Μόλις ἔχει κυκλοφορήσει ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Νικολάου Ὀρούντας, προνοίᾳ τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου, ἡ δεύτερη ἐπαυξημένη ἔκδοση τοῦ βιβλίου: «Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Φιλούμενος ὁ Κύπριος».
Ἡ ἰδιαίτερα καλαίσθητη αὐτὴ ἔκδοση εἶναι 8ου σχήματος καὶ ἀριθμεῖ 256 σελίδες. Ἡ ἐξαίρετη πρωτότυπη εἰκονογράφηση τοῦ ἐξωφύλλου ἀποτελεῖ ἔργο τοῦ ταλαντούχου ἁγιογράφου καὶ κληρικοῦ τῆς Μητροπόλεώς μας, Ρώσου Ἀρχιμανδρίτου Ἀμβροσίου Γκορελώβ, καὶ ἀπεικονίζει τὸν Ἅγιο, μὲ μία ἰδιαίτερη ἐκφραστικότητα, μὲ φόντο τὸν χῶρο, ὅπου ἀγίασε καὶ ἁγιάστηκε, μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὸ μαρτύριό του, τὴν πόλη τῶν Ἱεροσολύμων. Τὸ βιβλίο κοσμεῖται ἀπὸ πλῆθος ἐγχρώμων φωτογραφιῶν, πολλὲς τῶν ὁποίων βλέπουν τὸ φῶς τῆς δημοσιότητος γιὰ πρώτη φορά, καθὼς καὶ ὡραιότατα μονόχρωμα ἐπίτιτλα-γραβοῦρες στὴν ἀρχὴ κάθε κεφαλαίου, ἔργα τοῦ ἁγιογραφείου τῆς ἐκδότριας Μονῆς.
Ὁ Ἅγιος Φιλούμενος ἦταν Ἀρχιμανδρίτης τῆς Ἁγιοταφικῆς Ἀδελφότητας καὶ ἐτελειώθη μαρτυρικὰ στὸ Φρέαρ τοῦ Ἰακώβ τὴν 29η Νοεμβρίου τοῦ 1979. Καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ὀροῦντα τῆς Μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου, καὶ γι᾽ αὐτὸ τιμᾶται ἰδιαιτέρως ἀπὸ τὴν παρακείμενη στὸ χωριὸ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἡ ὁποία ἔχει ἐκδώσει στὸ παρελθόν, τόσο τὸν Βίο, ὅσο καὶ τὴν ᾀσματικὴ Ἀκολουθία του.
Στὴ νέα ἐπαυξημένη ἔκδοση τοῦ Βίου τοῦ Ἁγίου Φιλουμένου, παρουσιάζεται μὲ πληρέστερα στοιχεῖα σύνολη ἡ εὐλογημένη ἐπίγεια ζωή του: Τὰ παιδικά του χρόνια, κατὰ τὰ ὁποῖα ἔλαβε τὴν πρώτη πνευματική του καθοδήγηση ἀπὸ τοὺς θεοφιλεῖς γονεῖς καὶ τὴν εὐλογημένη του γιαγιά· ἡ ἀναχώρησή του ὡς ἐφήβου γιὰ τὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Σταυροβουνίου, ὅπου ἔζησε γιὰ κάποια χρόνια ὡς δόκιμος μοναχὸς καί, τέλος, ἡ ὁσιακή του βιοτὴ ὡς μέλους τῆς Ἁγιοταφικῆς Ἀδελφότητας στὴν Ἁγία Γῆ, ἡ ὁποία ἐπιστέφθηκε ἐν τέλει μὲ τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Ἡ βιογραφία ὁλοκλήρωνεται μὲ τὴν ἐπίσημη διακήρυξη τῆς ἁγιότητας τοῦ Ἁγίου ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων καὶ τὶς σχετικὲς ἐκκλησιαστικὲς τελετές. Γίνεται ἐπίσης ἀναφορὰ σὲ θαύματα, ποὺ ἐπιτέλεσε ὁ Ἅγιος ἐν ζωῇ, καθὼς καὶ σ᾽ αὐτὰ ποὺ ἐνήργησε καὶ ἐνεργεῖ μετὰ τὸ μαρτυρικό του τέλος καὶ ποὺ συνεχῶς αὐξάνονται.
Στὴ συνέχεια τοῦ ἔργου βιογραφεῖται μὲ συντομία ὁ ὁσιακῆς μνήμης κατὰ σάρκα δίδυμος ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Φιλουμένου, Γέροντας Ἐλπίδιος, ἐνῶ στὸ Ἐπίμετρο, ποὺ ἀκολουθεῖ, παρατίθενται αὐτούσιες ἐπιστολὲς καὶ μαρτυρίες, ποὺ σχετίζονται μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου μας. Τὴν ἔκδοση ἐπισφραγίζει Παρακλητικὸς Κανὼν πρὸς τὸν Ἱερομάρτυρα, ποίημα τοῦ γνωστοῦ δοκίμου Ὑμνογράφου τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας, κ. Χαραλάμπους Μπούσια.
Ἡ συγγραφὴ τοῦ Βίου τοῦ Ἁγίου στηρίχθηκε κυρίως σὲ μαρτυρίες κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, οἱ ὁποῖοι, εἴτε τὸν γνώρισαν κατὰ τὴ διάρκεια τῆς διακονίας του στὰ Ἱεροσόλυμα, εἴτε ἦταν παρόντες στὰ γεγονότα ποὺ ἀκολούθησαν τὸ μαρτυρικό του τέλος. Γιὰ τὴ συλλογὴ τῶν πληροφοριῶν αὐτῶν πολύτιμη ὑπῆρξε ἡ συμβολὴ τοῦ Μακαριωτάτου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων κ.κ. Θεοφίλου, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ὁποίου ὁ Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος καὶ οἱ μοναχὲς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Ὀρούντας μετέβησαν στοὺς Ἁγίους Τόπους, γιὰ τὴν ἐκ νέου διερεύνηση τοῦ βίου τοῦ Ἁγίου Φιλουμένου. Οἱ συνεντεύξεις ποὺ ἐλήφθησαν ἔφεραν στὸ φῶς πληθώρα καινούργιων στοιχείων, ποὺ ἀφοροῦν στὸν Ἅγιο, τὰ ὁποῖα ὁδήγησαν στὴν παροῦσα δεύτερη ἐπαυξημένη ἔκδοση. Σημαντικὲς ὑπῆρξαν ἐπίσης καὶ οἱ μαρτυρίες τῶν ἐν ζωῇ συγγενῶν του, ὅπως καὶ ἀνθρώπων ποὺ εἶχαν τὴν εὐλογία νὰ βιώσουν κάποια θαυμαστὴ παρέμβασή του στὴ ζωή τους. Μέσα ἀπὸ τὶς μαρτυρίες αὐτὲς γίνεται κατορθωτὴ ἡ σκιαγράφηση τῆς ἐπίγειας ζωῆς καὶ τοῦ μαρτυρίου ἑνὸς συγχρόνου νέου Ἱερομάρτυρος, πρὸς δόξαν Θεοῦ καὶ ἐνίσχυση τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
«Τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Φιλουμένου», ὅπως ἀναφέρει στὸν Πρόλογο τοῦ βιβλίου ὁ Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος, «καταδεικνύει τὸ ἀμετάβλητο τῆς κλήσεως τοῦ Χριστοῦ μέσα ἀπὸ τοὺς αἰῶνες. Σὲ καιροὺς ὀλιγοπιστίας, ἀμφιβολίας, ἀναστατώσεων, ὁ ταπεινὸς Φιλούμενος κράτησε ἀκλόνητη τὴ βεβαιότητα τῆς πίστεως, θέτοντας τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πάνω καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ ζωή του. Ἔτσι μὲ τὸν θάνατό του χαρίζει σὲ ὅλους περίσσειαν ζωῆς. Καθὼς φαίνεται, στὸν αἰῶνα, τὸν ὁποῖο διανύουμε, θὰ κληθοῦμε οἱ ὅπου γῆς ὀρθόδοξοι νὰ καταθέσουμε τὴ μαρτυρία τοῦ πεφιλημένου Ἁγίου Φιλουμένου. Πρόκειται γιὰ μαρτυρία-κατάθεση ὀρθοδόξου τρόπου ζωῆς. Αἰωνίου Ζωῆς.»
Στὴ συνέχεια σταχυολογοῦμε χαρακτηριστικὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ βιβλίο.
Ἀπὸ τὸ κεφάλαιο: «Διακονία στους Ἁγίους Τόπους», σελ. 72-73.
«Ὅταν ὁ Ἅγιος Φιλούμενος ἦταν ἡγούμενος στὴν περιοχή μας, στὴ Ραμάλα», θυμᾶται ἡ Μαριλὲν Odeh, «ἐρχόταν πολὺ συχνὰ στὸ σπίτι μας, γιατὶ ἡ μητέρα μου ἔψαλλε στὴν ἐκκλησία καὶ ἔτσι εἴχαμε καλὲς σχέσεις μὲ ὅλους τοὺς μοναχοὺς τοῦ Πατριαρχείου, ποὺ διορίζονταν ἐδῶ. Ἔχουμε πάρα πολὺ καλὲς ἀναμνήσεις ἀπὸ αὐτόν. Ὁ ἀδελφός μου, ὁ Σαμίρ, ὁ ὁποῖος ἦταν τότε μικρὸ παιδάκι -δυόμισι ἕως τριῶν ἐτῶν-, καθόταν πάντοτε στὰ πόδια του καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ τοῦ διηγεῖται βίους ἁγίων. Γενικά, εἶχε πολὺ καλὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸ ποίμνιό του, ἀλλὰ μ᾽ ἐμᾶς ἦταν σὰν νὰ εἴμαστε μία οἰκογένεια. Ὅμως, παρόλο ποὺ εἴχαμε αὐτὴ τὴν ἄνεση μεταξύ μας, οἱ ἐπισκέψεις του ἦταν πάντοτε «μετρημένες», πνευματικές, ἴσως γιατὶ καὶ ὁ ἴδιος ἦταν πάρα πολὺ αὐστηρὸς στὸ πρόγραμμα καὶ τὶς ἀρχές του.
»Ἦταν πάρα πολὺ καλὸς ἄνθρωπος. Ἀλλὰ δὲν ἦταν μόνο αὐτό. Ἀπὸ τότε φαινόταν ὅτι εἶχε κάτι ξεχωριστό. Ξεχώριζε ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους. Χωρὶς νὰ τοῦ μιλᾶς, ἔνιωθες κοντά του εἰρήνη, σιγουριά, ἀσφάλεια. Καὶ αὐτὸς καταλάβαινε τί ἤθελες, χωρὶς νὰ χρειαστεῖ νὰ τοῦ μιλήσεις, δίνοντάς σου μάλιστα πολλὲς φορὲς καὶ τὴν ἀπάντηση ποὺ χρειαζόσουν. Ὅταν μιλοῦσε, ἦταν πάρα πολὺ ἤρεμος. Καὶ σοῦ μετέδιδε αὐτὴ τὴν ἠρεμία. Μιλοῦσε γιὰ τὸν Χριστό, γιὰ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ζοῦσε, νιώθαμε ὅτι ὅλα ὅσα εἴχαμε διαβάσει γιὰ τοὺς ἁγίους καὶ τὴ ζωή τους ἐκπληρώνονταν σ᾽ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο».
Οἱ πολλοὶ πνευματικοὶ ἀγῶνες τοῦ Ἁγίου Φιλουμένου, καθὼς καὶ ἡ ἀνυπόκριτη ἀγάπη, μὲ τὴν ὁποία περιέβαλλε τὸ ποίμνιό του, προσείλκυαν τοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι αἰσθάνονταν κοντά του παρηγοριὰ καὶ ἀνάπαυση. Ὅλοι γνώριζαν ὅτι στὸ πρόσωπό του θὰ βροῦν τὸν καλὸ ποιμένα, τὸν ἀληθινὸ πνευματικὸ πατέρα, τὸν γνήσιο μαθητὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ τὸν συνόδευε παντοῦ καὶ οἱ πλησίον του ἀντιλαμβάνονταν τὶς ἐνέργειές της, ἀκόμη καὶ μὲ μόνη τὴν ἁπλῆ παρουσία του.
Ἀπὸ τὸ κεφάλαιο: «Ἀποπεράτωση τοῦ Ναοῦ στὸ Φρέαρ τοῦ Ἰακώβ» (σελ. 148-149)
Ὁ Ἅγιος Φιλούμενος σώζει τὸν ναὸ στὸ Φρέαρ τοῦ Ἰακὼβ
Ἔτσι λοιπὸν ὁ ναὸς ἔφτασε στὶς κολῶνες, στὰ τόξα, στὴ σκεπή. Φτιάχτηκε καὶ ὁ τροῦλος. Χτίστηκε τὸ πρῶτο καμπαναριὸ καὶ σιγὰ-σιγὰ ἔγινε καὶ τὸ δεύτερο. Τὸ 2005, ἐνῶ ὁ ναὸς εἶχε σχεδὸν ὁλοκληρωθεῖ, δέχτηκε ἐπίθεση ἀπὸ δύο ἑβραϊκὰ τάνκς. «Τὴν ὥρα ποὺ ἔγινε ἡ ἐπίθεση, στὶς 3:45 π.μ.», θυμᾶται ὁ π. Ἰουστῖνος, «βρισκόμουν στὸ ἡγουμενεῖο. Μοῦ τηλεφώνησε ἡ γυναίκα τοῦ φύλακα ποὺ δουλεύει ἐδῶ, ἡ ὁποία μένει ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπὸ τὴν κεντρικὴ πύλη τοῦ προσκυνήματος, καὶ μοῦ εἶπε: “Πρόσεξε, μὴν πλησιάσεις στὰ παράθυρα, διότι δύο τὰνκς εἶναι ἕτοιμα νὰ κτυπήσουν τὸ Μοναστήρι!”
»Ἔμεινα πραγματικὰ μέσα καί κοιτάζοντας πλαγίως ἀπὸ τὸ ἕνα παράθυρο εἶδα μία ὀβίδα νὰ κτυπᾶ τὴν ἐκκλησία. “ Ἅγιε Ἰακώβ… Ἁγία Φωτεινή…”, φώναξα. ‘‘ Ἐγὼ ἔφτιαξα τὸ σπίτι σας μὲ τὸ ὑστέρημα τοῦ φτωχοῦ λαοῦ. Προστατέψτε το, διότι μπροστὰ στὰ τὰνκς δὲν μπορῶ νὰ κάνω τίποτα!” Ὅταν ὅμως ἄκουσα καὶ τὸ δεύτερο κτύπημα κάτω ἀπὸ τὸ καμπαναριό, δίπλα στὸν σταυρό, ἀπελπίστηκα καὶ εἶπα: ” Ἔ, πάτερ Φιλούμενε, ἂν εἶσαι Ἅγιος, δεῖξε μου το τώρα!” Καὶ τότε πραγματικά, μὲ αὐτὰ τὰ ἁμαρτωλά μου μάτια εἶδα τὸν Ἅγιο μὲ τὸ γκρίζο του ἀντερὶ ἐπάνω στὸν σταυρό, στὸ κέντρο τῆς προσόψεως τοῦ ναοῦ, νὰ κινεῖ τὰ χέρια του, σὰν νὰ ἔδιωχνε κάτι. Ἔπειτα διαπίστωσα, ὅτι αὐτὸ ποὺ ἔδιωχνε ἦταν τρεῖς ὀβίδες, οἱ ὁποῖες ἔπεσαν κάτω χωρὶς νὰ ἐκραγοῦν καὶ κατρακυλοῦσαν πάνω στὸ λιθόστρωτο, σὰν νὰ ἦταν μπουκάλια. Ἔτσι, τὰ τάνκς ἀπεχώρησαν ἄπρακτα καὶ σώθηκε ὁ ναός.»
Κεντρικὴ διάθεσις τοῦ βιβλίου: