Συριανοχώρι

Αμιγές ελληνικό χωριό στο λεκανοπέδιο Μόρφου, περί τα 42 χιλιόμετρα δυτικά της πόλης της Λευκωσίας. Βρίσκεται στην κατεχόμενη από το 1974 από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής περιοχή της Κύπρου.

Το Συριανοχώρι είναι κτισμένο σε μέσο υψόμετρο 10 μέτρων και σ’ απόσταση 1,5 χιλιομέτρου από τον κόλπο της Μόρφου. Από πλευράς αναγλύφου το τοπίο του είναι καμπίσιο σε μια ανεπαίσθητη κλίση προς τη θάλασσα, είναι δε διαμελισμένο από τον ποταμό Σερράχη που ρέει πολύ κοντά στα βόρεια του οικισμού.

Οι κάτοικοι ασχολούνταν με την καλλιέργεια εσπεριδοειδών (κυρίως πορτοκαλιές και κιτρομηλιές), η έκταση των οποίων, σύμφωνα με την απογραφή εσπεριδοειδών του 1966, ανερχόταν στα 212 εκτάρια (1.587 σκάλες).

Όσο αφορά τη κτηνοτροφία, το 1973 εκτρέφονταν 533 πρόβατα, 569 κατσίκες, 65 βόδια, 15 αγελάδες και 2.050 πουλερικά.

Από συγκοινωνιακής απόψεως, το Συριανοχώρι συνδέεται στα νοτιοανατολικά με την κωμόπολη της Μόρφου (περί τα 6χμ.).

Τα εύφορα εδάφη του χωριού με τις προσοδοφόρες καλλιέργειες των εσπεριδοειδών και η γειτνίασή του με την κωμόπολη της Μόρφου υπήρξαν οι κύριοι παράγοντες που συνέβαλαν στην πληθυσμιακή του ανάπτυξη από το 1881 μέχρι το 1973. Το 1881 οι κάτοικοί του ήσαν 286 που αυξήθηκαν στους 290 το 1891, μειώθηκαν στους 285 το 1901 αλλά αυξήθηκαν στους 316 το 1911, στους 340 το 1921, στους 370 το 1931, στους 410 το 1946, στους 630 το 1960 και στους 775 το 1973.

Η παράκτια θέση του χωριού συνέβαλε στην ανάπτυξη της αλιείας. Στην περιοχή του λειτουργούσαν, πριν από την τουρκική εισβολή του 1974, αλιευτικό καταφύγιο καθώς και πειραματικός σταθμός καλλιέργειας θαλασσίων ειδών.

Το χωριό απαντάται σημειωμένο σε παλαιούς χάρτες ως Sirianocari και ως Sirianicori. Υφίστατο κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια. Κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας ήταν φέουδο, άγνωστο όμως σε ποιούς ευγενείς ανήκε.

Η ονομασία του χωριού σημαίνει χωριό των Σύρων (ή του Σύρου;), όπως δε κι άλλα τοπωνύμια στην Κύπρο σχετίζεται με στάθμευση, στην περιοχή, Σύρων, σε ακαθόριστο χρόνο (πρβλ. Συρκανιά Κυθρέας, Συρκά, περιοχή Λευκονοίκου κλπ.). Διότι, σύμφωνα προς μια άποψη, στην περιοχή στάθμευαν Σύροι στρατιώτες – μισθοφόροι, κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας. ‘Αλλοι σχετίζουν το χωριό με εγκατάσταση Σύρων εμπόρων κατά την ίδια περίοδο, οπότε γνωρίζουμε ότι υπήρχαν εγκατεστημένοι πολλοί στην Κύπρο. τούτο όμως θεωρείται λιγότερο πιθανό, αφού οι έμποροι ζούσαν, βασικά, στις πόλεις λόγω του κύκλου εργασιών τους. Πάλι, ίσως το Σύρος να ήταν επώνυμο κάποιου πρώτου οικιστή κατά τα Βυζαντινά χρόνια. Ο G. Jeffery θεωρεί ότι το χωριό είχε ιδρυθεί αρχικά από Μαρωνίτες (της Συρίας). Θα πρέπει, ίσως, να ληφθεί υπ’ όψιν ότι κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια, όπως και κατά την Αρχαιότητα, ως Συρία εθεωρείτο τεράστια γεωγραφική περιοχή, από τη Μικρά Ασία μέχρι την Αίγυπτο. Εάν, λοιπόν, το χωριό είχε ιδρυθεί από «Σύρους» που εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο κατά τα Βυζαντινά χρόνια (πράγμα που ήταν όχι σπάνιο φαινόμενο), δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε από πού ακριβώς ήλθαν και ποιοί ήσαν αυτοί.

Κοντά στο χωριό υφίστατο μικρή μεσαιωνική εκκλησία, γνωστή ως Μνασίν ή και Πνασίν (το). Φαίνεται ότι ήταν ο ναός μικρού μοναστηριού αφιερωμένου στον άγιο Μνάσωνα. Το τοπωνύμιο ήταν γνωστό κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας. Ο ντε Μας Λατρί σημειώνει Mnassi. O G. Jeffery (1918) αναφέρει την εκκλησία του χωριού, αφιερωμένη στον άγιο Νικόλαο, γράφει δε ότι αυτή είχε ανακαινιστεί όταν την είχε δει.

Στην περιοχή του χωριού υφίστανται εκτάσεις βαλτοτόπων, όπου μεταξύ άλλων αφθονεί το καζάβιν (είδος που μοιάζει με μικρό καλάμι, επιστ. ονομ: Imperata cylindrical, πολύ διακοσμητικό, άνκαι ενοχλητικό ζιζάνιο, που οι χωρικοί χρησιμοποιούσαν σε παλαιότερες εποχές για να φτιάχνουν καλύβες στα περιβόλια τους, όπως και είδος σχοινιού – τον τόνον – με τον οποίο έπλεκαν καρέκλες, καθώς και ψάθες).

Οι εκτενείς βαλτότοποι του Συριανοχωριού βρίσκονται στα νότια του χωριού, προς το χωριό Καζιβερά (η ονομασία που προέρχεται ακριβώς από το καζάβιν) και σχηματίζονται από θαλάσσιο νερό που λιμνάζει στην περιοχή ύστερα από τρικυμία, λόγω του ότι το υψόμετρο είναι πολύ χαμηλό. Κατά την περίοδο της αγγλοκρατίας έγιναν και τεχνητές λίμνες στις οποίες εκτρέφονταν ψάρια, βασικά κέφαλοι. Ο πειραματικός σταθμός ιχθυοκαλλιέργειας, που λειτουργούσε μέχρι το 1974, είχε ιδρυθεί στην αντίθετη πλευρά, δηλαδή βορειοδυτικά του χωριού, κοντά στις εκβολές του ποταμού Σερράχη. Οι εκβολές του ποταμού σχηματίζουν ένα «στόμα», όπως λέγεται, δηλαδή εκτεταμένη λίμνη, κατάφυτη από καλαμιώνες. Τόσο στους βατλότοπους του Συριανοχωριού όσο και στο «στόμα» του Σερράχη συγκεντρώνεται μεγάλο πλήθος διαφόρων ειδών υδροβίων και παρυδάτιων πουλιών. Σε παλαιότερες εποχές το «στόμα» του Σερράχη γινόταν κυνήγι πάπιας.

Οι Ελληνοκύπριοι κάτοικοι του χωριού προσφυγοποιήθηκαν το 1974, εκδιωγμένοι από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής. Αργότερα εγκαταστάθηκαν στο χωριό Τουρκοκύπριοι, αλλά και πολλοί έποικοι από την Τουρκία. Οι Τούρκοι, στην προσπάθειά του για τουρκοποίηση όλων των τοπωνυμίων στην κατεχόμενη Κύπρο, μετονόμασαν το χωριό σε Yayia Koyu, που μπορεί να μεταφραστεί ως Βασκοτόπια.

*Χρησιμοποιήθηκαν εκτενή αποσπάσματα από τα λήμματα της Μεγάλης Κυπριακής Εγκυκλοπαίδειας 1981-1990, εκδόσεις Φιλόκυπρος, Λευκωσίας


ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΙ ΣΥΡΙΑΝΟΧΩΡΙΟΥ:

  • ΧΡΙΣΤΟΣ Ν. ΜΑΤΘΑΙΟΥ
  • ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΙΑΓΚΟΥ
  • ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΥ
  • ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΛΛΗΝΑΣ
  • ΝΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
  • ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΕΡΤΕΜΙΟΣ