Ὁμιλία στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Θ´ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Χριστού-ελπίς

Τὰ πολύτιμα μαργαριτάρια, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, ἀνακαλύπτουν ὅσοι κατεβαίνουν στὰ βάθη τῆς θάλασσας. Ἂς κατεβοῦμε κι ἐμεῖς σήμερα νοερά, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, στὸ βάθος τῶν εὐαγγελικῶν λόγων, ποὺ μόλις ἀκούσαμε, γιὰ νὰ ἀνεβάσουμε ἀπὸ ἐκεῖ τὰ νοητὰ καὶ ἀτίμητα μαργαριτάρια τῶν θείων ἐννοιῶν, ἐξετάζοντας συνάμα τὰ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ μαρτυροῦν τὴ Θεότητά Του καὶ μᾶς ὁδηγοῦν στὸν δρόμο τῆς αἰώνιας ζωῆς.

Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἀποτελεῖ ἄμεση συνέχεια αὐτῆς, ποὺ ἀκούσαμε τὴν προηγούμενη Κυριακή. Ἂν θυμᾶστε, ὁ Κύριός μας, ἀμέσως μετὰ τὸν θαυματουργικὸ πολλαπλασιασμὸ τῶν πέντε ἄρτων καὶ τῶν δύο ψαριῶν, μὲ τὰ ὁποῖα χόρτασε ἴσως καὶ δέκα χιλιάδες ἀνθρώπων, ἀναγκάζει τοὺς μαθητές Του νὰ μποῦνε σ᾽ ἕνα πλοῖο, ἀπ᾽αὐτὰ ποὺ ἀγκυροβολοῦσαν στὶς ὄχθες τῆς Λίμνης τῆς Γεννησαρέτ (ἢ θάλασσας τῆς Τιβεριάδας, ὅπως διαφορετικὰ λεγόταν), καὶ νὰ μεταβοῦν στὴν ἀντίπερα ὄχθη, μέχρι αὐτὸς νὰ ἀπολύσει τοὺς ὄχλους ἐκείνους καὶ νὰ τοὺς στείλει εἰρηνικὰ στὰ σπίτια τους.

Μόλις λοιπὸν ἀναχώρησαν οἱ ὄχλοι, ὁ Χριστός μας ἀνέβηκε σ᾽ ἕνα βουνὸ ἐκεῖ κοντά, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ μόνος Του. Τί μᾶς διδάσκει μ᾽αὐτὸ ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος ὅλα τὰ ἐνεργοῦσε γιὰ νὰ δίνει παραδείγματα μίμησής Του καὶ τρόπους σωτηρίας; Πρῶτα, τὸ ὅτι ἦταν τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, καὶ ὡς ἄνθρωπος ἀπευθύνεται μὲ τὴν προσευχή Του στὸν Θεὸ Πατέρα. Κατόπιν, μᾶς ὑποδεικνύει τὴ μεγάλη ἀξία τῆς προσευχῆς σὲ ἔρημο καὶ ἥσυχο τόπο. Καὶ τοῦτο ἔπραξε ὁ Κύριος, ὄχι μόνο τότε, μὰ καὶ ἄλλες φορές, ποὺ διανυκτέρευσε στὴν προσευχὴ σὲ ἐρημικοὺς τόπους («Ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις ἐξῆλθεν εἰς τὸ ὄρος προσεύξασθαι, καὶ ἦν διανυκτερεύων ἐν τῇ προσευχῇ τοῦ Θεοῦ» [Λουκ. 6,12]), δείχνοντας, πὼς καὶ ἡ ἡσυχία τοῦ καιροῦ (τῆς νύκτας) καὶ τοῦ τόπου (ἡ ἔρημος) ὑποβοηθοῦν ἰδιαίτερα τὴν προσευχή μας νὰ ἀποδώσει πλούσιους καρπούς. Κι ἐμεῖς, καλὸ εἶναι, νὰ ἐπιλέγουμε ἕνα ἥσυχο μέρος καὶ κάποια ἥσυχη ὥρα, εἴτε στὸ σπίτι μας, εἴτε ἀλλοῦ, γιὰ νὰ ἀφοσιωνόμαστε, ὅσο γίνεται ἀπερίσπαστα, στὴν προσευχὴ καὶ τὴν πνευματικὴ μελέτη.

Οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, ποῦ βρίσκονταν τότε; Στὸ μέσο τῆς λίμνης, μέσα στὸ πλοῖο, καὶ ταλαιπωροῦνταν, γιατὶ ὁ ἄνεμος ἦταν ἀντίθετος στὴν πορεία ποὺ εἶχαν. Καὶ ὁ Ἰησοῦς, τί κάνει; Ἐπιτρέπει νὰ δοκιμασθοῦν, τοὺς ἀφήνει φαινομενικὰ μόνους, γιὰ νὰ δοκιμάσει τὴν πίστη τους, μέχρι ποὺ θὰ ἐρχόταν ἡ ὥρα νὰ ἐπέμβει. Καὶ ἄλλη φορὰ κινδύνευσαν μὲ τὸ πλοῖο, ὅπως διηγοῦνται τὰ Εὐαγγέλια (βλ. Ματθ.8, 23-27), ἀλλὰ τότε ἦταν μαζί τους σωματικὰ ὁ Κύριος καὶ κοιμότανε, μέχρι ποὺ τὸν ξύπνησαν ἔντρομοι οἱ μαθητές Του καὶ ἐπιτίμησε τὴ θάλασσα καὶ κόπασε, καὶ τοὺς ἀνέμους καὶ ἡσύχασαν. Τώρα, γιὰ νὰ τοὺς τελειοποιήσει, τοὺς ἀφήνει ὅλη τὴ νύκτα μέσα στὴν τρικυμία, γιὰ νὰ χάσουν κάθε ἀνθρώπινη ἐλπίδα, καὶ ἐμφανίστηκε ὁ Πάνσοφος, ὅταν ἔκρινε κατάλληλη τὴ στιγμή. Διότι, λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι ὁ Κύριος ἦλθε κοντά τους κατὰ τὴν τέταρτη φυλακὴ τῆς νύκτας, περιπατῶντας πάνω στὴ θάλασσα. Ἐδῶ νὰ σημειώσουμε ὅτι, κατὰ τὴ ρωμαϊκὴ ἐποχή, οἱ σκοπιὲς τῶν στρατιωτῶν ὀνομάζονταν φυλακές, διαρκοῦσαν τρεῖς ὧρες, καί, ἀναλόγως, ἂν ἐκτελοῦνταν ἡμέρα ἢ νύκτα, ὀνομάζονταν «φυλακὲς τῆς ἡμέρας» ἢ «φυλακὲς τῆς νυκτός». Γιὰ τὶς νυκτερινὲς σκοπιές, ἡ πρώτη φυλακὴ ἦταν ἀπὸ τὶς 6 μ.μ. μέχρι 9 μ.μ.Ἔτσι, ἡ «τετάρτη φυλακὴ τῆς νυκτός», ποὺ ἀναφέρει σήμερα τὸ Εὐαγγέλιο, εἶναι τὸ διάστημα 3 π.μ.-6 π.μ. Πρὶν λοιπὸν ἀρχίσει νὰ γλυκοχαράζει τὸ φῶς, ἐμφανίστηκε ὁ Κύριος κοντὰ στοὺς μαθητές Του, διδάσκοντάς τους, ὅπως σοφὰ σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, νὰ ὑπομένουν μὲ γενναιότητα τὰ ἐπερχόμενα καὶ νὰ μὴ ζητοῦν ἀμέσως τὴ λύτρωση ἀπὸ τὰ δεινὰ τῆς ζωῆς. Ἀλλά, ἕνεκα καὶ τοῦ σκοταδιοῦ καὶ τῆς κακοκαιρίας, ποὺ ἐπικρατοῦσαν, καὶ τῆς ταλαιπωρίας, ποὺ προηγήθηκε, δὲν ἀναγνώρισαν ἀμέσως τὸν καλό τους Διδάσκαλο οἱ ἀπόστολοι, ἀλλὰ νόμισαν πὼς ἦταν ἕνα φάντασμα, κι ἀπὸ τὸν φόβο τους ἄρχισαν νὰ φωνάζουν! Ὅταν λοιπὸν ἔφθασαν στὸ ἔσχατο τοῦτο σημεῖο τῆς δοκιμασίας, τότε ἔκανε καθαρὰ φανερὸ τὸν ἑαυτό Του ὁ Κύριος. Ἀμέσως δηλαδὴ τοὺς μίλησε, τοὺς ἔδωσε θάρρος: «Ἔχετε θάρρος, μὴ φοβᾶσθε, ἐγὼ εἶμαι!», εἶπε. Καὶ ἡ ἁγία ἐκείνη καὶ γλυκειά Του φωνὴ τὸν κατέστησε ἀμέσως ἐμφανὴ στοὺς ἀποστόλους. Κι ὁ πάντοτε θερμότερος Πέτρος, ποὺ σὲ ὅλα προτρέχει, τί εἶπε τότε; «Κύριε, ἂν πράγματι ἐσὺ εἶσαι ὁ Διδάσκαλός μας, πρόσταξε νὰ περπατήσω κι ἐγὼ πάνω στὰ νερά, σὰν ἐσένα, καὶ νὰ ἔρθω κοντά Σου.» Ἐδῶ διαφαίνεται ἡ πίστη, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Πέτρου, νὰ πάει τὸ συντομώτερο κοντὰ στὸν Ἰησοῦ. «Ἔλα!», τοῦ εἶπε ὁ Κύριος. Καὶ κατέβηκε στὴ λίμνη ὁ Πέτρος. Καί, ὅσο εἶχε στέρεα τὴν πίστη, περπατοῦσε πάνω στὰ νερὰ σὰν σὲ ξηρά. Ὅταν ὅμως ἡ δύναμη τῶν ἀνέμων καὶ ἡ θαλασσοταραχὴ τὸν ἔκαναν νὰ δειλιάσει, νὰ ὀλιγοπιστήσει, ἄρχισε νὰ βυθίζεται! Μὰ μόλις φώναξε μὲ πίστη, «Κύριε, σῶσε με!», καὶ πάλιν ἀνταποκρίνεται ἄμεσα ὁ Φιλάνθρωπος Δεσπότης: Τοῦ ἅρπαξε τὸ χέρι καὶ τὸν ἀνέβασε στὴν ἐπιφάνεια, ἐπιτιμῶντας τον συνάμα μὲ ἀγάπη: «Ὀλιγόπιστε, γιατί δίστασες σ᾽ ὅ,τι σοῦ εἶπα;» Καί, μόλις μπήκανε στὸ πλοῖο, κόπασε ὁ ἄνεμος καὶ γαλήνεψε τ᾽ ἀγριεμένο ἐκεῖνο πέλαγος.

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, σὲ δύο καίρια θέματα, ποὺ προβάλλει ἡ εὐαγγελικὴ αὐτὴ περικοπὴ θὰ ἤθελα γιὰ λίγο νὰ σταθοῦμε, δύο σημαντικώτατα γιὰ τὴ σωτηρία μας ἀλληλένδετα ζητήματα: Πρῶτο, αὐτὸ τῶν θλίψεων, τῶν δοκιμασιῶν στὴ ζωή μας. Καί, δεύτερο, αὐτὸ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς πίστης, ποὺ ἐπιδεικνύουμε καὶ ἀποδεικνύουμε πὼς ἔχουμε, σ᾽ αὐτὲς ἀκριβῶς τὶς δοκιμασίες καὶ τοὺς πειρασμούς. Πρέπει καταρχὴν νὰ ἐπισημάνουμε, πὼς τίποτα δὲν εἶναι τυχαῖο στὸν κόσμο τοῦτο. Σὲ θεὰ Τύχη δὲν πιστεύουμε, ὅπως οἱ ἀρχαῖοι εἰδωλολάτρες, ἀλλὰ πιστεύουμε στὸν Κυβερνήτη τῶν ὅλων Θεό! Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνο Δημιουργὸς τῶν πάντων, ἀλλὰ καὶ Προνοητὴς γιὰ ὅλα Του τὰ κτίσματα. Ἡ ἀγάπη του, ἡ πατρική του πρόνοια μεριμνᾶ γιὰ ὅλα, καὶ πολὺ περισσότερο γιὰ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Θεάνθρωπος ἔχυσε τὸ αἷμα Του στὸν Σταυρό. Οὐδέποτε εἴμαστε μόνοι, ἀδελφοί! Φθάνει ὁ ἄνθρωπος ν᾽ ἀνοίξει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του, καὶ τὸ ἀντιλαμβάνεται τοῦτο. Γι᾽αὐτό, ὅταν θλίψεις, ἀρρώστειες, κίνδυνοι μᾶς κυκλώνουν στὸ διάβα τῆς ζωῆς, εἶναι ἐπίσκεψη Θεοῦ, ποὺ τὰ ἐπιτρέπει γιὰ τὸ καλό μας. Εἶναι ἡ ἄλλη ἔκφραση καὶ ὄψη τῆς ἀγάπης Του, γιὰ νὰ δοκιμασθεῖ ἡ πίστη μας, νὰ συγχωρηθοῦν οἱ ἁμαρτίες μας, νὰ καθαρίσει ἡ ψυχή μας. Εἶναι ὁ δρόμος, ποὺ ἐπέλεξε καὶ βάδισε ὁ ἴδιος ὁ Λυτρωτής, ἡ ὁδὸς τοῦ Γολγοθᾶ, τὴν ὁποία ἀκολουθῶντας ὁ ἄνθρωπος μὲ ὑπομονὴ καὶ πίστη καὶ ἐλπίδα σ᾽Αὐτόν, ὁδηγεῖται στὴν Ἀνάσταση! Ποτέ, λοιπόν, νὰ μὴν ἀπελπιζόμαστε, ποτὲ νὰ μὴ χάνουμε τὴν πίστη μας. Νὰ εἴμαστε ἀπόλυτα πεπεισμένοι, ὅτι ὁ Κύριος πάντοτε ἀποβλέπει στὸ καλό μας, στὴ σωτηρία μας, στὸ νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ εἴμαστε κοντά Του στὴν αἰωνιότητα! «Ὁ Θεός ἀργεῖ, μὰ πάντα δίνει», λέγει μιὰ σοφὴ παροιμία. Κι ὅταν ἐμεῖς μὲ πίστη καὶ ὑπομονὴ καὶ ἀγῶνα πνευματικὸ ἀντιμετωπίζουμε τὶς ὅποιες δοκιμασίες, τοὺς ὅποιους πειρασμούς, θὰ ἔλθει ὁπωσδήποτε, θὰ ἐμφανισθεῖ καὶ σ᾽ ἐμᾶς ὁ Κύριος Ἰησοῦς. Θὰ μᾶς ἀδράξει τὸ χέρι, θὰ μᾶς ἀνασύρει ἀπὸ τὸν βυθὸ τῶν θλίψεων, θὰ μᾶς βάλει στὸ πλοῖο τῆς ἀγάπης Του καὶ θὰ μᾶς ὁδηγήσει μὲ ἀσφάλεια στὸ λιμάνι τῆς σωτηρίας, στὴν οὐράνια καὶ ἀσάλευτη καὶ ἀτελεύτητη Βασιλεία Του. Ἀμήν! Γένοιτο, Κύριε!