Ὁμιλία, σὺν Θεῷ ἁγίῳ, εἰς τὸ Εὐαγγέλιον τῆς ΙΖ΄ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου (τῆς Χαναναίας)
Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
«Ὢ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις· γενηθήτω σοι ὡς θέλεις»
Ἕνα θαυμαστὸ σημεῖο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, πολλὲς μεγάλες ἀρετὲς μιᾶς εἰδωλολάτριδας γυναίκας μαζὶ μὲ ποικίλα ψυχωφελῆ διδάγματα μᾶς παρουσιάζει ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί.
Ἂς προσπαθήσουμε, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, νὰ ἐμβαθύνουμε σὲ ὅσα μόλις ἀκούσαμε, γιὰ νὰ ἀντλήσουμε θεϊκὰ δωρήματα καὶ φῶς στὸ δύσβατο δρόμο τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
Περιοδεύοντας ὁ Χριστός μας σὲ πόλεις καὶ χωριὰ τῆς Παλαιστίνης, κηρύσσοντας τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ θεραπεύοντας ἀσθενεῖς, ἔφθασε κάποτε στὰ μέρη τῆς Φοινίκης, τοῦ σημερινοῦ δηλαδὴ Λιβάνου, στὴν περιοχὴ τῶν παραλιακῶν πόλεων Τύρου καὶ Σιδώνας, ποὺ δὲν ἀπέχουν πολὺ ἀπὸ τὰ ἀνατολικὰ παράλια τῆς Κύπρου μας. Στὴν περιοχὴ ἐκείνη, ἀπὸ ἀρχαιότατους χρόνους, κατοικοῦσαν εἰδωλολάτρες. Τότε λοιπὸν μιὰ γυναίκα, εἰδωλολά-τριδα στὴν πίστη καὶ ταλαιπωρημένη στὴ ζωή, ποὺ ἀσφαλῶς θὰ εἶχε ἀκούσει γιὰ τὰ ἐξαίσια θαύματα ποὺ τελοῦσε ὁ ἅγιος ἐκεῖνος Διδάσκαλος, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καὶ πληροφορημένη πὼς ἔφθασε στὰ μέρη της, ἔτρεξε νὰ τὸν συναντήσει. Νὰ τὸν συναντήσει ὅμως μὲ πόθο καὶ πίστη, μὲ ἐλπίδα καὶ ἐπιμονὴ στὴν ἐλπίδα της αὐτή. Γιατί ὅμως; Εἶχε ἕνα παιδί, ἕνα κοριτσάκι, ποὺ τὸ βασάνιζε σκληρὰ ἄγριο δαιμόνιο. Καὶ τὸ ταλαιπωροῦσε ἀφάνταστα ψυχικὰ καὶ σωματικά, χωρὶς νὰ ἀφήνει, οὔτε τὴν ἴδια, οὔτε τὴν οἰκογένειά της νὰ ἡσυχάσει. Ὁ πόνος καὶ ἡ θλίψη ὅμως δὲν τὴν ἀπέλπισαν, παρόλο ποὺ ἦταν εἰδωλολάτριδα, ἀλλὰ τὴν ὁδήγησαν, μὲ τὴ φώτιση τῆς θείας Πρόνοιας, στὸν ἀληθινὸ Θεό, τὸν ἐνανθρωπήσαντα Σωτῆρα τοῦ κόσμου. Ἔτρεξε λοιπὸν νὰ συναντήσει τὸν Χριστό, γιὰ νὰ θεραπεύσει τὸ παιδί της. Κι ὅπως τονίζει τὸ Εὐαγγέλιο, ἐξῆλθε «τῶν ὁρίων αὐτῆς», βγῆκε δηλαδὴ ἀπὸ τὰ ὅρια ποὺ διέμενε, ἔτρεξε μακρυά -ἀσύνηθες πρᾶγμα γιὰ γυναίκα-, γιὰ νὰ βρεῖ τὸν ποθούμενο Λυτρωτή.
Πρῶτο τοῦτο μάθημα γιὰ μᾶς, ἀδελφοί. Στὸν πόνο καὶ στὴν θλίψη καὶ τὴν δοκιμασία μας, ναί, θὰ πᾶμε καὶ στὸν γιατρό, ἀλλὰ πρώτιστα νὰ προστρέξουμε καὶ νὰ προσπέσουμε στὸν μέγα καὶ ἀληθινὸ Ἰατρὸ ψυχῶν καὶ σωμάτων, στὸν Χριστό μας. Οὔτε θὰ ἀπελπιστοῦμε, γιατί ὅλα στὴ ζωή μας εἶναι στὰ χέρια, στὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία μας. Οὔτε πολλῷ μᾶλλον θὰ καταφύγουμε σὲ μάγους καὶ μέντιουμ -πράγμα, ποὺ δυστυχῶς σήμερα γίνεται συχνότατα-, γιατὶ αὐτοὶ μόνο ζημιὰ θὰ μᾶς προξενήσουν, καὶ σωματική καί, κυρίως, ψυχική.
Φώναζε λοιπὸν στὸν Κύριο ἡ εὐλογημένη ἐκείνη ψυχή: «Ἐλέησέ με, Κύριε, ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ, γιατὶ τὸ κορίτσι μου ταλαιπωρεῖται πολὺ ἀπὸ δαιμόνιο!» Μ᾿ αὐτὸ τό, «ἐλέησόν με», παρέστησε τὸ πόσο ἐλεεινὸ ἦταν τὸ δράμα, ἡ ψυχική της ὀδύνη, λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Καί, πῶς ἀντέδρασε στὶς σπαραξικάρδιες ἐκεῖνες κραυγές της ὁ ἐλεήμων Ἰησοῦς; Παράξενο! Οὔτε νὰ τὴ δεῖ γύρισε, οὔτε ἕνα λόγο δὲν τῆς εἶπε. Εἶχε τὸ σχέδιό Του ὁ καρδιογνώστης Κύριος. Δοκίμαζε ξανὰ τὴν πίστη τῆς γυναίκας ἐκείνης! Καὶ οἱ μαθητὲς τοῦ Δεσπότου, ἁπλοὶ καὶ πονόψυχοι ἄνθρωποι -λὲς καὶ χρειαζόταν μεσίτες ὁ Κύριος-, τὸν παρακάλεσαν τοὐλάχιστον νὰ τὴ διώξει, νὰ τὴν ἀπομακρύνει, καθὼς τοὺς ἀκολουθοῦσε φωνάζοντας καὶ ζητώντας ἔλεος. Ὁ Κύριος ὅμως καὶ πάλιν δοκιμάζει τὴν πίστη τῆς Χαναναίας, λέγοντας πὼς εἶχε ἀποσταλεῖ γιὰ τὰ χαμένα πρόβατα, τοὺς ἀνθρώπους δηλαδή, τοῦ «οἴκου Ἰσραήλ». Ἀσφαλῶς ἐδῶ ὁ Κύριος παραβολικὰ ἐννοοῦσε, ὄχι μόνο τοὺς κατὰ σάρκα Ἰσραηλίτες, ἀλλὰ καὶ τὸν νέο Ἰσραήλ, τοὺς ἐθνικοὺς ἢ εἰδωλολάτρες, ποὺ κι αὐτοὶ ἦταν χαμένα πρόβατα στὰ ὄρη τῆς ἀπιστίας καὶ ἁμαρτίας, καὶ ποὺ ἦλθε νὰ περιμαζέψει στὴ μάνδρα Του, τὴν Ἐκκλησία, ὁ Καλὸς Ποιμένας Χριστός. Καὶ προσέξετε, λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, τὴν πίστη καὶ ἐπιμονὴ τῆς γυναίκας, τὶς δύο τοῦτες μεγάλες της ἀρετές. Πρῶτα, εἶδε τὴν (φαινομενικὴ ἀσφαλῶς) ἀδιαφορία τοῦ Χριστοῦ. Ὕστερα ἄκουσε τὴν ἀπάντησή Του πρὸς τοὺς μεσίτες της, τοὺς ἀποστόλους. Οὔτε τότε ὅμως ἀπελπίσθηκε, οὔτε ὀλιγοπίστησε, ἀλλά, παίρνοντας τὴν καλὴ ἀναισχυντία, ἔτρεξε καὶ ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Κυρίου, ζητῶντας καὶ πάλιν μὲ πίστη καὶ ἐλπίδα βοήθεια: «Κύριε, βοήθει μοι»! Μά, ἡ δοκιμασία τοῦ Φιλανθρώπου Ἰησοῦ συνεχίζεται, γιὰ νὰ ἀναδείξει, «ἔτι καὶ ἔτι», τὴν πίστη καὶ ἀρετὴ τῆς γυναίκας αὐτῆς. Τὴν ἀποπαίρνει μὲ ἕνα σκληρό, θὰ λέγαμε, τρόπο: «Δὲν εἶναι καλὸ νὰ παίρνουμε τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν, καὶ νὰ τὸ ρίχνουμε στὰ σκυλιά», τῆς εἶπε. Σὰν νὰ τῆς ἔλεγε δηλαδή, δὲν εἶναι σωστό, τὴ χάρη τῶν ἰάσεων ποὺ δικαιοῦνται πρῶτα τὰ γνήσια παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, οἱ Ἰσραηλίτες, νὰ τοὺς τὴν στερῶ καὶ νὰ τὴν δίνω σ᾽ ἐσᾶς τοὺς ἀλλόπιστους, ποὺ εἶστε καὶ ζεῖτε σὰν σκύλοι! Ἀλλά, ἀκοῦστε ἀρετὴ τῆς γυναίκας! Ὄχι μόνο δὲν σκανδαλίσθηκε, ἀλλὰ καὶ ταπεινώθηκε, καὶ θεώρησε τὸν ἑαυτό της σκυλί, γιὰ νὰ πεῖ στὸν Κύριο: «Ναί, δὲν εἶμαι γνήσιο τέκνο σου, Χριστέ μου, ἀλλὰ καὶ σὰν σκυλάκι τοῦ σπιτιοῦ, τῆς μάνδρας Σου, δὲν εἶμαι ξένη. Ἄρα κι ἐγὼ δικαιοῦμαι νὰ πάρω κάτι ἀπ᾿ τὰ ψίχουλα, ποὺ περισσεύουνε στὸ τραπέζι τῶν παιδιῶν Σου.»
Εἴδατε σύνεση καὶ πίστη καὶ ταπείνωση καὶ θεάρεστη ἐπιμονὴ γιὰ τὸ καλό, αὐτῆς τῆς Χαναναίας; Γι᾿ αὐτὸ κι ὁ φιλάνθρωπος Κύριος φάνηκε μέχρι τότε τόσο σκληρὸς μαζί της, γιὰ ν᾿ ἀποκαλύψει ὅλο αὐτὸ τὸν κρυμμένο θησαυρὸ τῆς καρδιᾶς της. Καὶ τότε, τὴν ἐπαίνεσε, τὴν στεφάνωσε, τὴν ἀξίωσε τοῦ ποθουμένου: «Ὤ, εὐλογημένη γυναίκα! Πράγματι ἀποδείχθηκε μεγάλη ἡ πίστη σου. Ἂς γίνει ὅπως θέλεις, ὅπως ζήτησες.» Καὶ ἰατρεύθηκε ἀπ᾿ ἐκείνη τὴ στιγμὴ τὸ κοριτσάκι της. Φυγαδεύθηκε γιὰ πάντα ἀπὸ τὸ πονηρὸ δαιμόνιο ποὺ τὴ βαζάνιζε. Καί, μαζὶ μὲ ὅλα αὐτά, στὸ πρόσωπο τῆς Χαναναίας αὐτῆς προβάλλει ὁ τύπος τῆς πραγματικῆς μάνας. Τῆς μάνας, ποὺ δὲν ὑπολογίζει κόστος καὶ θυσίες γιὰ τὸ καλὸ τοῦ παιδιοῦ της.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, πολλὰ ἔχει νὰ μᾶς διδάξει ἡ Χαναναία τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου. Ἰδιαιτέρως, ἂς κρατήσουμε, ἂς μιμηθοῦμε τὴν πίστη καὶ τὴν ἐπιμονή της στὸ καλό. Ὅλοι στὴ ζωή μας, τὴν προσωπική, τὴν οἰκογενειακή, στὶς μέρες μας ὡς κοινωνία καὶ ὡς ἔθνος, διερχόμαστε ποικίλες δοκιμασίες. Οὐδέποτε νὰ ἀποθαρρυνόμαστε, νὰ χάνουμε τὴν πίστη μας, τὴν ἐλπίδα μας στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νὰ ἐπιμελούμαστε, ὅσο μποροῦμε, καὶ τὴν ἀρετὴ τῆς προσευχῆς. Καὶ νὰ δείχνουμε, ὅπως ἡ Χαναναία, τὴν καλὴ ἐπιμονή. Ὅ,τι μᾶς ἀπασχολεῖ, νὰ τὰ ἀναφέρουμε στὸν Χριστό μας, στὴν Παναγία μας. Καὶ μᾶς ἀκοῦνε. Ἔστω κι ἂν νομίζουμε ὅτι δὲν εἰσακουόμαστε, δὲν λαμβάνουμε ἐκεῖνο ποὺ ζητοῦμε. Γιατὶ ὁ Κύριος μᾶς δοκιμάζει, καὶ θὰ μᾶς δώσει ἐκεῖνο ποὺ εἶναι συμφέρον γιὰ τὴν ψυχή μας, ὅταν καὶ ὅπως Ἐκεῖνος γνωρίζει ὅτι εἶναι καλύτερο.
Κι ὅταν ἀγωνιζόμαστε ἔτσι, μὲ πίστη καὶ μετάνοια καὶ διόρθωση τῆς ζωῆς μας, μὲ ἐνσυνείδητη μυστηριακὴ ζωή, μὲ ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ τὸν κάθε πλησίον μας, τότε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ θὰ μᾶς ἐπισκιάσει, θὰ εὐλογήσει τὴ ζωή μας, τὴν οἰκογένεια, τὸν τόπο μας, ὥστε νὰ διέλθουμε εἰρηνικὰ τὸ ἐπίλοιπο τῆς ζωῆς μας, καὶ θὰ μᾶς ἀξιώσει καὶ τῆς ἀνέκφραστης ἐκείνης χαρᾶς τῆς αἰωνίου βασιλείας Του, μὲ τὶς εὐχὲς καὶ ἰκεσίες τῆς ὑπερευλογημένης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας καὶ πάντων τῶν ἁγίων. Ἀμήν!