ΑΝΘΕΜΙΟΣ (Ἢ ΑΝΘΙΜΟΣ)[1], ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΣ (487/488-ἀρχὲς 6ου αἰ.[;])
Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακείμ
Α. ΒΙΟΣ
Ὁ Ἀνθέμιος[2] ὑπῆρξε ἄμεσος διάδοχος στὸν θρόνο τῆς Κωνσταντίας τοῦ Σαβίνου Β´ περὶ τὰ τέλη τοῦ 487 ἢ τὶς ἀρχὲς τοῦ 488. Ἱκανὲς ἀναφορὲς ἱστορικῶν[3] ἀφοροῦν ἔμμεσα στὸ πρόσωπό του, καθὼς σχετίσθηκε ἄμεσα μὲ δύο ἰδιαίτερα σημαντικὰ γεγονότα γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου. Πρῶτο, τὴ δυναμικὴ ἐπέμβαση τοῦ μονοφυσίτου πατριάρχου Ἀντιοχείας Πέτρου τοῦ Κναφέα (469;-471, 476-477, 482-488· πέθανε τὸ 488), ἤδη ἀπὸ τὶς ἀπαρχὲς τῆς ἀρχιεπισκοπείας του, γιὰ ὑπαγωγὴ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου στὴ δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας Ἀντιοχείας· καί, δεύτερο, τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς τῆς προνοίᾳ Θεοῦ ἐμφανείας τοῦ ἀποστόλου Βαρνάβα στὸν ἴδιο τὸν Ἀνθέμιο, κατὰ τὴν ὁποία τοῦ ἀποκάλυψε τὸν τόπο, ὅπου ἦταν θαμμένο γιὰ αἰῶνες τὸ ἱερό του λείψανο, καὶ τὴν ἐφεξῆς εὕρεσή του (γύρω στὸ ἔτος 488) μαζὶ μὲ τὸ ἰδιόχειρο τοῦ Βαρνάβα ἀντίγραφο τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου στὸ στῆθος του. Καί, ὅπως τονίζεται στὶς ἐν λόγῳ πηγές, τὸ δεύτερο τοῦτο γεγονὸς συνέβαλε καθοριστικὰ στὴν ἀποσόβηση τοῦ κινδύνου νὰ ὑπαχθεῖ ἡ «ἄνωθεν καὶ ἐξαρχῆς» αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς μεγαλονήσου στὴ δικαιοδοσία τῆς Ἀντιοχείας, ὅπως τότε ἀκριβῶς σθεναρὰ ἐπεδίωκε ὁ Κναφέας.
1. Μαρτυρίες ἱστορικῶν
Ἐφεξῆς παραθέτουμε τὶς ἱστορικὲς ἀναφορὲς στὸ ἄμεσα συνδεόμενο μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Κωνσταντίας Κύπρου Ἀνθεμίου γεγονὸς τῆς εὕρεσης τοῦ λειψάνου τοῦ ἀποστόλου Βαρνάβα στὸν χῶρο τῆς ἀρχαίας Σαλαμίνος καὶ τοῦ ἰδιοχείρου του κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου. Οἱ κατωτέρω ἱστορικοὶ δὲν ἀναφέρονται συγκεκριμένα στὸ πρόσωπο τοῦ Ἀνθεμίου, ἀλλὰ μόνο στὸ ἐν λόγῳ γεγονός. Πρῶτος, ποὺ συσχετίζει τὴν ἀποκάλυψη τοῦ ἀποστολικοῦ λειψάνου μὲ τὸν Ἀνθέμιο, ὅπως εἴδαμε ἀνωτέρω, εἶναι ὁ μοναχὸς Ἀλέξανδρος, στὸ «Ἐγκώμιον εἰς τὸν ἅγιον Βαρνάβαν τὸν ἀπόστολον» (BHG 226).
Πρώτη γνωστὴ χρονολογικὰ ἱστορικὴ ἀναφορὰ ἔχομε αὐτὴ τοῦ μονοφυσίτου πατριάρχου Ἀντιοχείας Σεβήρου[4] σὲ ἐπιστολή του, ποὺ χρονολογεῖται μεταξὺ τῶν ἐτῶν 519 καὶ 538[5]. Βεβαίως, τὸ γεγονὸς ποὺ περιγράφει, εἴτε τοποθετεῖται στὸ 508, ὁπόταν μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ μεσιτεύσει ὑπὲρ τῶν διωκομένων μονοφυσιτῶν μοναχῶν τῆς Παλαιστίνης, εἴτε κατὰ τὸ διάστημα τῆς πατριαρχείας του (512-518) καὶ πάντως πρὶν τὸ 518, ὁπόταν ἐξορίζεται τοῦ θρόνου καὶ μεταβαίνει στὴν Αἴγυπτο, ὅπου πεθαίνει τὸ 538. Ἡ μαρτυρία αὐτὴ τοῦ Σεβήρου ἐνέχει ἰδιαίτερη σημασία: Πρῶτα, καθὼς ὁ Σεβῆρος —ὡς πατριάρχης Ἀντιοχείας— εἶχε κάθε λόγο νὰ τὴν ἀμφισβητήσει, ἀφοῦ μὲ αὐτὴ ἐπιβεβαιώνεται ἀτράνταχτα ἡ ἱστορικότητα τοῦ γεγονότος τῆς θαυμαστῆς εὕρεσης τοῦ ἀποστολικοῦ λειψάνου τοῦ Βαρνάβα στὴν Κύπρο, μὲ τὴν ὁποία κατοχυρώθηκε τελεσίδικα ἡ αὐτοκεφαλία τῆς Ἐκκλησίας της· καί, κατόπιν, διότι ἕνεκα τῆς ἀγνοίας αὐτῆς τῆς πηγῆς καθὼς καὶ τῶν κατωτέρω παρεμφερῶν μαρτυριῶν, ἀπὸ ὁρισμένους εἰδήμονες ἀμφισβητήθηκε ἡ ἱστορικότητα τοῦ γεγονότος αὐτοῦ[6]. Παραθέτουμε ἐφεξῆς τὴν ἀγγλικὴ μετάφραση ἀπὸ τὰ συριακὰ τῆς ἐν λόγῳ ἀναφορᾶς ἀπὸ τὸν ἐκδότη τῆς ἀνωτέρω ἐπιστολῆς τοῦ Σεβήρου E. W. Brooks.
«But that our Lord Jesus Christ our God was pierced in the side with a lance by that soldier after he gave up the ghost, and blood and water came forth from it in a miraculous manner, the divine John the Evangelist recorded, and no one else wrote about this. But certain persons have clearly falsifled the Gospel of Matthew and inserted this same passage, when the contrary is the fact, in order to show that it was while he was alive that the soldier pierced his side with the spear, and afterwards he gave up the ghost. This question was examined with great carefulness when my meanness was in the royal city, at the time when the affair of Macedonius was being examined, who became archbishop of that city, and there was produced the Gospel of Matthew, which was written in large letters, and was preserved with great honour in the royal palace, which was said to have been found in the days of Zeno of honourable memory in a city of the Island of Cyprus, buried with the holy Barnabas, who went about with Paul and spread the divine preaching; and, when the Gospel of Matthew was opened, it was found to be free from the falsification contained in this addition, of the Story of the soldier and the spear».
Τὸ κείμενο αὐτό, σὲ μετάφραση στὰ ἑλληνικά, ἔχει ὡς ἑξῆς (ἐντὸς παρενθέσεων παραθέτουμε διασαφηνιστικὲς φράσεις).
«Ἀλλὰ τὸ ὅτι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Θεός μας, διατρήθηκε στὴν πλευρὰ μὲ λόγχη ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν στρατιώτη μετὰ ποὺ παρέδωσε τὸ πνεῦμα, καὶ ὅτι ἔρρευσε ἀπ᾽ αὐτὴ (τὴν πλευρά), κατὰ ἕνα θαυματουργικὸ τρόπο, αἷμα καὶ ὕδωρ, τὸ ἔχει καταγράψει ὁ θεῖος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής, καὶ κανεὶς ἄλλος (ἀπὸ τοὺς συγγραφεῖς τῆς Καινῆς Διαθήκης) δὲν ἔγραψε γι᾽ αὐτό. Ἀλλ᾽ ὁρισμένα πρόσωπα ἔχουν σαφῶς ἀλλοιώσει τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου καὶ παρενεῖραν (στὴν ἀντίστοιχη περικοπὴ τοῦ Ματθαίου) αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ χωρίο (ἀπὸ τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο) —ἐνῶ τὸ γεγονὸς εἶναι τὸ ἀντίθετο—, μὲ σκοπὸ νὰ ἀποδείξουν ὅτι ἐνῶ ἦταν ἀκόμη ζωντανὸς (ὁ Χριστὸς) εἶναι ποὺ ὁ στρατιώτης διεπέρασε τὴν πλευρά του μὲ τὴ λόγχη, καὶ κατόπιν παρέδωσε τὸ πνεῦμα. Αὐτὸ τὸ ἐρώτημα (θέμα) ἐξετάστηκε μὲ μεγάλη προσοχή, ὅταν ἡ ἐλαχιστότητά μου βρισκόταν στὴ βασίλειο πόλη (Κωνσταντινούπολη), κατὰ τὸν καιρὸ ποὺ ἐξεταζόταν ἡ ὑπόθεση τοῦ Μακεδονίου, ποὺ ἔγινε ἀρχιεπίσκοπος αὐτῆς τῆς πόλης· καὶ προσήχθη τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου (ζήτησε δηλ. ὁ Σεβῆρος καὶ τοῦ τὸ ἔφεραν), τὸ ὁποῖο ἦταν γραμμένο μὲ μεγάλου μεγέθους γράμματα, καὶ φυλασσόταν μὲ μεγάλη τιμὴ στὸ βασιλικὸ παλάτι, καὶ τὸ ὁποῖο λεγόταν ὅτι βρέθηκε στὶς μέρες τῆς βασιλείας τοῦ ἔντιμης μνήμης (αὐτοκράτορος) Ζήνωνα σὲ μιὰ πόλη τῆς νήσου τῆς Κύπρου, θαμμένο μὲ τὸν ἅγιο Βαρνάβα, ποὺ περιόδευσε μὲ τὸν Παῦλο καὶ διέδωσαν τὸ θεῖο κήρυγμα. Καί, ὅταν ἀνοίχθηκε τὸ Εὐαγγέλιο αὐτὸ τοῦ Ματθαίου, βρέθηκε νὰ εἶναι χωρὶς τὴν πλαστογράφηση, ποὺ περιέχεται σ᾽ αὐτὴ τὴν προσθήκη, σχετικὰ μὲ τὴν ἐξιστόρηση γιὰ τὸν στρατιώτη καὶ τὴ λόγχη».
Μία περίπου σύγχρονη μὲ τὴν ἀνωτέρω μαρτυρία εἶναι αὐτὴ τοῦ ἱστορικοῦ τῶν ἀρχῶν τοῦ 6ου αἰ. Θεοδώρου Ἀναγνώστου[7] στὸ ἔργο του Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία (CPG 7502, 7503), ποὺ συνέθεσε μεταξὺ 511 καὶ 518, καὶ τὸ ὁποῖο σώθηκε μόνο ἀποσπασματικά. Εἶναι σημαντικὸ νὰ σημειώσουμε ἀναφορικὰ καὶ πρὸς τὴ μαρτυρία αὐτὴ ὅτι, παρόλες τὶς προγενέστερές του πηγὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἄντλησε γιὰ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία του, «γιὰ τὰ γεγονότα, ὡστόσο, τοῦ δευτέρου μισοῦ τοῦ πέμπτου αἰώνα ὁ Θεόδωρος βασίστηκε σὲ δικές του διαπιστώσεις καὶ παρατηρήσεις, καθὼς καὶ σὲ ἀρχειακὸ ὑλικὸ ποὺ προφανῶς βρῆκε στὴν Κωνσταντινούπολη»[8]. Τὴ μαρτυρία τούτη γιὰ τὴ σπουδαιότητά της, ποὺ ἐπαναλαμβάνεται σχεδὸν στερεότυπα ἀπὸ τοὺς μεταγενέστερους, παραθέτουμε ἐφεξῆς.
«Βαρνάβα τοῦ ἀποστόλου τὸ λείψανον εὑρέθη ἐν Κύπρῳ ὑπὸ κερατέαν, ἔχον ἐπὶ στήθους τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον ἰδιόγραφον τοῦ Βαρνάβα. Ἐξ ἧς προφάσεως καὶ περιγεγόνασι Κύπριοι τοῦ αὐτοκέφαλον εἶναι τὴν κατ᾽ αὐτοὺς μητρόπολιν καὶ μὴ τελεῖν ὑπὸ Ἀντιόχειαν. Τὸ δὲ τοιοῦτον Εὐαγγέλιον Ζήνων ἀπέθετο ἐν τῷ παλατίῳ, ἐν τῷ ἁγίῳ Στεφάνῳ» [9].
Ἀκολουθεῖ χρονολογικὰ ἡ ἀναφορὰ τοῦ ἀφρικανοῦ ἐπισκόπου τοῦ 6ου αἰώνα Victor de Tunnunum[10] στὸ Χρονικό του, ὁ ὁποῖος, παρόλο τὸ συνοπτικὸ τῆς ἀναφορᾶς του, χρονολογεῖ πρῶτος (ἂν καὶ ἐσφαλμένα) τὸ γεγονὸς τῆς εὕρεσης τοῦ λειψάνου τοῦ ἀποστόλου Βαρνάβα καὶ τοῦ ἰδιοχείρου του κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου, ὡς ἑξῆς: «Post Consulatum II Longini V. C. Consulis: 1. Corpus S. Barnabae apostoli in Cypro et evangelium secundum Matthaeum eius manu scriptum ipso eodem revelante inventum est»[11] (=Μετὰ τὴ δεύτερη ὑπατεία τοῦ ὑπάτου Λογγίνου[12] [δηλ. τὸ 490] ἀνακαλύφθηκε στὴν Κύπρο τὸ σῶμα [λείψανο] τοῦ ἀποστόλου Βαρνάβα καὶ τὸ δεύτερο [δηλ. ἀντίγραφο] εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου, ποὺ ἔγραψε ὁ ἴδιος [ὁ Βαρνάβας] κατόπιν ἀποκαλύψεως τοῦ ἰδίου [τοῦ Βαρνάβα]).
Οἱ ἑπόμενες ἀναφορές, ἀνάλογες πρὸς τὴν ὡς ἄνω μαρτυρία τοῦ Θεοδώρου Ἀναγνώστου, ἀνήκουν στούς: Γεώργιο Μοναχὸ ἢ Ἁμαρτωλὸ[13] (9ος αἰ.) [14], Συμεὼν Μάγιστρο καὶ Λογοθέτη (10ος αἰ.) [15], στὴ Χρονογραφία[16] του (ποὺ ἐσφαλμένα μέχρι πρόσφατα ἀποδιδόταν στοὺς Λέοντα Γραμματικὸ ἢ Θεοδόσιο Μελισσηνὸ ἢ Ἰούλιο Πολυδεύκη), στὸ λεξικὸ Σούδα (τέλη 10ου αἰ.)[17], Γεώργιο Κεδρηνὸ (12ος αἰ.) [18] στὴ Σύνοψιν Ἱστοριῶν[19] (ὁ Κεδρηνὸς χρονολογεῖ τὸ γεγονὸς στὸ 4ο ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ζήνωνος, δηλ. στὸ 478· προφανῶς ἐδῶ ἔχουμε ἀντιγραφικὸ σφάλμα: ἀντὶ ιδ´ ἔτος [=488], γράφηκε δ´ ἔτος), Νεῖλο Δοξαπατρῆ (12ος αἰ.) [20], τοὺς ὁποίους ἀντιγράφουν καὶ μεταγενέστεροι ἱστορικοί.
[1] Τὸ καθαυτὸ ὄνομά του ἦταν Ἀνθέμιος. Ἄνθιμος ἀποδίδεται στὰ χγφ. τοῦ Κυπριακοῦ Συνοδικοῦ (βλ. κατωτ.).
[2] Περιληπτικὰ γιὰ τὸ πρόσωπό του βλ. σχετικὸ λῆμμα στὴ ΜΟΧΕ 2, σσ. 464-465, μὲ ἀναφορὰ στὴ βιβλιογραφία.
[3] Τὶς ἐν λόγῳ ἀναφορὲς τῶν διαφόρων ἱστορικῶν περιλάβαμε ἀρχικὰ στὴ Διπλωματική μας ἐργασία, στὸ λῆμμα «Βαρνάβας ὁ ἀπόστολος, ὁ γενναιομάρτυς»· βλ. Ἰωακείμ, Μάρτυρες καὶ ὁμολογητὲς Κύπρου, σσ. 98-102.
[4] Γιὰ τὴ σταδιοδρομία καὶ τὸ ἔργο τοῦ αἱρεσιάρχη Σεβήρου βλ. πρόχειρα στά: CPG, τόμ. ΙΙΙ, 7022-7081· Χρήστου, Π., Ἑλληνικὴ Πατρολογία, τόμ. Ε´, σσ. 227-234 καί, ΜΟΧΕ 12, σσ. 379-380, μὲ ἀναφορὰ στὴ βιβλιογραφία.
[5] Βλ. Severus Antiochenus, Epistula CVIII (Ad Thomam episcopum Germaniciae), στό: Brooks, E.W. (ἐπιμ.), «A Collection of Letters of Severus of Αntioch from numerus Syriac manuscripts», PO XIV, fascic.1, ἀρ. 67, Paris 1920, σσ. 264(434)-272(442) [=CPG 7070 καὶ 7071(66)], εἰδικ. σ. 266 (436). Πρβλ. καὶ Cirillo, L. – Frémaux, M., Évangile de Barnabé. Recherches sur la composition et l’origine. Texte et Traduction [=Beauchesnes Religions], Paris 1977, σσ. 244-245.
[6] Βλ. λ.χ. λῆμμα «Ἀνθέμιος, ὁ Σαλαμίνος τῆς Κύπρου», ΘΗΕ 2, στ. 757.
[7] Γιὰ τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο του βλ. Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοί, Α´, σσ. 221-224, μὲ ἀναφορὰ στὴ βιβλιογραφία.
[8] Ὅπ. ἀν., σ. 223.
[9] Θεόδωρος ἀναγνώστης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, σ. 121.19-23 [= PG 86Α, στ. 184BC].
[10] Γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του βλ. Bardy, G., Victor de Tunnunum, στό: DTC, XV, 2, στ. 2880-2881.
[11] Βλ. Mommsen, Th. (ἐπιμ.), Chronica Minora saec. IV,V,VI,VII [= Monumenta Germaniae Historica, auctores Antiquissimi, XI, 2], Berlin 1894, σ. 191.4-5.
[12] Γιὰ τὴ ζωὴ καὶ σταδιοδρομία τοῦ ἐν λόγῳ Λογγίνου, αὐταδέλφου τοῦ αὐτοκράτορος Ζήνωνος, magister militum praesentalis στὴν Ἀνατολὴ (485-;486) καὶ δὶς ὑπάτου (486 καὶ 490), βλ. σχετικὸ λῆμμα στὸ PLRE IΙ, σ. 689-690 («Fl. Logginus 6»), μὲ ἀναφορὰ στὴ βιβλιογραφία.
[13] «Βαρνάβα τοῦ ἀποστόλου τὸ λείψανον εὑρέθη ἐν Κύπρῳ ὑπὸ δένδρον κερατέαν, ἔχον ἐπὶ στήθους τὸ κατὰ Ματθαῖον εὐαγγέλιον ἰδιόγραφον τοῦ Βαρνάβα. ἐξ ἧς προφάσεως καὶ περιγεγόνασι Κύπριοι τοῦ ἀκέφαλον εἶναι τὴν κατ᾽ αὐτοὺς μητρόπολιν καὶ μὴ τελεῖν ὑπὸ Ἀντιόχειαν. ὅπερ εὐαγγέλιον ἀποθέμενος Ζήνων ἐν τῷ παλατίῳ, εἰς τὸν ναὸν τοῦ ἁγίου Στεφάνου, κατ᾽ ἐνιαυτὸν ἀναγινώσκεται τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Πέμπτῃ»· βλ. Γεωργίου Μοναχοῦ, Χρονικὸν Σύντομον, στά: De Boor, C., (ἐπιμ.), Georgii monachi chronicon, τόμ. Ι-ΙΙ, (ἐκδ.) Teubner, Leipzig 1904, Βιβλίο II, σ. 619.2 καί, PG 110, στ. 761.
[14] Γιὰ τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο του βλ. Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοί, Β´, σσ. 213-232, μὲ ἀναφορὰ στὴ βιβλιογραφία.
[15] Γιὰ τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο του βλ. Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοί, Β´, σσ. 391-410, μὲ ἀναφορὰ στὴ βιβλιογραφία.
[16] «Ζήνων ἡδοναῖς ἀτόποις καὶ πράξεσιν ἀτόποις ἐσχόλαζεν· ἐφ᾽ οὗ τὸ τοῦ ἀποστόλου Βαρνάβα λείψανον εὑρέθη ἐν Κύπρῳ ὑπὸ δένδρον κερατέαν, ἔχον ἐπὶ στήθους τὸ κατὰ Ματθαῖον εὐαγγέλιον ἰδιόγραφον τοῦ Βαρνάβα, ἐξ ἧς γέγονε μητρόπολις, καὶ μὴ τελεῖν ὑπὸ Ἀντιόχειαν, ἀλλ᾽ ὑπὸ Κωνσταντινούπολιν. τὸ δὲ τοιοῦτον εὐαγγέλιον Ζήνων ἀπέθετο εἰς τὸ παλάτιον, ἐν τῷ ἁγίῳ Στεφάνῳ»· ἡ ἐν λόγῳ ἀναφορά, ὑπὸ τὸ ὄνομα Λέοντος τοῦ Γραμματικοῦ στό: Bekker, I., (ἐπιμ.), Leonis Grammatici chronographia, (ἐκδ.) Weber, Bonnae 1842 [Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae], σ. 117.15-21.
[17] «ἐπὶ Ζήνωνος βασιλέως εὑρέθη ἐν Κύπρῳ τὸ λείψανον Βαρνάβα τοῦ ἀποστόλου, τοῦ συνεκδήμου Παύλῳ. Ἔκειτο δὲ ἐπὶ τὸ στῆθος Βαρνάβα τὸ κατὰ Ματθαῖον εὐαγγέλιον, ἔχον πτυχία θύϊνα»· βλ. Adler, Ada, Suidae Lexicon 2 (=Lexicographi Graeci I, 2. Sammlung wissenschaftlicher Commentare), Λειψία 1931, λῆμμα «θύϊνα» (σ. 733.19-21). Πηγὴ τοῦ ἐν λόγῳ λήμματος ἀποτελεῖ ἀναμφίβολα τὸ τοῦ Ἀλεξάνδρου μοναχοῦ ἐγκώμιον εἰς τὸν ἅγιον Βαρνάβαν τὸν ἀπόστολον (BHG 226)· βλ. Hagiographica Cypria, σσ. 74-75.
[18] Γιὰ τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο του μὲ ἀναφορὰ στὴ βιβλιογραφία βλ. σχετικὸ λῆμμα στά: ODB II, σ. 1118· ΜΟΧΕ 10, σσ. 15-16· Καρπόζηλος, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοί, Γ´, σσ. 331-355.
[19] «Τῷ δ´ ἔτει (τῆς βασιλείας τοῦ Ζήνωνος, δηλ. τὸ 478)… τούτῳ τῷ χρόνῳ τὸ τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Βαρνάβα λείψανον εὑρέθη ἐν Κύπρῳ, ὑπὸ δένδρον κερασέαν ἱστάμενον, ἔχον ἐπὶ στήθους τὸ κατὰ Ματθαῖον εὐαγγέλιον ἰδιόγραφον αὐτοῦ τοῦ ἀποστόλου Βαρνάβα. ἐξ ἧς προφάσεως ἔκτοτε γέγονε μητρόπολις ἡ Κύπρος, καὶ τοῦ μὴ τελεῖν ὑπὸ Ἀντιόχειαν, ἀλλ᾽ ὑπὸ Κωνσταντινούπολιν. τὸ δὲ τοιοῦτον εὐαγγέλιον Ζήνων ἀπέθετο ἐν τῷ παλατίῳ, ἐν τῷ ναῷ τοῦ ἁγίου Στεφάνου ἐν τῇ Δάφνῃ»· βλ. στό: Bekker, I. (ἐπιμ.), Georgius Cedrenus, Ioannis Scylitzae ope, τόμ. I-II, (ἐκδ.) Weber, Bonnae 1838-1839 [Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae], I, σσ. 618.22-619.6.
[20] Στὸ ἔργο του, Τάξις τῶν πατριαρχικῶν θρόνων, PG 132, στ. 1097AB. Γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του βλ. σχετικὸ λῆμμα στὴ ΘΗΕ 9, στ. 337 καί, PG 132, (ἀνατ. καὶ ἐπιμ.) Διώτης, Ἰωάννης Κ., Πρωτοπρ., (ἐκδ.) Κέντρον Πατερικῶν Ἐκδόσεων, τόμ. 132, Ἀθῆναι 2002, Εἰσαγωγικὰ ὑπὸ Π. Ν. Χαβαράνη, σσ. ιγ´-ιε´.
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακείμ, Πρωτοσυγκέλλου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου, μὲ τίτλο “ΟΙ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΙ ΣΑΛΑΜΙΝΟΣ-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ (4ος-10ος αἱ.). Α. ΒΙΟΣ, ΑΓΙΟΤΗΤΑ, ΕΡΓΑ”