Αρχιμανδρίτου Φωτίου Ιωακείμ
Ὁ ἅγιος Πολύβιος [1] καταγόταν πιθανώτατα ἀπὸ τὴ Φοινίκη (σημ. Λίβανο). Τὰ στοιχεῖα γιὰ τὸν βίο του προέρχονται ἀπὸ τὸν Βίον (BHG 596-599) τοῦ Μεγάλου Ἐπιφανίου, τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε μαθητής. Ἔγινε μοναχὸς ἀπὸ τὴ νεαρή του ἡλικία, ὑπῆρξε δὲ «ἀνὴρ εὐλαβὴς καὶ τέλειος ἐν σωφροσύνῃ», κατὰ τὸν ἐν λόγῳ Βίον (BHG 596). Ἐνῶ ἀκόμη βρισκόταν στὴ Φοινίκη ὁ ἱερὸς Ἐπιφάνιος καὶ ἦταν εἰσέτι ἁπλὸς μοναχός, οἱ ἐπίσκοποι τῆς Παλαιστίνης συναθροίσθηκαν σὲ Σύνοδο καὶ ἀποφάσισαν νὰ τὸν χειροτονήσουν ἐπίσκοπο. Ἀπέστειλαν λοιπὸν πρὸς τοῦτο τὸν μοναχὸ Πολύβιο, γιὰ νὰ τοὺς πληροφορήσει κατὰ πόσον ὁ Ἐπιφάνιος βρισκόταν στὴ μονή του στὴν περιοχὴ Σπανύδριον, ἀλλὰ νὰ μὴ τοῦ τὸ ἀναφέρει, γιὰ νὰ μὴ διαφύγει. Ἀλλ᾽ ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος διεγνώρισε ἀπὸ θεία ἀποκάλυψη τὴν ἀλήθεια, κάλεσε δὲ τὸν Πολύβιο νὰ παραμείνει στὴ συνοδία του, ἀφίνοντας τοὺς ἐπισκόπους νὰ ἐρευνοῦν γιὰ τὸν ἄξιο τῆς ἐπισκοπῆς.
Ὑπακούοντας ὁ Πολύβιος, ἔγινε ἔκτοτε πιστὸς μαθητὴς τοῦ Ἐπιφανίου. Γι᾽ αὐτό, ὅταν κατόπιν ὁ ἅγιος ἦλθε στὴν Κύπρο (367) πρὸς ἐπίσκεψη τοῦ Μεγάλου Ἱλαρίωνος, παρέλαβε μαζί του τὸν Πολύβιο, καθὼς καὶ ἕνα ἀκόμη ἔμπιστο μαθητή του, Ἰωάννη ὀνομαζόμενο. Μὲ μεγάλη χαρὰ συναντήθηκαν οἱ δύο ἅγιοι καὶ ὁ Ἐπιφάνιος μὲ τὴ συνοδία του παρέμειναν ἐπὶ δύο μῆνες στὸ ἀσκητήριο τοῦ Ἱλαρίωνος. Ὅταν θὰ ἀναχωροῦσαν, ὁ Ἱλαρίων συμβούλευσε προφητικὰ τὸν Ἐπιφάνιο νὰ μεταβεῖ στὴ Σαλαμίνα, τότε πρωτεύουσα τῆς Κύπρου, ὅπου ὁ Θεὸς τοῦ εἶχε ἑτοιμάσει τόπο κατοικίας. Ὁ Ἐπιφάνιος δὲν ἤθελε ὅμως νὰ ὑπακούσει, ἀλλὰ τελικά, ἕνεκα θαλασσοταραχῆς, τὸ πλοῖο ποὺ θὰ τοὺς μετέφερε στὴν Παλαιστίνη προσορμίστηκε στὴ Σαλαμίνα.
Τότε (ἔτος 367) ἦταν συναθροισμένοι στὴ Σαλαμίνα οἱ ἐπίσκοποι τῆς νήσου μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ ἐπισκόπου Σαλαμίνος–Κωνσταντίας καὶ ἀρχιεπισκόπου Κύπρου, ποὺ δὲν κατονομάζεται στὸν Βίον, πρὸς ἐκλογὴ νέου ἀρχιεπισκόπου, καὶ προσεύχονταν γιὰ ἀρκετὲς ἡμέρες νὰ τοὺς ἀποκαλύψει ὁ Θεὸς τὸν ἄξιο διάδοχο τοῦ θρόνου. Σὲ ἀπάντηση τῆς προσευχῆς τους, ἀποκαλύφθηκε στὸν ὁμολογητὴ ἐπίσκοπο Χύτρων Πάππο ὅτι ὁ εὐάρεστος πρὸς τοῦτο στὸν Θεὸ ἦταν ὁ μοναχὸς Ἐπιφάνιος, ποὺ βρισκόταν ἐκείνη τὴν ἡμέρα στὸ ἐμπορεῖο (λιμάνι) τῆς πόλης. Ὁ Ἐπιφάνιος εἶχε πράγματι μεταβεῖ στὸ λιμάνι τῆς Σαλαμίνος μὲ τὴ συνοδία του νὰ ἀγοράσει σταφύλια γιὰ νὰ τὰ ἔχουν ὡς τροφὴ στὸ ταξίδι μὲ πλοῖο, ποὺ σκόπευαν νὰ κάνουν.
Παρὰ τὶς ἀντιρρήσεις καὶ τὴν ἀντίδρασή του, ὁ Ἐπιφάνιος χειροτονεῖται ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντίας τῆς Κύπρου, καὶ οἱ δύο αὐτοὶ μαθητές του παραμένουν μαζί του στὸ ἐπισκοπεῖο τῆς μητροπόλεως τῆς νήσου, τὸ ὁποῖο ὁ Ἐπιφάνιος ὀργάνωσε σὲ κοινόβιο. Ὁ Ἰωάννης, ποὺ χειροτονήθηκε στὴ συνέχεια ἀπὸ τὸν Ἐπιφάνιο σὲ πρεσβύτερο, λίγο πρὶν τὴν κοίμησή του παρέδωσε στὸν Πολύβιο τὸν ἰδιόχειρο Βίον τοῦ θείου πατρός, ποὺ συνέγραφε κρυφὰ ἀπὸ αὐτὸν (BHG 596), παρακαλώντας τον νὰ συνεχίσει —καὶ πάλιν κρυφὰ ἀπὸ τὸν Γέροντά τους— τὸ ἱερὸ τοῦτο ἔργο, πρᾶγμα ποὺ ἔπραξε ὁ Πολύβιος (στὸν Πολύβιο ἀνήκει τὸ τμῆμα τοῦ Βίου μὲ καταχώριση BHG 597). Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος χειροτόνησε ἀργότερα τὸν Πολύβιο πρεσβύτερο, στὴ θέση τοῦ ἐκλιπόντος Ἰωάννη.
Ὁ Πολύβιος γιὰ τὴν ἀρετή του κατέστη συνοδὸς τοῦ Ἐπιφανίου στὰ ποικίλα ταξίδια του στὶς μεγαλουπόλεις Ρώμη, Κωνσταντινούπολη καὶ Ἱεροσόλυμα. Κατὰ τὸ 403 ὁ Μέγας Ἐπιφάνιος μετέβη καὶ πάλιν —γιὰ τελευταία φορὰ— στὴν Κωνσταντινούπολη, μὲ τὴ συνοδία τοῦ Πολυβίου καὶ τοῦ ἄλλου πιστοῦ του μαθητῆ Ἰσαάκ, ποὺ ταυτίζεται πρὸς τὸν ἅγιο Ἰσαὰκ ἢ Ἰσαάκιο, ἐπίσκοπο Κιτίου. Στὴ Βασιλεύουσα συνέβησαν τότε τὰ γνωστὰ σκάνδαλα σχετικὰ μὲ τὴν ἐξορία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Ἐπιστρέφοντας στὴν Κύπρο καὶ πρὶν ὁ Ἐπιφάνιος κοιμηθεῖ ἐν Κυρίῳ στὸ πλοῖο, ἀφοῦ νουθέτησε τοὺς ναυτιλλόμενους, ἀπεύθυνε τὶς τελευταῖες του πατρικὲς νουθεσίες καὶ ὁδηγίες στοὺς δύο ἀγαπημένους καὶ ἔμπιστους μαθητές του. Καὶ τὸν μὲν Πολύβιο πρόσταξε ἑπτὰ ἡμέρες μετὰ τὴν ἄφιξή τους στὴν Κωνσταντία νὰ μεταβεῖ στὴν Ἄνω Θηβαΐδα τῆς Αἰγύπτου, γιὰ νὰ ποιμάνει τὰ ἐκεῖ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ τὸν Ἰσαὰκ πρόσταξε νὰ παραμείνει στὴν Κωνσταντία μέχρι νὰ τοῦ ὑποδειχθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μεταβεῖ στὴν πόλη τοῦ Κιτίου.
Ὁ Πολύβιος ὑποτασσόμενος στὴν τελευταία βούληση τοῦ ἁγίου του Γέροντος, μετέβη στὴν Αἴγυπτο, ὅπου, κατὰ τὴν πρόρρηση τοῦ Ἐπιφανίου, χειροτονήθηκε καὶ παρὰ τὴ θέλησή του ἐπίσκοπος τῆς πόλης τῶν Ρινοκουρούρων, ποὺ βρισκόταν πλησίον στὸ σημερινὸ Ἒλ–Ἀρὶς στὸ Σινᾶ. Ἀπό ἐκεῖ, ἀπέστειλε στὴν Κωνσταντία τὸν διάκονό του Κάλιππο μὲ Ἐπιστολή του (BHG 598) πρὸς τὸν μαθητὴ καὶ διάδοχο τοῦ Ἐπιφανίου, ἅγιο Σαβίνο Α´, γιὰ νὰ τοῦ γνωστοποιήσει ἐκεῖνος τὸ πότε καὶ σὲ ποιό τόπο εῖχε ταφεῖ ὁ ἱερὸς πατήρ, ἀπὸ τὸν ὁποῖο καὶ ἔλαβε τὴ σχετικὴ ἐπιστολιμαία ἀπάντηση (BHG 599).
Ὁ Πολύβιος κοιμήθηκε, προφανῶς ὡς ἐπίσκοπος Ρινοκουρούρων, κατὰ τὸ πρῶτο μισὸ τοῦ 5ου αἰώνα καὶ πάντως πρὶν τὸν Ἰούνιο τοῦ ἔτους 431, καθὼς στὴν Γ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴν Ἔφεσο ὑπογράφει ὡς ἐπίσκοπος Ρινοκουρούρων ὁ ἅγιος Ἑρμογένης (ACO, I, 1, 7, σ. 115, Νο. 129). Ἡ ἡμέρα μνήμης του εἶναι ἡ 13η (ἢ 14η) Μαΐου, καὶ ἀπαντᾶται σὲ Κανονάρια καὶ μηνολόγια Εὐαγγελισταρίων ἤδη ἀπὸ τοὺς μεσοβυζαντινοὺς χρόνους.
Βιβλιογραφία: BHG 596–599· SynEcclCon (Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως), 680.34 (13 Μαΐου) και 684.45 (14 Μαΐου)· Martinov Joannes, Annus Ecclesiasticus graeco-slavicus, Bruxellis 1863, σσ. 127 (12 καὶ 13 Μαΐου) καὶ 128 (14 Μαΐου)· Claudia Rapp, The Vita of Epiphanius of Salamis. An Historical and Literary Study, vol. I-II, Worcester College, D. Phil. Thesis, Michaelmas Term, 1991· Χαρίτωνος μοναχοῦ Σταυροβουνιώτου, «Ἅγιος Ἰσαὰκ ἐπίσκοπος Κιτίου ὁ θαυματουργός», Κυπριακαὶ Σπουδαί, ΟΒ´ (2008), σσ. 73-86.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
- Τὸ παρὸν κείμενο στηρίζεται σὲ σχετικὸ λῆμμα μας στὴ Μεγάλη Ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια (ΜΟΧΕ), τόμ. 12, σ. 280.