Πολλές φορές ἔχω ἀναφερθεῖ ἐπικριτικά στά ἔργα τῆς Ἱεραρχίας μας (ναί ἐπικριτικά, γιατί, ὅπως ὑπενθυμίζω καί πάλι στούς γνωστούς μή-μου-ἅπτου ἀγαπούληδες καί κωμικούς τυφλο-ὑπακοούληδες, ἔχουμε ὄχι μόνο τό δικαίωμα ἀλλά καί τήν ὑποχρέωση νά τό πράττουμε, ὅταν πρόκειται περί πίστεως καί ὄχι περί βίου, ὅταν μέ ἄλλα λόγια ἡ κρίση γίνεται ὄχι γιά προσωπικά ἁμαρτήματα ἀλλά γιά θέματα πλάνης καί αἵρεσης, ὁπότε καί ΔΕΝ μπορεῖ νά τεθεῖ ζήτημα κατάκρισης καί ἰεροκρισίας).
Δυστυχῶς ὅμως ἡ κατάντια δέν ἀφορᾶ μόνο τήν κορυφή τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας διοίκησης, ἀλλά σέ μεγάλο βαθμό καί τόν λεγόμενο κατώτερο κλῆρο, γιά τόν ὁποῖο ἕως σχετικά πρόσφατα ὑπῆρχε προφανῶς καλύτερη εἰκόνα. Τελικά ὅμως ἀποδείχθηκε ὅτι καί αὐτό ἦταν – σέ μεγάλο βαθμό – πλασματικό. Καί κάποιες ἀπίστευτες καταστάσεις πού εἶδαν τά ταλαίπωρα μάτια μας καί ἄκουσαν τά δύσμοιρα αὐτιά μας, μέσα μάλιστα στίς ἅγιες μέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας καί τῆς Διακαινησίμου, τό ἐπιβεβαίωσαν.
Ἡ σήψη δυστυχῶς πάει πολύ βαθιά.
Βεβαίως δέν περιμέναμε οὔτε τούς καμικάζι/χορευτές/ρίπτες δαφνῶν τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, οὔτε τούς διοργανωτές συναυλιῶν καί ἄλλων δρωμένων μέσα σέ ἱερούς ναούς, οὔτε τά ἀποτρόπαια οὐρλιαχτά μέ τά ὁποῖα ἄλλοι ρασοφόροι συνόδευαν τό «Ἀνάστα ὁ Θεός», χοροπηδῶντας σάν τούς δαίμονες δίπλα στήν Ἁγία Τράπεζα, ἀλλά οὔτε καί τίς βλάσφημες γελοιότητες ξυρισμένων ψευτοπαπάδων, γιά νά τό ἐμπεδώσουμε.
Μόνο ἀπό αὐτά ἀσφαλῶς δέν θά μποροῦσαν νά γίνουν εὐρύτερες ἀναγωγές (ἄλλωστε, γιά νά θυμηθοῦμε καί τόν μέγα Παπαδιαμάντη, ὅπου γενικότης, ἐκεῖ καί ἐπιπολαιότης). Μετά ἀπό ἑκατοντάδες ὅμως περιπτώσεις ἱερέων μέ ἀπίστευτες θεολογικές θέσεις καί ἀνεκδιήγητες συμπεριφορές, ὅπως τίς ζοῦμε εἰδικά τά τελευταῖα 3-4 χρόνια (δηλαδή τά χρόνια τοῦ ἀπόλυτου οἰκουμενιστικοῦ ξεσαλώματος, τῆς οὐκρανικῆς ἀθλιότητας καί συνάμα τά χρόνια τῆς ψευτοπανδημίας), δέν στεροῦνται οὔτε καί αὐτά σημασίας, καθώς ἀποτελοῦν μία ἀκόμη ψηφῖδα στό συνολικό σκηνικό τῆς καταισχύνης.
Παπᾶδες δυστυχῶς τῶν ἐσχάτων χρόνων, πού ἐνδύονται τό ἁγιασμένο ράσο, παραβιάζοντας ἕνας Θεός ξέρει πόσα κωλύματα ἱερωσύνης (μέ καίρια πασιφανῶς τήν εὐθύνη ἐκείνων πού τούς χειροτονοῦν) καί τούς βλέπουμε νά μετατρέπονται μέ τό “καλημέρα” σέ θλιβερά ἀντηχεῖα πλάνης καί φερέφωνα τῶν κακοδόξων ἐπισκόπων τους, ἐνίοτε δέ μάλιστα νά τούς ξεπερνοῦν κιόλας, κατά τό εὐαγγελικό «οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι περιάγετε τὴν θάλασσαν καὶ τὴν ξηρὰν ποιῆσαι ἕνα προσήλυτον, καὶ ὅταν γένηται, ποιεῖτε αὐτὸν υἱὸν γεέννης διπλότερον ὑμῶν» (Ματθ. κβ΄ 15). Ὅσο γιά τούς καλούς ἱερεῖς πού ἀναμφίβολα ἐξακολουθοῦν νά ὑπάρχουν καί νά ἀγωνίζονται, αὐτοί διώκονται, ἐξουθενώνονται ἤ στήν καλύτερη περίπτωση περιθωριοποιοῦνται, μέ τό πού θά ἀνοίξουν ἁπλῶς τό στόμα τους γιά νά ποῦν ἕναν λόγο ἀληθείας.
Σημεῖα τῶν καιρῶν ὅλα αὐτά, ὁλοένα καί πιό σκοτεινά.
Σέ αὐτούς τούς καιρούς ὅμως βρισκόμαστε καί ὀφείλουμε ἅπαντες νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι ἡ κατάσταση θά ἐπιδεινωθεῖ καί ἄλλο.
Στῶμεν καλῶς…
Νεκτάριος Δαπέργολας.