοτώσουν. Ὁ Ἄβελ πῆγε στὸν ἀδελφό του Κάϊν μὲ ἁπλότητα καὶ χωρὶς ὑποψίες. Ὅπως μαρτυρεῖ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅλοι οἱ ἅγιοι ἔζησαν μὲ ἀκακία.
Ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἔχουμε ἔχθρα μόνο ἐναντίον τοῦ «ὄφεως», ὁ ὁποῖος ἀπάτησε ἐξ ἀρχῆς τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἔδιωξε ἀπὸ τὸν Παράδεισο, δηλαδὴ ἐναντίον τοῦ ἀνθρωποκτόνου διαβόλου.
Ἔδωσε ἐπίσης ὁ Κύριος ἐντολὴ νὰ ἔχουμε ἔχθρα ἐναντίον τῶν Μαδιανιτῶν, δηλαδὴ τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων τῆς ἀσωτίας καὶ ὑψηλοφροσύνης, ποὺ σπείρουν στὴν καρδιὰ τοὺς αἰσχροὺς λογισμούς.
Τὸ ὅριο τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς σοφίας εἶναι νὰ ἐνεργοῦμε πάντοτε μὲ διάκριση καὶ ἀνεξικακία, χωρὶς πονηρία καὶ ὑστεροβουλία.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ» Ἔκδ. Ι.Μ.Παρακλήτου