Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
Μεγάλη ἡ σημερινὴ ἑορτή, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί. Σὰν σήμερα, σαράντα ἡμέρες μετὰ τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία δοξάζει καὶ τιμᾶ μὲ ὕμνους καὶ ᾠδὲς πνευματικὲς τὸ τελευταῖο θαυμαστὸ γεγονὸς τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς τοῦ ἀναστάντος Σωτῆρος. Σήμερα ἑορτάζουμε τὴν ἀνάληψη στοὺς οὐρανοὺς τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ.
Ὅπως μᾶς ἀναφέρουν τὰ ἅγια Εὐαγγέλια, καθὼς καὶ ἄλλα βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὁ Κύριος, μετὰ τὴν ἐκ νεκρῶν τριήμερη ἔγερσή Του, ἐμφανίστηκε πολλὲς φορὲς στοὺς ἀγαπημένους Του μαθητὲς καὶ μαθήτριες, εἴτε χωριστὰ σὲ ὁρισμένους, εἴτε σὲ περισσότερους, κάποτε σὲ μεγάλο ἀριθμὸ ἀπ᾽ αὐτούς, ἀκόμη καὶ σὲ ὅλη τὴν ὁμήγυρη τῶν μαθητῶν. Καὶ ὁ λόγος φανερός: Γιὰ νὰ πιστοποιήσει στοὺς θλιμμένους αὐτοὺς καὶ πιστοὺς ἀλλὰ ἀκόμη ἀδύνατους καὶ ἀστήρικτους ἀκολούθους Του τὸ ὑπερθαύμαστο γεγονὸς τῆς Ἀνάστασής Του. Ὅτι δηλαδὴ εἶχε πραγματικὰ ἀναστηθεῖ ἐκ νεκρῶν μὲ τὸ θεωμένο ἄχραντο Σῶμα Του.
Ἡ περικοπή, ποὺ μόλις ἀκούσαμε, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καὶ τὸ τέλος τοῦ κατὰ Λουκᾶν ἁγίου Εὐαγγελίου, μᾶς ἐξιστορεῖ τὴν τελευταία φανέρωση τοῦ Ἰησοῦ, σαράντα ἀκριβῶς ἡμέρες μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του, σὲ ὅλους τοὺς ἁγίους ἀποστόλους καὶ τὴν Παναγία Του Μητέρα, ποὺ ἦσαν συναθροισμένοι στὸ ἀνώγαιο ἐκεῖνο τῆς Σιών, στὰ Ἱεροσόλυμα. Καί, ἐπειδὴ ἐμφανίσθηκε ξαφνικὰ ἀνάμεσά τους καὶ αὐτοὶ εὔλογα ταράχθηκαν, φοβήθηκαν καὶ θεώρησαν πὼς ἦταν ἕνα ἄσαρκο πνεῦμα, Αὐτὸς τότε, ὡς καρδιογνώστης καὶ χορηγὸς τῆς εἰρήνης, ἀμέσως τοὺς καθησυχάζει καὶ τοὺς χορηγεῖ τὴν εἰρήνη Του, «τὴν πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν». Καὶ στὴ συνέχεια, τοὺς δείχνει τὰ τεκμήρια τοῦ ἁγίου Του Πάθους, τὰ χέρια καὶ πόδια Του μὲ τοὺς τύπους τῶν ἥλων, γιὰ νὰ τοὺς πιστοποιήσει ὅτι αὐτὸς ἦταν ἀληθινὰ ὁ σαρκωμένος Μεσσίας καὶ Ἐσταυρωμένος γιὰ χάρη τους καὶ γιὰ χάρη ὅλου τοῦ κόσμου, ὁ Λυτρωτὴς καὶ ἀγαπημένος τους Διδάσκαλος. Καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖνοι, ἀπὸ τὴν πολλή τους χαρὰ στὸ ἀνέλπιστο θέαμα, ἀπιστοῦσαν, γιὰ νὰ τοὺς ἀποδείξει περίτρανα πὼς δὲν ἦταν μόνο ἕνα ἄυλο πνεῦμα, ἀλλὰ ἔφερε καὶ σάρκα, ἂν καὶ ἐξαϋλωμένη καὶ θεωμένη, ζήτησε νά τοῦ δώσουν κάτι νὰ φάγει. Κι αὐτοὶ τοῦ ἔδωσαν ἕνα κομμάτι ψάρι ψητὸ καὶ λίγο κηρόμελο. Οἱ πρώην ψαράδες τῶν ἀφώνων ψαριῶν ἔδωσαν στὸν Μεγάλο Ἁλιέα τῶν ψυχῶν ψάρι —σ᾽ Αὐτὸν ποὺ τοὺς ἀνέδειξε μὲ τὴ Χάρη του ψαράδες λογικῶν ἀνθρώπων— καὶ κηρόμελο, σύμβολο τῆς γλυκύτητας τῆς οὐράνιας ζωῆς καὶ διδασκαλίας καὶ τοῦ Θείου φωτισμοῦ. Τὰ ὁποῖα ὁ Θεάνθρωπος, ποὺ τὰ πάντα οἰκονομεῖ γιὰ τὴ σωτηρία μας, ἔλαβε καὶ ἔφαγε μπροστά τους. Κι ἀσφαλῶς τοῦτο ἔπραξε ἀπὸ ἄκρα συγκατάβαση, γιατὶ τὸ ἀναστημένο καὶ θεωμένο Του Σῶμα δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ βρώση καὶ πόση. Κι ἐκείνη ἡ λίγη τροφὴ ποὺ ἔλαβε, χωνεύθηκε στὸ πῦρ τῆς Θεότητας καὶ χάθηκε, ὅπως ὅταν ρίξουμε μία τρίχα σὲ ἀναμμένο καμίνι.
Στὴ συνέχεια, τοὺς ὑπενθύμησε ὅσα τοὺς εἶχε διδάξει γιὰ τὸ Πρόσωπό του, καὶ ὅτι ἔτσι ἔπρεπε νὰ ἐκπληρωθοῦν οἱ προφητικὲς ρήσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιὰ τὸ Πάθος καὶ τὴν Ἀνάστασή Του, καὶ τοὺς ἔδωσε τὸ χάρισμα τῆς βαθύτερης κατανόησης τοῦ «κεκαλυμμένου γράμματος» τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Κι ἀκόμη τόνισε στοὺς μαθητές Του τὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, ποὺ θὰ ἀναλάμβαναν, καὶ τὸ τί καὶ σὲ ποιοὺς ἔπρεπε νὰ κηρύττουν: Ἱεραποστολὴ στὸ ὄνομά Του σὲ ὅλα τὰ ἔθνη, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν ἁγία πόλη Ἱερουσαλήμ, μὲ ἐπίκεντρο τοῦ κηρύγματος τὴν ἀνάγκη γιὰ μετάνοια καὶ τὴ συνεπαγόμενη ἀληθινὴ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, ποὺ πήγασε ἀπὸ τὸ λυτρωτικό Του ἔργο. Καὶ τοὺς προλέγει κατόπιν τὴν ἀποστολὴ σ᾽ αὐτοὺς τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα Του, κι ὅτι ἔπρεπε νὰ παραμείνουν στὰ Ἱεροσόλυμα, μέχρι νὰ ἐνδυθοῦν αὐτὴ τὴν «ἐξ ὕψους δύναμιν» τῆς ἁγιαστικῆς ἐνέργειας τοῦ Πνεύματος. Κι ἀφοῦ πορεύθηκε μαζί τους μέχρι τὴν πλησιόχωρη Βηθανία, στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, σήκωσε τὰ ἄχραντα χέρια Του καὶ τοὺς εὐλόγησε. Καί, καθὼς τοὺς εὐλογοῦσε, ἅγιοι ἄγγελοι, μὲ τὴ μορφὴ νεφέλης φωτεινῆς, ἄρχισαν νὰ τὸν σηκώνουν καὶ τὸν μετέφεραν, τὸν Κύριο καὶ Θεό τους, στοὺς οὐρανούς. Καὶ ἐκεῖ εὑρίσκεται, στὰ δεξιὰ τοῦ Πατέρα, Θεάνθρωπος στοὺς αἰῶνες! Καὶ πάλιν θὰ κατέλθει ἐν δόξῃ, κατὰ τὴν πρόρρηση τῶν παρισταμένων στὴν Ἀνάληψη δύο ἀγγέλων, κατὰ τὴ φοβερὴ ἡμέρα τῆς Κρίσεως, γιὰ νὰ κρίνει τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὰ ἔργα μας.
Μέγα τὸ μυστήριο τῆς σημερινῆς ἡμέρας, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί. Γιατὶ μὲ τὴν ἐν σώματι Ἀνάληψή του στοὺς οὐρανοὺς ὁ Δεσπότης Χριστός, ὁ φαινόμενος μέχρι τότε ἀπὸ συγκατάβαση ταπεινὸς Θεάνθρωπος ὄχι μόνο ξαναέλαβε τὴ δόξα τῆς Θεότητος, ἄφησε δηλαδὴ νὰ διαφανεῖ πλέον καὶ σὲ ἀγγέλους καὶ σὲ ἀνθρώπους ἡ δόξα τῆς Θεότητός Του, ποὺ οὐδέποτε τὸν εἶχε ἐγκαταλείψει, ἀλλὰ καὶ συνανύψωσε μὲ τὴ θεωμένη του ἀνθρωπότητα τὴν πεσμένη ἀπὸ τὴν παρακοὴ καὶ τὴν ἁμαρτία ἀνθρώπινη φύση ὑψηλότερα καὶ ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, καὶ τὴν ἔκανε συγκάθεδρη μὲ τὸν Θεό! ῍Ω βάθος καὶ ὕψος ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας Θεοῦ! Πῶς νὰ ἀνταποδώσουμε ἐπάξια τὴν εὐχαριστία στὸν ἀναληφθέντα Κύριο ἐμεῖς οἱ εὐτελεῖς χοϊκοί, γιὰ τὶς ἀνέκφραστες καὶ ἀκατάληπτες στὸν ἀνθρώπινο μας νοῦ δωρεὲς καὶ χάριτες; Καὶ ποιά εὐθύνη ἐπωμισθήκαμε ἐμεῖς οἱ γηγενεῖς, γιὰ νὰ κρατοῦμε καθαρὸ καὶ ἁγνὸ καὶ ἄξιο τῆς κλήσεώς μας τὸ σῶμα μας, ποὺ ἁγίασε καὶ θέωσε καὶ συνανέλαβε ὁ Θεάνθρωπος; Ἡ ἀπάντηση εἶναι μία: Νὰ στοιχοῦμε στὸ κήρυγμα καὶ θέλημα τοῦ Φιλανθρώπου Θεανθρώπου καὶ τῶν μαθητῶν Του, ποὺ εἶναι διὰ βίου ἀγώνας γιὰ μετάνοια καὶ ἀνακαίνιση τῆς καρδίας καὶ τοῦ νοῦ μας, ποὺ πρέπει νὰ γίνει νοῦς Χριστοῦ, καὶ ἐπάξια συμμετοχή, κοινωνία τοῦ ἀναστημένου ἁγίου Σώματος καὶ Αἵματός Του, εἰς «ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν τὴν αἰώνιον», κατὰ τὴν ἀψευδή του ἐπαγγελία. Γένοιτο, Κύριε!