Εἰσήγηση στὴν θ΄ συνάντηση (27.05.2015) τοῦ Ἐπιμορφωτικοῦ Σεμιναρίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου Γ’ Ἀκαδημαϊκοῦ Ἔτους (2014-2015)
Εἰσηγητής: Ἀρχιμανδρίτης Φώτιος Ἰωακεὶμ
Σύντομη Εἰσαγωγὴ
Ἡ περικλεὴς πόλη τῶν Σόλων , κτισμένη σὲ μία ἐξαίρετη γεωφυσικὴ τοποθεσία στὸν μυχὸ τοῦ κόλπου τῆς Μόρφου, σύμφωνα μὲ τὶς ποικίλες σωζόμενες γραπτὲς ἱστορικο-φιλολογικὲς ἀλλὰ καὶ ἀνασκαφικὲς καὶ ἀρχαιολογικὲς μαρτυρίες, ὑπῆρξε τὸ διοικητικό, ἐμπορικὸ καὶ πολιτιστικὸ κέντρο καὶ ἡ πρωτεύουσα ἑνὸς τῶν σημαντικοτέρων ἀρχαίων Κυπριακῶν βασιλείων, τοῦ ὁμωνύμου βασιλείου τῶν Σόλων, τὸ ὁποῖο διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο στὴ συνεχὴ ἀνάπτυξη καὶ ἀνοδικὴ πορεία τοῦ πολιτισμικοῦ γίγνεσθαι τῆς εὐκλεοῦς μεγαλονήσου, μέχρι τὴ σοβαρὴ καταστροφή της στὰ μέσα τοῦ 7ου μ.Χ. αἰώνα. Σ᾽ ὁλόκληρη τὴν ἔκταση τοῦ βασιλείου τούτου, ἀπὸ τὰ δυτικὰ ἄκρα του στὴν Πέτρα τοῦ Λιμνίτη μέχρι τὰ νότια καὶ ἀνατολικά του ὅρια, ἐντοπίσθηκαν καὶ ἀνασκάφηκαν πολυσήμαντες κινητὲς καὶ ἀκίνητες ἀρχαιότητες, χρονολογούμενες ἀπὸ τὴν Ἀκεραμεικὴ Νεολιθικὴ Περίοδο (7000 π.Χ.) μέχρι τὰ τέλη τῆς ἐν Κύπρῳ τουρκοκρατίας (1878). Ἡ πολυδιάστατη σημαίνουσα τούτη ἀρχαιότατη κληρονομιὰ ἀντιπροσωπεύεται ἀπὸ ἐκπληκτικοὺς ἀρχαιολογικοὺς χώρους, ἀρχιτεκτονικὰ κατάλοιπα δημοσίων καὶ ἰδιωτικῶν κτηρίων καὶ ἐκλεκτὰ δείγματα κεραμεικῆς, γλυπτικῆς, μεταλλοτεχνίας καὶ μικροτεχνίας. Πρέπει ἐδῶ νὰ τονισθεῖ, πὼς ἡ σταθερὴ οἰκονομικὴ πρόοδος καὶ ἡ λαμπρὴ αὐτὴ πολιτισμικὴ ἀνάπτυξη τῶν Σόλων εἶχε ὡς βασικοὺς συντελεστὲς καὶ ὑπόβαθρα τὰ ἀνεξάντλητα μεταλλεῖα χαλκοῦ στὴν πλησιόχωρη Φουκάσα (τὴ γνωστὴ καὶ στὸν Ὅμηρο Βουκάσα), τὶς δασώδεις ὀρεινὲς περιοχὲς στοὺς βόρειους πρόποδες τοῦ Τροόδους, τὸ φυσικὸ κυκλικό της λιμάνι, μοναδικὸ στὶς βορειοδυτικὲς ἀκτὲς τοῦ νησιοῦ, τὴν εὐφορώτατη γῆ τῆς παραλιακῆς κοιλάδας καὶ τὸ ἥπιο μεσογειακὸ κλίμα τῆς περιοχῆς.
Ὅπως εἶναι γνωστό, οἱ περισσότερες ἕδρες τῶν ἀρχαίων κυπριακῶν βασιλείων μετατρέπονται σὲ ἕδρες τῶν ὁμωνύμων ἐπισκοπῶν κατὰ τὴν πρωτοχριστιανικὴ περίοδο καί, μαζὶ μὲ τὶς ἐπισκοπὲς ἄλλων κεντρικῶν πόλεων τῆς νήσου, συνολικὰ ὅλες δεκατέσσερεις, ἐμφανίζονται νὰ λειτουργοῦν ὀργανωμένες ἤδη ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ τετάρτου αἰώνα. Μία ἀπὸ αὐτές, ἀσφαλῶς ἀπὸ τὶς πλέον σημαίνουσες, δεδομένης τῆς λαμπρῆς προϊστορίας καὶ βαρύ-νουσας θέσης της, ἦταν καὶ ἡ πόλη τῶν Σόλων. Σὲ ἀκμὴ βρισκόταν μέχρι καὶ τὸν ἕβδομο αἰῶνα, ὁπόταν ὑφίσταται σοβαρὴ καταστροφὴ κατὰ τὶς πρῶτες ἀραβικὲς ἐπιδρομές, ὅπως καὶ ὅλες οἱ κεντρικὲς πόλεις τοῦ νησιοῦ, καὶ προφανῶς τότε χάνει καὶ πλείστους ὅσους κατοίκους της. Ὡστόσο ἐξακολουθεῖ νὰ ὑφίσταται ἡ ἐπισκοπικὴ ἕδρα τῶν Σόλων μέχρι καὶ τὸ τέλος τῆς βυζαντινῆς κυριαρχίας στὴν Κύπρο (12ος αἰ.), ἂν καὶ ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ 7ου αἰώνα φαίνεται πὼς ἡ πόλη ἐγκαταλείπεται σταδιακά. Προφανῶς ἡ ἕδρα τοῦ ἐπισκόπου τῶν Σόλων κατὰ τοὺς δίσεκτους χρόνους τῶν ἀραβικῶν ἐπιδρομῶν μεταφέρεται κατὰ καιροὺς γιὰ ἀσφάλεια στὴν ἐνδοχώρα, σὲ πλησιόχωρη κατάλληλη τοποθεσία, ἡ ὁποία σήμερα ἀναζητεῖται.
Τὰ ὅρια τῆς διοικητικῆς καὶ συνάμα ἐπισκοπικῆς βυζαντινῆς περιφέρειας τῶν Σόλων δὲν μᾶς εἶναι σήμερα ἐπακριβῶς γνωστά. Ἀσφαλῶς, πρὸς τὰ δυτικὰ ὁριοθετεῖτο ἀπὸ τὶς γειτνιάζουσες ἐπισκοπὲς Ἀρσινόης καὶ Πάφου, στὰ νότια ἀπ᾽ αὐτὲς τοῦ Κουρίου καὶ τῆς Ἀμαθοῦντος, στὰ δυτικὰ ἀπ᾽ αὐτὲς τῆς Ταμασσοῦ καὶ τῶν Λήδρων, ἐνῶ στὰ βορειοδυτικὰ ἀπ᾽ αὐτὴ τῆς Λαπήθου. Ἡ ἀναπαράσταση τοῦ πρώτου ἐπισκόπου τῶν Σόλων, ἁγίου Αὐξιβίου, στὸ κέντρο ἀκριβῶς τῆς ταινίας μὲ τοὺς Κυπρίους ἁγίους ἱεράρχες στὴν ἁψίδα τοῦ Βήματος τοῦ ναοῦ τῆς Παναγίας τοῦ Ἄρακος (12ος αἰ.), καθὼς καὶ σὲ ἐξέχουσα θέση μεταξὺ τῶν λειτουργούντων μεγάλων ἱεραρχῶν τῆς Παναγίας τοῦ Μουτουλλᾶ (ἔτος 1280), προφανέστατα παραπέμπει στὴν ὑπαγωγὴ τῶν σπουδαίων τούτων βυζαντινῶν μνημείων στὴν ἐπισκοπὴ τῶν Σόλων, παρέχοντάς μας μία πιὸ συγκεκριμένη ὁριοθέτηση τῆς ἐπισκοπῆς αὐτῆς .
Γιὰ τὴν ἐπισκοπὴ τῶν Σόλων ἔγραψαν ἢ συνέταξαν Κατάλογο ἐπισκόπων της, διάφοροι μελετητές. Αὐτοί, κατὰ χρονολογικὴ σειρά, εἶναι οἱ Michael Le Quien , John Hackett καὶ Χαρίλαος Παπαϊωάννου , Ἀνδρέας Δικηγορόπουλος , Ἀνώνυμος (Ἄντρος Παυλίδης) , Jean des Gagniers-Tran Tam Tinh , Georgio Fedalto καὶ Ἀθανάσιος Παπαγεωργίου . Στοὺς Καταλόγους αὐτοὺς ἔχουν δυστυχῶς παρεισφρύσει σφάλματα ποικίλα, ἀνακρίβειες ἢ καὶ πρόσωπα, τὰ ὁποῖα δὲν ἀνήκουν στοὺς Σόλους. Ποικίλα σημεῖα τῶν ἔργων αὐτῶν ἀναθεωροῦνται καὶ συμπληρώνονται στὸ παρόν, βάσει νεωτέρων δεδομένων. Περαιτέρω, παρατίθενται σημαίνοντα ἐκκλησιαστικὰ μνημεῖα τῆς πρωτοβυζαντινῆς περιόδου, τὰ ὁποῖα ἀνῆκαν στὴν ἐπισκοπὴ Σόλων καὶ τὰ ὁποῖα ἐπισφραγίζουν τὴν ἐπικράτηση τοῦ Χριστιανισμοῦ στὴν περιφέρεια αὐτή, καθὼς καὶ σχετικὲς πρὸς τὸν χῶρο μαρτυρίες ἁγιολογικῶν πηγῶν .
Εἰσαγωγὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ στοὺς Σόλους. Ἵδρυση τῆς ἐπισκοπῆς τῶν Σόλων. Οἱ πρῶτοι αἰῶνες (1ος-3ος αἰ.)
Ἡ ἵδρυση τῆς ἐπισκοπῆς τῶν Σόλων ἀνάγεται στοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους. Τὰ γεγονότα τῆς θεμελίωσής της ἀπὸ τοὺς χριστοκήρυκες ἀποστόλους Βαρνάβα, Μᾶρκο καὶ Παῦλο, καὶ μάλιστα τοὺς δύο τελευταίους, δὲν ἀποτελοῦν ἁπλῶς εὐσεβὴ τοπικὴ παράδοση, ἀλλὰ ἀποθησαυρίζονται σὲ ἁγιολογικὰ κείμενα μὲ πολὺ σεβαστὴ ἡλικία, τὰ ὁποῖα γράφηκαν κατὰ τοὺς πρωτοβυζαντινοὺς χρόνους (5ος-7ος αἰ.). Τὰ γεγονότα αὐτὰ ἐπιβεβαιώνει καὶ ἡ ζῶσα παράδοση τῆς περιοχῆς, ὅπως διασώθηκε διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Τὰ σπουδαῖα αὐτὰ ἀρχαῖα ἁγιολογικὰ κείμενα εἶναι τὰ ἑξῆς τρία:
α. Τὸ ἀποδιδόμενο στὸν ἀπόστολο καὶ Εὐαγγελιστὴ Μᾶρκο ἔργο τοῦ 5ου μ.Χ. αἰώνα, «Περίοδοι καὶ Μαρτύριον τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Βαρνάβα» (BHG 225) .
β. Τὸ ἀποδιδόμενο στὸν ἀποστολικὸ ἄνδρα, ἅγιο Ρόδωνα, ἐπίσης ἔργο τοῦ 5ου μ.Χ. αἰώνα, «Βίος καὶ πολιτεία του ὁσίου πατρὸς Ἡρακλείδους» (BHG 743) (δηλ. τοῦ ἁγίου Ἡρακλειδίου, ἐπισκόπου Ταμασσοῦ).
γ. Τὸ ἔργο, «Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἁγίου καὶ ἐνδόξου πατρὸς ἡμῶν ἀρχιεπισκόπου καὶ θαυματουργοῦ Αὐξιβίου» (BHG 204) , δηλ. τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου, πρώτου ἐπισκόπου τῶν Σόλων.
Ἀσφαλῶς, τὸ πλέον ἐνδιαφέρον καὶ ἄμεσα σχετιζόμενο πρὸς τὸ θέμα μας εἶναι τὸ τελευταῖο κατὰ σειράν, ὁ Βίος δηλαδὴ τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου Α´, ὁ ὁποῖος πράγματι ἐνσωματώνει ἀποσπάσματα ἀπὸ τὰ ἀνώτερα δύο πρῶτα ἔργα, ἀλλὰ καὶ χρησιμοποιεῖ, ὅπως φαίνεται, κοινὲς μὲ αὐτὰ πηγὲς καὶ τοπικὲς παραδόσεις, ἐξικνούμενες στοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους. Τὸ σημαῖνον τοῦτο γιὰ τὴν κυπριακὴ ἁγιολογία ἔργο, σύμφωνα μὲ τὸν πρόσφατο ἐκδότη του, κ. Jacques Noret, καταγράφεται στὸ πρῶτο μισὸ τοῦ 7ου αἰώνα καὶ πρὶν τὶς πρῶτες κατὰ τῆς Κύπρου ἀραβικὲς ἐπιδρομὲς ἀπὸ ἐκκλησιαστικὸ πρόσωπο τῆς ἐπισκοπῆς τῶν Σόλων, γιὰ νὰ ἐκφωνηθεῖ στὴ συνέχεια γιὰ πρώτη φορὰ στὸν ἐκεῖ καθεδρικὸ παλαιοχριστιανικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Αὐξιβίου, τὴ χαρακτηριζομένη ὡς «Βασιλικὴ Α´», ποὺ ἔφερε στὸ φῶς ἡ καναδικὴ ἀποστολὴ (γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ θὰ ἀσχοληθοῦμε πιὸ κάτω). Δὲν ἀποκλείεται ὁ συγγραφέας τοῦ ἐγκωμιαστικοῦ αὐτοῦ λόγου νὰ σχετίζεται πρὸς τὸ περιβάλλον τοῦ δραστηρίου ἐπισκόπου Σόλων τοῦ 7ου αἰώνα Ἰωάννου Γ´, ἂν δὲν πρόκειται γιὰ τοῦτο τὸν ἴδιο τὸν Ἰωάννη.
Ἂς ἔλθουμε τώρα στὰ γεγονότα τῆς θεμελίωσης τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῶν Σόλων. Κατ᾽ ἀρχήν, εἶναι πολὺ πιθανὸν οἱ ἀπόστολοι Παῦλος καὶ Βαρνάβας, συνοδευόμενοι ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Μᾶρκο, κατὰ τὴ διέλευσή τους μέσα ἀπὸ τὴν Κύπρο, ἀπὸ τὴ Σαλαμῖνα μέχρι τὴν Πάφο, κατὰ τὴν πρώτη τους (περὶ τὰ ἔτη 45/46 μ.Χ.) ἀποστολικὴ περιοδεία (βλ. Πράξ. 13,6: «Διελθόντες δὲ τὴν νῆσον ἄχρι Πάφου»), νὰ πέρασαν, σύμφωνα καὶ μὲ τὸ τότε ρωμαϊκὸ ὁδικὸ δίκτυο τῆς νήσου, καὶ ἀπὸ τοὺς Σόλους . Νὰ μὴ λησμονοῦμε ἐν προκειμένῳ καὶ τὴν πάγια τακτικὴ τῶν ἁγίων τούτων ἀποστόλων, νὰ ἐπισκέπτονται δηλαδὴ ἱεραποστολικὰ τὶς σημαίνουσες κατὰ τόπους μεγαλουπόλεις, ὅπου δημιουργοῦσαν πυρῆνες χριστιανικῶν κοινοτήτων, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἦταν εὐκολώτερο νὰ ἐξαπλωθεῖ τὸ χριστιανικὸ κήρυγμα.
Σύμφωνα πάντως πρὸς τὰ ἀνωτέρω κείμενα, καὶ μάλιστα τὸν Βίο τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου (BHG 204), ἡ ἐπισκοπὴ τῶν Σόλων ἱδρύεται μετὰ τὴ μαρτυρικὴ τελείωση τοῦ ἀποστόλου Βαρνάβα στὴ Σαλαμῖνα, δηλ. περὶ τὸ 53 μ.Χ. . Ὁ ἀπόστολος Μᾶρκος, διωκόμενος τότε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ ἀκολουθούμενος ἀπὸ τοὺς ἁγίους Τίμωνα καὶ Ρόδωνα, ἦλθε στὴν ἀρχαία παράλια κώμη τοῦ Λιμνήτη, ἐπίνειο τῶν Σόλων. Ἐκεῖ συνάντησαν τὸν ἅγιο Αὐξίβιο, ποὺ μόλις εἶχε ἀφιχθεῖ ἀπὸ τὴ Ρώμη, ἀπ᾽ ὅπου καταγόταν. Ὁ Αὐξίβιος Α´ ἦταν υἱὸς πλουσίων εἰδωλολατρῶν γονέων, ποὺ εἶχαν μεριμνήσει νὰ λάβει δαψιλὴ κατὰ κόσμον σοφία. Ἐπειδὴ ὅμως τὸν πίεζαν νὰ νυμφευθεῖ, ἐνῶ αὐτὸς ποθοῦσε νὰ ζήσει μὲ παρθενία, ἀναχώρησε κρυφὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα του καί, ταξιδεύοντας μὲ πλοῖο, ἀποβιβάστηκε στὸν Λιμνήτη. Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Μᾶρκος ἀντιλήφθηκε τὴν ἀρετὴ τοῦ Αὐξιβίου, τὸν κατήχησε στὴ χριστιανικὴ πίστη, τὸν βάπτισε σὲ παρακείμενη πηγή, τὸν χειροτόνησε ἐπίσκοπο Σόλων καὶ στὴ συνέχεια τὸν καθοδήγησε, πῶς νὰ κηρύσσει τὴν εὐαγγελικὴ διδαχή. Κα-τόπιν ὁ Μᾶρκος μὲ τὴ συνοδία του ἀναχώρησαν μὲ πλοῖο ἀπὸ τὸν Λιμνήτη γιὰ τὴν Ἀλεξάνδρεια. Ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀργότερα συναντήθηκε μὲ τὸν Μᾶρκο στὴν Ἔφεσο καὶ πληροφορήθηκε τὸ μαρτυρικὸ τέλος τοῦ φίλου του Βαρνάβα καὶ ὅτι στὸ νησὶ δὲν βρισκόταν ἄλλος ἀπόστολος νὰ κηρύσσει τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ἔστειλε κάποιους μαθητές του στὴν Κύπρο μαζὶ μὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν ἐπίσκοπο Ταμασσοῦ, ἅγιο Ἡρακλείδιο, ποὺ ἐκτελοῦσε τότε χρέη ἀρχιεπισκόπου τῆς νήσου, ἐντελλόμενος ποιό ἀπὸ τοὺς μαθητές του καὶ ποῦ νὰ καταστήσει τὸν καθένα ἐπίσκοπο. Τέλος, τοῦ ἔγραφε νὰ μεταβεῖ στοὺς Σόλους, πρὸς συνάντηση τοῦ Αὐξιβίου, τονίζοντάς του ὅτι ἦταν ἤδη χειροτονημένος ἀπὸ τὸν Μᾶρκο ἐπίσκοπος, γιὰ νὰ τὸν παροτρύνει στὸ ἔργο εὐαγγελισμοῦ τοῦ ποιμνίου του καὶ νὰ τοῦ ἑρμηνεύσει πρακτικὰ τελετουργικὰ θέματα. Κατὰ τὸν Βίο τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου πάντοτε, μετέβη στοὺς Σόλους ὁ Ἡρακλείδιος, ὅπου ἐξετέλεσε τὶς ἐντολὲς τοῦ Παύλου, καθοδηγῶντας περαιτέρω τὸν Αὐξίβιο, πῶς νὰ ἀνεγείρει ἕνα πρῶτο ἐκεῖ ναό, γιὰ τὶς λειτουργικὲς ἀνάγκες ὅσων θὰ πίστευαν στὸν Κύριο. Πράγματι ὁ Αὐξίβιος, ἀκολουθῶντας τὶς ὁδηγίες τοῦ ἁγίου Ἡρακλειδίου, ἀνήγειρε μία πρώτη χριστιανικὴ ἐκκλησία στοὺς Σόλους, «μικρὰν μὲν τῇ ὁλκῇ, μεγάλην δὲ τῇ χάριτι τοῦ Χριστοῦ», κατὰ τὸν Βίο, καὶ στὴ συνέχεια τὴν καθιέρωσε στὸν Κύριο μὲ μία ὡραιότατη καθαγιαστικὴ εὐχή, ποὺ ἀνέπεμψε μέσα σ᾽ αὐτή.
Ὁ Αὐξίβιος, μὲ τὴ θαυμαστὴ πολιτεία καὶ τοὺς θεόσοφους λόγους του, ἐπέστρεψε πολλοὺς εἰδωλολάτρες στὴν πίστη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί, μετὰ ἀπὸ θεοφιλὴ διαποίμανση τῆς ἀρτιγέννητης τοπικῆς Ἐκκλησίας γιὰ πενῆντα χρόνια, κοιμήθηκε εἰρηνικὰ καὶ τάφηκε στοὺς Σόλους περὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 2ου αἰώνα. Τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου τέλεσε ἔκτοτε πολλὰ θαύματα. Διάδοχό του στὴν ἐπισκοπὴ Σόλων ὁ ἅγιος ἄφησε τὸν ἐκλεκτὸ μαθητή του Αὐξίβιο Β´, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Σολοποτάμιο τῆς Κύπρου. Ἐνόσῳ δὲ ζοῦσε ἀκόμη ὁ Αὐξίβιος Α´, ἦλθαν ἀπὸ τὴ Ρώμη στοὺς Σόλους ὁ ἀδελφός του Θεμισταγόρας καὶ ἡ γυναίκα του Τιμώ, τοὺς ὁποίους ὁ ἅγιος κατήχησε, βάπτισε καὶ χειροτόνησε διακόνους τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας. Κατὰ μία ἐκδοχή, ποὺ δὲν ἀναφέρεται ὅμως στὰ ἀνωτέρω ἀρχαῖα ἁγιολογικὰ ἔργα, ὁ Θεμισταγόρας διαδέχθηκε στὴν ἐπισκοπὴ Σόλων τὸν Αὐξίβιο Β´. Καὶ οἱ τρεῖς αὐτοὶ ἅγιοι (Αὐξίβιος Β´, Θεμισταγόρας καὶ Τιμώ) κοιμήθηκαν εἰρηνικὰ καὶ τάφηκαν ἐπίσης στοὺς Σόλους, πλησίον τοῦ τάφου τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου Α´. Περισσότερες λεπτομέρειες τῶν γεγονότων σύστασης τῆς ἐπισκοπῆς τῶν Σόλων θὰ βρεῖ ὁ ἀγαπητὸς ἀναγνώστης στὸ καθαυτὸ κείμενο τοῦ Βίου τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου (BHG 204). Ὁ Βίος αὐτὸς δὲν ἀναφέρει περαιτέρω διαδόχους στὴν ἐπισκοπὴ Σόλων.
Ἀναφορικὰ πρὸς τὴν ἀξιοπιστία τοῦ ἐν λόγῳ Βίου, καὶ πρὶν ἀναφερθοῦμε σὲ ἄλλα γεγονότα, ποὺ ἀφοροῦν στὴν πρωτοχριστιανικὴ Ἐκκλησία τῶν Σόλων, θὰ ἐπιχειρήσουμε μία σύντομη ἀναθεώρηση τῆς κριτικῆς, ποὺ ἐξασκήθηκε στὸν Βίο τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου (BHG 204) ἀπὸ τοὺς τελευταίους ἐκδότες του, Ἀθανάσιο Παπαγεωργίου καὶ Jacques Noret .
Καταρχήν, οἱ δύο ἐρευνητές, μάλιστα ὁ δεύτερος, ὀρθὰ ἐπεσήμαναν τὶς προγενέστερες γραπτὲς πηγές, τὶς ὁποῖες, ἀμέσως ἢ ἐμμέσως, ἐνέταξε στὸν Βίο ὁ συντάκτης του, ἀλλὰ καὶ σχετικὲς τοπικὲς προφορικὲς παραδόσεις, καθὼς καὶ ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ στὸν πρόλογό του: «ἀναγκαῖον ᾠήθην… ὀλίγα διηγήσασθαι τῶν τοῦ μακαρίου Αὐξιβίου ἀρετῶν, καθὼς ἤκουσα καὶ ἐδιδάχθην παρὰ ἀνδρῶν προβεβηκότων τῷ χρόνῳ…». Μὲ τὴν τελευταία φράση, νομίζω πὼς ὑπονοοῦνται, ὄχι μόνο οἱ ἡλικιωμένοι πληροφοριοδότες τοῦ βιογράφου, ἀλλὰ καὶ οἱ προβεβηκότες τῷ χρόνῳ συγγραφεῖς τῶν γραπτῶν πηγῶν του, ἀπὸ τοὺς ὁποίους μὲ σαφήνεια σημειώνει τὸν θεωρούμενο ὡς συγγραφέα τῶν Περιόδων τοῦ ἀποστόλου Βαρνάβα (BHG 225) (ψευδο-) Μᾶρκο.
Περαιτέρω, ὀρθὰ καὶ πάλιν, ἐντοπίζονται ἀπὸ αὐτοὺς κάποιοι ἀναχρονισμοὶ στὸ ἔργο (λ.χ. ἡ μὴ ἀναφορὰ ἀντίδρασης στὸ κήρυγμα τοῦ ἁγίου ἀπὸ εἰδωλολάτρες καὶ Ἰουδαίους, ὁ πλήρης ἐκχριστιανισμὸς τῶν Σόλων ἤδη ἀπὸ τὸν 1ο αἰῶνα, ἡ ἀπόδοση ἀνέγερσης τοῦ τότε [7ου αἰ.] μεγάλου ναοῦ [τῆς περίλαμπρης Βασιλικῆς Α´] στὸν ἅγιο Αὐξίβιο, καθὼς καὶ ἡ χρήση τοῦ ὅρου ἀρχιεπίσκοπος γιὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγίου [1ος/2ος αἰ.], ὅρου, ποὺ ἐπεκράτησε γιὰ τὸν Μητροπολίτη τῆς Κύπρου ἐπίσημα κατὰ τὸν 6ο/7ο αἰῶνα). Αὐτὰ ὅμως, ποὺ δὲν μᾶς βρίσκουν καθόλου σύμφωνους μὲ τοὺς ἀγαπητοὺς ἐρευνητές, εἶναι ἡ ἕνεκα τῶν ὡς ἄνω, ἀφενὸς μὲν ἀπόρριψη ὁποιασδήποτε ἱστορικῆς ἀξιοπιστίας τοῦ Βίου, καὶ ἀφετέρου ἡ ταύτιση τοῦ ἡμετέρου ἁγίου Αὐξιβίου Α´ μὲ ὁμώνυμο ἐν Κύπρῳ ἐπίσκοπο τοῦ 4ου αἰώνα.
Πρῶτα πρῶτα, πρέπει νὰ ἀντιληφθοῦμε, ὅτι ὁ συντάκτης τοῦ Βίου κατὰ τὸν ἕβδομο αἰῶνα ὁμιλεῖ εὔλογα μὲ ὅρους καὶ παραστάσεις τῆς ἐποχῆς του (λ.χ. γιὰ τοποθεσίες τῶν Σόλων). Τὸ αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν ἀπὸ μέρους του ἀπόδοση τοῦ τίτλου ἀρχιεπίσκοπος, τόσο στὸν ἅγιο Αὐξίβιο Α´, ὅσο καὶ στὸν ἅγιο Ἡρακλείδιο, τίτλου, ποὺ εἶχε πλέον ἐπίσημα ἐπικρατήσει γιὰ τὸν πρῶτο τῇ τάξει ἐπίσκοπο τῆς νήσου κατὰ τὴν ἐποχὴ συγγραφῆς τοῦ Βίου, ὅπως ἤδη ἀναφέραμε. Δὲν ἀποκλείεται πάντως ὁ βιογράφος μὲ τὸν ὅρο ἀρχιεπίσκοπος, νὰ ἐννοοῦσε ἐν προκειμένῳ καὶ τὸν πρῶτο χρονολογικὰ ἐπίσκοπο Ταμασσοῦ καὶ Σόλων, ὅπως πράγματι ὑπῆρξαν οἱ ἅγιοι Ἡρακλείδιος καὶ Αὐξίβιος, ἀντίστοιχα. Περαιτέρω, πρέπει νὰ σημειώσουμε πὼς τυγχάνει φωτὸς φαεινότερον ὅτι, λόγῳ ποικίλων ἱστορικῶν περιπετειῶν τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, δὲν διασώθηκε γραπτὸ ἀρχεῖο της, γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ συντάκτης τοῦ Βίου ἀρύεται ἀπὸ τὶς ἔντονες καὶ ζῶσες παραδόσεις τῆς ἐποχῆς του, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὰ ἁγιολογικὰ κείμενα, ποὺ ἀνωτέρω ἀναφέραμε. Καὶ ἀγνοεῖ μὲν ἱστορικὰ γεγονότα τῶν πρώτων αἰώνων, ἀκόμη καὶ τὸ πότε εἶχε κτισθεῖ ἡ Βασιλικὴ Α´ (περὶ τὰ 200 ἔτη πρὸ τοῦ χρόνου σύνταξης τοῦ Βίου), δὲν μποροῦμε ὅμως γι᾽ αὐτὰ νὰ ἀρνηθοῦμε καὶ ἀπορρίψουμε τὸν ἱστορικὸ πυρῆνα τοῦ Βίου. Ἰσχυρὴ ἀπόδειξη, εἶναι ὅτι ὁ Βίος δὲν περιλαμβάνει μόνο πρόσωπα καὶ γεγονότα τῆς πρωτοχριστιανικῆς Ἐκκλησίας τῶν Σόλων, ἀλλὰ καὶ ἄλλα διαχρονικά, καὶ περιέχει, περαιτέρω, στοιχεῖα χωρὶς παράλληλο (βιογραφικὰ ἁγίου Αὐξιβίου Α´, τῶν συγγενῶν καὶ διαδόχων του, θαῦμα θεραπείας 40 δαιμονιζομένων Παφηνῶν), τὰ ὁποῖα διέσωσε ἡ ζῶσα παράδοση τῶν Σόλων, μὲ ἁπτοὺς μάρτυρες τοὺς τάφους τῶν ἁγίων προσώπων τῆς πρώτης ἐκεῖ Ἐκκλησίας.
Γενικὰ τώρα ὁμιλοῦντες, ὁ Χριστιανισμὸς στὸ νησὶ ἀσφαλέστατα προϋπῆρχε τοῦ 4ου αἰώνα (μαρτυρία Πράξεων Ἀποστόλων, Μαρτύρια χριστιανῶν, ἐκδεδομένοι καὶ ἀνέκδοτοι ἐπιτύμβιοι κιονίσκοι [cippi] τῆς Κύπρου μὲ κρυπτοχριστιανικὲς ἐπιγραφές, χρονολογούμενοι στοὺς 2ο/3ο αἰ. ), ὅπως προϋπῆρχαν καὶ οἱ πλεῖστες ἐπισκοπὲς τῆς νήσου (ἀναφορὲς στὸν Βίο τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου Σαλαμῖνος, περὶ τῶν ἁγίων ὁμολογητῶν ἐπισκόπων Γελασίου Σαλαμῖνος καὶ Χύτρων Πάππου , συναξάριον ἱερομάρτυρος Φιλωνίδου, ἐπισκόπου Κουρίου , Μαρτύρια [passiones] ἁγίου Θεοδότου Κυρηνείας , κ.λπ.). Δὲν ἐμφανίζονται ἐκ τοῦ μὴ ὄντος οἱ κυπριακὲς ἐπισκοπὲς στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰ. Γιὰ νὰ ἐπικεντρωθοῦμε ὅμως στοὺς Σόλους, ἀναφερθήκαμε ἤδη στὸ ρωμαϊκὸ ὁδικὸ δίκτυο τῆς νήσου, ποὺ διερχόταν καὶ ἀπὸ τὴν τόσο σημαίνουσα πόλη τῶν Σόλων. Νὰ προσθέσουμε καὶ τὴ γνωστὴ πάγια τακτικὴ τῶν ἀποστόλων, ὅπως ἤδη προαναφέραμε, νὰ κηρύττουν δηλαδὴ σὲ μεγάλα ἀστικὰ κέντρα (ὅπως λ.χ. ἔπραξαν μαρτυρουμένως στὴ Σαλαμῖνα καὶ στὴν Πάφο τῆς Κύπρου, γιὰ τὶς ὁποῖες σώζονται συγκεκριμένες ἀναφορὲς στὶς Πράξεις), ὥστε νὰ δημιουργοῦνται ἐκεῖ χριστιανικοὶ πυρῆνες, ἀπ᾽ ὅπου νὰ ἐξακτινώνεται τὸ εὐαγγελικὸ κήρυγμα. Ἀδύνατον, ἐν προκειμένῳ, νὰ ἀγνοήθηκαν οἱ Σόλοι. Ἐξάλλου, στοὺς Σόλους ἔχουμε μάρτυρες κατὰ τοὺς διωγμοὺς τῶν πρώτων αἰώνων (χωρὶς νὰ γνωρίζουμε ἐπακριβῶς ποιῶν διωγμῶν, τὸ ἀργότερο πάντως τῶν ἀρχῶν τοῦ 4ου αἰ.), ὅπως στὴ συνέχεια θὰ ἰδοῦμε, τοὺς ἁγίους Ἀλέξανδρο, Ἄμμωνα καὶ τοὺς εἴκοσι σὺν αὐτοῖς, στοιχεῖο, ποὺ συνηγορεῖ στὴν τότε ὕπαρξη ἤδη ὀργανωμένης ἐκεῖ χριστιανικῆς κοινότητας-τοπικῆς Ἐκκλησίας. Καί, ναὶ μέν, ἡ ἀναφορὰ στὸν Βίο, ὅτι ὁ ἅγιος οἰκοδόμησε μεγάλο ναό, τὸν ὁποῖο ὁ συντάκτης ταυτίζει μὲ τὴ Βασιλικὴ Α´, δὲν φαίνεται νὰ εὐσταθεῖ. Τὸ ὅτι ὅμως οἰκοδόμησε ἕνα ἀρχικὸ μικρὸ ναὸ κρίνεται εὔλογο καὶ δυνατό . Ἡ μὴ ἀνεύρεση ἢ ἀνασκαφὴ εἰσέτι ναῶν προγενεστέρων τοῦ 4ου αἰ. δὲν σημαίνει ὅτι δὲν ὑπῆρχαν εὐκτήρια μικρὰ ἢ καὶ ὑπόσκαφα-χῶροι λατρείας τῶν πρώτων τῆς νήσου χριστιανῶν. Πολλὰ ἀσφαλῶς καταστράφηκαν ἀπὸ τὸν χρόνο, τοὺς εἰδωλολάτρες, τοὺς μεγάλους σεισμοὺς (ὅπως τοῦ 4ου αἰ.) κ.λπ., ἢ στὴ θέση τους ἀνεγέρθηκαν τὸν 4ο/5ο αἰῶνα βασιλικές. Τοῦτο τὸ τελευταῖο πιθανὸ νὰ συνέβη στοὺς Σόλους. Πρῶτο, γιατὶ στὸν χῶρο τῶν Βασιλικῶν βρέθηκαν νομίσματα (2ου/3ου καὶ ἀρχῶν 4ου αἰ. μ.Χ. ) καὶ κεραμεικὴ ἑλληνιστικῆς/ρωμαϊκῆς περιόδου, ποὺ παραπέμπουν στὸ γεγονὸς λειτουργίας τοῦ χώρου ἔκτοτε. Τὸ πλέον σημαντικὸ ὅμως, εἶναι ὁ ἐκ μέρους τῶν τελευταίων ἐπιστημόνων συντηρητῶν τῶν Βασιλικῶν τῶν Σόλων καὶ τῶν δαπέδων τους ἐντοπισμὸς παραπλεύρως (στὰ βόρεια) τῆς Βασιλικῆς Α´ ἄλλου κτηρίου, ἀναμφιβόλως ναοῦ, ἀρχαιότερου τῆς Βασιλικῆς Α´, συνδεδεμένου μὲ τὸ ὑπόσκαφο Μαρτύριο-ταφικὸ θάλαμο τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου Α´. Τὸ κτήριο/ναὸ τοῦτο οἱ αὐτοὶ συντηρητὲς χαρακτηρίζουν στὴ σχετική τους ἔκδοση ὡς Structure 1. Αὐτὸ τὸ ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρον ἀρχαιολογικὰ καὶ ἱστορικὰ σημεῖο ὁμολογουμένως ἦταν προηγουμένως ἄγνωστο.
Ἀκριβῶς ἐδῶ θέλουμε νὰ καταλήξουμε. Τὸ προσκυνηματικὸ καὶ ἀρχιτεκτονικὸ ἐπίκεντρο τῶν ναῶν στοὺς Σόλους, ἀπὸ τὸν πρῶτο μέχρι τὴ Βασιλικὴ Β´, ἦταν ἀναμφίβολα τὸ Μαρτύριο τοῦτο τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου. Καὶ εἶναι ἐξίσου ἀναμφίβολο, ὅτι ὁ εὐλογημένος συντάκτης τοῦ Βίου ἔχει ἐνώπιόν του τὸ Μαρτύριο τοῦτο, τὸ ταφικὸ παρεκκλήσιό του («ἐν τῷ τόπῳ, ἔνθα κεῖται τὸ λείψανον τοῦ ἁγίου πατρὸς ἡμῶν καὶ ἀρχιεπισκόπου Αὐξιβίου», μία φράση ποὺ συχνὰ ἐπαναλαμβάνει στὸν Βίο), ὅπου ἀσφαλῶς καὶ οἱ τάφοι τῶν ἁγίων προσώπων τῆς πρώτης τῶν Σόλων Ἐκκλησίας. Ὅταν αὐτὰ ἔλθουν στὸ φῶς, μὲ τὴν ἀπὸ πολλοῦ προδοκώμενη ὁλοκλήρωση τῆς ἀνασκαφῆς τοῦ ὅλου χώρου τῶν Βασιλικῶν τῶν Σόλων, θὰ ξεκαθαρίσουν ἀσφαλῶς ἱστορικὰ τὰ πράγματα. Μάλιστα, ἀπὸ ἀναφορὲς στὸν Βίο, ὑπονοεῖται ὅτι, τουλάχιστον στὴ λάρνακα τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου Α´, θὰ ὑπάρχει κάποια ἐπιγραφή. Κάτι ποὺ θὰ προ-σθέσουμε στὴν παροῦσα συνάφεια, εἶναι ὅτι τὸ ἐν λόγῳ ἀρχικὸ Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Αὐξιβίου, σύμφωνα μὲ ἀρχαιολογικὰ δεδομένα , ἦταν ἄμεσα συνδεδεμένο μὲ ναόσχημη κατασκευή, χρονολογούμενη στὸν 4ο αἰ., ὅπου σὲ εἰδικὲς κρῆνες ἀνέβλυζε ἁγίασμα, ποὺ ἀρύονταν οἱ προσερχόμενοι πρὸς ἴασιν ψυχῆς καὶ σώματος.
Ἐρχόμενοι τώρα στὸ θέμα τῆς ταύτισης τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου Α´ πρὸς τὸν ἐν Κύπρῳ ὁμώνυμο ἐπίσκοπο τοῦ 4ου αἰώνα, ποὺ εἰσηγοῦνται οἱ πιὸ πάνω ἐρευνητές, αὐτοὶ ὁδηγήθηκαν ἐδῶ, τόσο ἀπὸ τοὺς λόγους, ποὺ προαναφέραμε, ἀπὸ τάχα δηλ. ἔλλειψη ὁποιασδήποτε ἀξιοπιστίας τοῦ Βίου, ὅσο καὶ τὴ συγκυρία τῆς ἀνέγερσης ἑνὸς ναοῦ στοὺς Σόλους κατὰ τὸν 4ο αἰῶνα, καθὼς καὶ τὴν ὕπαρξη κατὰ τὸ 343 ἔτος Κυπρίου ὁμωνύμου ἐπισκόπου. Ἡ μαρτυρία γιὰ τὸν ἐν λόγῳ ἐπίσκοπο Αὐξίβιο δίδεται ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Μεγάλο, ἀρχιεπίσκοπο Ἀλεξανδρείας, στὸν Δεύτερο Ἀπολογητικό του λόγο, ὅπου, ἀπαριθμῶντας τοὺς ἀνὰ τὸ πανορθόδοξον ἐπισκόπους, ποὺ συμμετεῖχαν στὴ Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς (σημ. Σόφιας τῆς Βουλγαρίας) τὸ ἔτος 343, παραθέτει καὶ τὰ ὀνόματα δώδεκα Κυπρίων ἐπισκόπων, χωρὶς ὅμως νὰ κατονομάζει καὶ τὶς ἕδρες τους . Καί, ναὶ μέν, τὸ ὄνομα Αὐξίβιος εἶναι ἀσύνηθες, ἀλλὰ χωρὶς τεκμήρια ἄλλα, δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ μὲ βεβαιότητα ἀπόδοση τοῦ ἐπισκόπου τούτου στὴν ἐπισκοπὴ Σόλων. Ἀκόμη, καὶ ἂν ὑπῆρξε ὄντως ἐπίσκοπος Σόλων, ἦταν μία συγκυρία, ἢ ἔλαβε τιμητικὰ τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου προκατόχου του. Τοῦτο ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι δὲν ὑπῆρξε ἱστορικὰ ὁ ἐκ Ρώμης ἱδρυτὴς τῆς ἐπισκοπῆς κατὰ τὸν 1ο αἰῶνα. Ἐξάλλου, ἀναφέραμε ὅτι ἔχουμε πλέον στοιχεῖα ὅτι στὸν χῶρο τῶν Βασιλικῶν στοὺς Σόλους λειτούργησε ναὸς πρὶν τὴ Βασιλικὴ Α´ τοῦ 4ου αἰώνα. Εἴπαμε καὶ ἀνωτέρω, ὅτι ἡ ὁλοκλήρωση τῶν ἀνασκαφῶν θὰ ἀποκαλύψει πολλὰ νέα στοιχεῖα καὶ θὰ ἀποκαταστήσει ἱστορικὰ τὰ πράγματα, κι ὄχι καθ᾽ ὑποθέσεις.
Τὸ ἱερὸ δένδρο τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ποὺ φύτευσε μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ στοὺς Σόλους ὁ ἅγιος Αὐξίβιος καὶ πότισε μὲ τοὺς ποιμαντικούς του ἱδρῶτες, ἀπέδωσε μὲ τὸν χρόνο πλούσιους καρποὺς καὶ ἀρδεύθηκε καὶ μὲ τὸ αἷμα μαρτύρων τῆς Πίστης μας. Οἱ μάρτυρες τοῦτοι ἐντάσσονται στὴν κατηγορία τῶν ἁγίων, ποὺ ἡ μνήμη τους διασώθηκε μόνο σὲ Δυτικὰ Μαρτυρολόγια , χρονολογούμενα ἀπὸ τὸν 8ο αἰῶνα κ. ἑξ., χωρὶς νὰ ὑπάρχει (τουλάχιστον γνωστὴ σήμερα) ἀντίστοιχη μνεία τους σὲ ἑλληνικὲς ἁγιολογικὲς πηγές. Βεβαίως, οὔτε στὶς Δυτικὲς αὐτὲς πηγὲς διασώθηκε ὁποιοδήποτε συναξάριό τους, ἀλλὰ ἁπλῶς σημειώνεται ἐκεῖ ἡ ἡμέρα μνήμη τους καὶ ὁ τόπος μαρτυρίου τους. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὶς πολὺ λιτὲς μὰ σημαντικὲς πληροφορίες γιὰ τοὺς μάρτυρες αὐτούς, ποὺ μᾶς διέσωσαν τὰ ἀρχαῖα αὐτὰ ρωμαϊκὰ Μαρτυρολόγια, κατὰ τοὺς διωγμοὺς τῶν πρώτων αἰώνων ἀλλὰ σὲ ἀπροδιόριστο χρόνο, μαρτύρησαν στὴν πόλη τῶν Σόλων τῆς Κύπρου οἱ ἅγιοι μάρτυρες Ἀλέξανδρος καὶ Ἄμμων, μαζὶ μὲ ἄλλους εἴκοσι ἀνώνυμους. Ἡ μνήμη τους τελεῖται στὶς 9 Φεβρουαρίου.
Στὴ συνάφεια αὐτὴ ἐκφράζουμε τὴν ἑξῆς ὑπόθεση. Σύμφωνα μὲ ἀναφορὰ στὸ ἔργο τοῦ ἐπισκόπου Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης Εὐσεβίου τοῦ Παμφίλου «Περὶ τῶν ἐν Παλαιστίνῃ μαρτυρησάντων» (ὅπου περιέλαβε παλαιστινὰ μαρτύρια, χρονολογούμενα μεταξὺ 303 καὶ 312, τῶν ὁποίων ὑπῆρξε αὐτόπτης ἢ πληροφορήθηκε γι᾽ αὐτὰ ἀπὸ ἄλλους αὐτόπτες), ἀρκετοὶ ἀνώνυμοι ὁμολογητὲς κατὰ τὴν περίοδο τοῦ Μεγάλου Διωγμοῦ, ποὺ ξεκίνησε ἐπὶ Διοκλητιανοῦ καὶ Γαλερίου στὴν Ἀνατολικὴ αὐτοκρατορία τὸ 303, ἐξορίσθηκαν ἀπὸ μεταλλεῖα χαλκοῦ τῆς Παλαιστίνης στὴν Κύπρο, πιθανώτατα σὲ ἀντίστοιχα μεταλλεῖα. Εἶναι δὲ γνωστό, ὅτι στὴν Κύπρο ὑπῆρχαν ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ὀνομαστὰ μεταλλεῖα χαλκοῦ, ὅπως αὐτὰ τῆς περιοχῆς τῶν Σόλων, τῆς Ταμασσοῦ καὶ τῆς Καλαβασοῦ, τὰ ὁποῖα, κατὰ τὴν περίοδο τῆς ρωμαϊκῆς κυριαρχίας στὴ νῆσο (30 π.Χ. – 324 μ.Χ.), περνοῦν στὴν ἰδιοκτησία τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους. Εἶναι λοιπὸν πιθανώτατο οἱ ὡς ἄνω ἀνώνυμοι ὁμολογητές, ποὺ ἐξορίστηκαν στὴν Κύπρο κατὰ τὸ ἔτος 310, νὰ ὁδηγήθηκαν στὰ μεταλλεῖα αὐτά, γιὰ νὰ ἐκτίσουν τὴν ποινή τους, δεδομένου καὶ τοῦ νόμου «damnatio ad metalla» (καταδίκη στὰ μεταλλεῖα). Ἔτσι, οἱ ὁμολογητὲς αὐτοί, μὲ τοὺς ἀθλητικοὺς κόπους τῆς ἐν Χριστῷ ὁμολογίας τους, ὁρισμένοι δὲ πιθανῶς καὶ μὲ τὸ μαρτυρικό τους ἐδῶ τέλος, ἁγίασαν τὴ νῆσο τῆς Κύπρου. Δὲν μᾶς εἶναι γνωστό, κατὰ πόσο αὐτοὶ ἐπέζησαν μέχρι τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ὁπόταν, μὲ τὸ Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων (Edictum Mediolani), θὰ ἀφέθηκαν ἐλεύθεροι. Δὲν γνωρίζουμε ἀκόμη, ἂν θὰ μπορούσαμε νὰ ταυτίσουμε κάποιους ἀπὸ τοὺς ἐν λόγῳ ὁμολογητὲς μὲ ἐπώνυμους μάρτυρες στὴν Κύπρο, ὅπως τοὺς ἐν λόγῳ Ἀλέξανδρο, Ἄμμωνα καὶ τοὺς εἴκοσι σὺν αὐτοῖς, ποὺ φέρονται νὰ μαρτύρησαν στοὺς Σόλους, πλησίον τῶν ὁποίων εὑρίσκονται τὰ σπουδαιότατα μεταλλεῖα χαλκοῦ τῆς Βουκάσας .
Ἄλλη σημαίνουσα περίπτωση μάρτυρος, τιμωμένου στὴν εὐρύτερη ἐπισκοπικὴ περιφέρεια τῶν Σόλων, εἶναι αὐτὴ τοῦ ἱερομάρτυρος Ἀρτέμονος, πρεσβυτέρου τῆς Ἐκκλησίας Λαοδίκειας, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε ἐπὶ Διοκλητιανοῦ. Ἐπειδὴ τὸ πρόσωπο τοῦ ἐν λόγῳ ἱερομάρτυρος Ἀρτέμονος συσχετίσθηκε ἄμεσα μὲ τὴ μητροπολιτικὴ περιφέρεια τῆς ἐπισκοπῆς Σόλων καὶ μαρτυρεῖται στὶς πηγὲς ἡ παρουσία τοῦ ἱεροῦ του λειψάνου στὸν Αὐλῶνα τῆς Κύπρου ἤδη ἀπὸ τοὺς πρωτοβυζαντινοὺς χρόνους, ἀλλὰ καὶ ἕνεκα τῆς μὴ δημοσίευσης εἰσέτι τῶν ποικίλων δεδομένων , κρίνεται χρήσιμο νὰ κάνουμε στὴ συνέχεια μία συνοπτικὴ ἀναφορὰ στὸν Βίο του καὶ στὶς σχετικὲς μαρτυρίες, ἱστορικοφιλολογικὲς καὶ ἀρχαιολογικές.
Ὁ ἔνδοξος ἱερομάρτυρας Ἀρτέμων ἄκμασε κατὰ τὴν περίοδο βασιλείας τοῦ Διοκλητιανοῦ (285-305), ἦταν πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Λαοδικείας στὴ Συρία καὶ βρισκόταν σὲ προχωρημένη ἤδη ἡλικία, ὅταν ἐπίσκοπος τῆς πόλης ἦταν ὁ ὡσαύτως γηραιὸς ἅγιος Σισσίνιος. Πρὶν τὸ μαρτύριό του ὁ Ἀρτέμων εἶχε εἰσέλθει μὲ τὸν Σισσίνιο στὸν εἰδωλολατρικὸ ναὸ τῆς Λαοδικείας καὶ κατέστρεψαν τὰ ἐκεῖ εὑρισκόμενα εἴδωλα. Μετὰ ἀπὸ κάποιο χρονικὸ διάστημα ἦλθε στὴ Λαοδίκεια κάποιος Κόμης, ποὺ λεγόταν Πατρίκιος, καί, ὅταν πληροφορήθηκε τὸ τόλμημα τῶν ἁγίων, ὅρμησε στὸν ναό, ποὺ λειτουργοῦσαν, γιὰ νὰ τοὺς τιμωρήσει. Πατάχθηκε ὅμως ἀμέσως ἀπὸ θεϊκὴ ὀργὴ καὶ ἀσθένησε. Παρόλο δέ, ποὺ ζήτησε καὶ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Σισσίνιο τὴ θεραπεία του, παρέμεινε ἀμετανόητος καί, ἀφοῦ συνέλαβε τὸν Ἀρτέμονα, τὸν ὑπέβαλε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια, γιὰ νὰ τὸν ἀναγκάσει νὰ θυσιάσει στοὺς ψευδοθεούς. Τέλος, ἀφοῦ ἀπέτυχε ὁ Πατρίκιος τὸν σκοπό του, διέταξε καὶ ἐξέκαυσαν λέβητα, ποὺ περιεῖχε πίσσα καὶ ρητίνη, γιὰ νὰ καύσει μέσα τὸν ἅγιο. Ἀλλά τότε, θεία δύναμη ἅρπαξε τὸν Κόμη καὶ τὸν ἔριξε ἐκεῖνο μέσα στὸν λέβητα, ὅπου βρῆκε οἰκτρότατο θάνατο. Στὴ συνέχεια, συμφώνως πρὸς τὰ πλεῖστα γνωστὰ Συναξάριά του (Συναξάριο Κωνσταντινουπόλεως, Μηνολόγιο αὐτοκράτορος Βασιλείου Β´, κ.ἄ.), ὁ ἅγιος Ἀρτέμων ἔκανε μὲ τὴν προσευχή του νὰ ἀναβλύσει πηγὴ ὕδατος στὸν τόπο ποὺ στεκόταν, ὅπου καὶ βάπτισε αὐτούς, ποὺ πίστευσαν στὸν Χριστὸ μὲ ἀφορμὴ τὴ θαυμαστή του διάσωση. Ἀφοῦ δὲ ἐνήργησε πολλὰ θαύματα καὶ μετέβη στὴ Μικρὰ Ἀσία, σὲ τόπο ποὺ λεγόταν Βαλβίνη, ἐκοιμήθη ἐκεῖ ἐν Κυρίῳ.
Συμφώνως ὅμως πρὸς παλαιὸ κατὰ πλάτος Βίο του (ΒΗG 175), ὁ ὁποῖος σώζεται σὲ χειρόγραφο ποὺ γράφηκε στὴν Κύπρο τὸν 11ο αἰῶνα καὶ διασώζει ἀρχαιότατες (πρωτοβυζαντινὲς) γιὰ τὸν ἅγιο Ἀρτέμονα παραδόσεις, ἀφοῦ αὐτὸς μετέβη, ὅπως προαναφέρθηκε, στὴ Μικρὰ Ἀσία, χειροτονήθηκε ἐκεῖ ἐπίσκοπος. Γιὰ νὰ ἀποφύγει ὅμως τὴν ἀπὸ τὶς θαυματουργίες του ἀνθρώπινη δόξα, πῆγε στὸ Ἀνεμούριο τῆς Κιλικίας, περίφημη πόλη μὲ λιμάνι καὶ κομβικὸ σημεῖο τῆς ἀνὰ τοὺς αἰῶνες διακίνησης ἀπὸ τὴ Μικρασία πρὸς τὴν Κύπρο καὶ τἀνάπαλιν. Ἐκεῖ, δὲν βρῆκε πλοῖο, ἀλλὰ φωτεινὴ νεφέλη καὶ θεία δύναμη τὸν ἀνήρπασε καὶ τὸν μετέφερε παραδόξως στὸ ἀπέναντι τοῦ Ἀνεμουρίου κείμενο ἀκρωτήριο Κορμυακίτης (σήμ. Κορμακίτης) τῆς Κύπρου. Ὑπῆρχε τότε στὸ νησὶ τοποθεσία μὲ τὸ ὄνομα Αὐλὼν (κοντὰ στὸ σημερινὸ χωριὸ Αὐλῶνα τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου), γεμᾶτος πνεύματα ἀκάθαρτα, ὅπου μετέβη ἐπὶ σκοποῦ ὁ Ἀρτέμων. Ἐκεῖ, ἀποδίωξε μὲ τὴν προσευχή του τοὺς δαίμονες καὶ ἔκανε νὰ ἀναβλύσει πηγὴ ὕδατος, πρὸς ἁγιασμὸ ψυχῶν καὶ σωμάτων. Πολλοὶ δὲ εἰδωλολάτρες, βλέποντας τὰ θαυμάσια ποὺ ἐνεργοῦνταν ἀπὸ τὸ ἁγίασμα, προσέρχονταν στὸν ἅγιο καὶ τοὺς βάπτιζε σ᾽ αὐτὸ στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἔτσι, ὁ ἅγιος ἀναδείχθηκε συνεχιστὴς τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου καὶ τῶν διαδόχων του στὴν ἐπισκοπικὴ περιφέρεια τῶν Σόλων καὶ συνέβαλε μὲ τὴ σειρά του καίρια στὸν ἐκχριστιανισμό της. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, ὁ ἅγιος ἀναπαύθηκε ἐν εἰρήνῃ στὸν Αὐλῶνα, ὅπου καὶ τάφηκε τὸ σῶμα του ἀπὸ τοὺς μαθητές του, ποὺ εἶχαν στὸ μεταξὺ ἔλθει ἀπὸ τὴ Λαοδίκεια καὶ κατέγραψαν «τὰς περιόδους αὐτοῦ», κατὰ τὸν ἐν λόγῳ Βίο. Τὸ πιὸ πάνω ἁγίασμά του ἔγινε κατόπιν Βαπτιστήριο, τοῦ ὁποίου τὸ νερὸ ἦταν ὁρατὸ μόνο μία φορὰ τὸν χρόνο, μετὰ τὴ Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ὁπόταν τελοῦνταν οἱ βαπτίσεις τῶν βρεφῶν καὶ γίνονταν μεγάλα θαύματα. Ὁ ναὸς τοῦτος τοῦ ἁγίου, συμφώνως πάντοτε πρὸς τὸν ἀνωτέρω Βίο, κατέστη πανορθόδοξο προσκύνημα, ξακουστὸ μέχρι καὶ τὴν Κωνσταντινούπολη.
Οἱ παραδόσεις, ποὺ διασώζει ὁ θαυμαστὸς τοῦτος Βίος, ἐλάχιστα γνωστὲς μέχρι καὶ πρὶν λίγα χρόνια, ἕνεκα τῆς καταστροφῆς τοῦ ναοῦ καὶ προσκυνήματος τοῦ ἁγίου, ἀλλὰ καὶ τῶν ποικίλων ἐν γένει ἱστορικῶν τῆς νήσου περιπετειῶν, ἐπαληθεύθηκαν προσφάτως , σὲ μεγάλο τουλάχιστον βαθμό, μὲ τὸν συνδυασμὸ δύο σημαντικῶν τεκμηρίων, συμφώνως καὶ πρὸς τὴν ἀνωτέρω ἐπιστημονικὴ ἀνακοίνωση: α) Τὸν ἐντοπισμὸ στὸν χῶρο τοῦ ἀρχαίου Αὐλῶνος (σὲ σημεῖο μεταξὺ τῶν σημερινῶν χωριῶν Αὐλώνας καὶ Ἀκακίου τῆς περιφέρειας Μόρφου) καταλοίπων βασιλικῆς , μὲ μωσαϊκὸ δάπεδο καὶ βάση Βαπτιστηρίου μικρῶν διαστάσεων, ποὺ χρονολογοῦνται στὰ τέλη τοῦ 4ου/ἀρχὲς τοῦ 5ου αἰώνα καί, β) τὴ μοναδικὴ γνωστὴ σήμερα ἀναφορὰ στὸ χειρόγραφο Σταυροβουνίου 10 τῆς ἐν Κύπρῳ ὁμώνυμης Μονῆς (σπάραγμα κυπριακοῦ Λειτουργικοῦ Τυπικοῦ τῶν ἀρχῶν τοῦ 14ου αἰ.), γιὰ τὴ μέχρι καὶ τότε ὕπαρξη καὶ τιμὴ τοῦ λειψάνου τοῦ ἁγίου Ἀρτέμονος «ἐν τῷ Αὐλῶνι τῆς Σολίας, ἤγουν τῆς Κύπρου», καὶ τὸν ἑορτασμό του στὴ νῆσο στὶς 13 Ἀπριλίου, μαρτυρία, ποὺ ἐπιτρέπει τὴν πιθανώτατη ταύτιση τῶν σωζομένων ὡς ἄνω καταλοίπων παλαιοχριστιανικῆς βασιλικῆς πρὸς τὸν ἀναφερόμενο στὸν Βίο τοῦ ἁγίου Ἀρτέμονος (BHG 175) ναό του στὸν Αὐλῶνα τῆς Κύπρου. Ἔχει ἤδη ἀρχίσει, σὺν Θεῷ, μὲ τὴν προσωπικὴ μέριμνα τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου μας Νεοφύτου, ἡ συστηματικὴ ἀρχαιολογικὴ ἀνασκαφὴ τῆς βασιλικῆς, ἀλλὰ καὶ τοῦ εὐρύτερου χώρου, τὰ πορίσματα τῆς ὁποίας θὰ διαλευκάνουν πολὺ περισσότερο τὰ πράγματα .
2. Βυζαντινὴ περίοδος (4ος αἰ.-1191)
Μὲ τὴν παύση τῶν διωγμῶν καὶ τὸ διάταγμα τῶν Μεδιολάνων (313), καὶ μάλιστα μὲ τὴν ἀνάδειξη τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ὡς μονοκράτορα τῆς τεράστιας τότε ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ὁ Χριστιανισμός, ἐξερχόμενος τῶν κατακομβῶν, ἀρχίζει νὰ ἐξαπλώνεται ραγδαία καὶ νὰ στερεώνεται. Μὲ ἐξαίρεση τὴν ὀλιγόχρονη ἀνάζεση τοῦ παγανισμοῦ ἐπὶ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (360-363), τὸ ἔργο τῆς ἑδραίωσης τοῦ Χριστιανισμοῦ, σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς, ὑπῆρξε ἔντονο κατὰ τὸν 4ο αἰῶνα. Στὰ πλαίσια τοῦτα, τὰ τυχὸν προϋπάρχοντα μικρότερα εὐκτήρια ἀντικαθιστῶνται ἀπὸ τὶς ἀνεγειρόμενες τότε μεγάλες Βασιλικές, ἀπαραίτητες γιὰ νὰ καλύπτουν τὶς νέες λειτουργικὲς ἀνάγκες τῶν ὁλονὲν αὐξανομένων πιστῶν. Βεβαίως, ἡ εἰδωλολατρία στὴν Κύπρο, σύμφωνα μὲ ἱστορικοφιλολογικές, ἀλλὰ καὶ ἀρχαιολογικὲς μαρτυρίες, δὲν ἐξαλείφεται διὰ μιᾶς, ἀλλὰ συνυπάρχει μέχρι καὶ τὸν 5ο αἰ., ὑποχωρῶντας σταδιακά .
Ἔχουμε ἀναφέρει, ὅτι ὑπῆρχε ἤδη παρεκκλήσιο στὸν χῶρο τῶν Βασιλικῶν Α´ καὶ Β´ τῶν Σόλων, πρὶν αὐτὲς οἰκοδομηθοῦν, δηλ. πρὶν τὸν 5ο αἰ., τὸ ὁποῖο στέγαζε τὸ Μαρτύριον τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου, μὲ τὸ ὁποῖο καὶ ἐπικοινωνοῦσε. Πότε ἀκριβῶς οἰκοδομήθηκε, δὲν μᾶς εἶναι ἀκριβῶς γνωστό, ἕνεκα τῆς μὴ ὁλοκλήρωσης τῶν ἀνασκαφῶν. Ἴσως νὰ οἰκοδομήθηκε κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰώνα, πάνω σὲ προγενέστερο ἀνάλογο κτίσμα, ἀφοῦ ἀρχιτεκτονικὸ καὶ λατρευτικὸ ἐπίκεντρο τοῦ χώρου ἦταν πάντοτε, ὅπως πιὸ πάνω σημειώσαμε, ὁ ταφικὸς θάλαμος τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου. Εἶναι ἐπίσης πολὺ πιθανόν, τὸ προϋπάρχον τοῦτο παρεκκλήσιο νὰ καταστράφηκε μὲ τοὺς μεγάλους καὶ ἰδιαίτερα καταστρεπτικοὺς γιὰ τὴν Κύπρο σεισμοὺς τῶν ἐτῶν 332 καὶ 342. Κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 5ου αἰ. ἀνεγείρεται στὸν ἴδιο χῶρο ἡ πεντάκλιτη Βασιλικὴ Α´ τῶν Σόλων, τμήματα τῆς ὁποίας ἀποκαλύφθηκαν κάτω ἀπὸ τὴ μεγάλη τρίκλιτη Βασιλικὴ Β´, μὲ τὶς ἀνασκαφὲς τῆς Καναδικῆς ἀποστολῆς (1965-1974). Σύνολη εἰκόνα τῆς Βασιλικῆς Α´ δὲν ἔχουμε, λόγῳ διακοπῆς τῶν ἀνασκαφῶν.
Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ συνοπτικά, ὅτι, σύμφωνα μὲ ἱστορικὰ καὶ ἀρχαιολογικὰ τεκμήρια, ἡ τιμὴ τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου μεταφέρεται κατὰ τοὺς ὑστεροβυζαντινοὺς χρόνους ἀπὸ τοὺς Σόλους στὴν περιοχὴ τῆς Ἀσίνου (ναοὶ στὸν οἰκισμὸ Ἄσπροι καὶ πλησίον τῆς μονῆς Παναγίας Φορβιώτισσας), καὶ κατὰ τὴ φραγκοκρατία στὸν Ἀστρομερίτη, ὅταν οἱ κάτοικοι τοῦ οἰκισμοῦ μετακινήθηκαν ἐκεῖ .
Στὴν ἐπισκοπικὴ περιφέρεια τῶν Σόλων βρίσκονται ἀκόμη δύο γνωστὲς πρώιμες Βασιλικές, ποὺ χρονολογοῦνται στὰ τέλη 4ου/ἀρχὲς 5ου αἰ. Πρόκειται γιὰ τὴ μικρὴ πρώτη Βασιλικὴ στὸν χῶρο τοῦ σημερινοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Μάμαντος στὴ Μόρφου τοῦ 4ου/5ου αἰ. (μετὰ τὴν καταστροφὴ τῆς ὁποίας κτίσθηκε μία τρίκλιτη Βασιλική, ποὺ κι αὐτὴ καταστράφηκε, πιθανώτατα τὸν 7ο αἰ., πάνω στὰ ἐρείπια τῆς ὁποίας κτίσθηκε ἄλλος μικρότερος ναός, τὸν ὁποῖο στὶς ἀρχὲς τοῦ 16ου αἰ. διαδέχθηκε ὁ σημερινὸς ναός) καὶ γιὰ τὴν ὡς ἄνω Βασιλικὴ στὴν περιοχὴ τῆς Αὐλώνας, κοντὰ στὸ χωριὸ Ἀκάκι, ποὺ ἀνασκάφηκε ἀρχικὰ κατὰ τὰ ἔτη 1937-1938 καὶ ποὺ ἀπὸ τὸ 2013 ἔχει ἐπαναρχίσει ἡ ἀνασκαφή της.
Σημαντικὸ πρόσφατο σχετικὸ εὕρημα ἀποτελεῖ καὶ ὁ ὑστερορωμαϊκῆς/πρωτοβυζαντινῆς περιόδου ταφικὸς θάλαμος (cubiculum), ποὺ ἀνασκάφηκε σὲ πρώτη φάση πέρυσι στὴ νεκρὴ ζώνη τῆς Δένειας καὶ ποὺ πρόκειται προφανῶς γιὰ τὸ ἀσκητήριο-τάφο τοῦ ἁγίου, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα διασώθηκε ὡς Περνιακός. Παραπλεύρως ἐντοπίστηκαν τὰ θεμέλια μεσαιωνικοῦ ναοῦ. Βεβαίως, χρειάζεται νὰ ὁλοκληρωθοῦν οἱ ἀνασκαφικὲς ἐργασίες, γιὰ νὰ ἐξαχθοῦν βεβαιώτερα πορίσματα. Αὐτό, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ λεχθεῖ καταρχήν, εἶναι ἡ ὕπαρξη πρώιμου ἀσκητικοῦ βίου στὴν περιοχή.
Στὴν ἐπισκοπικὴ περιφέρεια τῶν Σόλων ἀνοικοδομήθηκαν ἀργότερα καὶ καθόλη τὴ βυζαντινὴ περίοδο ἀρκετοὶ ἄλλοι σημαντικοὶ ναοί· ἐκφεύγει ὅμως ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ θέματός μας νὰ ἀναφερθοῦμε σ᾽ αὐτούς. Ἀσφαλῶς, θὰ πρέπει νὰ θυμηθοῦμε ἐδῶ τὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἡρακλειδίου στὴ Μονὴ τοῦ Λαμπαδιστοῦ στὸν Καλοπαναγιώτη (11ος αἰ.). Ἡ ἐκεῖ ἀνέγερση τοῦ ναοῦ τούτου δὲν εἶναι τυχαία: Ἐπιβεβαιώνει τὴν ἀρχαία παράδοση (ἀναφερόμενη καὶ στὸ ἀποδιδόμενο στὸν ἀπόστολο καὶ Εὐαγγελιστὴ Μᾶρκο ἔργο τοῦ 5ου μ.Χ. αἰώνα, «Περίοδοι καὶ Μαρτύριον τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Βαρ-νάβα» [BHG 225]), ὅτι ὁ ἅγιος Ἡρακλείδιος βαπτίσθηκε ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους Παῦλο καὶ Βαρνάβα στὸν παραρρέοντα ποταμὸ Σέτραχο, σὲ σημεῖο πλησίον τῆς μονῆς. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 12ου αἰ. ἀνεγείρεται ὁ συνημμένος στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἡρακλειδίου ναὸς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Λαμπαδιστοῦ.
Ἐπίσκοποι Σόλων κατὰ τὴ βυζαντινὴ περίοδο (4ος αἰ.- 1191)
Μετὰ τὸν ἅγιο Αὐξίβιο Β´ καὶ τὸν κατὰ τὴν παράδοση διάδοχό του Θεμισταγόρα (α´ μισὸ 2ου αἰ.), δὲν μᾶς εἶναι γνωστοὶ οἱ ἐπίσκοποι Σόλων μέχρι καὶ τὸν 4ο αἰ. Ἐπίσκοπος Σόλων περιλαμβά-νεται πιθανώτατα στὸν κατάλογο, τὸν ὁποῖο παραδίδει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Μέγας, ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας, στὸν Δεύτερο Ἀπολογητικό του λόγο, ὅπου, ἀπαριθμῶντας τοὺς ἀνὰ τὸ πανορθόδοξον ἐπισκόπους, ποὺ συμμετεῖχαν στὴ Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς (σημ. Σόφιας τῆς Βουλγαρίας) τὸ ἔτος 343, παραθέτει καὶ τὰ ὀνόματα δώδεκα Κυπρίων ἐπισκόπων, χωρὶς ὅμως νὰ κατονομάζει καὶ τὶς ἕδρες τους. Ἐκεῖ, μεταξὺ ἄλλων, καταγράφεται καὶ ἕνας ἐπίσκοπος Αὐξίβιος, τὸν ὁποῖο, ὅπως πιὸ πάνω εἴδαμε, τελείως ἐσφαλμένα καὶ ἀνέρειστα, προγενέστεροι ἐρευνητὲς ἐπιχείρησαν νὰ ταυτίσουν μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου Α´.
Μὲ βεβαιότητα ἐπίσκοπος Σόλων ἀναφέρεται στὴ γνωστὴ συνοδικὴ ἐπιστολὴ τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας Θεοφίλου τοῦ ἔτους 400, στὴν ὁποία καταγράφονται καὶ οἱ τότε ἐν ἐνεργείᾳ δεκαπέντε Κύπριοι ἐπίσκοποι, χωρὶς ὅμως νὰ κατονομάζονται δυστυχῶς καὶ οἱ ἕδρες τους .
Εἶναι γνωστὴ ἡ συμβολὴ τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου στὴ διαμόρφωση καὶ ἐπικύρωση τῆς δογματικῆς διδασκαλίας καὶ τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, μέσῳ τῶν ἐκλεκτῶν ἱεραρχῶν της, ποὺ τὴν ἐκπροσώπησαν σ᾽ αὐτές. Ἀναφορικὰ μὲ τὰ Πρακτικὰ τῶν Συνόδων Α´ καὶ Β´, τῶν ὁποίων δὲν ὑπάρχει ἀκόμη σύγχρονη κριτικὴ ἔκδοση, εἶναι ἐπίσης γνωστὸ πόσο ἐλλειπῆ τυγχάνουν. Κατὰ τὶς Α´ καὶ Β´ Οἰκουμενικὲς Συνόδους, σύμφωνα μὲ τὶς γνωστὲς ἐκδόσεις τῶν Πρακτικῶν τους, καθὼς καὶ τῶν ὀνομάτων τῶν παραστάντων σ᾽ αὐτὲς ἐπισκόπων , δὲν παρέστησαν ἐπίσκοποι Σόλων, χωρὶς τοῦτο νὰ ἀποκλείεται. Μὲ ἐξαίρεση δὲ τὴν Ε´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, κατὰ τὴν ὁποία δὲν παραστάθηκαν Κύπριοι ἀρχιερεῖς, στὶς ὑπόλοιπες Οἰκουμενικὲς Συνόδους παρακάθησαν καὶ ἐπίσκοποι Σόλων, ὡς ἑξῆς: Στὴν Γ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴν Ἔφεσο (431), συμμετέσχε ὁ ἅγιος Εὐάγριος, στὴ Δ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴ Χαλκηδόνα (451) ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος, ποὺ σὲ ὁρισμένες Πράξεις ἀντιπροσώπευσε τὸν ἅγιο ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου Ὀλύμπιο, στὴν Ϛ´ Σύνοδο (680-681) στὴν Κωνσταντινούπολη ὁ ἅγιος Στρατόνικος καὶ στὴν Ζ´ Σύνοδο (787) στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας ὁ ἅγιος Εὐστάθιος.
* * *
Ἡ παλαίφατη λοιπὸν ἐπισκοπὴ τῶν Σόλων, γιὰ νὰ καταλήξουμε τὴ συνοπτικὴ αὐτὴ ἱστορική μας περιδιάβαση, θεμελιωμένη ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους Παῦλο καὶ Μᾶρκο, ποὺ ἐγκαθίδρυσαν ὡς πρῶτο της ἐπίσκοπο τὸν θεοφόρο πατέρα μας Αὐξίβιο τὸν θαυματουργό, ἀπὸ τὴν ἵδρυσή της μέχρι καὶ τοὺς ὑστεροβυζαντινοὺς χρόνους, ἔχει νὰ παρουσιάσει μία θαυμαστὴ ἀκμή, ὄχι μόνο σὲ μνημειακοὺς ναοὺς καὶ μοναδικὰ κειμήλια, ἀλλά, κυρίως, σὲ πολύπλευρη ἁγιότητα, ἐπισκόπων, κληρικῶν, μαρτύρων, ὁσίων καὶ δικαίων, οἱ ὁποῖοι, ἀπ᾽ ἄκρη σ᾽ ἄκρη της, τὴν καθαγίασαν καὶ ἐπιβεβαίωσαν τὴν ἀποκαλυφθεῖσα ἀποστολοπαράδοτη ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ἔργῳ καὶ λόγῳ, πράξει καὶ θεωρίᾳ.