Εἰσήγηση στὴν ε΄ συνάντηση (27.01.2015) τοῦ Ἐπιμορφωτικοῦ Σεμιναρίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου Γ’ Ἀκαδημαϊκοῦ Ἔτους (2014-2015)
Εἰσηγητής: Οἰκονόμος π. Κυριακός Ἀ. Παπαγιάννης
Πανιερώτατε,
Ἐν πρώτοις, θά ἤθελα ἀπό καρδιᾶς νά σᾶς εὐχαριστήσω γιά τήν ἐμπιστοσύνη καί τήν τιμή, πού δείξατε πρός τό πρόσωπό μου, μέ τήν ἀνάθεση στήν ἐλαχιστότητά μου τῆς παρουσίασης θέματος στό ἱερατικό μας φροντιστήριο.
Τό σημερινό μας θέμα, τό ὁποῖο σύν Θεῷ θά διαπραγματευθοῦμε, εἶναι «Τελετουργικά στοιχεῖα τοῦ Μυστηρίου τοῦ Γάμου».
Ζητῶ ἐξυπαρχῆς ταπεινά τήν κατανόησή σας, Πανιερώτατε καί ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ πατέρες καί ἀδελφοί, γιά τυχόν λάθη ἤ καί παραλείψεις μου κατά τήν παρουσίαση τοῦ θέματος.
Περαιτέρω, καλό θά ἦταν, νά ὑπάρξει, στό πέρας τῆς παρουσίασης, ἤ καί κατά τήν ροή τῆς παρουσίασης τοῦ θέματός μας ἐποικοδομητικὴ συζήτηση ἤ ἀκόμη καί καλοπροαίρετη κριτική, ὥστε νά ἔχουμε, μαζί καί μέ τή δική σας συμβολή, τό καλύτερο δυνατό ἀποτέλεσμα.
Α. Γενικά στοιχεῖα:
«Τό μυστήριο τοῦτο μέγα ἐστίν, ἐγώ δέ λέγω εἰς Χριστόν καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν» (Ἐφεσ. 5,32).
Ὁ Γάμος εἶναι τό μυστήριο ἐκεῖνο, κατά τό ὁποῖο, μέ τήν ἱερολογία καὶ εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας μας, παρέχεται ἡ θεία χάρις σ’ ἐκείνους πού ἐπιθυμοῦν τήν ἐν Κυρίῳ σύζευξή τους καί ἁγιάζει τήν ἕνωσή τους, μέ σκοπό τήν ἐν Χριστῷ σωτηρία μέσα ἀπό τήν εὐλογημένη τούτη συμπόρευση στόν δρόμο τῆς παρούσης ζωῆς.
Τὸ μυστήριο τοῦ Γάμου, ὅπως καὶ τὰ λοιπὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, τελεῖται ἀπὸ κανονικὰ χειροτονημένους ἀρχιερεῖς ἤ πρεσβυτέρους, καί πάντοτε στὸν ναὸ μαζί μὲ τὴ συνημμένη ἀκολουθία τοῦ Ἀρραβώνα. Σὲ παλαιότερες ἐποχές, ὁ Ἀρραβώνας καὶ ὁ Γάμος τελοῦνταν ξεχωριστά, καὶ πάντοτε ἱερολογημένα, δηλ. μὲ τὴν παρουσία καὶ τὴν εὐλογία τοῦ ἱερέα. Αὐτὸ ὅμως, σύμφωνα μέ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας μας, ἔπαψε νὰ γίνεται καὶ σήμερα δὲν ἐπιτρέπεται σὲ ἱερέα νὰ τελεῖ τὸν ἀρραβῶνα στὰ σπίτια, κεχωρισμένως τῆς ἀκολουθίας τοῦ Γάμου, οὔτε καὶ νὰ εὐλογεῖ τὶς βέρες τῶν μελλονύμφων μὲ τὰ λόγια τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ἀρραβώνα.
Ὁ Ἀρραβώνας καὶ ὁ Γάμος, ὅπως καί τά μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ Εὐχελαίου, ἡ Ἐξόδιος ἀκολουθία, κ.λπ., τελοῦνται κανονικὰ στὸ κέντρο τοῦ ναοῦ.
Ὁ ἱερεύς, κατὰ τὴν προσέλευση τῶν μελλονύμφων στὸν ναό, κατὰ παλαιὰ τάξη, ἐξέρχεται στὴν εἴσοδο τοῦ Ναοῦ μετὰ τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου καὶ ὑποδέχεται τοὺς μελλονύμφους, φέρων λευκὰ ἄμφια, δηλ. ἐπιτραχήλιον καὶ φελώνιον. Ὑπενθυμίζουμε στὴ συνάφεια αὐτὴ τὴ σχετικὴ τάξη, ποὺ τέθηκε κατά τή Συνάντηση τοῦ παρελθόντος ἀκαδημαϊκοῦ ἔτους, μέ θέμα τά ἱερά ἄμφια· ὅτι δηλαδή κατά τίς ἀκολουθίες τῶν μυστηρίων τῆς Χειροτονίας καί τοῦ Γάμου, οἱ ἱερουργοί (ἐπίσκοπος, πρεσβύτεροι καί διάκονοι) φέρουν λευκά ἄμφια. Πληροφοριακά ἐδῶ ἀναφέρουμε ἀκόμη, ὅτι σέ χωριό τῆς ἐπαρχίας μας οἱ μελλόνυμφοι ἐκκλησιάζονταν τό πρωί τῆς Κυριακῆς (μόνον Κυριακή τελοῦσαν παλαιότερα Γάμους), καί μάλιστα κοινωνοῦσαν καί οἱ δύο· ἐάν δέ τύγχανε νά ὑπάρχουν καί ἄλλοι μελλόνυμφοι, γινόταν «καυγᾶς» γιά τό ποιός θά κοινωνήσει πρῶτος! Στό τέλος τῆς Λειτουργίας, ἀφοῦ ἔπερναν ἀντίδωρο ὅλοι, ἀκολουθοῦσε ἡ τέλεση τοῦ μυστηρίου τοῦ Γάμου.
Ἐπανερχόμαστε στό θέμα μας. Ἐκεῖ στὴν εἴσοδο τοῦ ναοῦ, ἀσπάζονται οἱ μελλόνυμφοι τὸ ἱερόν Εὐαγγέλιον καὶ τό δεξί χέρι τοῦ ἱερέα. Ἀκολούθως ὁ ἱερέας, φέροντας τὸ Εὐαγγέλιον στὴ δεξιά του, κρατᾶ μὲ τὸ ἀριστερὸ χέρι τὸ δεξὶ χέρι τοῦ γαμβροῦ, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ ἀριστερὸ χέρι του κρατᾶ τὸ δεξὶ χέρι τῆς νύμφης (σύμφωνα πάντα μέ τήν παλαιά τάξη), καί σχηματίζεται πομπὴ εἰσόδου στὸν ναὸ ἀπὸ τὸν κεντρικὸ διάδρομο, τὸν ἐπιλεγόμενο καὶ βασιλικό (καθότι ἀπ’ αὐτὸν τὸν διάδρομο εἰσόδευαν στό Βυζάντιο ἐπίσημα οἱ βασιλεῖς στόν ναό). Κατὰ τὴν πομπὴ αὐτή, κατὰ τὴν ὁποία προπορεύεται ὁ ἱερέας, οἱ ψάλτες ψάλλουν τὸν ἀρχαῖο ὕμνο πρὸς τὴν Παναγία, «Ἄξιόν ἐστιν…» ἤ, κατ᾽ ἄλλους, τόν θεομητορικό ὕμνο, «Τήν ὡραιότητα τῆς παρθενίας σου…». Στὸ κέντρο τοῦ ναοῦ, κάτω ἀπὸ τὸν τροῦλλο ἤ, ἄν δέν ὑπάρχει, κάτω ἀπό τόν κεντρικὸ πολυέλαιο, στὸ μέσο δηλαδή τοῦ ναοῦ, ἔχει εὐτρεπισθεῖ ἀπό προηγουμένως τραπέζι, συνήθως τετράγωνο, εἰς θέσιν ἁγίας Τραπέζης, ὅπου ἔχει ἤδη τοποθετηθεῖ ἕνα δίσκος μὲ τὸ ἄσπρο μαντήλι, τό κοινό ποτήριο (μέ νάμα καί νερό), καί σέ δισκάκι τά δύο μικρά τεμάχια ἄρτου. Φθάνοντας ἐκεῖ ἡ πομπή, ὁ ἱερέας τοποθετεῖ ὁ ἴδιος ἐπάνω στὸ τραπέζι τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ θέτει ἐπάνω του τὰ στέφανα τῶν μελλονύμφων καθὼς καὶ τὰ δακτυλίδια τους. Τέσσερεις ἀνθοδέσμες ἤ καί λαμπάδες πλαισιώνουν τό τραπέζι καί τό ἀνδρόγυνο. Στὴ λειτουργική μας παράδοση τὶς λαμπάδες τίς βαστοῦσαν οἱ μελλόνυμφοι. Σήμερα συνηθίζεται λαμπάδες νὰ βαστοῦν τά παρανυμφάκια. Ὁ γαμπρὸς στέκεται πάντοτε στὰ δεξιὰ τῆς νύφης, ἐνῶ οἱ παράνυμφοι (οἱ κουμπάροι καί οἱ κουμέρες, ὅπως ἐπεκράτησε νά λέγονται), παρίστανται ἔνθεν καὶ ἔνθεν τοῦ ἀνδρογύνου.
Β. Ἡ Ἀκολουθία τοῦ Ἀρραβώνα:
Ὁ ἱερεύς κατὰ τὴν ἱερολογία τοῦ Ἀρραβώνα, ὅπως καὶ τοῦ Γάμου, βλέποντας πρός ἀνατολάς, στέκεται μπροστά ἀπό τό ὡς ἄνω τραπέζι στό μέσον τοῦ ναοῦ, ἔχοντας πίσω του τούς μελλόνυμφους. Ἐκφωνεῖ τό, «Εὐλογητός…» καί ἀκολουθεῖ ἡ μεγάλη Συναπτή, ὅπου, μετὰ τὶς συνήθεις αἰτήσεις, ἐπισυνάπτονται εἰδικὲς τοιαῦτες ὑπὲρ τῶν μελλονύμφων. Ἐν συνεχείᾳ, μετὰ τὴν ἐπισφραγιστικὴ ἐκφώνηση, «Ὅτι πρέπει σοι…», ὁ ἱερουργός, στρεφόμενος πρός τούς νυμφευομένους, ἀπαγγέλλει τήν εὐχή, «Ὁ Θεὸς ὁ αἰώνιος…». Σημειώσαμε προηγουμένως ὅτι τὰ σύμβολα τῶν μνήστρων, δηλ. τὰ δακτυλίδια – ἀρραβῶνες, ὁ ἱερέας πρὸ τῆς ἐνάρξεως τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ἀρραβώνα τὰ ἔχει τοποθετήσει ἐπάνω στὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον. Ὅπως διαβάζει τὴν ἑπομένη εὐχὴ τῆς κεφαλοκλισίας καὶ τῆς εὐλογίας τῶν μνήστρων, στὸ σημεῖο «εὐλόγησον τὰ μνῆστρα ταῦτα…», εὐλογεῖ τὰ δακτυλίδια. Κατόπιν, ἀφοῦ ὁ ἱερέας τελειώσει τὴν εὐχή, λαμβάνει στό δεξί του χέρι, στά τρία δάκτυλα μέ τά ὁποῖα σχηματίζουμε τὸ σύμβολον τοῦ Σταυροῦ, καὶ σταυρώνει τρεῖς φορὲς τὰ δακτυλίδια ἐπὶ τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου, ἐπιλέγοντας κάθε φορὰ τό, «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ὁ χορός ἤ οἱ συλλειτουργοί ἱερεῖς ἀπαντοῦν κάθε φορά μέ τό «Ἀμήν». Ἀκολούθως ὁ ἱερέας, ἀφοῦ γυρίσει πρός τόν γαμβρό, σχηματίζει ἐπὶ τοῦ μετώπου τοῦ γαμβροῦ μικρό σταυρὸ μὲ τὰ δακτυλίδια, λέγοντας, «Ἀρραβωνίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (τάδε) …», καὶ μετὰ συνεχίζει κάνοντας σταυρὸ ἐπὶ τοῦ μετώπου τῆς νύμφης, λέγοντας, «τὴν δούλην τοῦ Θεοῦ (τάδε)…». Αὐτὸ τὸ κάνει τρεῖς φορές. Ἔπειτα, ξεκινᾶ ἀπὸ τὴ νύμφη καὶ λέγοντας τό, «Ἀρραβωνίζεται ἡ δούλη τοῦ Θεοῦ (τάδε)…» σχηματίζει ταυτόχρονα τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ μὲ τὰ δακτυλίδια ἐπὶ τοῦ μετώπου τῆς νύμφης καί, λέγοντας τό, «τὸν δοῦλον τοῦ Θεοῦ (τάδε)…», φέρνει τὰ δακτυλίδια ἐπὶ τοῦ μετώπου τοῦ γαμπροῦ καὶ σχηματίζει καὶ πάλιν τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Ἀφοῦ πράξει τοῦτο τρεῖς φορές ὁ ἱερέας, περνᾶ στοὺς παραμέσους δακτύλους τῶν μελλονύμφων τὰ δακτυλίδια καὶ ἔπειτα τὰ λαμβάνουν στὰ χέρια τους οἱ παράνυμφοι, κουμπάροι, καὶ τὰ ἀλλάζουν τρεῖς φορὲς. Ὁ ἱερέας, κατὰ τὴν ὥρα ποὺ οἱ παράνυμφοι ἀλλάζουν τὰ δακτυλίδια, βλέποντας πρός τό ἀνδρόγυνο, διαβάζει τὴν εὐχή, «Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ τῷ παιδὶ τοῦ Πατριάρχου Ἀβραάμ…». Μετὰ τὸ πέρας τῆς εὐχῆς, ὁ ἱερέας ποιεῖ σύντομη ἐκτενὴ καὶ ἀπαραίτητως τὴ συνήθη μικρά ἀπόλυση, μέ τό, «Χριστός ὁ ἀληθινός …», ἤ, «Ὁ ἀναστάς ἐκ νεκρῶν…», καί τό «Δι’ εὐχῶν…» ἤ τό «Χριστός Ἀνέστη», ἀναλόγως τῆς ἡμέρας καὶ ἐκκλησιαστικῆς περιόδου.
Γ. Τό Μυστήριο τοῦ Γάμου:
Ὁ ἱερέας, στραμμένος πρὸς ἀνατολάς, λέγει τουλάχιστον τρεῖς στίχους ἀπό τόν ρκζ´ (127) Ψαλμόν («Μακάριοι πάντες οἱ φοβούμενοι τὸν Κύριον…») καί μετά, ἀφοῦ πρῶτα κάνει τρεῖς μετάνοιες, ἀσπάζεται τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, τὸ ὁποῖον λαμβάνει στὰ χέρια του, μαζί μέ τά στέφανα ἤ πάνω ἀπό τά στέφανα, καὶ κάνει τὴν ἔναρξη τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου διὰ τῆς ἐκφωνήσεως, «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία…». Οἱ μελλόνυμφοι κατ’ αὐτὴ τὴ στιγμὴ στέκονται πίσω ἀκριβῶς ἀπὸ τὸν ἱερέα, χωρίς νά κρατᾶ ὁ ἕνας τό χέρι τοῦ ἄλλου. Ἀφοῦ λοιπόν ὁ ἱερέας ἐκφωνήσει τὴν ἔναρξη καὶ σταυρώσει διὰ τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου τό μαξιλαράκι πού εἶναι πάνω στό τραπέζι, ἐπιδίδει τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο στοὺς μελλονύμφους γιὰ ἀσπασμό. Κατὰ τὴν πασχάλιον περίοδον, ψάλλεται τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη …» (γ´). Κατόπιν ὁ ἱερέας, στρεφόμενος πρός ἀνατολάς, ἐκφωνεῖ τὴν μεγάλη Συναπτὴ – τά Εἰρηνικά – καί, μετὰ τὴν ἐκφώνηση «Ὅτι πρέπει Σοι …», στραφείς πρός τό ἀνδρόγυνο ἀπαγγέλλει τίς τρεῖς εὐχές: «Ὁ Θεὸς ὁ ἄχραντος, καὶ πάσης κτίσεως δημιουργός…», «Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν…» καί, «Ὁ Θεὸς ὁ ἅγιος, ὁ πλάσας ἐκ χοὸς τὸν ἄνθρωπον…». Σημειώνουμε ὅτι, τή δεύτερη εὐχή τήν ἀπαγγέλλει ὁλόκληρη, ὅπως ἔχει στὸ Εὐχολόγιο καί ὄχι μέ περικοπές, χάριν συντομίας. Κατὰ δὲ τὴν ἀπαγγελία τῆς τρίτης εὐχῆς καὶ εἰς τὸ σημεῖον τῶν λόγων, «…καὶ ἅρμοσον τὸν δοῦλον σου (τόνδε) καὶ τὴν δούλην σου (τήνδε)…», ὁ ἱερεὺς λαμβάνει τὰ δεξιὰ χέρια τῶν μελλονύμφων καὶ τὰ ἑνώνει. Παλαιὰ συνήθειαι ἐν προκειμένῳ, καὶ πλέον εὐάρμοστη, εἶναι νὰ ἑνώνει τό δεξιό χέρι τῆς νύμφης μέ τό ἀριστερό τοῦ γαμβροῦ μέ τά μικρά δάκτυλα. Ἐν συνεχείᾳ, μετὰ τὸ πέρας τῆς τρίτης εὐχῆς, ὁ ἱερέας λαμβάνει τὰ στέφανα, τὰ ὁποῖα -ἤδη πρίν τήν ἔναρξη τῆς ἱερολογίας τοῦ Γάμου- βρίσκονται πάνω στό ἱερό Εὐαγγέλιο καὶ τὰ σταυρώνει τρεῖς φορὲς ἐπ’ αὐτοῦ (δηλ. τοῦ Εὐαγγελίου), ἐπιλέγοντας κάθε φορὰ τό, «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ὁ χορός ἤ οἱ συλλειτουργοί ἱερεῖς ἀπαντοῦν μέ τό «Ἀμήν». Κατόπιν ὁ ἱερέας στρέφεται πρὸς τὸν γαμβρό καί, μέ τά στέφανα ποὺ κρατᾶ στό δεξί του χέρι, σχηματίζει τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ ἐπὶ τοῦ μετώπου τοῦ γαμβροῦ, λέγοντας: «Στέφεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (τάδε)…» καὶ μετὰ συνεχίζει κάνοντας σταυρὸ ἐπὶ τοῦ μετώπου τῆς νύμφης, λέγοντας, «τήν δούλην τοῦ Θεοῦ (τάδε)…». Αὐτὸ τὸ κάνει τρεῖς φορές. Ἔπειτα ξεκινᾶ ἀπὸ τὴ νύμφη καὶ λέγοντας τό, «Στέφεται ἡ δούλη τοῦ Θεοῦ (τάδε) …» σχηματίζει ταυτόχρονα τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ μὲ τὰ στέφανα ἐπὶ τοῦ μετώπου τῆς νύμφης καί, λέγοντας τό, «τὸν δοῦλον τοῦ Θεοῦ (τάδε)…», φέρνει τὰ στέφανα ἐπὶ τοῦ μετώπου τοῦ γαμβροῦ καὶ σχηματίζει καὶ πάλιν τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Κι αὐτὸ τὸ πράττει ὁ ἱερέας τρεῖς φορές. Ἀφοῦ ὁ ἱερέας τελειώσει, βάζει σταυροειδῶς τὰ στέφανα ἐπὶ τῶν κεφαλῶν τῶν νεονύμφων ψάλλοντας τό, «Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, δόξῃ καὶ τιμῆ στεφάνωσον αὐτούς», ἐνῶ ὁ χορὸς τῶν ἱεροψαλτῶν τὸ ἐπαναλαμβάνει ἄλλες δύο. Κατόπιν ὁ ἀναγνώστης ἀπαγγέλλει ἐμμελῶς καί σέ κλιτό ὕφος τὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ἀπὸ τὴν Πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου (Κεφ. 5, 20-33). Καλόν εἶναι νά ἔχει γίνει ἔγκαιρα καί προηγουμένως κάποια σύσταση γιά τό προσβλητικό -δῆθεν «ἔθιμο»-, νά πατᾶ ὁ γαμβρός τή νύμφη, στό γνωστό σημεῖο τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος, ὥστε νά ἀποφεύγεται ἡ διακωμώδηση τοῦ μυστηρίου καί τά κατ᾽ ἐκείνη τήν ὥρα συνήθη εὐτράπελα. Ὁ ἱερέας θὰ πρέπει ὁπωσδήποτε ἀπό προηγουμένως νὰ ἀποτρέπει τέτοιες πράξεις καὶ νὰ τονίζει στοὺς μελλονύμφους τὸν σεβασμὸ τοῦ ἑνὸς πρὸς τὸν ἄλλον καθώς καί τή σοβαρότητα τοῦ Μυστηρίου.
Κατόπιν ὁ ἱερέας ἀναγινώσκει ἐμμελῶς τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀπὸ τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον (Κεφ. 2, 1-11) βλέπον πρός τό ἀνδρόγυνο. Μετὰ τὸ πέρας τοῦ Εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος, ὁ ἱερέας προσφέρει τό ἱερό Εὐαγγέλιο πρός προσκύνηση ἀπό τούς νεονύμφους, καί λέγει τὴν ἐκτενή, «Εἴπωμεν πάντες ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς…», τήν ἐκφώνηση καί τὴν εὐχή, «Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ ἐν τῆ σωτηριώδει σου οἰκονομίᾳ…». Μετὰ τὴν ἐκφώνηση τῆς εὐχῆς, ὁ ἱερέας λέγει τό: «Ἀντιλαβοῦ, σῶσον, ἐλέησον…» καὶ ὅλες τὶς ἐν συνεχείᾶ αἰτήσεις, καὶ τὸ «Καταξίωσον ἡμᾶς, Δέσποτα…». Ἀκολουθεῖ ἡ ἀπαγγελία τῆς Κυριακῆς προσευχῆς («Πάτερ ἡμῶν…») ἀπὸ τό χορό μόνον. Μετὰ τὴν ἐκφώνηση καὶ τὴν εἰρήνευση ὑπὸ τοῦ ἱερέως καὶ τὴν πρόσκληση γιὰ κεφαλοκλισία, ὁ ἱερέας λέγει τὴν εὐχή τοῦ ποτηρίου, «Ὁ Θεός, ὁ πάντα ποιήσας τῆ ἰσχύϊ σου…», εὐλογώντας ταυτόχρονα κατ’ αὐτὴν τὸ ποτήριον μετὰ τοῦ οἴνου καί τόν ἄρτο. Μετὰ τὴν ἐκφώνηση, ὁ ἱερέας ἐπιδίδει στοὺς νεονύμφους τὸ Κοινὸν Ποτήριον καί τόν ἄρτο, ἐνῶ ὁ παράνυμφος κρατᾶ τό λευκό μανδήλι (δίκην μάκτρου). Ἀπ’ αὐτὸ πίνουν καί τρῶνε ἀπὸ τρεῖς φορὲς ὁ γαμπρὸς καὶ ἡ νύφη μόνον (ὄχι καί οἱ παράνυμφοι). Κατὰ τὴν ὥρα ποὺ ἑτοιμάζεται πρῶτος ὁ γαμπρὸς νὰ πιεῖ ἀπὸ τὸ ποτήριο, ὁ χορὸς ψάλλει τό, «Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι, καὶ τὸ ὄνομα Κυρίου ἐπικαλέσομαι». Μόλις τελειώσει ἡ λήψη τοῦ κοινοῦ ποτηρίου, ὁ ἱερέας λαμβάνει μέ τό ἀριστερό του χέρι τό δεξί χέρι τοῦ γαμβροῦ, ὁ γαμβρός μέ τό ἀριστερό κρατᾶ τήν νύμφη, καὶ μαζί σχηματίζουν κυκλικὸ χορό, τόν χορό τοῦ «Ἡσαΐα». Κατ᾽ αὐτόν, ὅλοι πρέπει νά εἶναι στραμμένοι πρός τό ὡς ἄνω τραπέζι μὲ τὸ ἱερό Εὐαγγέλιο, γύρω ἀπὸ τό ὁποῖο γίνεται ὁ χορός. Οἱ παράνυμφοι ἀκολουθοῦν τό ἀνδρόγυνο. Στό τέλος τοῦ κάθε γύρου, ὁ ἱερεύς προτρέπει τό ἀνδρόγυνο νά ἀσπασθεῖ τό Εὐαγγέλιο. Ἄν ὑπάρχει δεύτερος ἱερεύς, τότε κρατᾶ ἐκεῖνος στά χέρια του τό ἱερό Εὐαγγέλιο μπροστά ἀπό τό τραπέζι καί βλέπει πρός δυσμάς. Κατὰ τὸν κυκλικὸ αὐτό χορό, ὁ ἱερέας πρῶτος καί μετά ὁ χορὸς τῶν ψαλτῶν, ψάλλουν τὰ τρία τροπάρια, ἕνα σὲ κάθε κύκλο, ἤτοι: «Ἡσαΐα χόρευε…», «Ἅγιοι Μάρτυρες, οἱ καλῶς ἀθλήσαντες…» καί, «Δόξα σοι, Χριστὲ ὁ Θεός, Ἀποστόλων καύχημα…». Μετὰ τό πέρας τοῦ χοροῦ, ὁ ἱερέας τοποθετεῖ τό δεξί χέρι του πάνω στό κεφάλι τοῦ γαμβροῦ καί ἀπαγγέλλει τό «Μεγαλύνθητι, νυμφίε…» καί στή συνέχεια στό κεφάλι τῆς νύμφης καί λέγει, «Και σύ, νύμφη…». Ἔπειτα ὁ ἱερέας ἀπαγγέλλει τὴν εὐχή: «Ὁ Θεός, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ παραγενόμενος ἐν Κανᾷ…». Στὸ σημεῖο τῆς εὐχῆς, «ἀνάλαβε τοὺς στεφάνους αὐτῶν», ὁ ἱερεὺς μέ τά τρία δάχτυλα τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ σηκώνει ἐλαφριά τά στέφανα ἀπό τά κεφάλια τῶν νεονύμφων. Ἀκολούθως δίδει τὴν «Εἰρήνη» καὶ ἀκολουθεῖ κεφαλοκλισία μὲ τὴν εὐχή: «Ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα…». Τήν εὐχή αὐτή, ἐάν ὑπάρχει καί ἄλλος ἱερεύς ἤ ἄλλοι ἱερεῖς, τήν διαβάζουν, εἴτε ὁμαδικά, ἤ κατά μόνας. Τέλος γίνεται ἡ συνήθης ἀπόλυσις τοῦ Μυστηρίου τοῦ Γάμου μὲ τὴ εἰσαγωγικὴ χαρακτηριστικὴ φράση: «Ὁ διὰ τῆς ἐν Κανᾷ ἐπιδημίας τίμιον ἀναδείξας τὸν γάμον, Χριστὸς ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ἡμῶν…». Τὸ μυστήριο τοῦ Γάμου τελειώνει μὲ τὸ «Δι’ εὐχῶν … » ἤ τό «Χριστός Ἀνέστη», ἀναλόγως τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιόδου.
Στή συνεχεία γίνεται ὁ ἀσπασμὸς τῶν νεονύμφων, πρῶτα ἀπό τόν ἱερέα, ἀφοῦ ἀσπασθεῖ το ἱερό Εὐαγγέλιο, καί ἀκολουθοῦν οἱ γονεῖς καί οἱ στενοί συγγενεῖς. Παλαιοτέρα συνήθεια ἦταν μόνον ὁ ἱερέας νά άσπάζεται τά στέφανα στόν ναό, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι συγγενεῖς καὶ φίλοι στό σπίτι.
Μετά τό πέρας τοῦ ἀσπασμοῦ, ὁ ἱερεύς, φέρων τό ἐπιτραχήλιό του, ἀφαιρεῖ τά στέφανα ἀπό τά κεφάλια τῶν νεονύμφων. Παλαιὰ συνήθεια ἦταν νά ὁδηγεῖται τό ἀνδρόγυνο, ἔχοντας στὶς κεφαλές τους τά στέφανα, στό νέο σπίτι τους, προπορευομένων τῶν ἐξαπτερύγων, τῶν ψαλτῶν, τῇ συνοδεία τοῦ ἱερέως καί τῶν οἰκείων. Ἐκεῖ ὁ ἱερέας, ἀφοῦ ἐψάλλετο τό, «Στερέωσον Κύριε…» καί ὁ πολυχρονισμός τοῦ ἀνδρογύνου, τότε ἀφαιροῦσε τά στέφανα καί ἀκολουθοῦσεὁ χαιρετισμός. Στίς 8 ἡμέρες ἀπό τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου τοῦ Γάμου στό σπίτι τοῦ ἀνδρογύνου γινόταν ὁ ἀντίγαμος.
Σχόλια, ὡς ἐν κατακλεῖδι
Ἄγραφη παράδοση, χωρὶς πνευματικὰ ἐρείσματα, γεννημένη ἀπὸ προκαταλήψεις, θέλει, κατὰ τὴν ὥρα τοῦ χοροῦ τοῦ Ἠσαΐα νὰ ρίπτεται ρύζι στοὺς νεονύμφους, ἐπειδὴ πιστεύεται ἀπὸ κάποιους ὅτι τάχα μὲ αὐτὸ τὸν (ὡς διὰ μαγείας!) τρόπο ριζώνει ὁ Γάμος (ἴσως ἀπὸ παρετυμολόγηση τοῦ ριζώματος ἀπὸ τὸ ρύζι!). Αὐτὸ εἶναι σοβαρὸ λάθος. Ἡ θεμελίωση τοῦ γάμου γίνεται μὲ τὴν προσευχή, τὴν πίστη στὸν ἐν Τριάδι Θεό μας, μὲ τὴν ὑπακοή, τὴν ὑπομονή, τὴν ὑποχωρητικότητα, μὲ τὴν ἐν γένει ζωὴ τῶν νεονύμφων ἐν Χριστῷ, ὡς ἐνεργῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπειδὴ τὸ ἔθιμο αὐτὸ ἔχει κάπως περάσει στὶς συνήθειες τῶν πιστῶν μας, καλὸν εἶναι νὰ ἀποτρέπεται ἡ ρίψις ρυζιοῦ, τουλάχιστον ἐντὸς τοῦ ναοῦ, καὶ νὰ προηγεῖται ἡ κατάλληλη κατήχηση καὶ ἐνημέρωση ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς.
Οἱ ἱερουργοὶ κατὰ τὸν ἀρραβώνα καὶ τὸ μυστήριο τοῦ γάμου, ὅπως προαναφέρθηκε, φέρουν ἀπαραιτήτως λευκοῦ χρώματος ἄμφια. Ὁ δὲ ἱερέας φέρει ἐπιτραχήλιον καὶ φελώνιον, ἐνῶ ὁ διάκονος στιχάριον καὶ ὀράριον. Οἱ ὀφικιάλιοι ἱερεῖς φέρουν καί τόν ἐπιστήθιο Σταυρό. Οἱ ὀφικιάλιοι ἱερομόναχοι φέρουν καὶ αὐτοὶ τὸ ἐπιτραχήλιον καὶ τὸ φελώνιόν τους καὶ ὄχι μόνον τὸ ἐπιτραχήλιον, ἐπιπλέον δὲ τόν ἐπιστήθιο Σταυρό καί τό ἐπανωκαλύμμαυχο.
Περαιτέρω, στὸ Εὐχολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ὑπάρχει μιὰ πολὺ σύντομη ἀκολουθία γιὰ τοὺς νεονύμφους, ἡ ὁποία τελεῖται κατὰ τὴν ὀγδόη ἡμέρα ἀπὸ τῆς τελέσεως τοῦ γάμου τους κατὰ τὴν ἑξῆς τάξη: Ὁ ἱερέας τό, Εὐλογητός, Τρισάγιον, τὸ ἀπολυτίκιον τῆς ἡμέρας ἤ τὰ ἀπολυτίκια τῶν ἁγίων, τὰ ὀνόματα τῶν ὁποίων φέρουν οἱ νεόνυμφοι, ἐκτενής («Ἐλέησον ἡμᾶς ,ὁ Θεός…»), διαβάζονται οἱ δύο ἐφεξῆς εὐχές καὶ στὸ τέλος κάνει τὴν Ἀπόλυση. Οἱ εὐχὲς αὐτὲς φέρουν τὴν ὀνομασία, «Εὐχὴ ἐπὶ λύσιν στεφάνων τῆ ὀγδόῃ ἡμέρᾳ». Πρόκειται στὴν πραγματικότητα γιὰ ἕνα ζεῦγος εὐχῶν. Ἡ πρώτη εὐχή («Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ τοῦ ἐνιαυτοῦ τὸν στέφανον εὐλογήσας…») διαβάζεται στοὺς νεονύμφους γιὰ τὴν εὐλογία τῆς συζυγικῆς συνάφειας, ὥστε αὐτὴ νὰ διατηρηθεῖ ἀδιάσπαστη καθ’ ὅλα τὰ χρόνια τῆς ἐπιγείου ζωῆς των. Ἀκολουθεῖ ἡ δεύτερη εὐχή, μὲ τὴν προτροπὴ τῆς κεφαλοκλισίας («Σύμφωνα καταντήσαντες οἱ δοῦλοί σου, Κύριε…»), ποὺ εἶναι μιὰ συνέχεια τῆς πρώτης εὐχῆς. Σ᾽ αὐτὴν ὑπενθυμίζεται στοὺς νεονύμφους, ὅτι ὁ γάμος τους τελέσθηκε ὅπως ὁ γάμος τῆς Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, ὅπου ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εὐλόγησε τοὺς νεονύμφους· ἔτσι καὶ τώρα συνέβη καὶ στὸν δικό τους γάμο, ὅπου κι ἐδῶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τοὺς εὐλόγησε.
Αὐτὴ ἡ μικρὴ ἀκολουθία τῆς ὀγδόης ἡμέρας ἐπὶ τῇ λύσει τῶν στεφάνων τῶν νεονύμφων σήμερα δὲν τελεῖται. Ἴσως θὰ πρέπει καὶ πάλι νὰ βρεῖ τὴ θέση της στὴ ζωὴ τῶν νεονύμφων. Εἶναι, θὰ λέγαμε μιὰ καλὴ εὐκαιρία γιὰ τὸν ἱερέα, νὰ κρατήσει ἐπαφὴ μὲ τὸ νέο εὐλογημένο ζευγάρι. Ὁ ἱερέας μπορεῖ κατ’ αὐτὴ τὴ συνάντηση νὰ τοὺς ὁμιλήσει γιὰ τὴ σημασία τοῦ Ὀρθοδόξου Γάμου, γιὰ τὰ ἱερὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὴ μετάνοια, τήν ἐξομολόγηση, γιὰ τὴ Θεία Κοινωνία, καθὼς ἐπίσης νὰ τοὺς ὑπενθυμίσει ὅτι κι αὐτοὶ ὡς χριστιανοὶ εἶναι μέλη τῆς ἐνορίας καὶ μποροῦν νὰ δραστηριοποιηθοῦν κοντὰ στὸν Χριστὸ καὶ τὴν ἁγία Του Ἐκκλησία.