Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
Τρεῖς μεγάλες καὶ γενικὲς ἀρετές, ἀγαπητοὶ Χριστιανοί, μᾶς προβάλλει ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ μόλις ἀκούσαμε: Τὶς ἀρετὲς τῆς ἀγάπης, τῆς ταπείνωσης καὶ τῆς πίστης. Τρεῖς ἀρετές, ποὺ βλέπουμε στὸ πρόσωπο τοῦ Ρωμαίου καὶ εἰδωλολάτρη ἑκαντοντάρχου τῆς σημερινῆς περικοπῆς. Ἂς τὶς δοῦμε ὅμως μία πρὸς μία.
Πρώτη, ἡ ἀρετὴ τῆς ἀγάπης. Ἡ κορυφαία ἀρετή. Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν συνάνθρωπό μας. Ἡ ἀγάπη αὐτὴ ὁδήγησε τὸν καλὸ ἐκεῖνο ἑκατόνταρχο στὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, γιὰ νὰ ζητήσει τὴ θεραπεία τοῦ δούλου του. Καὶ τοῦτο, παρόλο ποὺ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, τὴ ρωμαϊκή, ὁ δοῦλος ἐθεωρεῖτο ἕνα res, δηλαδὴ ἕνα πρᾶγμα, ἕνα ἄψυχο ἀντικείμενο! Αὐτὸ δείχνει τὴν καλὴ ψυχὴ καὶ προαίρεση τοῦ ἑκατοντάρχου. Βλέπετε, ἡ γνήσια, ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη πρὸς τὸν ἀδελφό, τὸν συνάνθρωπό μας, μᾶς ὁδηγεῖ στὸν Κύριο, ὅπως ὁδήγησε καὶ τὸν ἑκατόνταρχο. Λένε κάποια παλαιὰ θεόπνευστα ρητὰ ἁγίων Γερόντων τῆς ἐρήμου: «Εἶδες καὶ κέρδισες (δηλαδὴ ἀνέπαυσες πνευματικὰ) τὸν ἀδελφό σου; Εἶδες καὶ κέρδισες Κύριον τὸν Θεόν σου. Διότι ἡ σωτηρία μας κρέμμαται (ἐξαρτᾶται) ἀπὸ τὸν πλησίον μας.»
Δεύτερη μεγάλη ἀρετὴ τοῦ ἑκατοντάρχου ἡ ταπείνωση, συνυφασμένη μὲ τὴν αὐτογνωσία. Γνώριζε τὶς ἀδυναμίες, τὰ σφάλματα, τὰ ἀνθρώπινά του πάθη ὁ Ρωμαῖος αὐτὸς ἀξιωματικὸς καί, ἔτσι, ἀπευθυνόμενος στὸν Κύριό μας, ποὺ ἤθελε νὰ πάει στὸ σπίτι του γιὰ νὰ θεραπεύσει τὸν δοῦλο του, τοῦ εἶπε: «Κύριε, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σὲ δεχθῶ, νὰ μπῆς στὸ σπίτι μου!» Κι αὐτὲς οἱ ἀρετές του ἦταν ἀλληλένδετες μὲ τὴ μεγάλη του·
Πίστη, τὴν τρίτη θαυμαστή του ἀρετή. Τόση πίστη, ἐμπιστοσύνη ἔδειξε στὸν φιλάνθρωπο θαυματουργὸ Διδάσκαλο, ποὺ ἦταν ἀπόλυτα βέβαιος πὼς καὶ ἀπὸ μακριά, μὲ μόνο τὸν λόγο Του, θὰ θεραπευόταν ὁ ἀσθενὴς δοῦλος του. Τὸν πίστευσε γιὰ Κύριο καὶ Δεσπότη τῶν ὅλων.
Καὶ ὁ Χριστός μας συγκινήθηκε μὲ τὶς ἀρετὲς αὐτὲς τοῦ ἑκατοντάρχου καὶ τὶς θαύμασε τόσο, πού, ὄχι μόνο θεράπευσε τὸν ἀσθενή του δοῦλο, παράλυτο καὶ ταλαιπωρούμενο, ἀλλὰ καὶ ἐγκωμίασε περίτρανα στοὺς ἐκεῖ παρευρισκόμενους τὴν πίστη αὐτοῦ τοῦ ἐθνικοῦ, τοῦ μὴ Ἰουδαίου δηλαδή. Καὶ τόνισε πὼς οὔτε ἀνάμεσα στὸν ἐκλεκτό του λαὸ τῶν Ἑβραίων δὲν εἶχε συναντήσει μέχρι τότε τέτοια μεγάλη πίστη. Καί, μὲ ἀφορμὴ τὴ θερμὴ αὐτὴ πίστη τοῦ ἑκατοντάρχου, ἀνέπτυξε στὴ συνέχεια ὁ Κύριος μία προφητικὴ διδασκαλία, ὅτι ἄνθρωποι ποὺ δὲν θὰ ἀνήκουν στὸν ἐκλεκτό Του λαό, προερχόμενοι δηλαδὴ ἀπ᾽ ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς, θὰ πιστεύσουν σ᾽ Αὐτὸν καὶ θὰ ἀξιωθοῦν τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν (ὅπως πράγματι συνέβηκε, μὲ τὸ κήρυγμα τῶν ἀποστόλων)· ἐνῶ, συνέχισε ὁ Κύριος, οἱ ἐξ ἀρχῆς ἐκλεκτοί Του, λόγῳ τῆς ἀπιστίας τους στὸ πρόσωπό Του, θὰ ἀπέλθουν στὴν αἰώνια κόλαση. Καὶ γνωρίζουμε πὼς ἡ πλειονότητα τῶν συμφυλετῶν Του Ἰουδαίων, ὄχι μόνο ἀπίστησαν σ᾽ Αὐτόν, ἀλλὰ καὶ συναίνεσαν στὴ σταύρωσή Του.
Ἡ θερμὴ πίστη καὶ ἡ μακαρία ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀδελφούς μας, μᾶς ἀνυψώνουν πρὸς τὸν Κύριο, γίνονται φτεροῦγες στὴν προσευχή, στὸν πνευματικό μας ἀγώνα. Καὶ ἡ τρισμακάρια ταπείνωση, ἀπὸ τὴν ἄλλη, μᾶς συγκρατεῖ νὰ μὴν πέσουμε, μᾶς προφυλάσσει ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου.
Οἱ τρεῖς αὐτὲς μεγάλες ἀρετές, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιὰ μία γνήσια, ἀληθινὴ ἐπικοινωνία-κοινωνία μας μὲ τὸν Θεό. Τόσο στὴν καθημερινή μας ζωή, ὅσο καὶ στὴν προσευχὴ καὶ τὴ λατρεία μας. Ἰδιαίτερα ὅμως στὴ Μυστηριακὴ συνάντηση μαζί Του: οἱ τρεῖς αὐτὲς ἀρετὲς εἶναι ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιὰ τὴν προσέλευσή μας στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Νὰ ἀγαποῦμε τὸν Χριστό μας, τηρώντας τὶς ἅγιες ἐντολές Του, καὶ νὰ ποθοῦμε νὰ κατοικήσει μέσα μας, μὲ τὴ μετοχή μας στὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Του. Ταυτόχρονα, πρέπει μὲ πίστη ἀκράδαντη καὶ πόθο νὰ δεχόμαστε τὰ Τίμια Δῶρα ὡς αὐτὸ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου, ποὺ ἔλαβε μὲ τὴ σάρκωσή Του καὶ ἔπαθε γιὰ τὴν ἀγάπη μας στὸν Σταυρό. Πίστη εἶναι νὰ ὑπερβαίνουμε τὴ λογικὴ καὶ νὰ δεχόμαστε ἀνεπιφύλακτα τὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου μας, τῶν ἁγίων Πατέρων, τῆς Ἐκκλησίας μας. Καί, ἐν προκειμένῳ, ὅτι ἂν καὶ βλέπουμε ἄρτο καὶ οἶνο στὴ Θεία Εὐχαριστία, ἀφοῦ καθαγιαστοῦν μὲ τὴ σχετικὴ ἐπίκληση τοῦ ἱερέα, εἶναι πράγματι αὐτὸ τοῦτο τὸ Σῶμα καὶ αὐτὸ τοῦτο τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου. Πρᾶγμα, ποὺ πολλοὶ τῶν ἁγίων μας ἀξιώθηκαν νὰ ἰδοῦν καὶ μὲ τὰ αἰσθητά τους μάτια. Ἀλλὰ καὶ πάντοτε πρέπει νὰ μᾶς συνέχει ἡ συναίσθηση πώς, ὅπως ὁ ἑκατόνταρχος, δὲν εἴμαστε ἄξιοι νὰ δεχθοῦμε στὸν οἶκο τῆς ψυχῆς μας τὸν Δεσπότη Χριστό, δὲν κοινωνοῦμε ἀξίως, ἀλλὰ μᾶς ἀξιώνει μόνη ἡ ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου μας. Καὶ βεβαίως ἐδῶ, δὲν ἐννοοῦμε νὰ μᾶς τύπτει ἡ συνείδηση γιὰ σοβαρὲς ἁμαρτίες καὶ νὰ κοινωνοῦμε ἔτσι, ἀνεξομολόγητοι καὶ χωρὶς προετοιμασία, γιατὶ ἀλίμονό μας τότε, «καὶ ἐν τῷ νῦν αἰῶνι, καὶ ἐν τῷ μέλλοντι»!
Στὸ πλαίσιο λοιπὸν τῆς ἑτοιμασίας μας γιὰ τὴ Θεία Κοινωνία χρειάζεται ἐγκράτεια ψυχῆς καὶ σώματος, γρήγορος νοῦς καὶ νήφουσα καρδία, προσευχὴ ἐν μετανοίᾳ -καλὸ εἶναι νὰ διαβάζουμε τὴν ὡραιότατη καὶ κατανυκτικὴ Ἀκολουθία τῆς Θείας Μεταλήψεως, ποὺ σήμερα κυκλοφορεῖ καὶ σὲ αὐτοτελῆ βιβλιαράκια-, νὰ συγχωροῦμε ἀπὸ ψυχῆς καὶ νὰ συγχωρούμαστε μὲ ὅσους τυχὸν ἔχουμε λυπηθεῖ καὶ παρεξηγηθεῖ, νὰ μὴν ἔχουμε μνησικακία μέσα μας καί, ὅταν αἰσθανόμαστε βεβαρυμένη τὴ συνείδησή μας, εἰλικρινὴς ἐξομολόγηση στὸν Πνευματικό. Αὐτός, ἔχοντας τὴ Χάρη νὰ λύνει καὶ νὰ δένει πνευματικά, θὰ κρίνει ἐὰν καὶ πότε θὰ κοινωνήσουμε, καὶ θὰ μᾶς ὁρίσει, ὡς πνευματικὸς ἰατρός, καὶ τὰ κατάλληλα φάρμακα, ἴσως κάποια πνευματικὰ ἐπιτίμια, γιὰ τὴ θεραπεία μας καὶ τὴν πρόληψη πτώσης στὰ ἴδια ἁμαρτήματα.
Ἔτσι λοιπόν, ἀδελφοί μου, ἑτοιμαζόμενοι κάθε φορά, τὸ κατὰ δύναμιν ὁ καθένας, γιὰ τὴ Θεία Κοινωνία, καὶ ἀγωνιζόμενοι νὰ ἔχομε καθαρὴ τὴν καρδία καὶ τὴ συνείδησή μας ἀπὸ ἔργα ἁμαρτωλὰ καὶ λόγους καὶ λογισμοὺς ἐφάμαρτους, μετέχοντας τῶν Θείων Μυστηρίων, λαμβάνουμε Χάρη καὶ δύναμη καὶ ἁγιασμό, ἔχομε ἀληθινὰ κάτοικο τὸν Κύριο μέσα μας, στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μας, καὶ μᾶς γίνεται πράγματι ἡ Θεία Μετάληψη «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν τὴν αἰώνιον», μὲ τὴ χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν Ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν!