Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Τὴν περίοδο τοῦ μαρτυρίου τοῦ ἁγίου Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου, κάποιος νέος ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη, ὁ Νέστωρ, διδασκόταν τὴ χριστιανικὴ πίστη ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν μεγαλομάρτυρα ἅγιο.
Ἐκεῖνο τὸν καιρό, ὁ θεομάχος αὐτοκράτορας Μαξιμιανὸς διοργάνωνε διάφορους ἀγῶνες, παιχνίδια καὶ θεάματα γιὰ τὸν λαό. Ἀγαπημένος του πρωταγωνιστὴς ἦταν ἕνας ἄνδρας γιγαντιαίων διαστάσεων, ἀπ᾿ τὴ φυλὴ τῶν Βανδάλων, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν Λυαῖος καὶ θύμιζε σὲ δύναμη τὸν Γολιάθ. Ὡς ὁ μονομάχος τοῦ αὐτοκράτορα, προκαλοῦσε καθημερινὰ σὲ μονομαχία τοὺς ἄνδρες καὶ αὺτοὶ ἔπεφταν νεκροί, ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ αἱμοδιψὴς Λυαῖος διασκέδαζε τὸν αἱμοδιψῆ εἰδωλολάτρη Μαξιμιανό.
Ὁ αὐτοκράτορας μάλιστα πρόσταξε νὰ κατασκευάσουν εἰδικὴ ἐξέδρα, σὰν ἁλώνι, γιὰ τὶς μονομαχίες τοῦ Λυαίου. Γύρω καὶ κάτω ἀπ᾿ τὴν πλατφόρμα, ὅπου διεξαγόταν ἡ μονομαχία, εἶχαν προσαρμοστεῖ ἀλλεπάλληλες κατακόρυφες λόγχες.
Ὅταν ὁ Λυαῖος νικοῦσε κάποιον στὴν πάλη, τὸν πετοῦσε ὕστερα ἀπὸ τὴν πλατφόρμα καὶ ὁ ἀντίπαλός του καρφωνόταν ἐπάνω στὶς μυτερὲς λόγχες. Ὁ αὐτοκράτορας καὶ οἱ παγανιστὲς ὑπήκοοί του ζητωκραύγαζαν κάθε φορὰ ποὺ κάποιος δυστυχὴς σφάδαζε ἀπ᾿ τοὺς πόνους, καρφωμένος ἐπάνω στὶς λόγχες μέχρι ποὺ ἄφηνε τὴν τελευταία του πνοή.
Ἀνάμεσα στὰ πολλὰ θύματα τοῦ Λυαίου ἦταν καὶ ἀρκετοὶ χριστιανοί. Ἄν κανένας δὲν προσφερόταν μὲ τὴ θέλησή του νὰ μονομαχήσει μὲ τὸν Λυαῖο, τότε ὁ αὐτοκράτορας πρόσταζε νὰ συλληφθοῦν χριστανοὶ καὶ νὰ ἐξαναγκαστοῦν διὰ τῆς βίας νὰ μονομαχήσουν μαζί του.
Βλέποντας ὁ Νέστωρ τὸ φρικτὸ κι ἀποτρόπαιο αὐτὸ θέαμα τῶν παγανιστῶν, ἡ καρδιά του σκιζόταν ἀπὸ πόνο καὶ ἀποφάσισε νὰ προσέλθει ὁ ἴδιος σὲ μονομαχία μὲ τὸν γιγαντιαῖο Λυαῖο. Πρῶτα ὅμως πῆγε στὴν ὑπόγεια φυλακὴ γιὰ νὰ δεῖ τὸν ἅγιο Δημήτριο καὶ ζήτησε εὐλογία γιὰ τὸ ἐγχείρημα ποὺ θὰ ἀποτολμοῦσε. Ὁ ἅγιος Δημήτριος τὸν εὐλόγησε, τὸν σταύρωσε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ στὸ μέτωπο καὶ στὸ στῆθος· προφήτευσε δὲ λέγοντας: «Θὰ νικήσεις τὸν Λυαῖο, ἀλλὰ θὰ μαρτυρήσεις γιὰ τὸν Χριστό».
Ἔτσι, ὁ νεαρὸς Νέστωρ πῆγε νὰ μονομαχήσει μὲ τὸν γίγαντα Λυαῖο. Ὁ Μαξιμιανὸς ἦταν παρὼν μαζὶ μὲ πλήθη κόσμου ποὺ ἐλεεινολογοῦσαν τὸν νεαρὸ Νέστορα, ὁ ὁποῖος, ὅπως πίστευαν μὲ βεβαιότητα, ἐπρόκειτο νὰ πεθάνει. Μερικοὶ μάλιστα προσπαθοῦσαν νὰ τὸν ἀποτρέψουν ἀπὸ μιὰ ἀναμέτρηση μὲ τὸν Λυαῖο.
Ἀπτόητος, ὁ Νέστωρ σφραγίστηκε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καὶ ἀνέκραξε: «Θεὲ τοῦ Δημητρίου, βοήθησε με!». Πράγματι, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ νίκησε τὸν Λυαῖο, τὸν ἔβγαλε ἐκτὸς μάχης καὶ τὸν πέταξε κάτω στὶς μυτερὲς λόγχες ὅπου ὁ δυνατὸς γίγαντας βρῆκε φρικτὸ θάνατο.
«Μέγας ὁ Θεὸς τοῦ Δημητρίου!», φώναζε τότε σύσσωμο τὸ κοινὸ τῶν θεατῶν. Ὅμως ὁ αὐτοκράτορας, κατῃσχυμμένος ἐνώπιον ὅλου τοῦ λαοῦ καὶ περίλυπος γιὰ τὸν θάνατο τοῦ ἀγαπημένου του Λυαίου, ἐξεμάνη ἐναντίον τοῦ Δημητρίου καὶ τοῦ Νέστορα: πρόσταξε τὸν μὲν Νέστορα νὰ ἀποκεφαλίσουν οἱ δήμιοι, τὸν δὲ Δημήτριο νὰ θανατώσουν διὰ λογχισμοῦ.
Ἔτσι τελείωσε τὴν ἐπίγειο ζωή του ὁ μεγαλομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Νέστωρ καὶ εἰσῆλθε στὴν κατοικία του στὴ Βασιλεία τοῦ Κυρίου, τὸ ἔτος 306.
(Ἀπὸ τὸ βιβλίο, Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ὁ Πρόλογος τῆς Ἀχρίδος, Ὀκτώβριος, ἐκδ. Ἄθως, Ἀθήνα 2009, σσ. 306-308).