Για να παρακολουθήσετε το Α’ μέρος της συνέντευξης πατήστε εδώ.
Για να παρακολουθήσετε το Γ’ μέρος της συνέντευξης πατήστε εδώ.
Για να παρακολουθήσετε το Δ’ μέρος της συνέντευξης πατήστε εδώ.

Πηγή: tasthyras.wordpress.com

Ὁ π.Ἰωάννης Δρογγίτης ἀπαντᾶ σὲ ἐρωτήσεις τοῦ Ιουστίνου Καρνέιρο πού ἀφοροῦν τὴ Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας σὲ σχέση μὲ τὴν ὑφιστάμενη ἐπιδημία καὶ τὶς αἰτιάσεις τοῦ ἐπιστημονισμοῦ καὶ τοῦ κοσμικοῦ πνεύματος.

Απομαγνητοφώνηση:

Όσον αφορά αυτό που είπατε σχετικά με τους βαθμούς ενσωμάτωσης… τόσο από πλευράς χώρου όσο και χρόνου. Εννοώ, μέσα στον Ναό, έξω από τον Ναό… ή όσον αφορά τα χρονικά όρια της Θείας Λειτουργίας και των άλλων Ακολουθιών. Μπορούμε να πούμε ότι μέσα σε αυτά τα όρια οι πιστοί έχουν ανοσία και έξω από αυτά τα όρια η ανοσία χάνεται;

«Νομίζω ότι το ερώτημα αν και αναπόφευκτο, και καλά κάνεις και το θέτεις γιατί πρέπει να το θέσεις, είναι σα να αφουγκράζεσαι ας πούμε ερωτήματα, σπέρματα σχολαστικισμού, τα οποία έχουμε όλοι μέσα μας ή έχουν ενδεχομένως οι άνθρωποι που θα ακούσουν αυτό που κάνουμε τώρα. Θεωρώ δηλαδή το ερώτημα τέτοιο. Δηλαδή πρέπει να απαντήσουμε με έναν τρόπο στον σχολαστικισμό των ανθρώπων. Δεν θα απαντήσουμε. Θα δείξουμε ότι αυτό είναι ένα σχολαστικό ερώτημα. Δεν θα αρνηθούμε καμμία διακινδύνευση αλλά πρώτα πρέπει να δείξουμε τη νόσο. Η νόσος είναι αυτή αυτήν την στιγμή μέσα από το ερώτημά σας. Θα πούμε τα όρια στο μηδέν, στο Δι’ ευχών, στο έξω, στο λίγο κοντά στην πόρτα και μέσα απ’ την πόρτα… Θα αρχίσουμε να μιλάμε δηλαδή με έναν τρόπο που δεν ταιριάζει στην Ορθόδοξη εμπειρία και ζωή και θεολογία βέβαια.

Αυτό που λέμε σίγουρα λοιπόν, είναι ότι η Θεία Λειτουργία, ας πούμε για το κέντρο της Λατρείας, είναι πραγματική εν χρόνω, μέσα στην ιστορία, φανέρωση των εσχάτων όπου τα πάντα ζουν αιωνίως και άφθαρτα. Μιλήσαμε για τη σχέση Βασιλείας, ας πούμε, χάριτος και φθοράς. Νομίζω ότι δεν χρειάζεται να πούμε κάτι γι’ αυτό. Όμως δεν χρειάζεται να πούμε ακριβώς τέτοια όρια. Εννοείται ότι ο άνθρωπος ενσωματώνεται στο Σώμα του Χριστού μέσα στην Θεία Λειτουργία και στην λατρεία. Δεν μπορεί κανείς να έχει στο μυαλό του τέτοια όρια: α τώρα που περνάω τη θύρα του Ναού μπαίνω σ’ αυτό, τώρα που βγαίνω έχω κατέβει. Εννοείται ότι ο βαθμός της ενσωμάτωσής μας κορυφώνεται και ελαττούται. Είναι νομίζω άπρεπο να απαντήσουμε ακριβώς τη στιγμή που ελαττούται. Κατανοούμε όλοι ότι μέσα σ’ αυτά τα όρια έχουμε εικονική φανέρωση.

Και εδώ εισερχόμεθα στο μεγάλο θέμα, ποια είναι η σχέση μεταξύ εικόνας και πραγματικότητας. Η εικόνα είναι πραγματικότητα. Τα έσχατα είναι πραγματικότητα. Όπως και η Εικόνα που προσκυνάμε τί είναι; Είναι μία φανέρωση του Πρωτοτύπου. Τί έχουμε; Μόνο διαφορά εις την κατ’ ουσίαν ταυτότητα λέμε στη θεολογία. Έχουμε λοιπόν διαφορά στην κατ’ ουσίαν ταυτότητα αλλά έχουμε φανέρωση πραγματική. Και η ύλη είναι έμπλεος θείας χάριτος. Ωραία; Λοιπόν, προσκυνούμε αυτήν την ύλη που είναι έμπλεος θείας χάριτος. Προσκυνούμε το εικονιζόμενο πρόσωπο. Το ίδιο το πρόσωπο, εκτός απ’ την ουσία του προσώπου. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι δια της προσκυνήσεως εμείς για να είμαστε Ορθόδοξοι δεν προσκυνούμε απλώς, δεν αποδίδουμε μόνο μια τιμή, αλλά τί; Μετέχουμε στη χάρη του προσώπου. Γινόμαστε και δι’ αυτού του τρόπου της προσκυνήσεως -κατ’ αναλογίαν, με βαθμό κι εδώ- θείας φύσεως κοινωνοί της χάριτος. Δεν είναι η ύλη έμπλεος θείας χάριτος; Κάθε ύλη τέτοια, λειτουργική, δεν είναι έμπλεος θείας χάριτος; Άρα λοιπόν εμείς μεταλαμβάνουμε μέσω της Εικόνας. Κάθε Εικόνα, κάθε εικονισμός είναι μία τέτοια φανέρωση, κι όπου τα έσχατα γίνονται παρόντα. Εδώ καινουργείται που λέμε ο χρόνος στην Εκκλησία.

Άρα γινόμαστε πάρα πολύ φτωχοί. Και δε νομίζω ότι χρειάζεται να δώσουμε μία τόσο ακριβή απάντηση, όχι γιατί δεν υπάρχει. Νομίζω μόνος του ο καθένας θα καταλάβει. Όταν μεταλαμβάνουμε, όταν προσκυνούμε ένα εικόνισμα, το προσκυνούμε τί; Και παρακαλούμε τον Θεό και τους Αγίους τί; Να θεραπευθούμε πολλές φορές, έτσι δεν είναι; Θα ορίσουμε με χρονομέτρηση πότε λαμβάνει χώρα η θεραπεία και πότε παύει να υφίσταται; Πότε έρχεται η χάρη και πότε αναχωρεί; Εννοείται ότι έχουμε μία κατάβαση και μία απομείωση αυτής της ενότητας. Γιατί; Γιατί είμαστε στα όρια του κτιστού. Το ‘παμε αυτό λίγο πριν. Καταλαβαίνεις; Επομένως τί να πούμε τώρα; Έγινε το Δι’ ευχών και τελείωσε; Εν τάξει. Θα αναχωρήσουμε από το Ναό. Είμαστε μέλη του Σώματος με άλλον βαθμό ενσωμάτωσης. Είμαστε μέσα στα όρια του κτιστού πάλι. Θα αρρωστήσουμε. Θα πεθάνουμε. Καταλαβαίνεις πως το θέτω έτσι δεν είναι; Δεν αλλάζει αυτό. Αυτό θα ήτανε πράγματι αίρεση, το «πότε ακριβώς» και το «πόσο». Το νοούμε όλοι νομίζω αυτό Ορθοδόξως.

Εμάς μας ενδιαφέρει τί συμβαίνει. Πότε συγκροτείται το σώμα. Πότε ενσωματώνεται. Πότε βεβαιώνεται η ενσωμάτωση. Τί γίνεται στην ενσωμάτωση. Η αντίδοση αυτή της θείας ενέργειας. Η πρόσληψη, ἵνα μέτοχοι ζωῆς αἰωνίου γενώμεθα. Αφθάρτου ζωής. Μιλάμε για φάρμακον αθανασίας στη Θεία Λειτουργία. Τα υπόλοιπα νομίζω ανήκουν στον σχολαστικισμό και δεν χρειάζεται να δώσουμε τόσο ακριβή απάντηση η οποία νοείται. Νοείται νομίζω.

Να πω κάτι για την προσκύνηση που μου διέφυγε λίγο πριν. Κοιτάξτε. Κάθε προσκύνηση και κυρίως μία προσκύνηση στον Θεό, κάθε κίνηση αγαπητική και στο θείο και στο ανθρώπινο επίπεδο… Δεν φοβόμαστε να τα πούμε αυτά, μας τα λένε οι Άγιοι, δεν υπάρχει σεμνοτυφία στην Εκκλησία. Είναι τύπος των θείων ερώτων οι επίγειοι, όπως λέγει και ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος και δεν είναι ντροπή να το πούμε αυτό. Ποιός μπορεί λοιπόν να κινηθεί αγαπητικά απέναντι σε ένα άλλο πρόσωπο, σε μια ενσωμάτωση με προφύλαξη; Όταν πηγαίνεις με προφύλαξη πηγαίνεις με δισταγμό. Στο θείο επίπεδο, με απιστία δηλαδή. Δε νοείται προφύλαξη στη σχέση μας με το Θεό. Γενικώς δε νοείται προφύλαξη στην αγάπη. Καταλαβαίνετε. Έτσι λοιπόν, δεν μπορούμε να πηγαίνουμε με ένα κάλυμμα, με μία μάσκα να προσκυνάμε. Είναι το αντίθετο της προσκυνήσεως αυτό. Είναι το αντίθετο της εισχώρησης, της σχέσης, του έρωτα με τα πρόσωπα. Θα πάμε στον Θεό δηλαδή με θείο πόθο και θα έχουμε καλύψει το πρόσωπο μην αρρωστήσουμε απ’ τη θεία χάρη; Αλλά αυτό υπάρχει και στην ανθρώπινη διάσταση. Έναν δισταγμό και μία δυσκολία στην ψυχή εκφράζει ας πούμε αυτή η προστασία να το πω έτσι.

Παρ’ όλα αυτά μπορούμε να πούμε ότι κάποια μέτρα που αλλάζουν τις λειτουργικές πρακτικές της Εκκλησίας δικαιολογούνται; Συμπεριλαμβαονομένου του περιορισμού του αριθμού των παρευρισκομένων, του κλεισίματος των Ναών, ως, όπως λένε κάποιοι, μια έκφραση αγάπης από την Εκκλησία για τα μέλη της και για τον κόσμο; Όχι μόνο ως έκφραση αγάπης αλλά και ως συγκατάβαση προς την αδυναμία της πίστεως κάποιων μελών της Εκκλησίας.

Κοίταξε να δεις, ποτέ η αδυναμία δεν επιβάλλεται στην αλήθεια. Αυτό είναι έξω τελείως από τις νοήσεις και από την πραγματικότητα της Εκκλησίας. Με το ίδιο σκεπτικό, κάθε αδυναμία, κάθε έλλειψη και κάθε πάθος θα πρέπει να οικονομηθεί. Τα πάθη θεραπεύονται μέσα στην Εκκλησία. Έχει ο άνθρωπος τον χρόνο, έχει τον τρόπο, έχει τις ενέργειες, τα εργαλεία για να μπορέσει να θεραπεύσει κάθε έλλειψη, κάθε πάθος, κάθε αδυναμία, κάθε ασθένεια και αυτή προς την πίστη. Αν υπάρχει αυτή να την αναγνωρίσουμε πρώτα ως αδυναμία. Αυτό που συμβαίνει τώρα στην Εκκλησία, και όπως με πληροφορείς στην Πορτογαλία, είναι ότι υπάρχει ασθένεια η οποία νοείται ως υγεία. Κατάλαβες; Διαστροφή έχει συμβεί. Ότι είναι υγειές να προφυλασσόμεθα και το άρρωστο είναι να μην προφυλάσσεται κανείς. Εδώ έχουμε μια πολύ επικίνδυνη αίρεση μέσα στην Εκκλησία.

Είναι ένα μεγάλο κακό αυτό που συμβαίνει ξέρετε και μόνο με ενέργειες του Θεού μπορεί να αναιρεθεί. Η καταστροφή έχει συντελεσθεί στο ανθρώπινο επίπεδο αλλά ευτυχώς υπάρχει το θείο. Δεν επιβάλλεται η ασθένεια στην Εκκλησία Ιουστίνε. Δεν επιβάλλεται. Αν κάποιος είναι ασθενής, αγαπητικά, και όχι με έπαρση, τον παίρνουμε από το χεράκι, τον παίρνουμε στον ώμο μας, όπως είναι και σε αυτήν την εικονογραφία αν έχεις δει, τον παίρνουμε τον ασθενή και τον πηγαίνουμε εμείς. Δεν μας πηγαίνει η ασθένεια στη θεία Βασιλεία. Η υγεία μας πηγαίνει.

Έτσι λοιπόν αυτό είναι ένα αδιανόητο επιχείρημα, είναι ένα συμπλεγματικό επιχείρημα, είναι έξω από την Εκκλησία. Είναι πονηρό, μοιάζει με το επιχείρημα του όφεως στον Παράδεισο ας πούμε, ένα τέτοιο πράγμα. Και θα έχουμε βέβαια όσο η Εκκλησία πορεύεται προς τα έσχατα, θα έχουμε εμφάνιση και μάλιστα ισχυροποίηση τέτοιων ύπουλων, δήθεν ας πούμε θεωριών, οι οποίες είναι εξοβελιστέες από την Εκκλησία και παντελώς απαράδεκτες.

Νομίζω ότι αυτή η ερώτηση έχει απαντηθεί εν μέρει αλλά θα ήθελα να την διατυπώσω πιο συγκεκριμένα. Πολλοί δηλώνουν ότι η ιδέα της αδυναμίας μολύνσεως μέσα στον Ορθόδοξο Ναό αποτελεί ένα παράδειγμα προλήψεως, μαγικής σκέψης, ή ακόμη μιας μονοφυσιτικής εκκλησιολογίας, σύμφωνα με την οποία, η ανθρώπινη φύση, μέσα στην αδυναμία και στην ευθραστότητά της θα απορροφείτο από την θεία φύση. Άλλοι λένε ότι τα θαύματα είναι πάντα δυνατά αλλά αποτελούν εξαιρέσεις στην φυσιολογική τάξη των πραγμάτων και ως εκ τούτου δεν μπορούμε να προκαλούμε τον Θεό. Τί έχετε να πείτε για αυτές τις διαφορετικές απόψεις;

Θέλω πολύ να ξεκινήσω από το τελευταίο αν το επιτρέπεις. Καταρχάς το να πούμε ότι το θαύμα είναι εξαίρεση μέσα στη Θεία Λειτουργία… πρέπει να συγκρατηθούμε στην απάντηση. Η Θεία Λειτουργία είναι το θαύμα. Δεν γίνεται μεμονωμένα κάποιο θαύμα στη Θεία Λειτουργία. Είναι μόνιμη η παρουσία του θαύματος στη Λειτουργία. Είναι αυτό καθ’ αυτό το θαύμα η Θεία Λειτουργία. Είναι τελείως βλάσφημο να πούμε ότι περιμένουμε κάπως ένα θαύμα στη Θεία Λειτουργία. Μα αυτό είναι το θαύμα. Είναι ενσωμάτωση στον Χριστό. Είναι μεταβολή και των Τιμίων Δώρων και ημών. Και ο ιερέας το λέει στην ευχή… Επικαλείται την χάρη του Αγίου Πνεύματος και ένας ακόμα λόγος που ξέχασα να πω, και σου είπα ότι υπάρχουν πάρα πολλοί, για το οποίο εμείς πιστεύουμε είναι ότι δεν αγιάζονται τα Τίμια Δώρα μόνο, αλλά αγιάζεται και η σύναξη. Λέμε να έλθει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐφ‘ ἡμᾶς, καὶ ἐπὶ τὰ  προκείμενα δῶρα ταῦτα. Να μας μεταποιήσει όλους. Και το ψωμί και το κρασί και επομένως και το σώμα. Μιλάμε για την ενσωμάτωση. Το θαύμα είναι αυτό. Συντελείται σε κάθε περίπτωση. Δεν υπάρχει περίπτωση άλλη. Ο δοκητισμός βρίσκεται εδώ. Κατάλαβες; Ο μονοφυσιτισμός και όλες οι εκτροπές αυτές βρίσκονται ακριβώς μέσα στην ερώτηση. Θεωρούμε δηλαδή τί; «Εξαίρεση» το θαύμα; «Εξαίρεση» την θεία ενέργεια; «Εξαίρεση» την κάθοδο του Θεού;

Ακούστε με λίγο. Αυτό μπορώ να το πω στους αδελφούς εκεί στην Πορτογαλία. Πως να το πω… με την ψυχή μου ολόκληρη. Τους παρακαλώ και τους εύχομαι να αγαπήσουν την Θεία Λειτουργία με την ψυχή τους ολόκληρη. Κι εκεί θα δοθούν όλες οι απαντήσεις. έν εκείνη τη  ήμέρα έμε ούκ έρωτήσετε ουδέν. Την μέρα που θα μπούμε στην Θεία Λειτουργία πραγματικά θα πάψουν και όλες μας οι ερωτήσεις πάνω στο θέμα αυτό. Δεν υπάρχουν ερωτήματα γιατί; Γιατί ο Θεός είναι σίγουρα Παρών. Οι φλόγες δηλαδή της χάριτος βρίσκονται διαρκώς μέσα στην Εκκλησία. Εννοείται ότι το θαύμα συμβαίνει μόνιμα. Αυτό είναι το θαύμα. Τί να πούμε; Ότι περιμένουμε το θαύμα; «Προσμένοντας ίσως κάποιο θαύμα», που λέει ένας Έλληνας ποιητής; Αυτά ανήκουν σε άλλη κατάσταση. Εμείς δεν προσμένουμε, είναι ήδη Παρών δηλαδή και μέσα σε αυτό μετέχουμε και καλούμαστε να μετάσχουμε.

Όσον αφορά τα υπόλοιπα που είπες για την «μαγικότητα», θα υπήρχε αν πιστεύαμε ότι οι ιοί εξαφανίζονται. Οι αρρώστιες εξαφανίζονται. Η φύση εξαφανίζεται ή απορροφάται, δεν υπάρχει. Εκεί έχουμε και τη μαγεία και τον δοκητισμό, και τον μονοφυσιτισμό όλων των ειδών και όλα εκεί υπάρχουν. Όμως η φύση παραμένει. Αυτό είπαμε πριν. Η φύση παραμένει ακέραιη. Έχουμε αναστολή της διαδικασίας της φθοράς, στο επίπεδο αυτό που το συζητάμε. Είναι αδύνατο να μεταδοθεί μία ασθένεια την ώρα ακριβώς που μεταδίδεται η ζωή η άφθαρτη. Την ώρα που εικονίζονται τα έσχατα και η αφθαρσία. Καταλάβατε; Δεν έχουμε λοιπόν απουσία της φύσεως. Αυτό θα δημιουργούσε πρόβλημα. Δεν κηρύσσει κανείς ότι έχουμε απουσία φύσεως. Απουσία των ασθενειών. Εκεί είναι και ο κορωνοϊός ακόμα. Εκεί παρών είναι, αν κάποιος έχει. Αλλά αυτή είναι η απιστία των ανθρώπων βέβαια και όχι μόνο.

Στις συνθήκες μιας επιδημίας, πρέπει η συμμετοχή στην Ορθόδοξη χριστιανική λατρεία να περιορίζεται μόνο για τους κληρικούς, τους μοναχούς ή γενικά στα μέλη που έχουν αποκτήσει μία ανώτερη πνευματική κατάσταση και στενότερη επαφή με τον Θεό; Είναι αρκετό για την Εκκλησία η Θεία Λειτουργία να συνεχίζεται αδιάκοπα σε κλειστές μοναστικές κοινότητες;

Να απορρίψουμε παντελώς αυτήν την έννοια ότι οι κληρικοί και οι μοναχοί έχουν ανώτερη πνευματική κατάσταση από τα λαϊκά μέλη της Εκκλησίας. Αυτό ας το πετάξουμε έξω. Καταρχάς ούτε θεολογικά δικαιολογείται, εκκλησιαστικά, ούτε και στην πραγματικότητα υπάρχει κάτι τέτοιο. Έχουμε γνωρίσει ανθρώπους οι οποίοι υπερβαίνουν κατά πολύ τέτοιες προσεγγίσεις με τη ζωή τους και δεν θέλω καν να το συζητήσω. Είναι σα να διαχωρίζεται. Αυτό είναι η ουσία μιας Δυτικής τελείως αντίληψης για τον κλήρο και για τον μοναχισμό, η οποία δεν υφίσταται στην Ορθόδοξη Εκκλησία.

Μπορώ να το κατανοήσω λίγο αυτό σαν ερώτημα γιατί και η κοινότητα αυτή η Πορτογαλική -νομίζω οι περισσότεροι, και αυτό είναι και το ωραίο του πράγματος- προέρχονται είτε από τον Ρωμαιοκαθολικισμό, είτε από θέσεις φιλοσοφικές ή πολιτικές ή αθεϊστικές κτλ ή από υποκουλτούρες. Επομένως εν τάξει να το δικαιολογήσουμε το ερώτημα αλλά να το δεχτούμε και να το απορρίψουμε και αμέσως. Δηλαδή, δεν υπάρχει διαφορά στην πνευματικότητα. Είναι σα να λέμε ότι το διακόνημα μέσα στην Εκκλησία οπωσδήποτε προϋποθέτει και μια μετοχή υπαρξιακή, προσωπική στη χάρη. Είναι άλλο θέμα. Κανονικά θα έπρεπε.. να το πούμε έτσι αν το δούμε Αρεοπαγιτικά. ..Για να το εξηγήσω στους φίλους εκεί στην Πορτογαλία, αν πάρουμε το σύγγραμμα του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου και με βάση τη δική του θεώρηση, σίγουρα και ο κλήρος και οι βαθμοί του φανερώνουν πνευματικές καταστάσεις, κανονικά, και ο μοναχισμός με άλλον τρόπο.

Υπάρχουν αυτά, αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι οπωσδήποτε υπάρχει μία ανώτερη πνευματικότητα, ακόμη και αν υπαρξιακά μετείχαμε στα ονόματα των ιδιωμάτων των λειτουργικών του κλήρου, όσοι είμαστε κληρικοί. Και πάλι αυτό δεν θα αναιρούσε ότι τα λαϊκά μέλη αγιάζονται, θεώνονται. Όλοι θεώνονται. Οι διακονίες φανερώνουν, να το πούμε έτσι, τί; Ότι ίσως το να προηγείται κανείς χρονικά σε μία μετοχή αγιαστική. Το διακόνημα λοιπόν το λειτουργικό είναι να οδηγηθούν οι άνθρωποι, να μυσταγωγηθούν με την βοήθεια των κληρικών προς την ίδια κατεύθυνση. Αν υπάρχει κάτι τέτοιο. Όμως, ακόμα κι αν δεν υπάρχει θα έλεγα και όπως πολλές φορές το βλέπουμε, επειδή η χάρη του Θεού είναι ζωντανή μέσα στην Εκκλησία και αυτή συγκροτεί και αυτή αγιάζει και αυτή καθοδηγεί και αυτή κάνει τα πάντα, πολλές φορές αυτουργεί και σ’ αυτό η χάρη του Αγίου Πνεύματος και οδηγεί τα λαϊκά μέλη της Εκκλησίας σε πολύ μεγάλο βαθμό χάριτος και αγιότητος κτλ. Αλλοίμονο αν λέγαμε κάτι τέτοιο. Έτσι πρέπει λίγο να ξεχωρίσουμε τί σημαίνει διδασκαλικό ή μυσταγωγικό χάρισμα μέσα στην Εκκλησία και αν αυτό προϋποθέτει οπωσδήποτε διαφορά ας πούμε επιπέδων. Αυτό λίγο εννοιολογικά πρέπει να το αποσαφηνίσουμε.

Όσον αφορά το ότι αν αρκεί για την Εκκλησία το να γίνεται η θυσία, η Λειτουργία ας το πούμε έτσι, η αναίμακτος θυσία χωρίς την παρουσία του λαού. Κοιτάξτε. Πρέπει να ‘χουμε μία ισορροπία νομίζω στην απάντησή μας. Η Θεία Λειτουργία είναι μία τόσο ευρεία κατάσταση. Είναι τόσο σπουδαία και μεγάλη. Εννοείται βέβαια ότι το κέντρο, ο λόγος της, να το πούμε θεολογικά, προϋποθέτει την ενσωμάτωση των ανθρώπων. Έτσι. Την παρουσία των ανθρώπων, έστω κι ενός όπως λέμε, που αυτός είναι που ενσωματώνεται στο Σώμα και σε όλα αυτά που είπαμε πριν. Εννοείται λοιπόν ότι προϋποθέτει την παρουσία λαϊκών ανθρώπων μέσα στην Εκκλησία η Λειτουργία.

Όμως η Λειτουργία έχει και ένα στοιχείο θυσίας. Δεν είναι το κύριο αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν υπάρχει, δεν είναι μία θυσία ταυτόχρονα. Είναι και αυτό το στοιχείο μέσα της. Όταν λοιπόν εμείς σε μία περίοδο πανδημίας λειτουργούμε με κλειστές τις θύρες ή με περιορισμένο αριθμό ανθρώπων, κάνουμε κάτι έξω από τη φύση της Λειτουργίας. Ένα στοιχείο της Λειτουργίας παραμένει. Που είναι τί; Η θυσία. Η αναίμακτος θυσία. Στοιχείο μικρό, δεν είναι το κύριο, δεν είναι το κέντρο της αυτό, με καταλαβαίνεις, αλλά εκείνη τη στιγμή υπάρχει μόνο αυτό. Τί κάνουμε; Μία εξιλαστήρια θυσία στον Θεό υπέρ όλου του πληρώματος. Αυτό βέβαια το απορρίπτουμε ως πρακτική ως πάγια. Δεν μπορεί η λατρεία και η ενότητα με το Θεό να παρακωλύεται. Δεν εννοώ αυτό. Ούτε φυσικά είμαστε ικανοποιημένοι με κάτι τέτοιο. Αν αποδεχτούμε αυτό το πράγμα, σημαίνει ότι αποδεχόμαστε την αλλοίωση της φύσης της Λειτουργίας. Απλώς λέω ότι εκείνη τη στιγμή παραμένει μόνο ένα ελάχιστο σημείο από τα κύρια της Θείας Λειτουργίας που έχει βέβαια τελείως άλλο νόημα.

Ως συνέχεια στις ερωτήσεις σχετικά με την μόλυνση, μπορούμε επομένως να καταλήξουμε στο ότι δεν είναι δυνατόν να συμβεί κάτι κακό στους πιστούς μέσα στον Ναό; Γνωρίζουμε ότι στην ιστορία της Εκκλησίας συνέβησαν μαρτύρια μέσα στον Ναό ή άλλες περιπτώσεις ανθρώπων που δολοφονήθηκαν μέσα στο Ναό… τέτοια παραδείγματα.

Αυτό είναι ένα ερώτημα τόσο ενδιαφέρον όσο και, ας το πούμε έτσι έχει μία προϋπόθεση λίγο πονηρή. Ακούγεται βέβαια αλλά νομίζω ότι και αυτό ανήκει μέσα στη γενική ατοπία των ημερών.

Καταρχάς όπως είπαμε δεν απουσιάζει η φύση και η ιστορία. Ίσα-ίσα, τα έσχατα εισέρχονται μέσα στην ιστορία. Δεν εξαφανίζεται η ιστορία, ούτε η φύση, ούτε ο χρόνος. Επομένως, αυτά τα γεγονότα προφανώς και μπορούν να συμβούν. Μπορεί να συμβεί δηλαδή και ένα «κακό», σε εισαγωγικά. Είναι κακό όμως; Αυτή είναι η διαφορά. Δηλαδή, η μετάδοση φθοράς και ασθένειας είναι κάτι διαφορετικό όταν εικονίζεται και παρουσιάζεται μέσα η εσχατολογική πραγματικότητα μέσα στην ιστορία, από το να γίνει μία τέτοια εισχώρηση της ιστορίας, της βίαιης ιστορίας, της πτωτικής ιστορίας την ώρα που συντελούνται τα Άγια. Αυτό είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Για μας εξάλλου, το να πεθάνει κανείς μέσα στη Θεία Λειτουργία είναι η ανώτερη μορφή ευλογίας που του έχει συμβεί. Το να μας θανατώσει κάποιος, το να μπει κάποιος και να μας θανατώσει την ώρα της Θείας Λειτουργίας, αυτό δε νοείται ως ατύχημα. Δε νοείται ως κάτι κακό στην Εκκλησία. Ίσα-ίσα είναι το στεφάνι, το ανώτερο στεφάνι που μπορεί να λάβει κανείς. Τον αξιώνει ο Θεός δηλαδή να πεθάνει μαρτυρικά μες στη Θεία Λειτουργία. Δεν ανήκει στην πραγματικότητα σε ένα τέτοιο ατύχημα αυτό. Είναι μία οικονομία που φανερώνει τί; Την ευδοκία του Τριαδικού Θεού. Είναι κάτι τελείως διαφορετικό.

Όμως μου δίνεις την ευκαιρία να πω κάτι, το οποίο υπάρχει ως πρόβλημα πολλές φορές. Όλα αυτά τα ερωτήματα και όλες αυτές οι αιτιάσεις, έχουν μέσα τους το εξής: ότι ο Θεός είναι σα να μην είναι ζωντανό Πρόσωπο. Έχουν έναν ντεϊσμό ας πούμε κατά κάποιον μέσα τους. Ο Θεός είναι κάπου αλλού, ίσως να βλέπει, ίσως να προσέχει αλλά δεν είναι εκεί. Αυτό είναι πέρα για πέρα άτοπο όπως καταλαβαίνεις, από πάσης πλευράς. Δηλαδή ο Θεός είναι η απόλυτη ύπαρξη. Εννοείται ότι έχει δική Του θέληση και ενέργεια για τα ιστορικά γεγονότα, για τις δικές μας πράξεις. Αν ακόμα, ακόμα και αν υπήρχε δυνατότητα να κολλήσει κανείς κάποιο μικρόβιο μέσα στην Εκκλησία, όλη αυτή η πονηρή σπορά των ημερών, όλη αυτή η πονηρή κατάσταση που ζούμε γύρω μας και που προσπαθεί να εισέλθει και στην Εκκλησία και στην θεολογία Της, δεν θα έβρισκε τον Θεό Ενεργούντα; Ο Θεός δηλαδή δεν θα ενεργήσει μες στην Εκκλησία; Λόγω ακριβώς της πονηρής καταστάσεως αυτής. Με καταλαβαίνεις; Ο Θεός δεν απουσιάζει. Δεν μπορεί κάποιος να βούλεται πονηρά και ο Θεός να μην ενεργήσει. Υπάρχει μία βουλή λοιπόν πονηρή αυτήν την στιγμή και ο Θεός ενεργεί και ο Θεός επεμβαίνει και βλέποντας αυτήν την πονηρή κατάσταση, ο Θεός ο ίδιος θα σταματούσε την φθοροποιό ενέργεια των πραγμάτων.

Όμως για να επανέλθω και να το ξεκαθαρίσουμε μια και καλή, φυσικά και μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο, μόνο που αυτό για μας δεν είναι κάτι κακό. Είναι κακό για τον κόσμο. Είναι κακό για έναν άνθρωπο που σκέπτεται με κοσμική λογική. Το μαρτύριο για μας είναι το ανώτερο όμως. Κοίταξε. Ορθοδόξως δεν νοείται κάτι που συμβαίνει στην Εκκλησία ως κάτι το τυχαίο. Μπορεί να αποκρύπτεται από τα μάτια ας πούμε ημών των ατελών ανθρώπων αλλά οπωσδήποτε έχει το νόημά του και τον λόγο του. Και πάντοτε αυτόν τον λόγο τον εκφράζει ένας Άγιος άνθρωπος, ένας άνθρωπος που όπως λέμε πληροφορείται απλανώς από τον Θεό για το νόημα των γεγονότων ή για την έκβασή τους επίσης. Έτσι λοιπόν δεν νοούνται τυχαία γεγονότα, ούτε τυχαίοι οι θάνατοι. Αυτά όλα θεωρούνται ευλογίες μες στην Εκκλησία.

Μπορώ όμως να συμπληρώσω το εξής. Στην Εκκλησία και στην ιστορία Της δηλαδή, έχουμε καταστάσεις φθοράς. Η φθορά όμως στην Εκκλησία, όπως έγινε με την καταστροφή του Ναού της Παναγίας στην Κωνσταντινούπολη, της Ζωοδόχου Πηγής. Όμως γιατί έγινε αυτή η καταστροφή; Τα αίτιά της ήταν πνευματικά. Ήταν οι ιερείς και ο λαός η ευθύνη αυτής της καταστροφής. Αυτοί ευθύνονταν. Οι ιερείς έπαψαν να λειτουργούν ποιμαντικά, να διδάσκουν σωστά τον λαό, να λειτουργούν αξίως, να υπηρετούν τον λαό όπως ο Θεός θέλει, να υπουργούν τα Μυστήρια και το Μυστήριο της ενσωμάτωσης, να το πω έτσι. Θέλησαν να εκμεταλλευτούν τον λαό με όλους τους τρόπους, και όλα αυτά που μπορούν να συμβούν μέσα στην πτωτική μας κατάσταση. Και ο λαός επίσης έβρισκε την σύναξη και τα πέριξ της συνάξεως ως μία ευκαιρία, διασκέδασης, τραγουδιού. Όλα αυτά που συμβαίνουν ας πούμε, οι παρεκτροπές. Όταν συμβαίνουν αυτά, ναι, μπορεί να συμβεί μία καταστροφή. Μπορεί να συμβεί μία απώλεια τέτοιου χαρακτήρα, αλλά μόνο που εκεί χρειαζόμαστε καθαρά αισθητήρια. Χρειαζόμαστε τους Αγίους της κάθε εποχής για να μας πουν το νόημα των πραγμάτων.

Το δυστύχημα σήμερα είναι ότι δεν ακούμε τους Αγίους της εποχής μας. Και δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν υπάρχουν. Υπάρχουν Άγιοι στην εποχή μας και εκφράζεται η αγιότητα. Όχι θεσμικά. Η αγιότητα δεν είναι θεσμική λειτουργία. Είναι χαρισματική λειτουργία μέσα στην Εκκλησία. Θα ήμασταν λοιπόν πιο βέβαιοι για όλες μας τις ενέργειες και τις θεωρήσεις αν ακούγαμε τους Αγίους της εποχής, που υπάρχουν και για την Ελλάδα εδώ που ζούμε, ίσως στην Πορτογαλία, δεν ξέρω τί μπορεί να συμβεί αλλά Εκκλησία Μία είναι. Έχουμε στην Ελλάδα Αγίους. Στο Άγιον Όρος έχουμε πρόσωπα τόσο ξεκάθαρα και διαπιστευμένα. Το Σώμα της Εκκλησίας εμπιστεύεται τις κρίσεις αυτών των προσώπων κα θα μπορούσαμε να έχουμε βεβαιώσεις για την Θεολογία μας και την στάση μας, και για όλα αυτά…»