Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ: Ὁμιλία εἰς τὸ Εὐαγγέλιον τῆς Κυριακῆς τῆς Τυροφάγου

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Τρεῖς μεγάλες ἀρετές, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, μᾶς διδάσκει ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ μόλις ἀκούσαμε. Τὶς ἀρετὲς τῆς ἀμνησικακίας καὶ συγχωρητικότητας, τῆς νηστείας καὶ τῆς ἐλεημοσύνης. Καὶ τοῦτο ἀσφαλῶς δὲν εἶναι τυχαῖο, ἀλλὰ οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, ἐμπνεόμενοι ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, καθόρισαν νὰ διαβάζεται σήμερα στὴ Θεία Λειτουργία ἡ ἐν λόγῳ περικοπή.

Οἱ ἀρετὲς αὐτὲς ἀποτελοῦν ὅπλα ἰσχυρὰ στὸν ἀγώνα κατὰ τῶν παθῶν καὶ τοῦ διαβόλου, γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ τελείωσή μας, ποὺ καλούμαστε βεβαίως νὰ μετερχόμαστε καθόλη τὴν ἐπίγεια ζωή μας, ὅλως δὲ ἰδιαιτέρως κατὰ τὴν ἱερὴ περίοδο τῆς ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ποὺ αὔριο, σὺν Θεῷ, ἀρχίζει. Αὔριο ἀνοίγει τὸ πνευματικὸ στάδιο τῆς νηστείας, «τὸ Στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέωκται», ὅπως ἀκούσαμε σὲ ὡραιότατο τροπάριο τῶν Αἴνων σήμερα. Καί, καθοδηγώντας μας φιλάνθρωπα ἡ μητέρα μας Ἐκκλησία στὴ θεάρεστη νηστεία, μᾶς προβάλλει τὸ ἱερὸ τρίπτυχο τῶν ἀρετῶν ποὺ ἀναφέραμε, ὥστε νὰ μὴν ἀπολέσουμε τὸν μισθὸ τῆς νηστείας καὶ ἄσκησης τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς. Γιατί, ματαίως νηστεύει ὅποιος μισεῖ καὶ δὲν συγχωρεῖ τὸν ἀδελφό του∙ ματαίως κλείνει τὸ στόμα του ἀπὸ τὴν ἀπόλαυση τῶν ἀρτυσίμων φαγητῶν αὐτός, ποὺ κλείνει τὰ σπλάγχνα του καὶ δὲν ἁπλώνει τὰ χέρια του νὰ βοηθήσει τοὺς πτωχοὺς καὶ ἐμπερίστατους ἀδελφούς του.

Πρῶτα λοιπόν, μᾶς διδάσκει σήμερα ὁ Κύριος τὴ θεϊκὴ ἀρετὴ τῆς ἀμνησικακίας καὶ συγχωρητικότητας. Καὶ σὲ πλεῖστα ὅσα σημεῖα τῶν Εὐαγγελίων ὁ Χριστὸς μᾶς διδάσκει, ἄλλοτε μὲ παραβολὲς κι ἄλλοτε ἀπερίφραστα, νὰ συγχωροῦμε τοὺς ἄλλους σὲ ὅ,τι τυχὸν μᾶς ἔφταιξαν, μᾶς λύπησαν, μᾶς στενοχώρησαν. Καὶ μᾶς δίδαξε πρώτιστα μὲ τὸ ἄφθαστο καὶ τέλειο παράδειγμά Του. Γιατί, συγχώρησε τοὺς ὑβριστὲς καὶ βασανιστὲς καὶ σταυρωτές Του, ἀφοῦ καὶ ἐπάνω στὸν Σταυρὸ ὁ ἀναμάρτητος εὐχόταν γιὰ τὴ συγχώρεση τῶν φονευτῶν Του. Ἡ ἀρετὴ τῆς συγχωρητικότητας, ἀδελφοί, εἶναι ἔμπρακτη ἐκδήλωση τῆς κορυφαίας ἀρετῆς τῆς ἀγάπης. Καὶ μὲ τὴν ἀρετὴ τούτη ὁ Κύριος μᾶς φανερώνει ἕνα ἁπλὸ καὶ σύντομο δρόμο συγχώρεσης τῶν ἁμαρτιῶν μας: Ἐὰν συγχωροῦμε ἀπὸ ψυχῆς τοὺς ἄλλους γιὰ τὰ σφάλματα καὶ τὶς πρὸς ἐμᾶς ἀδικίες τους, θὰ μᾶς συγχωρήσει ἀναμφίβολα κι ἐμᾶς τὰ σφάλματα καὶ τὶς ἁμαρτίες ὁ Θεός. Ἐὰν ὅμως δὲν συγχωροῦμε τοὺς ἄλλους, οὔτε ἐμᾶς θὰ μᾶς συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες ὁ Θεός. Αὐτὸ ἂς τὸ λάβουμε σοβαρὰ ὅλοι μας ὑπόψη.

Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀναφέρεται ὕστερα στὴ μεγάλη καὶ θεόσδοτη ἀρετὴ τῆς νηστείας, ὅπου ὁ Κύριος μᾶς ἐκθέτει τὰ γνωρίσματα τῆς θεάρεστης νηστείας. Ἡ νηστεία, πρέπει νὰ ποῦμε ἐξαρχῆς, πὼς ἐντάσσεται στὸ πλαίσιο τῆς χριστιανικῆς ἄσκησης, τῆς προσπάθειας δηλαδὴ ἐκείνης, ποὺ ἀναλαμβάνουν οἱ πιστοί, πάντοτε στὰ ὅρια καὶ τὸ μέτρο ποὺ καθορίζει ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ ἱερὰ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὸν ζυγὸ τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν κυριαρχία τῶν παθῶν. Ἡ ἄσκηση εἶναι ἀγώνας συννέκρωσης μὲ τὸν Χριστὸ καὶ συνανάστασης μαζί Του. Καὶ δὲν νοεῖται χριστιανικὴ ζωὴ χωρὶς ἄσκηση. Ἡ ἀποκοπὴ δυστυχῶς πολλῶν χριστιανῶν σήμερα ἀπὸ τὶς ἐκκλησια-στικές μας ρίζες, ἡ ἀλλοίωση τοῦ φρονήματος καὶ ἡ ἐκκοσμίκευση τοῦ τρόπου ζωῆς τοὺς κάνουν νὰ ὑποτιμοῦν, συχνὰ καὶ νὰ ἀρνοῦνται τὸν θεσμὸ τῆς νηστείας. Ἀλλὰ καὶ ὅσοι νηστεύουμε, συχνὰ τὸ κάνουμε τελείως συμβατικά, χωρὶς νὰ συναισθανόμαστε τὴν πνευματικὴ σημασία καὶ τὸν σκοπὸ τῆς νηστείας.

Ἡ νηστεία καταρχάς, ἀδελφοί, δὲν εἶναι ἐφεύρημα ἀνθρώπων, λόγου χάρη τῶν ἀσκητῶν, ἀλλὰ ἐντολὴ Θεοῦ, ἡ πρώτη καὶ ἀρχαιότερη ἐντολή, «συνομήλικη μὲ τὴν ἀνθρωπότητα, καθὼς νομοθετήθηκε στὸν Παράδεισο», ὅπως σοφὰ ὑποσημαίνει ὁ Μέγας Βασίλειος. Διότι ἡ ἀπαγορευτικὴ ἐντολή, ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στοὺς Πρωτοπλάστους νὰ μὴ φάγουν ἀπὸ «τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν», εἶναι ἀκριβῶς ἐντολὴ νηστείας· καθότι, ἡ λέξη νηστεία παράγεται ἀπὸ τὸ ἀρνητικὸ μόριο νὴ καὶ τὸ ρῆμα ἐσθίω, νὴ-ἐσθίω, δηλαδὴ δὲν τρώγω. Κι αὐτὸ ἀκριβῶς σημαίνει ἡ ἐντολὴ τοῦ  Θεοῦ, «οὐ φάγεσθε». Καί, ἐπειδὴ δὲν τήρησαν οἱ Πρωτόπλαστοι τὴν ἐντολὴ αὐτὴ τῆς νηστείας, ἐξορισθήκαμε ἀπὸ τὸν Παράδεισο τῆς τρυφῆς. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας ὅρισε νὰ γίνεται σήμερα ἡ μνήμη τῆς ἐξορίας τῶν Πρωτοπλάστων ἀπὸ τὸν Παράδεισο, ὥστε νὰ μᾶς παρακινήσει μὲ τὴ νηστεία νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ εἰσέλθουμε σ᾽ αὐτόν. Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι διάσπαρτη ἀπὸ ἀναφορὲς στὴ νηστεία, στὴν ὁποία ὑποβάλλονταν οἱ εὐσεβεῖς Ἰσραηλίτες, σύμφωνα μὲ σχετικὲς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ στὸν Μωσαϊκὸ Νόμο. Οἱ Προφῆτες μάλιστα, ὅπως ὁ Ἡσαΐας, ὑπογραμμίζουν τὴν ἀξία τῆς εὐπρόσδεκτης στὸν Θεὸ νηστείας καὶ τὴ δύναμη ποὺ ἔχει νὰ ἐξαλείφει ἁμαρτίες. Στὴ νηστεία ἀναφέρεται συχνὰ καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καθὼς καὶ ὅλη ἡ Καινὴ Διαθήκη. Ὁ Χριστός μας, στὴ σημερινὴ περικοπὴ γιὰ παράδειγμα, ἀπορρίπτει τὴν ὑποκριτική της ἐξάσκηση καὶ ὑποδεικνύει πὼς πρέπει νὰ νηστεύουμε μὲ ταπείνωση καὶ ἀφάνεια, μόνο γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅσα δίδαξε μὲ τὸν λόγο Του, ἐπισφράγισε μὲ τὸ ἅγιό Του παράδειγμα, «νηστεύσας ἡμέρας τεσσαράκοντα καὶ νύκτας τεσσαράκοντα», πρὶν ἀρχίσει τὴ δημόσια δράση Του, καθὼς καὶ ἄλλες φορές. Μὲ βάση λοιπὸν τὴ διδασκαλία καὶ τὸ πνεῦμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ σύμφωνα μὲ τὸ ὑπόδειγμα τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ εἶπε, «καὶ ὅταν ἀπαρθῇ ἀπ᾽ αὐτῶν ὁ Νυμφίος, τότε νηστεύσουσιν» οἱ μαθητές Του, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία καθόρισε ἡμέρες καὶ περιόδους νηστείας γιὰ τοὺς Χριστιανούς, καθορίζοντας τὸν σκοπό της καὶ τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ ἀσκεῖται. Ἄξονας, γύρω ἀπὸ τὸν ὁποῖο διαμορφώθηκαν οἱ ἐκκλησιαστικὲς νηστεῖες, ὑπῆρξαν οἱ μεγάλοι σταθμοὶ τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ μας. Πρωταρχικὸς δὲ σκοπὸς τῆς νηστείας εἶναι ἡ κάθαρση καὶ ὁ ἐξαγιασμὸς τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μας. Γι᾽ αὐτὸ καὶ οἱ Πατέρες τὴν ὀνομάζουν «παθοκτόνο» καὶ «φάρμακον παθῶν καθαρτήριον». Ἡ νηστεία, ἀκόμη, διακρίνεται σὲ σωματικὴ καὶ πνευματική. Ἡ μὲν σωματικὴ συνίσταται στὴν ἀποχὴ ὁρισμένων τροφῶν, τῶν ἀρτυσίμων, ὥστε νὰ περισταλοῦν οἱ ψυχοφθόρες ὁρμὲς καὶ νὰ ταπεινωθεῖ τὸ σῶμα μας. Καὶ πνευματικὴ νηστεία εἶναι ἡ νηστεία τῆς ψυχῆς, τοῦ ἔσω ἀνθρώπου, ποὺ συνίσταται στὴν καταπολέμηση τῶν ψυχικῶν παθῶν καὶ ἀποξένωσή τους. Σ᾽ αὐτὸ συνίσταται ἡ ἀληθινὴ νηστεία, ὅπως ὁρίζει ὁ Μ. Βασίλειος: «Νηστεία γὰρ ἀληθής, ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις». Καί, ἀποξένωση ἀπὸ τὰ πάθη, σημαίνει ἀγώνας συνειδητὸς γιὰ ἀποφυγὴ τῆς ἁμαρτίας σὲ ὅλες τὶς ἐκφράσεις καὶ ἐκφάνσεις της, μὲ λόγο, ἔργο καὶ κατὰ διάνοια.

Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας κλείνει μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου μας γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη. Ἐκεῖ μᾶς τονίζει, πὼς οἱ ἐπίγειοι θησαυροὶ ἔρχονται καὶ παρέρχονται, φθείρονται, χάνονται, κλέπτονται. Καὶ μᾶς συμβουλεύει νὰ θησαυρίζουμε θησαυροὺς στὸν οὐρανό. Καί, πῶς γίνεται αὐτό, νὰ ἀποταμιεύουμε στὸ οὐράνιο ταμιευτήριο, ὅπως ἔλεγε εὐφυῶς ὁ μακαριστὸς ὅσιος Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης; Κατεξοχὴν μὲ τὴν ἐλεημοσύνη πρὸς τοὺς ἐμπερίστατους ἀδελφούς μας. «Ὁ ἐλεῶν πτωχόν, δανείζει Θεῷ καὶ κατὰ τὴν δόσιν αὐτοῦ τὸ ἀνταπόδομα αὐτοῦ ἔσται», ὁρίζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὶς Παροιμίες τοῦ Σολομῶντος (Παρ. 19,17). Εἴδαμε καὶ στὸ Εὐαγγέλιο τῆς προηγουμένης Κυριακῆς, πὼς κάθε ἔκφραση ἀγάπης στὸν πλησίον μας ἀναφέρεται στὸ ἴδιο τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μας: «ἐφ᾽ ὅσον ἐποιήσατε (τὸ ὅποιο καλὸ ἔργο) ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε», θὰ εἰπεῖ στοὺς δικαίους κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως ὁ δικαιοκρίτης Κύριος.

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἡ ἀρχαιότερη, μεγαλύτερη καὶ σπουδαιότερη νηστεία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους εἶναι αὐτὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, πού, σὺν Θεῷ, ἀρχίζουμε αὔριο. Καὶ ποῦ ἀποσκοπεῖ; Μαζὶ μὲ τὴν ψυχική μας ὠφέλεια, νὰ μᾶς προετοιμάσει, μαζὶ μὲ ὅλες τὶς κατανυκτικὲς καὶ ὡραιότατες Ἀκολουθίες τῆς εὐλογημένης αὐτῆς περιόδου, γιὰ ἐπάξια συμμετοχή μας στὰ Πάθη καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας. Εὐλογημένοι ὅσοι ἀναλάβουν, μὲ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ μας, τὸν καλὸ ἀγῶνα τῆς νηστείας καὶ νηστεύσουν θεάρεστα, σωματικὰ καὶ πνευματικά. Αὐτοὶ θὰ γευθοῦν τὴ λυτρωτικὴ χαρὰ τοῦ Σταυροῦ καὶ τὸ πλήρωμα τῆς ἀναστάσιμης χαρᾶς. Αὐτῆς νὰ μᾶς ἀξιώσει ὁ Χριστός μας, μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας μας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων. Ἀμήν!