Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ: Ὁμιλία, σὺν Θεῷ ἁγίω, εἰς τὴν Κυριακὴν τῆς Ὀρθοδοξίας

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

«Ὅν ἔγραψε Μωυσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται,
εὑρήκαμεν Ἰησοῦν… τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ»

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί,

Η αναστήλωση των Εικόνων, 17ος αιώνας

Ὁ ἄνθρωπος, λογικὸ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, πλασμένο «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσή» Του, ἔχει ἔμφυτο τὸν πόθο νὰ γνωρίσει βαθειά, προσωπικὰ τὸν Θεὸ καὶ πλάστη του, ἔστω καὶ ἂν ἡ ἁμαρτία τῶν Πρωτοπλάστων καὶ οἱ προσωπικές του ἁμαρτίες ἀλλοίωσαν μέσα του τὴ θεϊκὴ εἰκόνα. Μόνο κοντὰ στὸν Θεὸ ὁ ἄνθρωπος βρίσκει ἀνάπαυση, γαληνεύει, εἰρηνεύει, φωτίζεται. Καί,  ὅπως ὡραιότατα τὸ ἐκφράζει ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, «Ὦ, Κύριε, ἡ ψυχή μας εἶναι ἀνήσυχη, μέχρις ὅτου νὰ εὕρει ἀνάπαυση σ’ ἐσένα».

Ὁ πόθος τοῦτος συγκλόνιζε φαίνεται καὶ τὴν καρδιὰ τοῦ ἁγνοῦ ἐκείνου νεαροῦ Ἰουδαίου Φιλίππου, τοῦ μετέπειτα ἀποστόλου, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ τὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα. Ἀναζητοῦσε τὸν Θεό, ἀνέμενε τὸν Μεσσία, μελετοῦσε τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο καὶ τοὺς Προφῆτες. Καὶ ἀξιώθηκε τὴν ἡμέρα ἐκείνη νὰ τὸν γνωρίσει, νὰ τὸν συναντήσει προσωπικά. Ἀξιώθηκε νὰ συναντηθεῖ μὲ τὸν σαρκωμένο Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐκεῖ σὲ κάποια ἀκρογιαλιὰ τῆς λίμνης τῆς Τιβεριάδας. Καί, τόση χάρη καὶ χαρὰ ἔλαβε, ποὺ ἔτρεξε νὰ τὴ γνωστοποιήσει, νὰ τὴ μοιραστεῖ μὲ τὸν ἀγαπητό του φίλο Ναθαναήλ.

Ἀσφαλῶς κι ἐμεῖς, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, κι ἂν ἔχουμε βαπτισθεῖ, καὶ φέρουμε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστιανοῦ, θέλουμε νὰ γνωρίσουμε βαθύτερα τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Ἀλλὰ τοῦτο ἀπαιτεῖ ἀγῶνα ἐφ’ ὅρου ζωῆς. Πῶς ὅμως μποροῦμε νὰ ἀποκτήσουμε αὐτὴ τὴ βαθύτερη, τὴν προσωπικὴ γνωριμία καὶ γνώση τοῦ Χριστοῦ; Ζῶντας ἀληθινὰ καὶ οὐσιαστικὰ μέσα στὴν Ἐκκλησία, ποὺ ὁρίζεται καὶ εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, παρατεινόμενο στοὺς αἰῶνες. Ἐκτὸς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει γνώση ἀληθινὴ τοῦ Θεοῦ, οὔτε σωτηρία. Στὴν Ἐκκλησία ἐντασσόμαστε βεβαίως μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ λαμβάνουμε τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ τὸ ἅγιο Μύρο. Ἀλλὰ χρειάζεται στὴ συνέχεια, γιὰ νὰ παραμείνουμε ζωντανὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, νὰ ἔχουμε Ὀρθοδοξία καὶ ὀρθοπραξία. Ὀρθοδοξία σημαίνει νὰ ἔχουμε, νὰ κρατοῦμε ὀρθὴ τὴ δόξα, δηλαδὴ ὀρθὴ πίστη στὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ τὸν σαρκωθέντα Χριστὸ καὶ σ’ ὅλα τὰ δόγματα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Καὶ ὀρθοπραξία: Νὰ ἔχουμε ἔργα ὀρθά, σύμφωνα μὲ τὸν Νόμο, τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Νὰ προσευχόμαστε ὅπως θέλει ἡ Ἐκκλησία, νὰ λατρεύουμε τὸν Θεὸ μὲ τὴν ὀρθόδοξη λατρεία, νὰ μετέχουμε ἐνσυνείδητα στὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Χριστιανὸς ἀλειτούργητος, ἀνεξομολόγητος καὶ ἀκοινώνητος εἶναι στὴν οὐσία ἀποκομμένος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Εἶναι πνευματικὰ νεκρός! Ἀκόμη, τὸν Θεὸ γνωρίζουμε μελετῶντας τὸν ἀθάνατο λόγο Του, τὴν Ἁγία Γραφή, τὸ βιβλίο, μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτει τὸ πρόσωπό Του. Τὸ βιβλίο, ποὺ μᾶς φανερώνει καὶ ἐξιστορεῖ τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸν Θεό, τὴ δημιουργία, καὶ ὅ,τι ἔκανε ὁ Θεὸς γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἀγνοοῦμε πολλοὶ τὸν Χριστό, γιατὶ δὲν μελετοῦμε τὸν λόγο Του. Ἁμαρτάνουμε ἀπὸ ἄγνοια τοῦ θελήματός Του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τονίζει κάπου: «Μεγάλη ἀσφάλεια γιὰ νὰ μὴ ἁμαρτάνουμε ἡ ἀνάγνωση τῶν Γραφῶνἀντίθετα, μέγας κρημνὸς καὶ βαθὺ βάραθρο ἡ ἄγνοια τῶν Γραφῶν.»

Ἀλλὰ τὸν Χριστό μας τὸν γνωρίζουμε, συνομιλοῦμε μαζί Του καὶ λαμβάνουμε τὴ Χάρη Του προσκυνῶντας καὶ τὴν ἁγία Του εἰκόνα, ὅπως λαμβάνουμε εὐλογία καὶ Χάρη προσκυνῶντας τὶς ἱερὲς εἰκόνες τῆς Παναγίας μας καὶ τῶν ἄλλων ἁγίων. Καὶ τοῦτο, ἐπειδή, προσκυνῶντας τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας ἢ τῶν ἁγίων, ἡ προσκύνηση, ἡ τιμὴ μεταβαίνει πρὸς τὸ πρωτότυπον, δηλαδὴ στὸ ἴδιο τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καὶ τῶν ἁγίων μας, ὅπως θεόσοφα κηρύσσει ὁ Μέγας Βασίλειος. Οἱ ἱερὲς εἰκόνες μᾶς μεταδίδουν ζωντανή, ὅπως καὶ ὁ γραπτὸς λόγος τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀλήθεια τῆς Πίστης μας, τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀποτελοῦν τὴ χρωματουργικὴ ἀπεικόνιση τοῦ Εὐαγγελίου. ἀποτελοῦν παράθυρο πρὸς τὴν αἰωνιότητα. Καὶ ὁ Θεός μας, σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς βλάσφημες αἱρέσεις τῶν Χιλιαστῶν καὶ παλαιότερα τῶν εἰκονομάχων, μπορεῖ νὰ ἀπεικονιστεῖ, γιατὶ σαρκώθηκε, ἔγινε ἄνθρωπος, τέλειος ἄνθρωπος σὰν κι ἐμᾶς, προσέλαβε ὅλη τὴν ἀνθρώπινη φύση ἐκτὸς τῆς ἁμαρτίας.

Αὐτὰ τὰ εἴπαμε, γιατὶ σήμερα εἶναι, ὅπως ξέρουμε, ἡ Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Γιατί ὅμως ὀνομάστηκε ἔτσι αὐτὴ ἡ πρώτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν; Θὰ πρέπει πρῶτα νὰ ποῦμε τὴν προϊστορία τῶν γεγονότων. Ἡ τέχνη τῆς ἁγιογραφίας ἦταν γνωστὴ ἀπὸ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες καὶ μάλιστα, κατὰ τὴν παράδοση, ὁ πρῶτος ἁγιογράφος ὑπῆρξε ὁ ἅγιος ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, ποὺ πρῶτος ζωγράφισε εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, τὴν ὁποία, βλέπουσα ἡ Θεοτόκος εἶπε: «Ἡ Χάρις τοῦ ἐξ ἐμοῦ τεχθέντος εἴη μετ’ αὐτῆς». Κι αὐτὴ ἡ ὀρθοδοξότατη παράδοση τῆς ἁγιογράφησης καὶ τιμῆς τῶν εἰκόνων συνεχίστηκε μέχρις τὶς ἀρχὲς τοῦ ὀγδόου αἰώνα χωρὶς κάποιο πρόβλημα. Τότε ὅμως, ξεσπᾶ ἡ φοβερὴ αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας, μὲ πρωτοστάτη τὸν βυζαντινὸ αὐτοκράτορα Λέοντα Γ´ τὸν Ἴσαυρο, κατὰ τὸ ἔτος 726, ὁπόταν ἄρχισε ἡ πρώτη φάση αὐτῆς τῆς μεγάλης ἔριδας, ποὺ ἔληξε τὸ 787, μὲ τὴ σύγκληση τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στὴν Νίκαια τῆς Βιθυνίας, ποὺ ἀποκατέστησε τὴν προσκύνηση τῶν εἰκόνων. Τὸ 815 ὁ αὐτοκράτορας Λέων Ε΄ ὁ Ἀρμένιος ἀνανέωσε τοὺς διωγμοὺς κατὰ τῶν εἰκόνων καὶ τῶν προσκυνητῶν τους καὶ οἱ διωγμοὶ συνεχίσθηκαν μέχρι τὸ ἔτος 843, ὁπόταν, μὲ τὸν θάνατο τοῦ τελευταίου εἰκονομάχου αὐτοκράτορα Θεοφίλου, ἀνῆλθε στὸν θρόνο ἡ σύζυγός του, ἡ ἁγία αὐγούστα Θεοδώρα καὶ ὁ υἱός της Μιχαήλ, ποὺ ἀποκατέστησαν τὴν τιμὴ τῶν εἰκόνων μὲ τοπικὴ Σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ διενήργησαν τὴν ἀναστύλωσή τους. Λέμε «ἀναστύλωση» τῶν εἰκόνων, διότι παλαιότερα, τὴν ἐποχὴ τοῦ βυζαντίου, οἱ εἰκόνες οἱ φορητὲς δὲν ἔμπαιναν στὸ τέμπλο, ἀλλὰ στηρίζονταν πάνω σὲ ξύλινα κοντάρια, σὰν σὲ στύλους. Καὶ ἐπειδὴ ἡ νίκη τούτη τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τῆς αἱρέσεως τῆς εἰκονομαχίας, μὲ τὴν ἀποκατάσταση τῆς τιμῆς τῶν εἰκόνων, ποὺ εἶναι ἁγία παράδοση, ὅπως εἴδαμε τῆς Ὀρθοδοξίας, ἑορτάστηκε τότε, τὸ 843, κατὰ τὴν πρώτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, ἐπεκράτησε νὰ ὀνομάζεται ἡ Κυριακὴ αὐτή, Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀφοῦ οἱ ἱερὲς εἰκόνες ἐκφράζουν τὸ Ὀρθόδοξο δόγμα. Γι’ αὐτὸ κι ἐμεῖς σήμερα λιτανεύουμε τὶς εἰκόνες πέριξ τοῦ ναοῦ, γιὰ νὰ δείξουμε, νὰ δηλώσουμε ἔμπρακτα τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη μας καὶ τὴν τιμή μας στὶς ἅγιες εἰκόνες.

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τὸ ποιὸν τῆς Πίστης μας, τὸ πόσο θερμὰ καὶ ζωντανὰ πιστεύουμε, φαίνεται στὶς ποικίλες δοκιμασίες καὶ θλίψεις, ποὺ παραχωρεῖ νὰ διέλθουμε σὲ τούτη τὴν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος ὁ Προνοητὴς τῶν ὅλων Θεός. Καί, γιὰ νὰ ἔλθουμε στὴ σύγχρονη πραγματικότητα, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐπέστρεψε νὰ διερχόμαστε δύσκολες ἡμέρες, πάντως γιὰ τὸ καλό μας, τὴ σωτηρία μας. Καί, ἀσφαλῶς, «οὐδὲν ἀπρονόητον»! Διότι ὅλοι μας, μικροὶ καὶ μεγάλοι, παλαιότεροι καὶ νεώτεροι, «ἡμάρτομεν, ἠνομήσαμεν, ἠδικήσαμεν», καὶ ὁ Θεὸς θέλει νὰ μᾶς ὁδηγήσει μ’ αὐτὸ τὸν ἐπώδυνο τρόπο, ἀφοῦ διαφορετικὰ δὲν βάζουμε μυαλό, σὲ μετάνοια. Ἰδού, λοιπόν, καιρὸς εὐπρόσδεκτος! Βρισκόμαστε σὲ κατεξοχὴν περίοδο μετανοίας, τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ἂς ἀγωνισθοῦμε τὸ κατὰ δύναμιν ὁ καθένας, νὰ μετανοήσουμε, νὰ διορθώσουμε τὴ ζωή μας, τὸ φρόνημά μας. Νὰ τηρήσουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Νὰ βροῦμε τὸν Θεὸ μὲ ταπείνωση, ἐξομολόγηση, πένθος. Νὰ δείξουμε ἀγάπη, ὄχι μόνο στὶς ἱερὲς εἰκόνες, ποὺ σήμερα ἑορτάζουμε τὴν ἀναστύλωσή τους, ἀλλὰ καὶ στὶς ἔμψυχες εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, τοὺς ἐμπερίστατους ἀδελφούς μας. Καὶ γνωρίζουμε πόσος πόνος καὶ στέρηση ἐπικρατεῖ καὶ στὸν τόπο μας, καὶ συχνὰ ὄχι μακρυά μας.

Κι ἂν ὅλοι δείξουμε ἔμπρακτη μετάνοια καὶ διόρθωση, ἂν ἐφαρμόσουμε ἔργα ἀγάπης καὶ συμπόνοιας τοῦ πλησίον μας, θὰ ἔλθει ἀναμφίβολα καὶ σ’ ἐμᾶς τὸ μέγα ἔλεος τοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ παρέλθουν οἱ ὅποιες κρίσεις. Καὶ θὰ ἀξιωθοῦμε καὶ τούτη τὴν πρόσκαιρη ζωὴ νὰ διέλθουμε εἰρηνικά, καὶ νὰ εἰσέλθουμε σ’ ἐκείνη τὴν αἰώνια καὶ ἀτελεύτητη, μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας μας καὶ ὅλων τῶν ἁγίων. Ἀμήν!