Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ: Ἡ ὁσία Βρυώνα (= Βριένη) στὰ Μανδριὰ τῆς Πάφου (30/8)

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

ὁσία Βρυώνα (= Βριένη) στὰ Μανδριὰ τῆς Πάφου.
μεγάλη θαυματουργὸς ἀσκήτρια τῆς βυζαντινῆς Κύπρου*

Εἰκ. 1

Στὴν πολυάριθμη ἔνθεη χορεία, ἡ ὁποία διῆλθε ἀγγελικὰ τὴν ἀσκητικὴ βιοτὴ στὸν τόπο μας, συγκαταλέγονται, τόσο πνευματοφόροι ἄνδρες, ὅσο καὶ θεοφόρες γυναῖκες, ἔστω κι ἂν εἶναι λίγες οἱ γνωστές, γιὰ ὅσες δηλαδὴ μᾶς διέσωσε στοιχεῖα ὁ πανδαμάτωρ χρόνος καί, βεβαίως, ἡ Θεία Πρόνοια. 

Εἰκ. 2

Ἀνάμεσά τους ἐξέχουσα θέση κατέχει ἀναμφίλεκτα μέχρι σήμερα ἡ σημειοφόρος Βριένη τῆς Πάφου, τῆς ὁποίας τὸ ὄνομα ἀποδόθηκε μὲ τὸν χρόνο ὡς Βρυῶνα. Πρέπει ἐξαρχῆς νὰ ἀναφέρουμε ὅτι κανένα βιογραφικὸ στοιχεῖο γι᾽ αὐτὴν δὲν μᾶς εἶναι μὲ βεβαιότητα γνωστό, γύρω δὲ ἀπὸ τὸ σεπτό της πρόσωπο ἐπικρατεῖ ἀσάφεια καὶ σύγχυση, σύνηθες φαινόμενο γιὰ πλείστους ὅσους ἐν Κύπρῳ ἁγίους! Θὰ προσπαθήσουμε στὴ συνέχεια, Χάριτι Θεοῦ καὶ εὐχαῖς τῆς ὁσίας, βάσει τῶν σωζομένων σχετικῶν ἀρχαιολογικῶν, ἁγιολογικῶν καὶ λοιπῶν ἱστορικῶν στοιχείων, νὰ ἀποκαταστήσουμε ἱστορικὰ τὸ πρόσωπο τῆς μεγάλης αὐτῆς θαυματουργοῦ ἁγίας. 

Εἰκ. 3

Ὁ καθαυτὸ χῶρος τιμῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀσκήσεως καὶ τελειώσεως τῆς ὁσίας Βριένηςπως μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε—, ἐντοπίζεται σὲ ἀπόμερη καὶ παραθαλάσσια περιοχή, πλησίον τοῦ χωριοῦ Μανδριὰ τῆς Πάφου (Εἰκ. 1), ἡ ὁποία ἦταν παλαιότερα γνωστὴ μὲ τὸ ὄνομα Ἁγία Ἀγκῶνα, σήμερα δὲ καταγράφεται ἐπισήμως ὡς Ἁγία Ἀργῶνα (στὸ θέμα αὐτὸ θὰ ἐπανέλθουμε κατωτέρω).  Στὸν χῶρο τοῦτο σώζονταν μέχρι καὶ πρὶν ἀπ 40 περίπου χρόνια καταχωσμένα τὰ ἐρείπια παλαιοῦ ναοῦ ἐπ᾽ ὀνόματι τῆς Ἁγίας Βρυώνας. Τὰ ἐρείπια αὐτὰ δὲν ὑπάρχουν πιὰ (ἢ δὲν εἶναι πλέον ἐμφανῆ), γιατὶ στὸν ἴδιο χῶρο ἀνηγέρθη κατὰ τὸ 1985 νέο παρεκκλήσιο πρὸς τιμή της (Εἰκ. 2).

Εἰκ. 4

Καθοριστικὴ ἐν προκειμένῳ ἔνδειξη πρὸς διευκρίνιση τῆς ἰδιότητας τῆς ἁγίας, τὸ ὅτι δηλαδὴ διῆλθε τὸν βίο της ἀσκητικῶς, θεωροῦμε πὼς εἶναι ἡ παραπλεύρως τοῦ ἐν λόγῳ ναοῦ της ὕπαρξη ἀρχαίου (ἑλληνιστικοῦ/ρωμαϊκοῦ; ) κοιμητηρίου, μὲ ἁψιδωτὲς εἰσόδους καὶ λαβυρινθώδεις διαδρόμους καὶ ταφικοὺς θαλάμους (βλ. Εἰκ. 3-4).

*   *   *

Εἰκ. 5

Σ᾽αὐτὴ τὴ συνάφεια κρίνεται ἀναγκαῖο νὰ ἐπισημάνουμε τὰ ἑξῆς σημαντικά:

α. Τὸ ἐν λόγῳ ταφικὸ σύμπλεγμα καὶ ὁ  ἀνωτέρω παλαιὸς ναὸς τῆς Ἁγίας δὲν εἶναι τὰ μόνα ἀρχαῖα μνημεῖα τῆς εὐρύτερης περιοχῆς, οὔτε καὶ ἀποτελοῦν μεμονωμένο γεγονός. Καὶ ἐπεξηγοῦμε: Συμφώνως καὶ πρὸς τὴν κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 19ου αἰ. ἔγκυρη μαρτυρίαἀναφορὰ τοῦ γνωστοῦ λογίου ἑλλαδίτη Ἀθανασίου Σακελλαρίου [1], στὸν χῶρο τοῦτο ἀναπτύχθηκε ἀρχαῖος οἰκισμός, τοῦ ὁποίου τὰ ἐρείπια τότε ἦσαν ἀσφαλῶς ἀφθονώτερα καὶ βρίσκονταν σὲ πολὺ καλύτερη κατάσταση, παρὰ σήμερα, μεταξὺ τῶν ὁποίων καταλέγονταν καὶ κατάλοιπα χριστιανικῶν ναῶν, ἀκόμη δὲ καὶ σπήλαιααλαιοὶ τάφοι.

Εἰκ. 6

Τὰ πλεῖστα τῶν ἐρειπίων τούτων φαίνεται ὅτι μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ἐξαφανίσθηκαν, πιθανὸν ἕνεκα τῶν συγχρόνων καλλιεργειῶν. Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι περὶ τὸ 1 χλμ. πὸ τὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Βρυώνας ἐντοπίστηκαν πρόσφατα (2009) κατάλοιπα ἀταύτιστης παλαιοχριστιανικῆς βασιλικῆς, τὰ ὁποῖα ὅμως σκεπάστηκαν μέχρι τὴ διενέργεια ἀνασκαφῆς σὲ εὐθετώτερο χρόνο.

Εἰκ. 7α

β. Πλεῖστοι ὅσοι ἀρχαῖοι σπηλαιώδεις τάφοι κατὰ τὴ βυζαντινὴ περίοδο, καὶ μάλιστα κατὰ τοὺς παλαιοχριστιανικοὺς χρόνους, συμφώνως μάλιστα καὶ πρὸς τὸ ὑπόδειγμα τοῦ γενάρχη τοῦ μοναχισμοῦ ὁσίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου [2], λειτούργησαν συχνότατα καὶ ὡς ἀσκητήρια καὶ ἐγκλεῖστρες.

Εἰκ. 7β

γ. Τὸ φαινόμενο τοῦτο τῆς μετατροπῆς ἀρχαίων λαξευτῶν τάφων σὲ ἀσκητήρια παρουσιάζει μία ἰδιαίτερη πύκνωση στὴν ἐπαρχία τῆς Πάφου, γεγονὸς ἄξιο ἰδιαίτερης προσοχῆς καὶ μελέτης. Προχωρῶντας πρὸς τὰ δυτικὰ τῶν Μανδριῶν, συναντοῦμε, γιὰ παράδειγμα, τὰ περίφημα λαξευτὰ ἀσκητήρια τῆς Γεροσκήπου (λ.χ. στὸν Ἅγιο Πολυκέλλαρο), τῆς Κάτω Πάφου (πως τοὺς Ἑλληνόσπηλιους πτὰ ἍιΓιώργηδες [βλ. Εἰκ. 5-6], τὸ στυλιτικὸ ἔγκλειστρο τοῦ Ὁσίου Ἀγαπητοῦ ἢ Ἀγαπίου [Εἰκ. 7α-7β] καὶ αὐτὰ στὴν περιοχὴ «Μετέωρα» [βλ. Εἰκ.  8]) καί, πιὸ βόρεια, τὰ ἀσκητήρια τῆς Ἔμπαςεριοχὴ Πετρίδια [Εἰκ. 9]) καὶ ἐκεῖνα στὴν ἀσκητοπλημμύριστη περιοχὴ τῆς Πέγειας (πως τοὺς ἀξιοθαύμαστους Σπήλιους τοῦ Μελέτη [Εἰκ. 10α-10δ]). 

Εἰκ. 8

δ. Κατὰ τὴν ὀρθόδοξη λατρευτικὴ πρακτικὴ στὴ νῆσο, μετὰ τὴν ἐν Χριστῷ ὁσιακὴ τελείωση κάποιου ἀσκητῆ καὶ τὴν παγίωση τῆς πεποίθησης γιὰ τὴν ἁγιότητά του στὴ συνείδηση τοῦ τοπικοῦ χριστιανικοῦ πληρώματος, ἀνεγείρεται ναὸς πρὸς τιμή του στὸ πλησιέστερο δυνατὸ πρὸς τὸ σπήλαιό του καὶ λατρευτικῶς προσβάσιμο σημεῖο:

Εἰκ. 9

Συνηθέστερα πάνω ἢ δίπλα ἀπὸ τὸ Μαρτύριό του (τὸν χῶρο δηλονότι τοῦ ἀναιμάκτου τῆς συνειδήσεως μαρτυρίου καὶ τῆς ἐν Χριστῷ καλῆς μαρτυρίας του), ἀναλόγως πρὸς τὴ γεωφυσιολογία τοῦ χώρου τοῦ ἀσκητηρίου. Ἐνίοτε αὐτὸ τοῦτο τὸ σπήλαιο, ὁ μάρτυρας τῶν ποικίλων τοῦ ὁσίου (ἢ τῆς ὁσίας) ἀσκητικῶν παλαισμάτων, καθιερώνεται «εἰς ναὸν ἅγιον Κυρίου, τοῦ ἐν αὐτῷ τελεῖσθαι τὰς ἀναιμάκτους καὶ ἀχράντους θυσίας» καὶ τὴν λογικὴν λατρείαν.

ε. Περαιτέρω, πρέπει νὰ τονισθεῖ ὅτι ὁ πέριξ τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας ἀνωτέρω οἰκισμός, συμφώνως πρὸς ἔγκυρες γραπτὲς μαρτυρίες, ἤδη ἀπὸ τὸν μεσαίωνα ἀποκαλεῖται Sancta Vriona [3], γεγονὸς ποὺ ὑπεμφαίνει ὅτι, ἀφενὸς ἡ ἁγία προϋπῆρξε τῆς ἐν Κύπρῳ Φραγκοκρατίας, ἀφετέρου δὲ ὅτι ἡ τιμή της ἤδη ἐπικρατοῦσε καὶ κατὰ τὸν μεσαίωνα, σὲ σημεῖο μάλιστα ποὺ νὰ ἔχει ἀποδοθεῖ τὸ ὄνομά της στὸν οἰκισμό.

*   *   *

Κατόπιν τῶν ὡς ἄνω, κρίνεται ἀρκετὰ εὔλογο νὰ συμπεράνουμε ὅτι ἡ ἁγία Βρυῶνα (=Βριένη) πῆρξε πιθανώτατα τοπικὴ ὁσία, ἄκμασε κατὰ τὴν πρώιμη βυζαντινὴ περίοδο καὶ διῆλθε τὸν βίο της ἀσκητικῶς στὸ παραπλεύρως τοῦ ναοῦ της ἀρχαῖο ταφικὸ σύμπλεγμα. Μετὰ τὴν ὁσιακή της τελείωση καὶ τὴν καθιέρωσή της στὴ συνείδηση τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος ὡς ἁγίας, ἀνηγέρθη παραπλεύρως τοῦ ἀσκητηρίου της ὁ ἀρχικὸς πρὸς τιμή της ναός, ἄγνωστο σὲ ποιὰ ἀκριβῶς ἐποχή, λόγῳ ἐλλείψεως σχετικῶν ἀρχαιολογικῶν τεκμηρίων. 

Ἐδῶθὰ πρέπει νὰ ὑπενθυμήσουμε ὅτι μᾶς εἶναι γνωστὲς καὶ ἄλλες περιπτώσεις ὁσίων γυναικῶν, μὲ πρώιμη ἀκμὴ στὴν Κύπρο. Τέτοια χαρακτηριστικὰ καὶ παράλληλα εἶναι τὰ παραδείγματα τῆς Παφίας ὁσίας Κωνσταντίας καὶ τῆς Καρπασίτιδος ὁσίας Φωτεινῆς. 

πρώτη ἄκμασε κατὰ τὸν 4ο αἰῶνα καὶ ὑπῆρξε μέχρι τέλους πιστὴ μαθήτρια τοῦ Μεγάλου Ἱλαρίωνος. Ἡ εὐλαβέστατη αὐτὴ γυναίκα ἦταν ἔγγαμη καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Πάφο, σύχναζε δὲ πρὸς τὸν ὅσιο μὲ ἄλλους εὐλαβεῖς Παφηνοὺς στὸ ἀσκητήριό του κοντὰ στὸ χωριὸ Ἐπισκοπὴ χάριν ψυχικῆς ὠφέλειας. Ἀξιώθηκε νὰ παραστεῖ στὴν κοίμηση τοῦ ἁγίου κατὰ τὸ ἔτος 371, καὶ ἔκτοτε δὲν ἀποχωρίσθηκε τοῦ ἀσκητηρίου, ἀλλά, ἐγκαταλείποντας συγγενεῖς καὶ γνωστούς, παρέμενε ἐκεῖ συνεχῶς, προσευχόμενη ἀδιαλείπτως, μέχρι τὴν ὁσία κοίμησή της κατὰ τὸ ἔτος 372 [4]. 

Ἡ Ὁσία Φωτεινὴ ἡ Καρπασίτιδα, στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς νήσου, τὴν ἀπόκοσμη καὶ εὐλογημένη Καρπασία, ἄκμασε, συμφώνως πρὸς τὶς ὑπάρχουσες ἐνδείξεις, κατὰ τὴν πρωτοβυζαντινὴ περίοδο. Τὸν ἀσκητικό της βίο διῆλθε μέσα σὲ εὐρύχωρο λαξευτὸ ὑπόγειο σπήλαιο, ποὺ διατηρεῖται ἄριστα μέχρι σήμερα, στὸ χωριὸ Ἅγιος Ἀνδρόνικος, που καὶ ὁ τάφος καὶ τὸ θαυματουργὸ γιὰ τὶς ὀφθαλμικὲς παθήσεις ἁγίασμά της. Ἡ ἐξέχουσα τιμή της στὴν ἀνατολικὴ Κύπρο εἶναι ἀντίστοιχη αὐτῆς τῆς Ὁσίας Βριένης στὴν ἐπαρχία τῆς Πάφου [5].

Ἀλλά, θὰ διερωτηθεῖ κάποιος εὐλόγως, γιὰ τὴν περικλεῆ αὐτὴ ὁσία Βριένη δὲν διασώθηκαν κάποια ἄλλα στοιχεῖα, παλαιότερες γραπτὲς ἀναφορές; Φαίνεται πὼς ναί, ἄν και ἡ συνήθης στὴν Ἁγιολογία τῆς Κύπρου (βασικῶς ἀπὸ τὸν Μεσαίωνα καὶ ἐντεῦθεν) σύγχυση ὀνομάτων, προσώπων καὶ τόπων ἀπέδωσε τὰ σχετικὰ πρὸς τὸ πρόσωπό της σὲ ἄλλο, προφανῶς ἀνύπαρκτο πρόσωπο! Καὶ ἐπεξηγοῦμε:

Ὁ γνωστὸς κυπριακῆς καταγωγῆς λόγιος Λατῖνος καὶ ἱστοριογράφος τοῦ 16ου αἰώνα Στέφανος Λουζινιανός [6], ἄν και τυγχάνει γενικῶς ἀναξιόπιστος στοὺς καταλόγους του τῶν ἁγίων τῆς Κύπρου καὶ τῶν σχετικῶν ἁγιολογικῶν στοιχείων, ποὺ παραθέτει, καὶ χρήζει πολλῆς προσοχῆς καὶ κριτικῆς ἡ ἀξιοποίησή τους, καὶ παρόλη τὴν προχειρότηταἢ καὶ σκοπιμότητα!— ποὺ χαρακτηρίζει συχνὰ τὸ ἁγιολογικό του ἔργο, φαίνεται νὰ διασώζει ἐνίοτε μοναδικὰ συναφῆ στοιχεῖα. 

Ἀνάμεσα σ᾽αὐτὰ συγκαταλέγονται καὶ τὰ ὅσα ἀναφέρει γιὰ τὴν καταὐτὸν Ἁγία Ἀγκῶνα (Ancona Ancone Vergine τὴν ἀποκαλεῖ σὲ σχετικά του ἔργα) [7]. Ἀναγράφει λοιπὸν ὅτι ἡ ἁγία αὐτὴ καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύπρο (συμπληρώνει ὅτι ἀγνοοῦσε ἀπ ποιὸ ἀκριβῶς μέρος), πῆρξε παρθένος πλήρης πίστεως καὶ Ἁγίου Πνεύματος, δοξάσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὴν ἐνέργεια πλείστων θαυμάτων, καὶ γι᾽  αὐτὸ τέθηκε στὸν κατάλογο τῶν ἐν Κύπρῳ Ἁγίων, ἡ δὲ μνήμη της ἐτελεῖτο πάντοτε στὴ νῆσο. ποστηρίζει μάλιστα ὅτι εἶχε βρεῖ ἀναφορὰ σ᾽ αὐτὴν σὲ (χειρόγραφο ἀσφαλῶς) ἑλληνικὸ συναξάριο. Παραδόξως ὅμως κανένας ἄλλος τοπικὸς χρονογράφος ἢ ἄλλη ἁγιολογικὴ πηγή, τουλάχιστον γνωστὴ σ᾽ ἐμᾶς, τὴ μνημονεύει. 

Κατὰ τοὺς νεώτερους χρόνους (συγκεκριμένως, πὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα καὶ ἐφεξῆς) τὸ πρόσωπο τῆς μυστηριώδους αὐτῆς ἁγίας Ἀγκώνας εὐλόγως συσχετίσθηκε πρὸς τὴν ὁμώνυμη παραθαλάσσια τοποθεσία κοντὰ στὰ Μανδριὰ τῆς Πάφου, που καὶ ὁ χῶρος τιμῆς τῆς Ὁσίας Βρυώνας, πως ἀνωτέρω ἀναφέραμε. Πρῶτος ὁ μακαριστὸς Βολλανδιστὴς ἁγιολόγος Hippolyte Delehayé [8] (τὸν ὁποῖο ἀκολούθησαν οἱ μεταγενέστεροι [9]) εἰσηγήθηκε τὴν πιθανὴ ταύτιση τῆς μνημονευομένης ἀπὸ μόνο τὸν Lusignan ὡς ἄνω ἁγίας Ἀγκώνας πρὸς τὴν τιμωμένη παρὰ τὰ Μανδριὰ τῆς Πάφου ἁγία. Πράγματι σὲ μεσαιωνικὰ Isolaria καὶ χάρτες τῆς Κύπρου, τουλάχιστον ἀπὸ τὸν 15ο αἰῶνα καὶ ἑξῆς, ἡ ἐν λόγῳ περιοχὴ (ὄχι ὁ οἰκισμὸς) σημειώνεται ὡς S(ancta) Ancona [10]. Περιττὸ βεβαίως νὰ ἀναφέρουμε ὅτι ὁ Delehayé ἀγνοῦσε πλήρως τὰ σχετικὰ πρὸς τὴν ἁγία Βρυῶνα, καὶ ὄχι μόνον.

Πίν. 11

Ἐδῶ ὅμως ἂς μᾶς ἐπιτραπεῖ τὸ ἑξῆς σκεπτικό: Τὸ ὄνομα αὐτὸ (Ancona) σὲ κανένα τῶν γνωστῶν ἁγιολογικῶν ἔργων ἤ, εὐρυτέρως, γνωστῶν λεξικῶν ἀπαντᾶ ὡς ὄνομα ἁγίας ἢ εὐρύτερα ὡς κύριο προσηγορικὸ ὄνομα προσώπου, ἀλλὰ μόνο ὡς ὄνομα τῆς γνωστῆς πόλης τῆς Ἰταλίας [11], ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἑλληνικὴ προχριστιανικὴ ἀποικία, καὶ στὴν ὁποία οἱ Ἕλληνες ἱδρυτές της προσέδωσαν προφανέστατα τὸ ὄνομα ἀφορμώμενοι ἀπὸ τὴν γεωφυσιολογία τῆς περιοχῆς τῆς πόλης. Πραγματικὰ αὐτὴ βρίσκεται σὲ φυσικὴ γωνία (ἀγκῶνα) τῆς ἰταλικῆς χερσονήσου (βλ. Πίν. 11) [12]. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἐν λόγῳ ὁμώνυμη τοποθεσία στὴν Κύπρο σχηματίζει ἐπίσης φυσικὴ γωνία, στὸ σχῆμα τῆς διπλωμένης ἀγκώνας (βλ. Εἰκ.  1)! Τέλος, γιὰ νὰ συνοψίσουμε ὅσα ἀφοροῦν τὶς σχετικὲς ὀνομασίες τοῦ ὑπόψη χώρου στὰ Μανδριά, ἡ μὲν περιοχὴ στὴν ἐπίσημη Συναγωγὴ Τοπωνυμίων τῆς Κύπρου (Cyprus Gazetteer), κατ᾽ ἀκολουθίαν τῶν παλαιῶν πηγῶν καταγράφεται ὡς Ἁγία Ἀργῶνα [13], ὁ δὲ ἐρειπωμένος ἐκεῖ ἐπώνυμος ναός, πως ἤδη προαναφέραμε, ὡς Ἁγία Βρυῶνα [14].

*   *   *

Δεδομένων ὅλων τῶν ἀνωτέρω, κρίνονται νομίζω ἀρκετὰ εὔλογα τὰ ἑξῆς συμπεράσματα/ἐκδοχές: 

α. Ὁ ἱερὸς χαρακτήρας τοῦ ὑπὸ ἀναφορὰ χώρου, σὲ συνάρτηση μὲ τὴν ἰδιάζουσα γεωμορφολογία του, προσέδωσε σ᾽ αὐτὸν τὴν τοπωνυμία Ἁγία Ἀγκῶνα, προφανῶς κατὰ τὴν περίοδο τῆς ἐν Κύπρῳ Φραγκοκρατίας. 

β. Αὐτὸ συνέβηκε, καθὼς στὸν χῶρο τοῦτο διῆλθε ἀσκητικῶς τὸν βίο της, τελειώθηκε καὶ ἐτιμᾶτο ἔκπαλαι ἡ τοπικὴ ὁσία Βρυῶνα (=Βριένη), ἡ ὁποία μεταγενεστέρως ἐπωνομάσθηκε ἀπὸ τὴν τοποθεσία ἁγία Βρυῶνα τῆς Ἀγκώνας (ἀντίστοιχο παράδειγμα ἔχουμε τὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῆς Ἀγκώνας πλησίον τῆς Ὁρμίδειας Λάρνακας [15]), ἴσως ἀκόμη καὶ Ἁγία τῆς Ἀγκώνας.

γ. Περαιτέρω, στὴν προκληθεῖσα κατὰ τὸν Μεσαίωνα σύγχυση περὶ τὸ πρόσωπο τῆς ὁσίας Βρυώνας συνέτεινε καὶ ἡ γλωσσικὴ ἐξέλιξη τοῦ ὀνόματός της: ΒριένηΒριῶναΒργιῶναΒργῶναΒγῶνα (καὶ Ἀβγῶνα) καὶ ῾ΡγῶναἈργῶνα (πως καὶ ἀλεύριαἀλέβγα καὶ ἀλέργα) [16]. Τὸ Ancona, τελικῶς, φαίνεται ὅτι ἀποτελεῖ συσχέτιση πρὸς γνωστὸ (τὴν ὁμώνυμη ἰταλικὴ πόλη) πὸ ξένους.

δ. Κατ᾽ ἀκολουθίαν, τὰ ὅσα ὁ Στέφανος Λουζινιανὸς (Lusignan) ἀναφέρει γιὰ τὴν κατ᾽ αὐτὸν ἁγία Ancona —ποὺ φαίνεται νὰ ἔχουν ἱστορικὴ βάση—, μποροῦν μὲ ἀσφάλεια νὰ ἀποδοθοῦν στὸ σεπτὸ πρόσωπο τῆς ἁγίας Βρυώνας, ποὺ τιμᾶται στὴν ὁμώνυμη περιοχὴ τῆς Ἁγίας ἈργώναςἈγκώνας. Ἡ ταύτιση τούτη, κατὰ τὴν ἄποψή μας, ποτελεῖ τὴν ἑρμηνευτικὴ δικλεῖδα γιὰ τὴ διαλεύκανση τῆς προκειμένης σύγχυσης.

Εἰκ. 12

Στὰ πλαίσια τῆς ὡς ἄνω γλωσσικῆς σὺν τῷ χρόνῳ ἐξέλιξης τοῦ ὀνόματος τῆς ἁγίας Βρυώνας ἐντάσσεται καὶ ἡ ὀνομαστικὴ ἐπιγραφὴ χαρακτηριστικῆς εἰκόνας της ἀπὸ τὸν γνωστὸ λαϊκότροπο Κύπριο ἁγιογράφο ἱερομόναχο Παρθένιο, ἔργου τοῦ τέλους τοῦ 18ου/ἀρχῶν τοῦ 19ου αἰ., που ἡ ἁγία ἀποκαλεῖται Βγόνα (βλ. Εἰκ. 12). Ἡ εἰκόνα αὐτή, ποὺ ἀποθησαυρίζεται σήμερα στὴν ἱερὰ Μονὴ Χρυσορροϊατίσσης τῆς Πάφου [17], ποτελεῖ καὶ λειτουργικὸ τεκμήριο τῆς διαχρονικῆς τιμῆς της στὴν περιοχή.

Ἡ λειτουργικὴ ὅμως τιμὴ τῆς θαυματουργῆς ὁσίας Βριένης εἶναι ἀρκετὰ πιθανὸν νὰ ὑπερέβη κατὰ πολὺ τὰ ὅρια, ὄχι μόνο τῆς Πάφου, ἀλλὰ καὶ αὐτῆς τῆς μεγαλονήσου. Κατὰ τὴν περιδιάβασή μας στὶς ποικίλες προσιτὲς ἁγιολογικὲς πηγές, προσέξαμε ὅτι σὲ ἀρκετὰ χειρόγραφα ποὺ ἀπαρτίζουν ἢ ἀκολουθοῦν στὴ δομὴ τὸ γνωστὸ Συναξάριον τῆς Κωνσταντινουπόλεως,  κατὰ τὴν κθ´ ἢ λ´ τοῦ Αὐγούστου ἀπαντᾶται ἡ μνήμη κάποιας ὁσίας Βρυαίνης (κατὰ τὴ γραφὴ τῶν χγφ.). Γιὰ παράδειγμα, στὸν σημαίνοντα κώδικα Coislin 223, ποὺ ἤδη περιλήφθηκε στὴν κατὰ τὸ 1902 μνημειώδη ἔκδοση τοῦ Συναξαρίου Κωνσταντινουπόλεως πὸ τὸν Βολλανδιστὴ Hippolyte Delehayé [18], που καὶ διασώζεται ἡ μνήμη ἰδιαζόντων Κυπρίων ἁγίων, κατὰ τὴν κθ‘ (29η) Αὐγούστου ἀναγράφεται: « ὁσία Βρυαίνη ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται» [19]. Κατὰ τὴν ἰδία ἐξάλλου ἡμέρα καὶ στὸν αὐτὸ κώδικα μνημονεύεται  καὶ ὁ ἅγιος Εὐλάλιος πίσκοπος, πιθανώτατα ὁ ἡμέτερος, ὁ τῆς Λαμπούσης. Ἀμφότεροι οἱ ἅγιοι τοῦτοι μνημονεύονται καὶ στὸν κώδικα Μπενάκη 95 (ΤΑ 255), Συναξάριο τοῦ 14ου αἰώνα (φ. 167v), ἀλλ᾽ ἐδῶ κατὰ τὴν λ´ (30) Αὐγούστου. Περαιτέρω ἀναφορὲς στὴν ἁγία Βρυαίνη (Βριένη) σὲ κώδικες Συναξαρίων βρίσκονται σὲ ἐνδιαφέρον ἄρθρο τοῦ μακαριστοῦ Βολλανδιστῆ François Halkin γιὰ τὰ ἰαμβικὰ Συναξαριακὰ δίστιχα, που ἡ μνήμη της τίθεται καὶ πάλιν, εἴτε στὶς 29, εἴτε στὶς 30 Αὐγούστου [20], προστίθεται δὲ καὶ τὸ δίστιχο: «Ἐκ γῆς Βρυαίνη, χαρίτων θεία βρύσις/μετωχετεύθη ζῶσαν εἰς πηγὴν ἄνω» [21]. Σὲ κανένα δυστυχῶς ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω χειρόγραφα ἡ ἐπιγραμματικὴ ἀναφορὰ τῆς μνήμης τῆς ὁσίας δὲν ἀκολουθεῖται ἀπὸ κάποιο, ἔστω λιτότατο, συναξάριο. 

Εἰκ. 13. Σύγχρονη προσκυνηματικὴ εἰκόνα τῆς ἁγίας Βρυώνας στὸ ὁμὠνυμο ἐξωκκλήσι της στὰ Μανδριὰ

Σὲ σχετικὴ ὑποσημείωση (ἀρ. 7) στὸ ἀνωτέρω ἄρθρο του, Halkin ποθέτει ὅτι ἡ ἐν λόγῳ ὁσία θὰ μποροῦσε ἴσως νὰ ταυτισθεῖ πρὸς τὴν ὁμώνυμη Γερόντισσα τῆς ὁσιοπαρθενομάρτυρος Φεβρωνίας (ἡ μνήμη της στὶς 25 Ἰουνίου) [22], ποψη ποὺ ἀκολούθησαν ὁρισμένοι μεταγενέστεροι ἐκδότες Συναξαριστῶν [23]. Ἀντιθέτως ὁ Delehayé, ἀρκετὰ χρόνια πρὶν ἀπ’ αὐτόν, σὲ ἐπεξηγηματικὲς ἐπισημειώσεις στὴν ὡς ἄνω ἔκδοση τοῦ Συναξαρίου Κωνσταντινουπόλεως [24], φρονεῖ ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν ὁμώνυμη μητέρα τοῦ ἁγίου Φαντίνου τοῦ νέου, τοῦ θαυματουργοῦ (BHG 2366z), ὁ ὁποῖος μνημονεύεται σὲ πλεῖστα ἑλληνικὰ Συναξάρια στὶς 30 31 Αὐγούστου. Βίος ὅμως αὐτὸς [25] πουθενὰ δὲν ἀναφέρει ὁτιδήποτε γιὰ τὴν ἁγιότητα τῆς μητέρας τοῦ ὁσίου Φαντίνου.

Πάντως, συγκεφαλαιώνοντας, ἡ ἔλλειψη ἀφενὸς ὁποιασδήποτε ἀναφορᾶς σὲ ἄλλη ὁμώνυμη ὁσία, μὲ μαρτυρούμενη μὲ ἔγκυρα τεκμήρια τιμὴ τῆς ἁγιότητάς της στὶς γνωστὲς ἁγιολογικὲς πηγὲς καὶ ἐκδόσεις, καὶ ἀφετέρου ἡ συνεκφορὰ τῆς μνήμης τῆς ὁσίας Βριένης μὲ αὐτὴν τοῦ ἁγίου ἐπισκόπου Εὐλαλίου, πιθανῶς τῆς ἐν Κύπρῳ Λαμπούσης [26], καὶ μάλιστα συνεχομένως, κατὰ τὴ βραχύλογη ἔστω συνήθεια γραφῆς τῶν Συναξαρίων [27], σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν τιμὴ τῆς σημειοφόρου Βριένης τῆς Κύπρου ἀπὸ τὴ βυζαντινὴ ἤδη περίοδο, μᾶς παρέχουν ἐχέγγυα εὐελπιστίας, ὅτι οἱ σχετικὲς ἀναφορὲς στὰ ἀνωτέρω Συναξάρια ἀφοροῦν στὴν ἡμετέρα πάνσεπτη ὁσία τῆς Πάφου. Τὸ θέμα τοῦτο ἀσφαλῶς παραμένει εἰσέτι ἀνοικτὸ πρὸς περαιτέρω ἔρευνα καὶ διασάφηση.

*   *   *

Καταλήγοντας, ἀξίζει νὰ ἐπισημειώσουμε πὼς οἱ θεοσημεῖες καὶ ἐπιτελέσεις θαυματουργιῶν, ποὺ ἐνεργεῖ ὁ Κύριός μας μέσῳ τῆς ἁγίας δούλης του Βρυώνας (Βριένης) συνεχίζονται, συμφώνως πρὸς ἔγκυρες μαρτυρίες, μέχρι καὶ σήμερα, καὶ μάλιστα αὐξάνονται, μαζὶ μὲ τὴν ἐπακόλουθη αὔξηση συρροῆς τῶν εὐλαβῶν στὴ χάρη της προσκυνητῶν [28]. πιπρόσθετο καὶ τοῦτο καὶ ἀδιάψευστο τεκμήριο, ὅτι «οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτὸν ἀφῆκεν» [29] ὁ Θεός, « ἐνδοξαζόμενος ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ» [30], ἕνα ἀκόμη παρήγορο σημεῖο στὶς ἔσχατες τοῦτες ἡμέρες τῆς ἀποστασίας.

Ταῖς τῆς θεοφόρου καὶ θαυματουργοῦ ὁσίας Βριένης πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.

ΕΠΙΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

* Τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ στηρίζεται στὴ μελέτη μας: Μοναχὸς Χαρίτων Σταυροβουνιώτης (Ἀρχιμανδρίτης Φώτιος Ἰωακείμ), Ὁσία Βριένη (Βρυῶνα) θαυματουργός. Σπουδὴ μὲ ἀφορμὴ καὶ γύρω π τὸ πρόσωπο σημειοφόρου ἀσκήτριας τῆς βυζαντινῆς Κύπρου, Κυπριακαὶ Σπουδαί, τόμ. ΟΓ´ (2009), Λευκωσία 2011, σσ. 71-82, Πίν. 1-13.

1 Βλ. Ἀθ. Α. Σακελλαρίου, Τὰ Κυπριακά, τόμ. Α‘, 1890², σ. 107.

2 Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου, ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἀντωνίου (BHG³ 140), PG 26, 853C-860B.

3 Gilles Grivaud, Villages désertés à Chypre (fin XIIe-fin XIXe siècle), Ἵδρυμα Ἀρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ‘, Γραφεῖον Κυπριακῆς Ἱστορίας [=Μελέται καὶ πομνήματα, ΙΙΙ], Λευκωσία 1998, σσ. 242, 246 καὶ 446.

4 Προσφάτως (2008) καθιερώθηκε ἐπισήμως ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου νὰ ἐπιτελεῖται ἡ μνήμη της στὶς 25 Αὐγούστου (βλ. Κύπρια Μηναῖα, ἔκδ. . Ἀρχιεπισκοπῆς Κύπρου, τόμ. Ι‘ [Αὔγουστος], Λευκωσία 2008, σσ. 163-177 [πλήρης ᾀσματικὴ Ἀκολουθία της μὲ τὴ σχετικὴ βιλιογραφία]).

5 Ἡ μνήμη τῆς ὁσίας Φωτεινῆς ἐτελεῖτο ἔκπαλαι στὶς 2 Αὐγούστου. Νέα ᾀσματικὴ Ἀκολουθία της, μὲ πλούσια συναφῆ βιβλιογραφία, περιλήφθηκε στὰ Κύπρια Μηναῖα, π. ἀν. (Μὴν Αὔγουστος), σσ. 21-38. Βλ. καὶ σχετικὸ ἄρθρο μας στὴν περιοδικὴ ἔκδοση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυροβουνίου, Ζωοποιὸς Σταυρός, ἀρ. τεύχους 106–111 (Δεκέμβριος 2010), σσ. 669-672.

6 Γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του γενικῶς βλ. σχετικὸ λῆμμα στό: Πασχάλης Κιτρομηλίδης, Κυπριακὴ Λογιοσύνη, 1571-1878. Προσωπογραφικὴ θεώρηση, Κέντρο Ἐπιστημονικῶν Ἐρευνῶν [= Πηγὲς καὶ Μελέτες τῆς Κυπριακῆς Ἱστορίας, XLIII], Λευκωσία 2002, σσ. 190-194, καθὼς καὶ τὶς σχετικὲς εἰσαγωγὲς τῶν προσφάτων ἐπανεκδόσεων τῶν ἔργων του Chorograffia… καὶ Description… ἐν Κυπριολογικὴ Βιβλιοθήκη, τόμ. 10Α καὶ 10Β, ἀντιστοίχως, που καὶ συναφὴς βιβλιογραφία. 

7 Lusignan, Chorograffia, σ.26v· Corona, IV, σ.5 2r, καὶ Description, σ. 56v. πλῆ ἀναφορὰ στὴν ἁγία αὐτὴκατ᾽ οὐσίαν παραπομπὴ στὸν Lusignan— κάνει καὶ ὁ ἀμέσως ἀρυόμενος ἀπ᾽ αὐτὸν (τὸν ὁποῖο καὶ σχεδὸν πάντοτε ἀκρίτως ἀντιγράφει) Κύπριος λόγιος οὐνίτης Νεόφυτος Ροδινὸς στὸ γνωστὸ ἔργο του Περὶ ἡρώων(ἔκδ. Κυπριολογικῆς Βιβλιοθήκης, 16, Λευκωσία 2007 [ἀναστατ. πανέκδ. τῆς α´ ἐν ῾Ρώμῃ ἔκδ. κατὰ τὸ 1659, μὲ παράλληλη μεταγραφὴ σὲ σύγχρονη γραμματοσειρά, κ.λπ.], σ. 129, γιὰ νὰ δηλώσει ὅμως ὅτι ἀγνοεῖται στὶς γνωστὲς ἁγιολογικὲς πηγές.

8 H. Delehayé, «Saints de Chypre», AnalBoll, XXVI (1907), σ. 263.

9πως λ.χ. οἱ  Ἰω. ΧάκκεττΧαρ.Παπαϊωάννου (Ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, τόμ. Β´, Πειραιεὺς 1927, σ. 177) καὶ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ‘ (Κύπρος ἁγία Νῆσος, Λευκωσία 1997², σ. 15).

10 Βλ. σχετικῶς Andreas and Judith Stylianou, The History of Cartography of Cyprus, (ἔκδ.) Κέντρο πιστημονικῶν Ἐρευνῶν Κύπρου, Νο. VIII, Λευκωσία 1980, σσ. 8, 10 καὶ 24.

11 Βλ. π.χ. σχετικὸ λῆμμα στὴ γνωστὴ ἠλεκτρονικὴ ἐγκυκλοπαίδεια Wikipedia. 

12 Πρβλ. καὶ Ἰω. Σιδέρης, Henry G. Lidell– Robert Scott, Μέγα Λεξικὸν τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, Ι, Ἀθῆναι, ἄν. χρ., σ. 22, λῆμμα ἀγκών: «…ὡσαύτως προέχουσα ξηρά, ἥτις σχηματίζει κόλπον λιμένα».

13 Menelaos Christodoulou and Konstantinos Konstantinidis, A complete Gazetteer of Cyprus (= Cyprus Gazetteer), τόμ. I, Nicosia 1987, σσ. 7 καὶ 1529.

14 π. ἀν., σσ. 9 καὶ 1529.

15 π. ἀν., σ. 38.

16 Ἡ ὑπόδειξη ἀνήκει στὸν διεθνοῦς κύρους κορυφαῖο φιλόλογο καὶ γλωσσολόγο κ. Μενέλαο Χριστοδούλου, διευθυντὴ τοῦ Κέντρου Συντάξεως τοῦ Θησαυροῦ τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης τῆς ἐν Κύπρῳ Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου, Λευκωσία, τὸν ὁποῖο καὶ ἐντεῦθεν θερμῶς εὐχαριστῶ.

17 Ἰωάννης Τσικνόπουλλος, Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας Πάφου, Λευκωσία 1971, σ. 282.

18 Ὁ κώδικας κατατάσσεται ἀπὸ τὸν ἐκδότη στὴν οἰκογένεια χγφ. Μ τοῦ Συναξαρίου Κωνσταντινουπόλεως καὶ σημαίνεται μὲ τὸ σύμβολο Μc, γράφηκε δὲ στὸ Ἅγιον Ὄρος κατὰ τὸ ἔτος 1301 (βλ. SynaxEcclCon, XLI).

19 SynaxEcclCon, 933.50.

20 ΛάππαΖιζήκα Εὐ. καὶ ΡίζουΚουρούπου Ματοῦλα, Κατάλογος Ἑλληνικῶν Χειρογράφων τοῦ Μουσείου Μπενάκη (10ος-16ος αἰῶνας), Ἀθῆναι 1991, σ. 193.

21 François Halkin, «Distiques et Notices propres au Synaxaire de Chifflet», AnalBoll, 66 (1948), σ. 10, ποσημ. 6 καὶ 7.

22 Βλ. BHG 659 (AnalBoll, 42, σσ. 69-76).

23 πως λ.χ. στὀ: Ἱερομ. Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμ. 12 (Αὔγουστος), ἐκδ. Ἴνδικτος, Ἀθῆναι 2009, σ. 342, που ἐπιπλέον θεωρεῖται καὶ μάρτυς, πρᾶγμα ὅμως μὴ στηριζόμενο στὶς πηγές.

24 SynaxEcclCon, 1036.

25 Σὲ κριτικὴ ἔκδοση ἐκδόθηκε ἀρχικὰ ἀπὸ τὴν Enrica Follieri στὴ σειρὰ Subsidia Hagiographica, No. 77, Bruxelles 1993, π᾽ αὐτὴ δὲ καὶ στὴν ἑλληνικὴ ἀπὸ τὴν Μονὴ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Ὁρμύλιας κατὰ τὸ 1996.

26 ῾Η ἄποψη αὐτὴ υἱοθετεῖται καὶ ἐν ἱερομ. Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, π. ἀν. 

27 πάρχουν καὶ ἄλλες περιπτώσεις συνεορτασμοῦ κατὰ τὴν αὐτὴ ἡμέρα Κυπρίων ἁγίων στὴ χειρόγραφη παράδοση, λ.χ. αὐτὴ τῶν λειτουργικῶν Τυπικῶν, πως στὶς 17 Σεπτεμβρίου (ἁγίων Ἡρακλειδίου, Μνάσωνος, Αὐξιβίου καὶ Ἀναστασίου), κ..

28 Βλ. γιὰ παράδειγμα σὲ σχετικὸ κεφάλαιο τοῦ βιβλίου ποὺ ἐκδόθηκε μὲ ἐπιμέλειά μας, Γιῶργος Παναγῆ, Βίος, θαύματα καὶ Παρακλητικὸς Κανὼν τῆς ὁσίας καὶ θαυματουργοῦ Βρυαίνης (Βρυώνας) τῆς Κυπρίας, Λευκωσία 2016, σσ. 26-36.

29 Πράξ. 14, 17.

30 Πρβλ. Ψαλμ. 88,8 καί, Θεσσαλ. Β‘, 1, 10.