Ἡ φιλόχριστος καὶ μεγαλώνυμος νῆσος τῆς Κύπρου, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, ἀπόλαυσε πλούσιες τὶς εὐλογίες τῆς παντοκρατορικῆς τοῦ Ὑψίστου δεξιᾶς κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Χάριτος, μετὰ δηλαδὴ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὕστερα ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη καὶ Συρία, εἶναι ἡ πρώτη χώρα, ποὺ δέχθηκε τὸν ἅγιο σπόρο τοῦ Εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, καὶ ἄνθισε δαψιλὴ πνευματικὴ καρποφορία.
Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς οὐρανομήκεις στύλους τῆς Πίστεώς μας ὑπῆρξε καὶ ὁ θεοφόρος ἀπόστολος Τυχικός, ὁ σήμερον ἑορταζόμενος, ὁ ὁποῖος συγκάλεσε τὴν σεμνὴ τούτη ὁμήγυρη καὶ πανήγυρη στὸν περικαλλῆ τοῦτο ναό του, ὅπου ὑπῆρχε προηγουμένως ἀρχαῖος ναός, ποὺ ἀργότερα κατεστράφη. Οἱ πληροφορίες, ποὺ εἶναι σήμερα γνωστὲς γιὰ τὸ σεπτό του πρόσωπο, εἶναι δυστυχῶς πενιχρές. Τὸ σπουδαιότερο πάντως, κι ὄχι τυχαῖο, εἶναι πὼς πηγὴ γι᾿ αὐτὲς ἀποτελεῖ ἕνα ἀρχαιότατο καὶ σημαντικότατο κείμενο, ὁ Βίος τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου, πρώτου ἐπισκόπου τῶν Σόλων, τῆς ἐπισκοπῆς ποὺ διάδοχό της ἔχει σήμερα τὴν καθ᾿ ἡμᾶς Μητρόπολη Μόρφου. Στὸν Βίο τοῦτο, ποὺ καταγράφηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 7ου αἰώνα, ἀποθησαυρίζεται, μεταξὺ ἄλλων, καὶ ἡ ἑξῆς ἀρχαιότατη παράδοση.
Μετὰ τὴ μαρτυρικὴ τοῦ ἀποστόλου Βαρνάβα τελείωση περὶ τὸ ἔτος 53 μ.Χ., ὁ ἀπόστολος Μᾶρκος, συνοδευόμενος ἀπὸ τοὺς ἁγίους Τίμωνα καὶ Ρόδωνα, φθάνουν, κυνηγημένοι ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, στὸν Λιμνήτη, ὅπου συναντοῦν τὸν Αὐξίβιο, τὸν ὁποῖο ὁ Μᾶρκος βαπτίζει χριστιανὸ καὶ χειροτονεῖ ἐπίσκοπο τῶν Σόλων. Στὴ συνέχεια, ὁ Μᾶρκος ἀναχωρεῖ μὲ τὴ συνοδεία του γιὰ τὴν Ἀλεξάνδρεια, καὶ ἀργότερα μεταβαίνει στὴ Μικρὰ Ἀσία, ὅπου συναντᾶ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, στὸν ὁποῖο διηγεῖται γιὰ τὴ μαρτυρικὴ τελείωση τοῦ Βαρνάβα. Τότε στὸ νησί μας τρεῖς μόνο ἐπίσκοποι βρίσκονταν, περιορισμένοι στὶς ἕδρες τους, ὁ ἅγιος Ἡρακλείδιος στὴν Ταμασσό, ὁ τετραήμερος Λάζαρος στὸ Κίτιον καὶ ὁ ἅγιος Αὐξίβιος στοὺς Σόλους. Πληροφορούμενος λοιπὸν ὁ Παῦλος, ὅτι στὸ νησὶ δέν βρισκόταν κάποιος ἀπόστολος νὰ κηρύσσει, ἀποστέλλει στὴν Κύπρο ὁμάδα ἐκλεκτῶν μαθητῶν του, πιθανότατα ἀπὸ τὴ χορεία τῶν ἑβδομήκοντα μαθητῶν τοῦ Κυρίου. Τούτους ἀπέστειλε, μὲ σχετικὴ ἐπιστολή, πρὸς τὸν ἀρχαιότερο στὴν νῆσο ἐπίσκοπο Ἡρακλείδιο, μὲ ὁδηγίες του σὲ ποιά πόλη νὰ ἐγκαταστήσει τὸν καθένα ἀπ᾿ αὐτοὺς ὡς ἐπίσκοπο. Στὸν ἐν λόγῳ Βίο τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου μόνο δύο ἀπ᾿ αὐτοὺς ἀναφέρονται τὰ ὀνόματα καὶ οἱ πόλεις, ὅπου ἐγκαθιδρύθηκαν ὡς ἐπίσκοποι: Ὁ ἀπόστολος Ἐπαφρᾶς στὴν Πάφο καὶ ὁ ἅγιος Τυχικὸς στὴ Νεάπολη, τὴ σημερινὴ Λεμεσό.
Ἡ ἀποστολὴ τῶν ἁγίων τούτων ἀνδρῶν στὸ νησί μας δέν ἦταν ἀσφαλῶς τυχαία. Εἶναι πολὺ πιθανὸν νὰ εἶχαν ἤδη δράσει ἱεραποστολικὰ ἀπὸ πρὶν στὸ νησί. Κι ἐπειδὴ ὁ ἅγιος Τυχικός, τοῦ ὁποίου τοιχογραφίες στὸ νησί μας σώζονται ἀπὸ τοῦ 12ου αἰῶνος καὶ ἑξῆς, ἀπεικονίζεται κατὰ κανόνα πλησίον τοῦ πρωτομάρτυρος Στεφάνου, εἶναι πολὺ πιθανὸν νὰ συγκαταλέγεται στοὺς μαθητὲς τῶν ἀποστόλων, ποὺ πιὸ πρὶν ἀναφέραμε, ποὺ ἦλθαν πρῶτοι στὴν Κύπρο κηρύσσοντας τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου μετὰ τὸν λιθοβολισμὸ τοῦ Στεφάνου. Στὴν περιφέρεια λοιπὸν τῆς Νεάπολης ὁ Τυχικὸς ἀγωνίσθηκε σύντονα γιὰ τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῶν ἀνθρώπων, γιὰ τὴ θεμελίωση τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας. Καὶ κατέστη ὁ πολιοῦχος καὶ προστάτης της. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου μ.Χ. αἰώνα ἡ Νεάπολη-Λεμεσὸς εἶναι πλέον μία ἀπὸ τὶς ὀργανωμένες ἐπισκοπὲς τοῦ νησιοῦ μας.
Μία βαρυσήμαντη καὶ ἀνέκδοτη μέχρι σήμερα μαρτυρία τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτου, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν πλησιόχωρη στὴ Νεάπολη πόλη τῆς Ἀμαθούντας καὶ ἄκμασε κατὰ τὸν 7ο αἰώνα, ἔρχεται νὰ προσθέσει νέα δεδομένα γιὰ τὸν ἐν Κύπρῳ τιμώμενο ἅγιο Τυχικό, τὰ ὁποῖα ἐπιβεβαιώνουν καὶ ἐπισφραγίζουν τὶς ἀνωτέρω παραδόσεις ποὺ καταγράφονται στὸν Βίο τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου. Ἡ μαρτυρία αὐτὴ περιλαμβάνεται στὸ περίφημο ἔργο τοῦ ὁσίου Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτου, Διηγήματα ψυχωφελῆ καὶ στηρικτικὰ γενόμενα διαφόροις τόποις, τὸ ὁποῖο συνέταξε ὁ ἅγιος κατὰ τὰ τέλη τοῦ 7ου αἰ. (περὶ τὰ ἔτη 690-700), πρὸς στηριγμὸ τῶν αἰχμαλωτισθέντων χριστιανῶν ἀπὸ τοὺς Ἄραβες κατὰ τὴν προέλασή τους πρὸς τὴ Μεσόγειο.
Τὸ κείμενο ποὺ ἐδῶ μᾶς ἐνδιαφέρει καὶ ποὺ παραθέτουμε στὴ συνέχεια σὲ μετάφραση στὴ νεοελληνική, ἐντάσσεται ἀκριβῶς σὲ διηγήσεις θαυμαστῶν γεγονότων ποὺ ἔγιναν στὴν Κύπρο τὸν 7ο αἰώνα, καὶ συγκεκριμένα κατὰ τὶς πρῶτες ἀραβικὲς κατὰ τῆς νήσου ἐπιδρομὲς (649 καὶ 650). Ὁ ἱερὸς συγγραφέας καταγράφει στὴ συνάφεια αὐτὴ τὸ γεγονὸς τῆς τότε θαυμαστῆς καὶ ἄφθονης μυροβλυσίας δύο ἱερῶν λειψάνων στὴν Κύπρο. Παρόλα τὰ θαυμαστὰ αὐτὰ συμβάντα, οἱ ἄπιστοι ἐπιδρομεῖς, οὔτε ἀντιλήφθηκαν τὴ θεϊκὴ ἐπέμβαση, οὔτε καὶ πίστευσαν στὴ δύναμη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ ὅσιος Ἀναστάσιος ἀναφερθεῖ στὴ μυροβλυσία τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου τοῦ Μεγάλου στὴν τότε πρωτεύουσα τῆς νήσου Κωνσταντία, κατὰ μία ἀπὸ τὶς πρῶτες ἀραβικὲς ἐπιδρομές, προσθέτει:
«Ἀλλὰ ἐσὺ κατανόησε τὴν πόρωση τῶν ἀπίστων (δηλ. ἐκείνων Σαρακηνῶν), ὅτι οὔτε κι ἂν ἀκόμη ἰδοῦν θαύματα καὶ σημεῖα (ἀπὸ τὸν Θεὸ) πιστεύουν. Διότι τέτοιο παράδοξο θαῦμα (δηλ. μυροβλυσίας ἱεροῦ λειψάνου) δὲν ἔγινε μονάχα στὴν Κωνσταντία, ἀλλὰ καὶ στὴ Νεάπολη, ποὺ βρίσκεται πλησίον τῆς Νεμεσοῦ (Λεμεσοῦ). Ἀφοῦ δηλαδὴ εἰσῆλθαν οἱ (ἐπιδρομεῖς) Σαρακηνοὶ στὴν ἐκκλησία (ὅπου βρισκόταν τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου Τυχικοῦ), ἀμέσως ἡ λάρνακα τοῦ ἁγίου Τυχικοῦ, τοῦ μαθητῆ τῶν ἀποστόλων, τόσο πολὺ μύρο ἀνέβλυσε, ὥστε νὰ καλύπτονται ἀπὸ αὐτὸ τὰ πόδια τῶν εἰσερχομένων στὸν ναὸ μέχρι τὸν ἀστράγαλο. Ἀλλὰ οἱ Ἄραβες, ἂν καὶ ἔβλεπαν (τὸ θαυμαστὸ τοῦτο σημεῖο), οὔτε τὸ ἀντιλήφθηκαν, οὔτε ἔδειξαν σεβασμό, οὔτε πίστευσαν…».
Ἀπὸ τὸ κείμενο αὐτὸ ἐξάγονται ἰδιαίτερα ἐνδιαφέροντα συμπεράσματα: α. Ἐπισφραγίζεται ἡ παράδοση, ποὺ καταγράφεται στὸν Βίο τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου, ὅτι ὁ ἅγιος Τυχικός, ἐπίσκοπος Νεαπόλεως, ὑπῆρξε μαθητὴς τῶν ἁγίων ἀποστόλων. β. Τὸ τίμιό του λείψανο φυλασσόταν σὲ ναὸ (τὸν καθεδρικό;) στὴ Νεάπολη μέχρι καὶ τὰ τέλη τοῦ 7ου αἰ. τουλάχιστον (ὁπόταν συγγράφονται τὰ Ψυχωφελῆ Διηγήματα) καὶ οἱ Ἄραβες ἐπιδρομεῖς δὲν τὸ κατέστρεψαν. γ. Τὸ τίμιο τοῦτο λείψανο εἶχε τὸ χάρισμα τῆς μυροβλυσίας. Τόσο δὲ πλούσια ὑπῆρξε αὐτὴ κατὰ τὴν ἀραβικὴ ἐκείνη ἐπιδρομή, ποὺ πλημμύρησε τὸ δάπεδο τοῦ χώρου ποὺ φυλασσόταν μερικὰ ἑκατοστά. δ. Μέχρι καὶ τὸν 7ο αἰώνα ἡ Νεάπολη ἐθεωρεῖτο χωριστὴ πόλη ἀπὸ τὴν πλησιόχωρή της Νεμεσό. Σὺν τῷ χρόνῳ οἱ δύο πόλεις συνενώθηκαν σὲ μία, τὴ Νεάπολη-Νεμεσό, προκάτοχο τῆς νεώτερης πόλης Λεμεσοῦ.
Σὲ μιὰ πανέμορφη σὲ ὕψωμα τοποθεσία στὴν περιοχὴ τῆς Ἁγίας Φυλάξεως Λεμεσοῦ σώζονται τὰ ἐρείπια περίλαμπρου βυζαντινοῦ ναοῦ τοῦ ἁγίου Τυχικοῦ, τοῦ 10ου αἰώνα, κτισμένου πάνω σὲ παλαιοχριστιανικὴ βασιλική, μὲ ἐκτεταμένα πέριξ ἐρείπια, ποὺ ὑπῆρξε, εἴτε Μονή, εἴτε ἀκόμη καὶ ἡ ἕδρα, γιὰ κάποιο διάστημα, τῆς ἐπισκοπῆς Νεαπόλεως. Ἡ τιμὴ τοῦ ἁγίου Τυχικοῦ, σὺν τῷ χρόνῳ, διαδόθηκε καὶ σὲ ἄλλα μέρη τοῦ νησιοῦ μας, ὅπως καὶ ἐδῶ στὴ Γαλάτα, ὅπου οἱ πρόγονοί σας ἀνήγειραν ναό του, πού, ὅταν καταστράφηκε, ἐσεῖς, οἱ σημερινοὶ ἀπόγονοί τους, ἀνοικοδομήσατε μὲ εὐλάβεια καὶ ἀγάπη τὸν σημερινὸ ναό του.
Στὸν χῶρο τοῦ παλαιοῦ ναοῦ εἶχε ἀνευρεθεῖ τὸ 1959 παλαιὰ εἰκόνα, ποὺ παρέμενε ἀσυντήρητη στὸν ναὸ τῆς Παναγίας Γαλάτας. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ συντηρήθηκε μὲ θεϊκὴ πρόνοια παραμονὲς τῆς κατάθεσης τοῦ θεμελίου λίθου τοῦ ἐν λόγῳ νέου ναοῦ (08.12.2002), καὶ οἱ μορφές, ποὺ ἀποκαλύφθηκαν, προξένησαν ἰδιαίτερη χαρὰ στοὺς πιστούς: Στὴν εἰκόνα, ποὺ χρονολογήθηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 16ου αἰώνα, συναπεικονίζονται ὁ πρωτομάρτυς καὶ ἀρχιδιάκονος Στέφανος μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Τυχικό. Τοῦτο θεωρήθηκε ὡς σημεῖο εὐαρέσκειας τοῦ ἁγίου Τυχικοῦ. Παρόμοια ἀπεικόνιση τῶν δύο τούτων ἁγίων βρίσκεται σὲ τοιχογραφία τοῦ 1514, διὰ χειρὸς τοῦ Συμεὼν Ἀξέντη, στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Σωζομένου Γαλάτας. Τοῦτο ἴσως παραπέμπει σὲ κάποια ἰδιαίτερη τοπικὴ ἁγιολογικὴ παράδοση, ἢ ἀκόμη καὶ στὸν συνεορτασμὸ τῶν δύο ἁγίων κατὰ τὴν ἴδια ἡμέρα.
Εἶναι γνωστὲς δύο ἀκόμη παλαιὲς τοιχογραφίες τοῦ ἁγίου Τυχικοῦ στὴ Μητροπολιτικὴ περιφέρεια τῆς Μόρφου: Ἡ μία στὸν ναὸ τῆς Παναγίας τῆς Ἀσίνου (ἔτους 1105/6) καὶ ἡ ἄλλη στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἡρακλειδίου στὴ Μονὴ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Λαμπαδιστοῦ (15ου αἰ.).
Ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι Κύπριοι πιστοί, τῶν ἐσχάτων τούτων χρόνων, ποὺ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μᾶς ἐπεφύλαξε νὰ ζοῦμε σήμερα, πρέπει νὰ ἀντιληφθοῦμε ποιοῦ μεγέθους βαρύτιμου πλούτου εἴμαστε κληρονόμοι. Ποιῶν μεγάλων ἁγίων εἴμαστε πνευματικῶς ἀπόγονοι. Πρέπει νὰ δοξάζουμε καὶ εὐχαριστοῦμε τὸν Κύριο, γιὰ τὶς τόσες εὐεργεσίες καὶ εὐλογίες του στὸν τόπο μας. Καὶ νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ δικαιώσουμε τοὺς κόπους, τοὺς ἱδρῶτες, τὰ μαρτυρικὰ αἵματα τῶν ἁγίων μας, ποὺ ἔδωσαν στὸν Χριστό, γιὰ νὰ ἀπολαμβάνουμε ἐμεῖς σήμερα τὴ Χάρη τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας.
Καλούμαστε κι ἐμεῖς νὰ δίνει ὁ καθένας μας μαρτυρία Χριστοῦ, μὲ τοὺς λόγους, τὰ ἔργα, τὴ ζωή μας, ὥστε νὰ δοξάζεται τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ μόνου Ἀληθινοῦ Θεοῦ, μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ ἐνδόξου ἀποστόλου Τυχικοῦ, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων. Ἀμήν!