Ὁμιλία, σὺν Θεῷ ἁγίῳ, εἰς τὸ Εὐαγγέλιον τῆς Κυριακῆς τοῦ Ἀσώτου
Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
«Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου»
Ἡ ἄχραντη μορφὴ καὶ ἡ ἀνέκφραστη ἀγάπη τοῦ ἁγίου Διδασκάλου, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, εἵλκυε πλησίον Του, κατὰ τὴν ἐπὶ γῆς ζωή Του, καὶ δικαίους καὶ ἁμαρτωλούς, ὅπως καὶ πάντοτε θὰ ἑλκύει.
Κι ὅταν κάποτε οἱ Γραμματεῖς καὶ oἱ Φαρισαῖοι ἄρχισαν νὰ γογγύζουν, γιὰ τὸ ὅτι ὁ Κύριος δέχεται κοντά Του τελῶνες καὶ ἁμαρτωλοὺς καὶ τρώγει καὶ πίνει μαζί τους, τότε ὁ Θεάνθρωπος, ἀνοίγοντας τὸν θησαυρὸ τῶν παραβολικῶν Του λόγων, ἀπάντησε καίρια στὸν ἄδικο γογγυσμό τους καὶ ἔφραξε τὰ ἀπύλωτα στόματά τους, θέλοντας νὰ τοὺς βοηθήσει νὰ ἀντιληφθοῦν ὅτι ἔπραττε τοῦτο γιὰ νὰ τοὺς δώσει θάρρος καὶ νὰ τοὺς σώσει. Ἀνέφερε πρῶτα τὴν ἀγαλλίαση τοῦ ποιμένα ποὺ εἶχε, ὅταν βρῆκε τὸ ἀπολωλὸς-χαμένο πρόβατό του, καὶ τὴ χαρὰ τῆς γυναίκας, ποὺ βρῆκε τὴν ἀπολεσθεῖσα δραχμή. Ὕστερα ἐξεφώνησε τὴν ἐξαίσια παραβολή, ποὺ μόλις ἀκούσαμε. Τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, ἢ τοῦ φιλευσπλάγχνου πατέρα ἢ τοῦ ἀσπλάγχνου ἀδελφοῦ, ὅπως θὰ μπορούσαμε διαφορετικὰ νὰ τὴν ὀνομάσουμε. Μὲ αὐτή, τρία πράγματα μᾶς φανέρωσε κατεξοχὴν ὁ Κύριος: Τὴν ἐλεεινὴ κατάσταση τοῦ ἁμαρτωλοῦ, τὰ γνωρίσματα τῆς γνήσιας μετάνοιας καὶ ἐξομολόγησης καὶ τὴν ἄμετρη τοῦ Θεοῦ εὐσπλαγχνία πρὸς τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ μετανοοῦντα ἄνθρωπο.
Πρέπει ἐξαρχῆς νὰ ἀναφέρουμε, πὼς σήμερα, ὅπως γνωρίζετε, εἶναι ἡ δεύτερη Κυριακὴ τοῦ Τριῳδίου, τῆς κατανυκτικῆς καὶ ψυχοσωτήριας περιόδου, ποὺ ὀνομάστηκε ἔτσι ἀπὸ τὸ ὁμώνυμο λειτουργικὸ βιβλίο, ποὺ περιέχει τοὺς ὕμνους τοὺς ὁποίους ψάλλουμε κατὰ τὴν περίοδο αὐτή, καὶ ποὺ ἀρχίζει τὴν Κυριακὴ τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου καὶ λήγει τὸ Μέγα Σάββατο. Προετοιμάζοντάς μας πάνσοφα καὶ παιδαγωγικὰ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία γιὰ τὸ Στάδιο τῶν ἀρετῶν τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, περιόδου κατεξοχὴν μετανοίας καὶ διορθώσεως, ἀφοῦ μᾶς μύησε μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ Τελώνου στὶς θεάρεστες ἀρετὲς τῆς ταπείνωσης καὶ προσευχῆς, σήμερα μᾶς προβάλλει ἐποπτικά, μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου, τὰ γνωρίσματα τῆς θεμελιώδους ἀρετῆς τῆς ἀληθινῆς μετάνοιας, γιὰ νὰ τὴ χρησιμοποιοῦμε, ὡς ὅπλο θεϊκό, στὸν ἀγώνα κατὰ τῶν παθῶν καὶ τῆς ἁμαρτίας.
Ὁ ἄσωτος υἱός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι τύπος τοῦ κάθε ἁμαρτωλοῦ, δηλαδὴ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ὅλων ἐμᾶς, ἐφόσον «τίς καθαρὸς ἀπὸ ρύπου; ἀλλ᾽ οὐθείς, ἐὰν καὶ μία ἡμέρα ὁ βίος αὐτοῦ ἐπὶ τῆς γῆς», κατὰ τὸν δίκαιο Ἰὼβ (Ἰὼβ 14, 4-5). Τί κάνει λοιπὸν ὁ νεώτερος υἱός, ὁ ἄσωτος; Αὐτὸ ποὺ κάνει -ἀλίμονο!- ὁ κάθε ἁμαρτωλός: Ἀφοῦ λάβει τὰ χαρίσματα ἀπὸ τὸν Πατέρα-Θεό, ἀποδημεῖ εἰς χώραν μακράν, δηλαδὴ ἀπομακρύνεται οἰκειοθελῶς ἀπὸ τὸν Θεό, τὴν ἐν Θεῷ ζωή, τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐκεῖ, διασκορπίζει τὴν οὐσίαν αὐτοῦ, ζῶν ἀσώτως. Στὴν μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ ζωή του, ὁ ἄνθρωπος σκορπίζει τὴ θεϊκὴ περιουσία, τὰ θεῖα δηλαδὴ χαρίσματα, τὴ Χάρη ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὸ Βάπτισμα, τὸ ἅγιο Χρῖσμα, τὴ Θεία Κοινωνία. Τὰ χαρίσματα ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Δημιουργό, ποὺ τὸν ἔπλασε κατ᾿ εἰκόνα Του. Διότι τὰ ποικίλα θεϊκὰ χαρίσματα εἶναι ἡ ἀληθινή, ἡ μόνιμη, ἡ ἀναφαίρετη περιουσία τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ χριστιανοῦ. Κι ἀφοῦ μὲ τὸν ἁμαρτωλὸ τρόπο ζωῆς σκορπίσει, χάσει τὶς θεϊκὲς δωρεές, τότε νοιώθει γυμνὸς καὶ πεινασμένος. Γυμνὸς καὶ πεινασμένος τῆς Θείας Χάρης. Βιώνει στὰ βάθη τῆς ὕπαρξής του ὁ κάθε ἁμαρτωλὸς ἕνα κενό, ἕνα ὑπαρξιακὸ κενό. Γιατί; Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος νὰ εἶναι πλήρης, γεμάτος, μόνο στὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Μόνο ἡ Χάρη Του γεμίζει, τρέφει τὸν ἔσω ἄνθρωπο: «Χορτασθήσομαι ἐν τῷ ὀφθῆναί μοι τὴν δόξαν Σου», θεολογεῖ ὁ προφητάνακτας Δαβίδ. Καί, τί κάνει τότε ὁ ἄσωτος; Προσκολλᾶται σ᾿ ἕνα ἀπὸ τοὺς πολίτες τῆς καταραμένης ἐκείνης χώρας τῆς ἀπωλείας, γιὰ νὰ μπορεῖ τουλάχιστον νὰ κορέσει τὴν πείνα του, κι αὐτὸς τὸν στέλνει στοὺς ἀγρούς, νὰ βόσκει χοίρους. Καὶ προσπαθοῦσε νὰ χορτάσει, τρώγοντας τὴν τροφὴ τῶν χοίρων, τὰ ξυλοκέρατα (τὰ γνωστά μας χαρούπια). Οἱ πολίτες τῆς χώρας ἐκείνης, ἀδελφοί μου, εἶναι οἱ δαίμονες. Κι αὐτοί, γυμνοὶ τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ καὶ ἀποξενωμένοι ἀπ᾿ Αὐτόν, δὲν μποροῦν νὰ χορτάσουν τὴν ἐσωτερικὴ πείνα τοῦ ἀνθρώπου, γιατὶ εἴπαμε ὅτι μόνος ὁ Θεὸς γεμίζει τὴν ψυχὴ τοῦ πλάσματός Του. Καὶ καθίσταται ὁ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τοὺς δαίμονες χοιροβοσκός, δηλαδὴ αἰχμάλωτος στὰ ψυχοφθόρα πάθη. Οἱ χοῖροι εἶναι προσωποποίηση τοῦ βυθισμένου στὴ λάσπη καὶ δυσωδία τῆς ἁμαρτίας ἀνθρώπου, πάντα σκυμμένοι πρὸς τὰ κάτω, τὰ γήινα. Ἔτσι καταντᾶ -ἀλίμονο!- καὶ ὁ ἁμαρτωλός.
Ἂς ἔρθουμε τώρα στὸ σπουδαῖο μήνυμα τῆς μετάνοιας. Ὁ ἄσωτος, γυμνός, πεινασμένος, ἀποξενωμένος τῆς Θείας Χάρης καὶ συντετριμμένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἔρχεται «εἰς ἑαυτόν». Συμμαζεύει τὸν νοῦ του. Θεωρεῖ καὶ ἐρευνᾶ τὴν κατάστασή του καὶ γνωρίζει τὴν πτώση του. Ποιόν παρόργισε, ἀπὸ ποιόν χωρίσθηκε, σὲ ποιό ὕψος δόξας βρισκόταν καὶ σὲ ποιά ἀθλιότητα ξέπεσε καὶ καταβυθίσθηκε. Προσέξετε, ὅτι βρίσκει καὶ τὰ λόγια, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ ἀπολογηθεῖ στὸν καλό του πατέρα. Νὰ τονίσουμε καὶ ἐκεῖνο τό, ἀναστάς, ποὺ δείχνει πὼς ἦταν πεσμένος στὴν ἀπώλεια τῆς ἁμαρτίας, ἀλλ᾿ ἀποφάσισε νὰ σηκωθεῖ, νὰ τρέξει μὲ μετάνοια καὶ νὰ ζητήσει συγχώρεση.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί. Αὐτὸ εἶναι τὸ λαμπρὸ παράδειγμα τῆς γνήσιας μετάνοιας. Τί θὰ πεῖ μετά-νοια; Ἀλλαγὴ νοός, δηλαδὴ φρονήματος, τοῦ τρόπου ποὺ σκεφτόμαστε καὶ ἄρα ζοῦμε. Μά, γι᾿ αὐτὴ τὴν ἀλλαγή, τὴ διόρθωση, χρειάζεται πρῶτα νὰ ἔλθουμε «εἰς ἑαυτούς». Νὰ συμμαζέψουμε τοὺς σκορπισμένους ἐδῶ κι ἐκεῖ -στὰ πάθη καὶ στὶς ἁμαρτίες- λογισμούς μας, μὲ προσευχὴ καὶ ταπείνωση. Νὰ ἀνακρίνουμε ὕστερα τοὺς ἑαυτούς μας. Ἔτσι θὰ συνειδητοποιήσει ὁ καθένας μας τὰ πάθη του, τὰ λάθη του, μὲ ἔργα καὶ μὲ λόγους καὶ μὲ λογισμούς. Καὶ ὕστερα νὰ παραδεχθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τὴν ἐνοχή μας, ὅτι ἐμεῖς καὶ κανένας ἄλλος δὲν φταίει. Καί, γεμάτοι πίστη καὶ ἐλπίδα, νὰ προστρέξουμε στὸν φιλάνθρωπο καὶ εὔσπλαγχνο Θεό, μέσῳ τῆς προσευχῆς, ἀλλὰ καὶ μέσῳ τοῦ ἱεροῦ Μυστηρίου τῆς Ἐξομολογήσεως. Κι ἐκεῖ, μὲ εἰλικρίνεια καὶ ταπείνωση, νὰ ὁμολογήσουμε ὅ,τι βαραίνει τὴν ψυχή μας. Καὶ τότε; Τότε ὁ οὐράνιος Πατέρας θὰ μᾶς εὐσπλαγχνισθεῖ, θὰ μᾶς ἀγκαλιάσει καὶ θὰ μᾶς εὐλογήσει. Θὰ μᾶς δώσει τὰ γνωρίσματα τῆς υἱότητας καὶ θὰ μᾶς ἀποκαταστήσει στὴν πρώτη χάρη καὶ τάξη. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου τὸ αἰσθάνεται αὐτό, ἀδελφοί, μετὰ τὴ γνήσια μετάνοια καὶ Ἐξομολόγηση. Δὲν νοιώθει πιὰ γυμνὸς ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ σκεπασμένος μὲ τὴ θεϊκὴ παρουσία. Δὲν πεινᾶ καὶ δὲν διψᾶ, ἀλλὰ νοιώθει γεμάτη τὴν ψυχή του μὲ τὴν ἄφθαρτη τροφὴ τῆς Θείας Χάρης.
Βλέπετε πόση ἡ ἀγάπη καὶ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου; Εἶπε καὶ κάποιος ἑρμηνευτής ὅτι, κι ἂν χάνονταν ὅλα τὰ ἄλλα κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ σωζότανε μόνο τούτη ἡ Παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου, ἦταν ἀρκετή, γιὰ νὰ μᾶς δείξει καὶ ἀποδείξει τὸ μεγάλο δῶρο τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, τὴ μετάνοια, καὶ τὴν ἄπειρη τοῦ Κυρίου εὐσπλαγχνία.
Ἂς ἀγωνισθοῦμε, ἀδελφοί μου, νὰ ζήσουμε, νὰ ἐφαρμόσουμε τὴ μετάνοια τοῦ ἀσώτου. Κι ἂν ἔτσι προσπαθοῦμε νὰ ζοῦμε, μὲ εἰλικρινὴ μετάνοια καὶ ταπείνωση, μὲ προσευχὴ καὶ τὴ διπλὴ ἀγάπη, στὸν Θεὸ καὶ τὸν κάθε συνάνθρωπό μας, μὲ ἐνσυνείδητη μυστηριακὴ ζωή, θὰ ἑλκύσουμε πλούσιο τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν προσωπική μας ζωή, καὶ στὸν τόπο καὶ τὸ ἔθνος μας. Καὶ οἱ ὅποιες κρίσεις, ποὺ ἐπέτρεψε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ νὰ διερχόμαστε γιὰ τὸ καλό μας, τὴ σωτηρία μας, θὰ παρέλθουν. Καὶ θὰ ἀξιωθοῦμε καὶ τούτη τὴν πρόσκαιρη ζωὴ νὰ διέλθουμε εἰρηνικὰ καὶ εὐλογημένα, καὶ θὰ ἀξιωθοῦμε καὶ ἐκείνης τῆς ἀτελεύτητης καὶ οὐράνιας ζωῆς καὶ μακαριότητας, ὅπου οἱ χοροὶ τῶν δικαίων, αὐτῶν ποὺ ἔζησαν καὶ τελειώθηκαν μὲ ἀληθινὴ μετάνοια, μὲ τὴ Χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μὲ τὶς εὐχὲς τῆς Παναγίας μας καὶ ὅλων τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος ἁγίων. Ἀμήν!