Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἔδειξε τὴν εὐσπλαγχνία Του σὲ τυφλοὺς καὶ χωλούς, κυλλοὺς καὶ λεπρούς, ὑδρωπικοὺς καὶ παραλύτους, κωφοὺς καὶ ἀλάλους, πυρέσσοντας καὶ δαιμονιζομένους· θεράπευσε κάθε νόσο καὶ ἐξέβαλε δαιμόνια, ἀνέστησε τέλος καὶ νεκρούς.
Ἡ Εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ μόλις ἀκούσαμε, μᾶς διακήρυξε ἕνα ἄλλο εἶδος θαύματος, παρόμοια μεγάλο καὶ ὑπερφυές: Μὲ πέντε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια, ὁ Χριστός μας χόρτασε πέντε χιλιάδες ἄνδρες, χωρὶς τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά, συνολικὰ δηλαδὴ ἴσως πάνω ἀπὸ δέκα χιλιάδες κόσμο, καὶ περίσσευσαν ἀπ᾽ αὐτὰ τὰ εὐλογημένα φαγητὰ καὶ δώδεκα κοφίνια τεμάχια! Ἂς ἐξετάσουμε μὲ προσοχὴ καὶ εὐλάβεια τὴν περικοπὴ αὐτή, γιὰ νὰ ἀντλήσουμε τὴν ἀνάλογη ψυχικὴ ὠφέλεια.
Ὅταν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς πληροφορήθηκε ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου τὸ μαρτυρικό του τέλος ἀπὸ τὸν Ἡρῴδη, ἀναχώρησε ἀμέσως ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ βρισκόταν μὲ τοὺς μαθητές του καὶ μετέβησαν μὲ πλοῖο σὲ ἔρημο τόπο. Καί, προφανῶς γιὰ τὸν καύσωνα τῆς ἡμέρας, φαίνεται ὅτι εἶχαν εἰσέλθει σὲ κάποιο σπήλαιο τῆς περιοχῆς. Στὸ μεταξύ, πλῆθος ἀνθρώπων εἶχαν μαζευτεῖ ἐκεῖ, ζητῶντας ἀπὸ τὸν εὔσπλαγχνο καὶ φιλάνθρωπο Ἰατρὸ τὴ θεραπεία τῆς ψυχῆς τους μὲ τὰ ἀθάνατα λόγια Του καὶ τοῦ σώματός τους μὲ τὴν παντοδύναμη ἰαματική Του Χάρη. Ἐξερχόμενος λοιπὸν ὁ Κύριος ἀπὸ τὸ σπήλαιο καὶ βλέποντάς τους ἔτσι ταλαιπωρημένους, δὲν ἀπαιτεῖ ἀπ᾽ αὐτοὺς ἄλλη ἀπόδειξη πίστης πρὸς Αὐτόν, ἀλλ᾽ ἀμέσως θεραπεύει τοὺς ἀσθενεῖς. Γιατί, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, τὸ ὅτι ἄφησαν τὰ σπίτια καὶ τὰ χωριά τους καὶ τὸν βρῆκαν στὶς ἐρημιές, καὶ τὸν περίμεναν ἐκεῖ ὑπομονετικὰ ὧρες, πεινασμένοι καὶ διψασμένοι, δὲν ἦταν λαμπρὴ ἀπόδειξη τῆς πίστης τους; Κι ὄχι μόνο αὐτὴ τὴν εὐεργεσία τῆς ἰάσεως τοὺς παρέσχε, ἀλλὰ καὶ θὰ τοὺς ἔτρεφε. Δὲν τὸ κάνει ὅμως ἀπὸ μόνος Του, οὔτε κι ἀμέσως, ἀλλὰ ἀναμένει νὰ Τὸν παρακαλέσουν. Κι αὐτό, ὁ ἄκρως ταπεινὸς Κύριός μας, πάντοτε τὸ τηροῦσε, τὸ νὰ μὴν προτρέχει δηλαδὴ στὸ θαῦμα, ἀλλ᾽ ἀφοῦ τοῦ τὸ ζητοῦσαν οἱ ἄνθρωποι τὸ ἐπιτελοῦσε. Καί, γιατί κανεὶς ἀπὸ τὸν ὄχλο δὲν ζήτησε νὰ τοὺς θρέψει; Γιατί, ὅπως καὶ πάλιν θεόπνευστα ἑρμηνεύει ὁ θεορρήμων Χρυσόστομος, τὸν εὐλαβοῦνταν ὑπερβολικά· ντρέπονταν τὸν Κύριο, καὶ ὁ πόθος τους νὰ εἶναι μαζί Του, νὰ ἀπολαμβάνουν τὴ Χάρη τῆς θεωρίας καὶ τῶν λόγων καὶ τῶν θαυμάτων Του, τοὺς ἔκανε νὰ ξεχνοῦν καὶ τὴν πείνα τους! Ἀλλ᾽ οὔτε καὶ οἱ μαθητές Του, ποὺ ἦσαν ἀκόμη ἀτελεῖς στὴν πίστη, τοῦ ζητοῦν μὲ παρρησία τέτοιο θαῦμα. Μόνο σὰν δειλίνιασε, τὸν παρακάλεσαν νὰ ἀφήσει τὸν κόσμο νὰ ἀναχωρήσει, νὰ πᾶνε νὰ βροῦνε κάτι γιὰ νὰ φᾶνε. Κι ὁ πάνσοφος Ἰησοῦς, γιὰ νὰ τοὺς στερεώσει καὶ αὐτοὺς στὴν πίστη, τί κάνει; Δὲν τοὺς λέγει ἀμέσως: «Μὴν ἀνησυχεῖτε, ἐγὼ θὰ τοὺς θρέψω», ἀλλὰ ἀπαντᾶ· «Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ πᾶνε ἀλλοῦ νὰ βροῦνε τροφή. Ἐσεῖς νὰ τοὺς δώσετε νὰ φᾶνε!» Ἀλλὰ οἱ μαθητὲς δὲν καταλάβανε τὸ νόημα τῶν λόγων τοῦ Κυρίου, καὶ ἀπάντησαν: «Μά, δὲν ἔχουμε ἐδῶ Κύριε, παρὰ πέντε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια!» Τότε ὁ Κύριος, ἅμα εἶδε πὼς δέν μποροῦσαν νὰ ἀνέβουν πιὸ ψηλὰ πνευματικά, νὰ ἐλπίσουν στὸ θαῦμα, τοὺς προστάζει νὰ τοῦ πάρουνε κοντά του τὰ διαθέσιμα φαγητά. Ὁ δὲ Ἰωάννης ἀναφέρει στὸ Εὐαγγέλιό του, πὼς τὰ ψωμιὰ ἤτανε κριθαρένια, γιὰ νὰ μᾶς δείξει τὴν ταπείνωση καὶ πτωχεία τοῦ Κυρίου καὶ τῶν μαθητῶν Του. Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Χριστὸς πῆρε στὰ πανάγια χέρια Του τὰ ψωμιὰ καὶ τὰ ψάρια καὶ διέταξε τοὺς ὄχλους καὶ κάθισαν στὸ χορτάρι τῆς γῆς -θὰ ἤτανε φαίνεται ἀνοιξιάτικη ἐποχή-, ἀνέβλεψε στὸν οὐρανὸ καὶ τὰ εὐλόγησε καί, κόβοντάς τα σὲ τεμάχια, ἄρχισε νὰ τὰ δίνει στοὺς μαθητές Του, κι αὐτοὶ στοὺς ὄχλους. Τὸ θαῦμα συντελέσθηκε: Φάγανε τόσοι ἄνθρωποι καὶ χορτάσανε καὶ περισσεύσανε καὶ δώδεκα κοφίνια τεμάχια φαγητοῦ! Γιατί ἀνέβλεψε ὁ Ἰησοῦς στὸν οὐρανὸ καὶ μετὰ εὐλόγησε τὰ φαγητά, ἐρωτᾶ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος; Γιὰ νὰ πιστεύσουν οἱ ἄνθρωποι, ἀπαντάει, ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ ὅτι εἶναι ἴσος μαζί Του. Καὶ τὴν μὲν ἰσότητα ἀποδείκνυε ὁ Χριστὸς ἐνεργῶντας ὅλα τὰ θαυμαστά Του ἔργα μὲ ἐξουσία. Τὸ δὲ ὅτι προερχόταν ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ ἦταν Υἱός Του, δέν θὰ ἔπειθε διαφορετικὰ τοὺς ἀνθρώπους, παρὰ ἐὰν δὲν ἀπευθυνόταν μὲ πολλὴ ταπείνωση πρὸς τὸν Πατέρα καὶ ἀνέφερε τὰ πάντα σ᾽ Αὐτόν. Ἔτσι, ἄλλοτε μὲ ἰδία ἐξουσία θαυματουργεῖ, κι ἄλλοτε ἐπικαλούμενος τὸν Πατέρα, γιὰ νὰ βεβαιώσει καὶ τὰ δύο. Ἀκόμη, μὲ τὴν προσευχὴ καὶ ἀνάβλεψή Του στὸν Οὐρανὸ πρὶν τὸ φαγητό, μᾶς διδάσκει ὁ Κύριος πάντοτε νὰ προσευχόμαστε καὶ νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε, πρὶν καὶ μετὰ τὸ καθημερινὸ φαγητό μας. Καί, γιατί δὲν δημιουργεῖ φαγητὰ ἀπὸ τὸ μηδέν, ἀλλὰ πολλαπλασιάζει θαυμαστὰ τὰ προϋπάρχοντα; Γιὰ νὰ ἀποδείξει ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ Δημιουργὸς τῶν ἁπάντων, ποὺ μᾶς δίνει τοὺς καρποὺς τῆς γῆς στὸν καιρό τους, γιὰ νὰ τρεφόμαστε, καὶ τοὺς εὐλογεῖ καὶ αὐξάνει. Ἀκόμη, ἐνέργησε τὸ θαῦμα σὲ ἔρημο τόπο, καὶ ὥρα δειλινοῦ, γιὰ νὰ μὴν εἰπεῖ κάποιος, ἂν βρίσκονταν κοντὰ σὲ κατοικημένο τόπο, ὅτι κάποιος ἔφερε φαγώσιμα ἀπὸ ἐκεῖ.
Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀρετὴ τῶν ἀποστόλων φανερώνεται στὰ γεγονότα, ποὺ προηγήθηκαν τοῦ θαύματος: Δώδεκα ἤτανε, μὰ μόνο πέντε ψωμάκια καὶ δύο ψαράκια εἴχανε μαζί τους, φροντίζοντας μόνο γιὰ τὰ ἀπολύτως ἀπαραίτητα καὶ καταφρονῶντας τὶς ὑλικὲς ἀνάγκες. Κι ἀκόμη, κι αὐτὰ τὰ λίγα, ὅταν τοὺς ζητήθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο, δὲν εἶπαν, «Μά, Κύριε, ἐμεῖς τί θὰ φᾶμε;» Ὄχι! Ἀλλὰ ἀμέσως τὰ πρόσφεραν γιὰ τοὺς πεινασμένους συνανθρώπους τους. Παράδειγμα καὶ αὐτὸ γιὰ μᾶς, ὥστε, ὅταν μᾶς ζητεῖται ἐλεημοσύνη, κι ἂν δὲν μποροῦμε νὰ δώσουμε ἀπὸ τὸ ὑστέρημά μας, νὰ δώσουμε τουλάχιστον ἀπὸ τὸ περίσσευμά μας! Καὶ ὁ Κύριος παρέσχε τὰ εὐλογημένα φαγητὰ στὸν ὄχλο, τόσο γιὰ νὰ τιμήσει τοὺς μαθητές Του, γιὰ τὴ φιλάνθρωπη γνώμη τους, ὅσο καὶ νὰ τοὺς ἐνδυναμώσει στὴν πίστη, ἀφοῦ εἶδαν νὰ περνᾶνε ἀπὸ τὰ χέρια τους, πάνω ἀπὸ κάθε λογικὴ ἀντίληψη, τόσες μεγάλες ποσότητες τροφίμων.
Ἂς ἱκετεύσουμε τὸν Κύριο, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νὰ μᾶς δίνει αὐτὴ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα στὸ ἀνεξάντλητο ἔλεός Του, ποὺ μπορεῖ νὰ ἐνεργήσει τὰ πάντα, τὰ ἀνθρωπίνως ἀδύνατα, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀγάπη στὸν κάθε ἀδελφό μας, τὸν κάθε ἐμπερίστατο συνάνθρωπό μας. Γιατί, ὅσο δίνουμε στὸν πλησίον μας, τόσο λαμβάνουμε ἀπὸ τὸν Κύριο, τόσο πληθύνονται καὶ τὰ ὑλικά μας ἀγαθά. Ἀλλά, τὸ σπουδαιότερο, ἀξιωνόμαστε νὰ ἀκούσωμε ἀπὸ τὸν δίκαιο Κριτὴ ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως: «Ἐφόσον ἐλεήσατε ἕνα ἀπὸ τοὺς ἐλάχιστους ἀδελφούς μου, τὸ καλὸ σ᾽ ἐμένα τὸ κάνετε. Εἰσέλθετε στὴν χαρὰ τοῦ Κυρίου σας.» Ἀμήν. Γένοιτο, Κύριε!