«ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΕΙΝΑΙ ΤΕΡΑΤΑ! ΤΕΛΕΙΩΣ ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΜΕΝΟΙ»
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΓΑΛΑΚΤΙΑ: «Οἱ δαίμονες εἶναι τέρατα… Τελείως παραμορφωμένοι… Δὲν καταδέχονται νὰ δείχνουν τὴν ἀσχήμια τους ἀλλὰ σ’ ἐμένα ἔρχονται ὅπως εἶναι… Εἰδικὰ τὰ βράδια… Ὅταν κάθε βράδυ μιλῶ στὸ τηλέφωνο μὲ τὸν Ἀντώνη μου (Μωραϊτάκη) νάτους! Μὲ τριγυρίζουν ἀλλὰ δὲν μὲ αγγίζουν… Κάνουν κάτι σκέρτσα (παράξενες κινήσεις)… Σοῦ ’ρχεται νὰ γελάς… Τὸ λέω στὸν Ἀντώνη καὶ τοὺς περιγράφω… Κάποια στιγμὴ χαϊδεύω μὲ τὸ χέρι μου τὴν εἰκόνα τοῦ Ἀρχαγγέλου ποὺ ἔχω δίπλα μου… Τοὺς κοιτάζω ταυτόχρονα μὲ αὐστηρότητα καὶ φεύγουν πανικόβλητοι… Φεύγουν ἀπὸ τὸ δυτικὸ κλειστὸ παράθυρο… Ὁ Ἀντώνης τὸ συνήθισε νὰ τοῦ τὸ λέω… Ἕνα βράδυ ποὺ μιλοῦσα μὲ τὸν π. Ἀντώνιο, εἶδα νὰ μὲ πλησιάζει ἕνας ἄγριος ὁλόμαυρος σὰν αράπης… Τὸ εἶπα στὸν π. Ἀντώνιο καὶ ἀπότομα μοῦ εἶπε “καληνύχτα” καὶ ἔκλεισε τὸ τηλέφωνο… Μετὰ γελοῦσα… Εἶπα στὸν μαῦρο μουσαφίρη: “Εἶδες τί μοῦ ἔκανες; Μὲ διέκοψες μὲ τὸ παιδί μου! Χάσου!” χάιδεψα τὴν Παναγία ποὺ εἶχα δίπλα μου καὶ ἔγινε καπνός!
Δὲν περιγράφονται οἱ μοῦρες (οἱ ὄψεις) τος… Ἄλλοτε ἔχουνε ἕνα μάτι τεράστιο κατακόκκινο στὴ μέση τῆς κεφαλῆς… Σπιθίζει ἄγρια… Ἄλλοτε τρία μάτια κατακόκκινα, μικρά, μικρά, δύο μαζὶ καὶ ἕνα πιὸ κάτω… Τὰ δάχτυλά τους τελείως παράουρα (παραμορφωμένα). Εἶναι πλατιὰ σὰν τὸ πόμολο τῆς πόρτας. Δὲν ἀκουμπῶ ποτὲ τὸ πόμολο καὶ φταῖνε τὰ δάχτυλα τῶν δαιμόνων. Εἶναι σὰν τὰ πόδια καὶ τὰ νύχια κάποιων μεγάλων πτηνῶν… Τὰ μαλλιὰ ὁλόρθα σάμε (μέχρι) δέκα πόντους… Ὅταν δῶ νεαροὺς νὰ ἔρχονται γιὰ ἐξομολόγηση στὸν π. Ἀντώνιο καὶ νά ’χουν ἔτσι τὰ μαλλιὰ (καρφάκι) τὰ παίρνω μὲ ἀγάπη καὶ τὰ πάω στὸν νιπτήρα καὶ τοὺς τὰ χαλῶ… Ἔπειτα, τοὺς ἐξηγῶ γιατί… Τοὺς βλέπεις (τοὺς δαίμονες) μὲ σκουλαρίκια, στὴ μύτη, στὴν κοιλιὰ καὶ στὴ γλώσσα ἀκόμα… Μὲ ἄγριες ζωγραφιὲς πάνω τους (τατουάζ), μὲ παράξενα παντελόνια… Ὅ,τι λανσάρουνε σήμερα στοὺς ἀνθρώπους, μοῦ τὰ δείχνουνε πάνω τους… Ἀνοιγοκλείνουν τὰ στόματά τους σὰν λάστιχα, τὰ κάνουν τεράστια καὶ δείχνουν κάτι δόντια μικρὰ σὰν τέλια (σύρματα) πυρακτωμένα, ὁλοκόκκινα… Βρόμα, βρόμα, βρόμα… Σοῦ ’ρχεται νὰ κάνεις ἐμετό… Μεταταράσσονται τὰ σπλάχνα σου… Τίποτα σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο δὲν βρομάει τόσο… Ἴσως ἡ πτωμαΐνη μετὰ ἀπὸ δεκαέξι ἡμέρες ποὺ σκάει τὸ νεκρὸ σῶμα μέσα στὸν τάφο… Ἀλλὰ καὶ πάλι δὲν συγκρίνεται μὲ τίποτα κοσμικὸ αὐτὴ ἡ βρόμα… Ἔτσι βρομᾶνε καὶ οἱ ἀμετανόητοι ἄνθρωποι ποὺ ἔχουνε ἀπάνω ντος (ἐπάνω τους) ἐξουσία οἱ δαίμονες…
Ὅταν σηκώνομαι 2-3 τὰ μεσάνυχτα καὶ κάθομαι στὴν καρέκλα γιὰ νὰ ξεκουράσω τὰ ἐγχειρισμένα μου πόδια καὶ νὰ προσευχηθῶ (δὲν μποροῦσε νὰ ἀλλάξει πλευρὸ στὸ κρεββάτι), ἔρχονται, ἁρπάζουν τὴν καρέκλα καὶ μὲ γυρίζουν γύρω, γύρω… Ἐγὼ κρατῶ καλὰ τὴν καρέκλα καὶ τοὺς κοροϊδεύω: “δὲν πέφτω” τοὺς λέω “δὲν πέφτω… Ὅ,τι καὶ νὰ κάνετε…”. Σκοῦνε καὶ φεύγουνε… Μιὰ φορά, ὅμως, μὲ ἁρπάξανε καὶ μὲ βάλλανε κάτω ἀπὸ τὸ κρεββάτι… Τὸ παραχώρησε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ καταλάβω πιὸ πολύ, ὅτι μόνο μὲ τὴ δική Του δύναμη τὸν νικοῦμε… Τράβηξα τὸ καλώδιο τοῦ τηλεφώνου καὶ ἔπεσε ἡ συσκευή… Εὐτυχῶς γνωρίζω ἀπὸ στήθους τὸ τηλέφωνο τῆς Ριρίκας… Τὴν ξύπνησα, ἦρθε καὶ ἄνοιξε καὶ μὲ σήκωσε… Μόνη μου δὲν μποροῦσα νὰ σηκωθῶ… Ἔχω ἕνα διμόρφι (δίπτυχο εἰκόνισμα) καὶ μὲ αὐτὸ περνῶ κάθε μέρα τὸ πὶ ποὺ κρατῶ καὶ περπατῶ γιὰ νὰ μὴν μὲ ἀκουμπᾶνε. Καὶ μὲ τὸν Σταυρὸ τοῦ παπποῦ μου (παπᾶ Νικόλα) σταυρώνω κάθε πρωὶ τὸ κρεββάτι μου καὶ ὅλα τὰ βασικὰ σημεῖα τοῦ σπιτιοῦ γιὰ νὰ μὴν ἀγγίζουνε… Ἡ λύσσα τους εἶναι, νὰ μὲ δοῦν νὰ πιάσω τὸν θυμιατὸ καὶ τὸ κομβοσχοίνι! Τὸν θυμιατό, πολλὲς φορές, μοῦ τὸν ἔριξαν…
Ὅταν κάνω κομβοσχοίνι… Ἐκεῖ νὰ δεῖτε… Μιὰ φορὰ ἦρθε ἕνα κρεάτινο καλάμι, σὰν λαιμὸς καὶ στὴν ἐπάνω μεριὰ εἶχε κεφαλὴ πετεινοῦ… Μοῦ τσιμποῦσε τὰ χέρια γιὰ νὰ ἀφήσω τὸ κομβοσχοίνι… Τὸν περιποιήθηκα καλά… Ὄχι μόνη μου… Τὸν ἀνέθεσα στὶς οὐράνιες δυνάμεις…
Μιὰ ἄλλη φορὰ ἦρθε σὰν ξετσίπωτη γυναίκα καὶ μοῦ ἔδειχνε ἀδιάντροπα τὰ ὀπίσθιά της… Τεράστια ἦταν… Ἐγὼ ἀδιαφοροῦσα καὶ ἦρθε καὶ μὲ ἀκούμπησε μὲ αὐτὰ στὴ μύτη… Τὴ βίτσισα (τὴ μαστίγωσα) μὲ τὸ κομβοσχοίνι καὶ σὰν νὰ ἅρπαξε φωτιὰ στὸ σημεῖο ἐκεῖνο… Ἔγλάκα (ἔτρεχε γρήγορα-πανικόβλητα) καὶ ἔσκασε στὸ ἀπέναντι πεντένι (τοιχιό)… Βρόμισε ὁ κόσμος… Ξανάρθε, ὅμως, μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες καὶ ἀδιάντροπα μοῦ ἔλεγε: “Γιατὶ μοῦ ἔκαψες προχθὲς τὸν κ… Μὲ αὐτὰ ποὺ δείχνω, κυβερνῶ τώρα τὸν κόσμο, μικρούς, μεγάλους…”. Δὲν ἔχασα καιρὸ καὶ τοῦ ἀπάντησα: “Ἀκόμη δὲν εἶδες πράμα! Ὅταν θὰ σοῦ ’ρθει ἡ φωτιὰ τῆς αἰώνιας κόλασης θὰ δεῖς καλὰ τὴν κυβέρνησή σου…” μούγκριζε καὶ χάθηκε… Πιὸ πολὺ ἀστεῖος γίνεται ὅντε (ὅταν) μασκαρεύεται καὶ πολεμᾶ (πασχίζει) νὰ μὲ ξεγελάσει… Ἐτοτεσάς (τότε) γελῶ καὶ τοῦ λέω: “Ἄμε (πήγαινε) κακομοίρη ἐκιὰ (ἐκεῖ) ποὺ δὲν σὲ κατέχουνε… Ἐπαέ (ἐδῶ) γνωρίζομε καλὰ τὴ βρόμα σου, τὴν ἀνατριχίλα ποὺ φέρνεις καὶ τὰ σκέρτσα (ἐπιτηδευμένες κινήσεις) ποὺ κάνεις… Ἦρθε μιὰ φορὰ σὰν Δεσπότης. Ἐφοροῦσε Μίτρα, Πατερίτσα, ὅλα… Ἐτεντωνόταν καὶ ἔκανε πολὺ φουσκωμένες περπατησιές… Μόλις κατάλαβε ὅτι τὸν ἀντιλήφθηκα… Παπούτσι… (τὸ ’’βαλε στὰ πόδια). Μασκαρεύεται ἀλλὰ δὲν γίνεται στὸ παραμικρὸ κάτι διαφορετικὸ ἀπ’ αὐτὸ ποὺ εἶναι… Ὅσοι τὸν ἔχουνε μάθει, τόνε ἀναγνωρίζουν ἀμέσως…
Μιὰ φορὰ τοῦ εἶπα: “Πές μου μωρὲ κακομοίρη τὸ ὄνομα Ἐκείνου ποὺ σὲ μαχαίρωσε μὲ τὰ καρφιὰ τοῦ Σταυροῦ, ποιὸ θεωρεῖς ὡς μεγαλύτερό σου κατόρθωμα;”
Ἀπάντησε: “Νὰ πείσω τοὺς ἀνθρώπους πὼς δὲν ὑπάρχω!”
– “Καὶ πῶς τοὺς πείθεις;”
– “Τοὺς κάνω νὰ πιστεύουνε πὼς ὅλα ποὺ κάνω εἶναι ψυχολογίες καὶ φαντασίες”
– “Καὶ ποιὸ ἀπὸ τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων σὲ εὐχαριστεῖ πιὸ πολύ;”
– Ἀπάντησε: “Τὸ νὰ μὲ καλοῦν νὰ πηγαίνω νὰ τοὺς κάνω δουλειὲς (μάγια), οἱ βλαστημιές, τὰ αἵματα (φόνοι – συμπλοκὲς) καὶ οἱ ἀνωμαλίες”…
Εἶπε καὶ ἄλλα ἡ Γερόντισσα καὶ κατέληξε: “Ἐσεῖς μὲ τὸν Χριστὸ νά ’στε καὶ μὴ φοβᾶστε… Νὰ μὴν τὸν ἔχετε φόβητρο ἀλλὰ νὰ μὴν παίζετε καὶ μαζί του…! Ἔχει μεγάλη δύναμη… Ὁ Χριστὸς μόνο τόνε κάνει σκόνη!
Μὴ θαρρέψετε ποτὲ πὼς τὸν ἔχετε νικήσει… Θὰ σασε λωνέψει (ἁλωνίσει).
Ό,τι καλὸ κάνετε, τοῦ Χριστοῦ νὰ τὸ λογαριάζετε… Καὶ ὅ,τι κακὸ κάνετε θὰ τὸ γράφετε πὼς εἶναι δικὸ σᾶς καὶ τῆς μαϊμοῦς (τοῦ διαβόλου)… Μετὰ νὰ μετανοάτε… Ετσα (ἔτσι) δὲν θὰ ’’χει ἐξουσία ποτὲ νὰ σᾶς αγγίξει…” (Από ηχογράφηση σε παλαιού τύπου κινητό).