Κάποτε η απρόσμενη αναφορά του ακριβούς αριθμού των ψαριών που έπιασαν οι απόστολοι -η οποία αναφέρεται στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη (21:11) «ἀνέβη Σίμων Πέτρος καὶ εἵλκυσε τὸ δίκτυον ἐπὶ τῆς γῆς, μεστὸν ἰχθύων μεγάλων ἑκατὸν πεντήκοντα τριῶν·» – εκατόν πενήντα τρία, προξένησε έπληξη στον πατέρα Θεοδόσιο. Συλλογίστηκε πολύ πάνω σ’ αυτό – γιατί ο Ευαγγελιστής Ιωάννης δεν έγραψε απλά: υπήρχαν πολλά ψάρια; Αυτός ο αριθμός, όπως και άλλοι που αναφέρονται στη Βίβλο, πρέπει να έχει τη δική του συμβολική σημασία. Ο γέροντας προσευχήθηκε να τον φωτίσει το Άγιο Πνεύμα και να του αποκαλύψει αυτό το νόημα. Σε τελική ανάλυση, αυτό το επεισόδιο τελειώνει πιο υπέροχα από τα τέσσερα Ευαγγέλια, και θα πρέπει να σχετίζεται άμεσα με τη σωτηρία μας.
Ο Θεός απάντησε στον γέροντα με ένα θαυμαστό όραμα, για το οποίο είπε ο ίδιος ο π. Θεοδόσιος στα πνευματικά του παιδιά: «Εντελώς απροσδόκητα, μια γυναίκα εμφανίζεται μπροστά μου σε ένα απότομο στενό μονοπάτι ανάμεσα στα απρόσιτα βουνά. Βλέποντάς την, θωράκισα τον εαυτό μου με το σημείο του σταυρού, για να μην πέσω στην πλάνη του εχθρού. Ωστόσο, η εμφάνισή της ήταν εξαίσια, και το φόρεμά της υπέροχο. Πλησιάζοντας, με κοίταξε με το θαυμάσιο βλέμμα Της και είπε: «Θέλεις να μάθεις τι σημαίνει αυτό; Δώσε προσοχή και να το θυμάσαι. Στην αρχή, το 100% όσων επικαλούνταν τον Θεό σώθηκαν, μετά το 50% και στα έσχατα μόνο το 3%.»
«Ήθελα να τη ρωτήσω και κάτι άλλο, αλλά ξαφνικά χάθηκε, σαν να διαλύθηκε στην ομίχλη που κατέβαινε από τα βουνά, και το μονοπάτι ήταν τέτοιο που ήταν αδύνατο να χαθεί».
Αυτό δεν ήταν το τελευταίο όραμα. Την επόμενη φορά ο πατέρας Θεοδόσιος είδε τρεις γυναίκες με μακριά, αρχαία ρούχα. Ήταν μια νεαρή κοπέλα, μια μεσήλικη γυναίκα και μια πολύ γερασμένη. Ο πάτερ τις ρώτησε: «Ποιές είστε;». Πρώτα απάντησε η νεαρή: «Είμαι η Εκκλησία των πρώτων αιώνων του Χριστιανισμού. Σε εκείνους τους ευλογημένους καιρούς, όλοι όσοι πίστεψαν στον Χριστό πίστεψαν αληθινά, και από τους εκατό Χριστιανούς, και οι εκατό σώθηκαν!». Η μεσαία των θαυμάσιων γυναικών είπε: «Είμαι η Εκκλησία των Μέσων αιώνων, που ενώνει όλους εκείνους που πιστεύουν αληθινά στον Σωτήρα. Τότε από τους εκατό πιστούς, μόνο πενήντα σώζονταν!». Και η μεγαλύτερη αποκάλυψε: «Εγώ είμαι η Εκκλησία των εσχάτων. Σε αυτούς τους θλιβερούς καιρούς, από τους εκατό ανθρώπους, μόνο τρεις θα μπορούν να σωθούν».
Ο πατέρας δεν είπε υπό ποιες συνθήκες και πού του συνέβη αυτό το εξαιρετικό γεγονός, αν ήταν κατ’ όναρ ή καθ’ ύπαρ. Μία από τις πνευματικές κόρες του γέροντα, η μοναχή Δαρεία, μαρτυρεί ότι με την πρώτη ματιά στο μονοπάτι του βουνού, ο πατέρας Θεοδόσιος είπε ότι «σαφώς, ήταν η Μητέρα του Θεού, γιατί τέτοια ομορφιά και με τέτοια ρούχα θα μπορούσε να είναι μόνο αυτή».