Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
«ἐφ᾽ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. 25, 40)
Ἡ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ, τοῦ πιστοῦ χριστιανοῦ, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, ὅπως μᾶς ἀποκαλύφθηκε στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἑρμηνεύεται μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, συνέχεται – πρέπει νὰ συνέχεται- ἀπὸ δύο διαστάσεις: Τὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ στὸν παρόντα αἰώνα, ἀλλὰ καὶ τὴν προσδοκώμενη ἀτελεύτητη αἰωνιότητα ἐν Χριστῷ.
Πρέπει ἡ ζωή μας νὰ ἔχει, ὅπως λέμε στὴ γλώσσα τὴ θεολογική, ἐσχατολογικὴ διάσταση: «Ἐὰν ἐλπίζαμε μόνο στὴ ζωὴ τούτη (τὴν ἐπὶ γῆς) στὸν Χριστό», κηρύσσει ὁ θεηγόρος Παῦλος, «θὰ ἤμασταν ἐλεεινότεροι ὅλων τῶν ἀνθρώπων» (Α´ Κορ. 15,19). Ἀλίμονο στὸν ἄνθρωπο, ποὺ ζεῖ χωρὶς τὴν προοπτικὴ τῆς αἰωνιότητας!
Ἡ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Χριστός μας θὰ ἔλθει πλέον ἐν δόξῃ, ὡς δοξασμένος Θεάνθρωπος, καὶ ἡ τελικὴ κρίση τῶν ἀνθρώπων, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ σημάνει τὸ τέλος τοῦ παρόντος φυσικοῦ κόσμου, τῆς ἱστορίας, καὶ θὰ ἀρχίσει ἡ αἰώνια ζωή, εἶναι δόγμα πίστεως, κατοχυρωμένο ἀκράδαντα σὲ πλεῖστα ὅσα σημεῖα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τόσο τῆς Παλαιᾶς, ὅσο καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὁ Θεὸς «ἔστησεν ἡμέραν, ἐν ᾗ μέλλει κρίνειν τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ» (Πράξ. 17,31). Βλέπετε, ἡ τελικὴ κρίση εἶναι καὶ αἴτημα δικαιοσύνης παναθρώπινο, ἀφοῦ βλέπουμε πόση ἀδικία ἐπικρατεῖ στὸν κόσμο τοῦτο, ἀλλὰ καὶ αἴτημα τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ: «Ὅλοι μας πρέπει νὰ παρουσιασθοῦμε μπροστὰ στὸ Βῆμα (τὸ δικαστικὸ) τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ ἀπολάβει ὁ καθένας ἀνάλογα μὲ ὅσα ἔπραξε μὲ τὸ σῶμα (σὲ τούτη δηλαδὴ τὴ ζωή), εἴτε καλὰ εἴτε κακά», ἀποφαίνεται ὁ θεόπνευστος ἀπόστολος Παῦλος (Β´ Κορ. 5,10). Καὶ ἡ Ἐκκλησία μας τὸ διακηρύσσει μὲ στεντόρεια φωνή, κάθε φορὰ ποὺ ἐκφωνεῖται τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως: Ἐκεῖ, ὁμολογοῦμε ὅτι πιστεύουμε «εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν… καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς, οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος», γιὰ νὰ καταλήξουμε: «Προδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν.» Ἀλίμονο σ᾽ αὐτούς, ποὺ ἀρνοῦνται τὴν θεμελιώδη αὐτὴ διδασκαλία τῆς Πίστης μας. Γράφει σχετικὰ ὁ ἅγιος Πολύκαρπος, ἐπίσκοπος Σμύρνης: «Ὅποιος διαστρέφει τὰ λόγια τοῦ Κυρίου σύμφωνα μὲ τὶς δικές του ἐπιθυμίες καὶ λέει ὅτι δὲν ὑπάρχει, οὔτε ἀνάσταση, οὔτε κρίση, αὐτὸς εἶναι πρωτότοκος υἱὸς τοῦ σατανᾶ.» (Ἐπιστολὴ πρὸς Φιλιππισίους, 7.1)
Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας, ὁ δίκαιος Κριτής, μὲ τρόπο ζωντανὸ καὶ ἐποπτικό, μᾶς περιέγραψε στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ μόλις ἀκούσαμε τὴ δεύτερη δοξασμένη Του ἔλευση, ὅταν θὰ ἔλθει μέσα στὸ πλῆθος τῶν ἀγγέλων καὶ ἁγίων Του, γιὰ τὴν τελικὴ κρίση καὶ ἀνταπόδοση τῶν ἔργων τῶν ἀνθρώπων. Τότε, ἀφοῦ πρῶτα ἀναστηθοῦν ἄφθαρτοι ὅλοι οἱ ἀπ᾽ αἰῶνος νεκροὶ καὶ οἱ τότε ζῶντες ἀφθαρτισθοῦν, θὰ μαζευθοῦν γύρω ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ἀδέκαστο τοῦ Δεσπότου κριτήριο. Καὶ ὁ ἀλάθητος καὶ δικαιοκρίτης Ἰησοῦς θὰ χωρίσει τοὺς συνανθροισμένους ἀνθρώπους σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα τους. Καὶ τοὺς μὲν δίκαιους, ποὺ παρομοιάζει μὲ τὰ ἥμερα καὶ ἄκακα πρόβατα, θὰ τοὺς τοποθετήσει στὰ δεξιά Του, ἐνῶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀμετανόητους, ποὺ τοὺς ἐξομοιώνει μὲ τὰ ἄτακτα ἐρίφια (κατσίκια), στὰ ἀριστερά Του. Ἐκείνη τὴ φοβερὴ ὥρα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, θὰ μᾶς ζητηθεῖ λόγος γιὰ ὅλες ἀσφαλῶς τὶς πράξεις μας, κι ἂν τηρήσαμε ἢ ὄχι ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Στὴ συνοπτικὴ ὅμως παρουσίαση τῆς τελικῆς κρίσης, ποὺ περιγράφει ἡ σημερινὴ περικοπή, ὁ Κύριός μας ἐπικεντρώνεται κατεξοχὴν στὴν τήρηση ἢ ὄχι τῆς κορυφαίας ἐντολῆς τῆς ἀγάπης, τῆς διπλῆς ἀγάπης, πρῶτα πρὸς τὸν Θεὸ καὶ μετὰ πρὸς τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τὸν ἄνθρωπο. Γιατί, ὅποιος ἀγαπάει ἀληθινὰ καὶ εἰλικρινὰ τὸν Θεό, ἀγαπάει κατὰ φυσικὴ συνέπεια καὶ τὸ πλάσμα Του, τὸν ἀδελφό Του, τὸν κάθε ἄνθρωπο. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ κρίση ἐδῶ ἑστιάζεται στὴν ἀγάπη, ποὺ εἶναι ἡ βάση καὶ τὸ θεμέλιο τοῦ Νόμου καὶ τῶν Προφητῶν, ὅλου τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος. Καὶ θὰ ἀναφερθεῖ στὴν ἐξέτασή Του ὁ Χριστός μας σ᾽ ὅλες τὶς ἐπιμέρους ἔμπρακτες ἐκδηλώσεις τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς πονεμένους καὶ ἐμπερίστατους ἀδελφούς μας: Ἂν δηλαδὴ δώσαμε τροφὴ σὲ πεινασμένους, νερὸ σὲ διψασμένους, στέγη καὶ κατάλυμα σὲ φτωχοὺς καὶ ξένους, ἐνδύματα σὲ γυμνοὺς καὶ ἐνδεεῖς, κι ἂν ἐπισκεφθήκαμε ἀρρώστους καὶ φυλακισμένους, γιὰ νὰ τοὺς συμπαρασταθοῦμε καὶ νὰ τοὺς παρηγορήσουμε. Ἐδῶ εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ προσέξουμε καὶ νὰ τονίσουμε τὸ ὅτι ὁ Χριστός μας θεωρεῖ ὅλα τὰ καλὰ ἔργα καί, ἀντίθετα, ὅλες τὶς ἐλλείψεις τῶν καλῶν ἔργων, ὅτι ἀναφέρονται στὸν Ἴδιο, στὸ ἅγιο πρόσωπό Του: «ἐπείνασα γὰρ καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ ἐποτίσατέ με», κ.λπ. Αὐτὸ εἶναι κάτι τὸ συγκλονιστικό, ποὺ πρέπει νὰ ἔχουμε πάντα σοβαρά ὑπόψη μας: Στὸ πρόσωπο τοῦ κάθε πτωχοῦ, ἐμπερίστατου, ἀσθενῆ, πρέπει νὰ βλέπουμε τὸν ἴδιο τὸν Θεό, τὸν Χριστό μας. Γι᾽ αὐτὸ καὶ κάπου στὴν Παλαιὰ Διαθήκη λέει, «ὁ ἐλεῶν πτωχόν, δανείζει Θεῷ». Δηλαδὴ μὲ τὴν ἐλεημοσύνη, ὢ πράγματος παραδόξου, καθιστοῦμε τὸν Θεὸ χρεώστη μας!
Ἐδῶ θὰ σᾶς διηγηθῶ ἕνα θαυμαστὸ καὶ συγκινητικὸ γεγονός, ποὺ συνέβη πρὶν ἀπὸ 30 περίπου χρόνια σὲ μεγαλούπολη τῆς Ἀμερικῆς, ὅπως μᾶς ἀνέφερε Μητροπολίτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅταν ἦταν ἀκόμη ἀρχιμανδρίτης στὴν Ἀθήνα. Τὸ γεγονὸς τοῦ τὸ διηγήθηκε μία κυρία, ἡ ὁποία ἦταν καὶ ἡ αὐτόπτης μάρτυς. Ἡ κυρία αὐτή, Ἑλληνίδα στὴν καταγωγή, διέμενε τότε στὴν Ἀμερική. Καί, πιθανώτατα θὰ γνωρίζετε ὅτι, ἐπειδὴ ἐκεῖ κυκλοφοροῦν ἐπικίνδυνοι ἄνθρωποι, ὁ κόσμος εἶναι κλειδαμπαρωμένος στὰ σπίτια του καὶ δὲν ἀνοίγουν εὔκολα τὶς πόρτες στὸν καθένα. Κάποια μέρα, πρωί, κτύπησε τὸ κουδούνι τῆς ἐξώπορτας τῆς κυρίας αὐτῆς. Αὐτὴ βέβαια δὲν ἄνοιξε τὴν πόρτα. Ἐπειδὴ ὅμως χτυποῦσε ἐπίμονα τὸ κουδούνι, κοίταξε ἀπὸ πάνω νὰ δεῖ ποιός χτυποῦσε, καὶ εἶδε ἕνα κουρελὴ ζητιάνο στὴν πόρτα. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸς ἐπέμενε νὰ κτυπᾶ, ἀποφάσισε νὰ πάει νὰ ἀνοίξει, ὄχι βέβαια γιὰ νὰ τοῦ δώσει ἐλεημοσύνη, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν βρίσει, νὰ τὸν κατσαδιάσει καὶ νὰ τὸν διώξει κακὴν κακῶς. Μόλις λοιπὸν ἄνοιξε τὴν πόρτα μ᾽ αὐτὸ τὸν σκοπὸ καὶ ἄρχισε νὰ φωνάζει, ὁ ἄγνωστος πτωχὸς ἔλαμψε σὰν τὸν ἥλιο, μεταμορφώθηκε στὴ μορφὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ χάθηκε ἀπὸ μπροστά της! Ἡ γυναίκα, συγκλονισμένη, λιποθύμησε καί, ὅταν συνῆλθε, ἔκλαιγε γοερῶς ἐν μετανοίᾳ, μέχρι ποὺ ἐπέστρεψε στὴν Ἑλλάδα καὶ ἀνέφερε τὸ γεγονὸς στὸν ἀνωτέρω κληρικό.
Καί, πῶς ὁλοκληρώνεται ἡ τελικὴ κρίση, ἀδελφοί μου, γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ εὐαγγελικό μας ἀνάγνωσμα; Πῶς τελειώνει ἡ σημερινὴ περικοπή; «Καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι (οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀμετανόητοι) εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον». Ἡ κρίσις ἔρχεται, ἀγαπητοί μου, καὶ τὸ ἀποτέλεσμά της, τὸ ἀκούσαμε, εἶναι ἀναπόδραστο. Κι ἐμεῖς, τί κάνουμε; Πῶς ἀνταποκρινόμαστε στὸν Κριτὴν Ἰησοῦν; Πρῶτα μὲ πίστη καὶ ἐλπίδα στὸ ἔλεός Του. Ὕστερα μὲ μετάνοια ὁλόψυχη, μὲ διόρθωση τοῦ βίου μας, μὲ ἑτοιμασία γιὰ τὸ τέλος μας, τὸν θάνατο, καὶ τὴν αἰώνια, τὴ μετὰ θάνατον ζωή. Ἑτοιμασία μὲ ἔργα καλά, ἔργα θεάρεστα, ἔργα ποὺ θὰ μᾶς ἀκολουθήσουν στὴν αἰωνιότητα καὶ θὰ καθορίσουν τὴν αἰώνια κατάσταση καὶ ζωή μας.
Εἶναι ὅμως ἀπαράδεκτο, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, ἐν μέσῳ τῶν ποικίλων κρίσεων ποὺ διερχόμαστε, ὡς τόπος, ὡς ἔθνος, μὲ τὸ πολύνεκρο καὶ αἱματηρὸ δράμα τῶν ἀνθρώπων τῆς γειτονικῆς μας Συρίας, καὶ μάλιστα ἐνόψει τῆς τελικῆς καὶ ἀλάθητης Κρίσης τοῦ Κυρίου, νὰ συμμετέχουμε σὲ Καρναβάλια, σὲ καρναβαλίστικους χοροὺς καὶ παρόμοιες ἐκδηλώσεις. Τὰ ὅσα δυστυχῶς γίνονται σ᾽ αὐτές, δὲν εἶναι παρὰ ἀναβίωση εἰδωλολατρικῶν ὀργιαστικῶν τελετῶν, ὅπου γινόταν φανερὴ λατρεία τοῦ δαίμονος τῆς ἀκολασίας καὶ λάμβαναν χώρα πράξεις ἀκολασίας. Τὶς τελετὲς αὐτὲς μιμήθηκαν κατεξοχὴν οἱ Εὐρωπαῖοι τοῦ Μεσαίωνα, ποὺ αὐτὴ τὴν περίοδο μεταμφιέζονταν, γιὰ νὰ κάνουν ἀδιάγνωστα τὶς ἀκολασίες τους, ἔχοντας κατασκευάσει ἕνα ὁμοίωμα τοῦ διαβόλου -αὐτὸς εἶναι ὁ βασιλιὰς καρνάβαλος, ποὺ προηγεῖτο (καὶ προηγεῖται) τῆς καρναβαλίστικης πομπῆς- καὶ καθοδηγοῦσε τὰ ἔργα ποὺ ἀκολουθοῦσαν… Καὶ μετά, ἐνόψει τῆς περιόδου τῆς νηστείας καὶ μετάνοιας τῆς Τεσσαρακοστῆς, ἔκαιγαν τὸν Καρνάβαλο, εἰς ἔνδειξη δῆθεν μετάνοιας καὶ διόρθωσης! Καθαρὴ δηλαδὴ Θεομπαιξία! Δυστυχῶς, τὰ ἀντιχριστιανικὰ καὶ εἰδωλολατρικὰ ἔθιμα τῆς ἄθεης Εὐρώπης πέρασαν καὶ στὶς Ὀρθόδοξες χῶρες, καὶ στὴ χώρα μας. Ἔθιμα τελείως ἀπαραδέκτα γιὰ ἕνα πιστὸ Ὀρθόδοξο χριστιανό. Οἱ ἅγιοι Πατέρες λένε ὅτι ὅσοι μετέχουν σὲ τέτοια ἔργα δὲν εἶναι ἄξιοι, ὄχι μόνο νὰ κοινωνήσουν, ἀλλ᾽ οὔτε ἀντίδωρο νὰ πάρουν ὅλη τὴ Σαρακοστή. Ναί, ὡς χριστιανοὶ κι ἐμεῖς, αὐτὲς τὶς μέρες, ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας ὅρισε κατάλυση ἐνόψει τῆς αὐστηρῆς νηστείας τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, θὰ χαροῦμε χριστιανοπρεπῶς καὶ θὰ καταλύσουμε μὲ σεμνοπρέπεια καὶ μὲ μέτρο, ἀλλ᾽ ὄχι καὶ νὰ ἀκολασταίνουμε μὲ τὴν πρόφαση τῶν καρναβαλιῶν καὶ μέσα σὲ καρναβαλίστικες τάχα ἐκδηλώσεις.
Ἂς ἐκζητήσουμε μὲ μετάνοια τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀδελφοί, καὶ ἂς ἀγωνιστοῦμε μὲ εὐλάβεια νὰ εὐαρεστήσουμε σ᾽ Αὐτόν, τηρώντας τὸ ἅγιο θέλημά Του, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως νὰ ἀκούσουμε τὴν εὐλογημένη καὶ πραεία φωνὴ τοῦ Χριστοῦ μας: «δεῦτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν». Ἀμήν! Γένοιτο, Κύριε!