Τὸ νὰ μιλᾶ κανένας σήμερα καὶ νὰ γράφει γιὰ κάποια πράγματα τῆς θρησκείας, ὁ πολὺς κόσμος τὸ νομίζει γιὰ ἀνοησία. Καὶ ἀκόμα μεγαλύτερη ἀνοησία ἔχει τὴν ἰδέα πώς εἶναι τὸ νὰ γράφει γιὰ τοὺς ἅγιους μάρτυρες, καὶ μάλιστα γιὰ κείνους πού μαρτυρήσανε κατὰ τὰ νεότερα χρόνια πού βασιλεύανε οἱ Τοῦρκοι ἀπάνω στὴ χριστιανοσύνη, ἐπειδῆ ὁ λίγος καιρὸς πού μᾶς χωρίζει ἂπ’ αὐτοὺς κάνει ὥστε νὰ τοὺς νοιώθουμε πολὺ κοντά μας, ἀνθρώπους σὰν κι ἐμᾶς, ἐνῶ τοὺς ἀρχαίους μάρτυρες τοὺς βλέπουμε μέσα ἀπὸ τοὺς αἰῶνες πού περάσανε ἀπὸ τότε πού μαρτυρήσανε καὶ στὴ φαντασία μας παρουσιάζονται εὐκολότερα μὲ τὸν φωτοστέφανο τοῦ ἁγίου.
Κανένας λαὸς δὲν ἔχυσε τόσο αἷμα γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ὅσο ἔχυσε ὁ δικός μας, ἀπὸ καταβολὴς τοῦ Χριστιανισμοῦ ἴσαμε σήμερα. Κι αὐτὸς ὁ ματωμένος ποταμὸς εἶναι μία πορφύρα ποὺ φόρεσε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, καὶ ποὺ θα‘πρεπε νὰ τὴν ἔχουμε γιὰ τὸ μεγαλύτερο καύχημα, κι ὄχι νὰ τὴν καταφρονοῦμε καὶ νὰ μὴ μιλοῦμε ποτὲ γιὰ αὐτή, καὶ μάλιστα νὰ ντρεπόμαστε νὰ μιλήσουμε γι’ αὐτή, σὲ καιρὸ ποὺ δὲν ντρεπόμαστε γιὰ τὶς πιὸ ντροπιασμένες καὶ σιχαμερὲς παραλυσίες ποὺ κάνουν οἱ ἄνθρωποι στὸν ἀδιάντροπο καιρό μας.
Ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ πονηρεμένοι ἄνθρωποι φροντίζουμε μονάχα γιὰ τὴν καλοπέραση τοῦ κορμιοῦ μας, καὶ γιὰ τοῦτο ἡ ψυχή μας ἔχασε τὴν εὐαισθησία της, μ’ ὅλα τὰ πνευματικὰ γιατρικὰ ποὺ λέμε πὼς ἔχουμε. Καὶ γι’ αὐτὸ περιφρονοῦμε καὶ τοὺς λέμε ἀνόητους ἐκείνους ποὺ δὲν κοιτάζουνε τὸ ὑλικὸ συμφέρον τους, ἀλλὰ κάνουνε κάποιες θυσίες. Κατὰ πολὺ ἀνόητους καὶ μικρόμυαλους θεωροῦμε ἐκείνους ποὺ θυσιάσανε τὴ ζωή τους γιὰ τὴν πίστη τοὺς ἀφοῦ, κατὰ τὴν ἁμαρτωλὴ κρίση μας, δὲν κοιτάξανε νὰ χαροῦνε τὰ νειάτα τους καὶ νὰ ἀπολαύσουνε τοῦτον τὸν κόσμο, ποὺ εἶναι χειροπιαστὸς καὶ σίγουρος, ἀλλὰ βασανιστήκανε, φυλακωθήκανε, δαρθήκανε καί, στὸ τέλος, σφαχτήκανε ἢ κρεμαστήκανε, οἱ ἄμυαλοι, γιὰ κάποιους ἴσκιους ποὺ λέγουνται ἀθάνατη ζωὴ καὶ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ἀκόμα καὶ κάποιοι ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς θεολόγους, πού μας φέρνουνε ἀπόξω τὴν «ἐπιστημονική» ὀρθολογιστικὴ θεολογία, δὲν καταδέχουνται ποτὲ νὰ μιλήσουν γιὰ τοὺς νεομάρτυρες, καὶ στὶς ψυχρὲς καὶ ἄτονες ὁμιλίες τους, καθὼς καὶ στὰ βιβλία τους, ἀναφέρουνε μονάχα κανένα μάρτυρα τῆς ἀρχαίας ἐποχῆς, κατὰ τὸ προτεσταντικὸ σύστημα. Τὸ ἀτελείωτο μαρτυρολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ ἀρχίζει, ὅπως εἶπα παραπάνω, ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια του Χριστιανισμοῦ καὶ φτάνει ἕως σήμερα, εἶναι μία ἀπὸ τὶς πιὸ μεγάλες μαρτυρίες πὼς ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ἡ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, γιατί βασανίζεται ἀδιάκοπα καὶ χύνει τὸ αἷμα της γιὰ τὸ Χριστό, ποὺ εἶπε: «εἰ ἐμέ ἐδίωξαν καί ὑμᾶς διώξουσι».
Γιὰ τοῦτο ὁ Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις, ποὺ εἶναι κι αὐτὸς ἕνας ἀπὸ τοὺς μάρτυρες, ἐπειδὴ τὸν θανατώσσανε οἱ ὀχτροὶ τῆς πίστης, ἔγραφε στὰ 1635 γιὰ τοὺς παπιστές: «ἂν δὲν ἔχομεν σοφίαν ἐξωτέραν (κοσμικήν), ἔχομεν, χάρη τοῦ Θεοῦ, σοφίαν ἐσωτέραν καὶ πνευματικήν, ἡ ὁποία στολίζει τὴν Ὀρθόδοξον πίστην μας, καὶ εἰς τοῦτο πάντοτε εἴμεσθεν ἀνώτεροι ἀπὸ τοὺς λατίνους, εἰς τοὺς κόπους, εἰς τᾶς σκληραγωγίας καὶ εἰς τὸ νὰ σηκώνομε τὸν σταυρόν μας καὶ νὰ χύνομεν τὸ αἷμα μας διὰ τὴν πίστιν καὶ τὴν ἀγάπην τὴν πρὸς τὸν Κύριον ἠμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Ἂν εἶχε βασιλεύσει ὁ Τοῦρκος εἰς τὴν Φραγκίαν δέκα χρόνους, χριστιανοὺς ἐκεῖ δὲν εὕρισκες. Καὶ εἰς τὴν Ἑλλάδα, τώρα τριακόσιους χρόνους εὑρίσκεται καὶ κακοπαθοῦσιν οἱ ἄνθρωποι καὶ βασανίζονται διὰ νὰ στέκουν εἰς τὴν πίστην τῶν, καὶ λάμπει ἡ πίστις τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ μυστήριον τῆς εὐσεβείας, καὶ ἐσεῖς μοῦ λέγετε ὅτι δὲν ἔχομεν σοφίαν; Τὴν σοφίαν σου δὲν ἐθέλω, ὀμπρὸς εἰς τὸν Σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ!».
Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια βροντοφωνεῖ πὼς ἡ Ἐκκλησία μας μὲ τὰ μαρτύρια ποὺ τραβὰ ἀπὸ αἰῶνες, εἶναι ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία, ἡ εὐλογημένη ἀπὸ τὸν Κύριο, κι ὄχι ἡ Δυτική, ἡ καλοπερασμένη, ἡ ὑπερήφανη ἀφέντρα, ποὺ ὄχι μονάχα τὸ αἷμα της δὲν ἔχυσε γιὰ τὸν Χριστό, ἀλλὰ ἡ ἴδια ἔκαιγε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν της ἤτανε ὑπάκουοι. Οἱ δικοί μας οἱ ἅγιοι, ποὺ μαρτυρήσανε στὸν καιρὸ ποὺ ἤμαστε σκλάβοι στοὺς τούρκους, ἤτανε ταπεινοί, ἁπλοί, λιγομίλητοι, μὲ τὴ φωτιὰ τῆς πίστης στὰ στήθια τους, ἀπονήρευτοι κι ἀγράμματοι, ἀφοῦ τὸ μόνο ποὺ γνωρίζανε νὰ λένε μπροστὰ στὸν ἀγριεμένον τὸν κριτὴ ἤτανε: «Χριστιανὸς γεννήθηκα καὶ Χριστιανὸς θὰ πεθάνω». Νέοι ἄνθρωποι, παληκάρια, ἀπάνω στ’ ἄνθος τῆς νιότης τους, πηγαίνανε προθυμερὰ νὰ παραδοθοῦνε γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, κι ἀντὶς ἀρραβωνιάσματα καὶ ξεφαντώματα σφαζότανε σὰν τ’ ἀρνιὰ ἢ κρεμαζότανε μὲ τὴ θελιὰ στὸ λαιμό τους καί, γιὰ νὰ τοὺς τυραγνᾶνε περισσότερο οἱ ἄπιστοι, κόβανε τὸν λαιμὸ τοὺς σιγά-σιγὰ μὲ στομωμένα μαχαίρια ἢ τοὺς κρεμάζανε μὲ σάπια σχοινιὰ ποὺ κοβόντανε, γιὰ νὰ τοὺς ξανακρεμάσουνε. Καὶ τὰ μόνα ποὺ ξέρανε ἀπὸ τὴ θρησκεία μας οἱ περισσότεροι ἀπ’ αὐτοὺς ἤτανε τὰ λόγια του Χριστοῦ ποὺ εἶπε: «Ὅποιος μὲ ὁμολογήσει μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, θὰ τὸν ὁμολογήσω κι ἐγὼ μπροστὰ στὸν Πατέρα μου, ποὺ εἶναι στὸν οὐρανό, κι ὅποιος μ’ ἀρνηθεῖ μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, θὰ τὸν ἀρνηθῶ κι ἐγὼ μπροστὰ στὸν Πατέρα μου, ποὺ εἶναι στὸν οὐρανό»∙ καθὼς καὶ τὰ λόγια τοῦτα ποὺ εἶπε ὁ Κύριος: «Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ κείνους ποὺ σκοτώνουνε τὸ σῶμα, μὰ ποὺ δὲν μποροῦνε νὰ σκοτώσουνε τὴν ψυχή»∙ καί: «ὅποιος χάσει τὴ ζωή του γιὰ τὸ ὄνομά μου, αὐτὸς θὰ ζήσει στὴν αἰώνια ζωή».
Ἐμεῖς, οἱ σημερινοί, εἴμαστε βάρβαροι, ποὺ δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ νιώσουμε ὅσο πρέπει τὴν εὐγένεια καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς θυσίας γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὴν προσφέραρνε μὲ τὰ κορμιὰ τοὺς ἐκεῖνοι οἱ λεονταρόψυχοι, ποὺ γι’ αὐτοὺς λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης πὼς δὲν γεννηθήκανε ἀπὸ αἵματα, μήτε ἀπὸ θέλημα τῆς σάρκας, μήτε ἀπὸ θέλημα ἀντρός, ἀλλὰ πὼς γεννηθήκανε ἀπὸ τὸν Θεό.
Ἀπό τό βιβλίο «Ἡ Πονεμένη Ρωμιοσύνη»
Πηγές