Του Πέτρου Λαζάρου
Πριν από λίγες μέρες συζητώντας μ’ έναν φίλο για την κοίμηση του Διονύση Σαββόπουλου συμφωνήσαμε ότι ακόμα ένας δάσκαλος έφυγε. Τι μας δασκάλεψε στ’ αλήθεια ο Διονύσης; Το ερώτημα είναι πολύ δύσκολο ν’ απαντηθεί, γιατί για πενήντα χρόνια όλο και κάτι μας έλεγε, όλο και κάτι έκανε με την τέχνη του, με την παρουσία του στα κοινωνικά δρώμενα έβλεπες πάντα τον ίδιο άνθρωπο. Τον χαμογελαστό Διονύση με τα σπινθηροβόλο βλέμμα του ν’ απαντά σε όλα με ευγένεια και ηρεμία, χωρίς να προσβάλλει ποτέ τον συνομιλητή του. Δεν υπήρχε όμοιος του στον καλλιτεχνικό χώρο που κατάφερε να μην επαναλαμβάνει τον εαυτό του. Ο Διονύσης ήταν μια συνεχής έκπληξη. Κάθε του συνέντευξη και κάθε του δήλωση ήταν επίκαιρη και σοβαρή ανεξαρτήτως αν συμφωνούσες ή όχι μαζί του.
Τι να πρωτοπεί κανείς για τον Σαββόπουλο, τον «παραμυθά» που για περίπου 50 χρόνια γράφονται άρθρα, αναλύσεις, βιβλία και άλλα τόσα γύρω από το πρόσωπό του. Μας μεγάλωσε… Προσωπικά για μένα ήταν ο άνθρωπος που μ’ έμαθε ν’ ακούω ελληνική μουσική. Ο πρώτος δίσκος που άκουσα ήταν ο Μπάλος το 1971… Τότε ήμουνα 12 χρονών. Τον δίσκο βινυλίου έφερε ο αδελφός μου στο σπίτι και χωρίς υπερβολή τον άκουγα κάθε μέρα πάνω από πέντε φορές! Τόσο πολύ μου άνοιξε τον ορίζοντα της εφηβικής μου αναζήτησης. Δεν πολυκαταλάβαινα τι έλεγαν τα λόγια, αλλά μέσα μου αισθανόμουν ότι κάτι γίνεται εδώ… Κάτι νέο, μοναδικό και πρωτόγνωρο που σιγά σιγά θα τιναχθεί σαν βέλος σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του ελληνικού πολιτισμού μας…
Από τότε ήμουν ένας από τους χιλιάδες μαθητές του… Διάβαζα ότι γραφότανε για αυτόν και από κοντά παρακολουθούσα τη διαδρομή του και τη γύρα του στα ΜΜΕ, ειδικά στο διαδίκτυο. Στην πορεία όλο και πιο πολλούς φίλους ανακάλυπτα που δήλωναν «σαββοπουλικοί» ,μέχρι που κατάλαβα ότι ο Σαββόπουλος δεν ήταν μια προσωπική μου ανακάλυψη, αλλά ο «δάσκαλος» χιλιάδων νέων ανθρώπων.
Τον πρωτοείδα σε συναυλία αρχές της δεκαετίας του ’80 και συναντήθηκα μαζί του δύο φορές. Την πρώτη φορά μιλήσαμε για λίγο στο ραδιοτηλεοπτικό σταθμό ο «Λόγος» που εργαζόμουνα, και τη δεύτερη μαζί με τον Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεόφυτο και τον Β. Φτωχόπουλο τον επισκεφθήκαμε στο ξενοδοχείο που έμενε, τέλη της δεκαετίας του 1990, όπου είχαμε μια ενδιαφέρουσα συνομιλία όχι με τον καλλιτέχνη Σαββόπουλο αλλά τον άνθρωπο Σαββόπουλο.
Ομολογώ ότι από τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 21ου αι., η «σαββοπουλική» μου αναζήτηση αραίωσε και έπαψα να παρακολουθώ την πορεία του με την ίδια θέρμη και προσήλωση, χωρίς να έχω κάποιο ιδιαίτερο λόγο. Αυτό όμως που έβλεπα και αισθανόμουν όσο περνούσαν τα χρόνια για τον άνθρωπο και καλλιτέχνη Σαββόπουλο, ήταν το πόσο μαλάκωνε ο ίδιος και πόσο επιμελημένα απόφευγε τις κατακρίσεις και τα σχόλια που πιθανόν έβλαπταν άλλους ανθρώπους, κυρίως του χώρου του. Συναδέλφους που τους αδίκησε στο παρελθόν με δηλώσεις του δημοσίως τους ζήταγε συγνώμη και παραδέχτηκε ότι ήταν σκληρός μαζί τους. Είχε την αγωνία να ξαναφτιαχτούν οι μουσικές παρέες και η φιλία να δεσπόζει σε αυτές. Το θεωρούσε έκπτωση το γεγονός ότι οι μουσικοί συναντιόνταν μόνο για δουλειά και ως εκεί. Βοήθησε πάρα πολύ νέους τραγουδοποιούς και έτσι για την ιστορία να πούμε ότι το τραγούδι που τραγούδησε και έχει τις περισσότερες προβολές (27 εκατομμύρια) στο διαδίκτυο είναι «Ο κόκορας ξυπνάει» του κύπριου Γιώργου Χατζηπιερή.
Με άλλα λόγια όσο γερνούσε ο Διονύσης δεν ήθελε να πικραίνει κανέναν, ούτε καν αυτούς που δεν έπαψαν να τον συκοφαντούν. Δεν ακολούθησε τον δρόμο της γκρίνιας, της μιζέριας και της απαισιοδοξίας, αλλά πάντα μ’ ένα χαμόγελο σου άνοιγε την πόρτα της αισιοδοξίας λέγοντας σου ότι μέρες καλύτερες θα ’ρθουν …
Εν κατακλείδι ο Διονύσης αυτό που μας δίδαξε ήταν η αρχοντιά… Κοιμήθηκε σαν άρχοντας ρωμιός… Άλλωστε αυτήν την αρχοντιά την είχε από την αρχή μέσα στην τέχνη του… Και το σπουδαιότερο όλων: είναι ο πρώτος τραγουδοποιός που εμφύτευσε στα τραγούδια του την έννοια του Ελληνισμού ως τρόπου ζωής και όχι ως ιδέας, και τραγούδησε θαρραλέα και χωρίς φόβο για τη Ρωμιοσύνη και την Ορθοδοξία, λέγοντας στους νεοέλληνες ότι ο Ελληνισμός όσο απομακρύνετε από την πίστη μαραζώνει… Κι όποιος δεν καταλαβαίνει δεν ξέρει που πατά και που πηγαίνει.
Η ΒΑΣΙΚΗ ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΗ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΥ
Φορτηγό
Διονύσης Σαββόπουλος
1966
Τη χρονιά του 1966 η σπαραγμένη Ελλάδα από την ξενιτιά, τη φτώχεια και την πολιτική αβεβαιότητα, βλέπει το αυγό του φιδιού ανήμπορη να αντιδράσει.
Η ελληνική μουσική παρηγοράει τον κόσμο με τα λαϊκά του Καζαντζίδη, και ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις ήδη γράφουν ιστορία.
Ο Αλέκος Πατσιφάς της δισκογραφικής «Λύρας», ως άριστος παράγωγός και μέγας οραματιστής, έβλεπε όλο αυτό το φοιτηταριό να μαζεύεται στην Πλάκα στις μπουάτ, να συζητά για την τέχνη, την αριστερά, τον Ντύλαν, τους χίπις, το αντιπολεμικό και αντιαμερικανικό κίνημα και ήθελε να δώσει σε αυτούς μια νέα μορφή έκφρασης. Όχι απαραίτητα αγωνιστικής, αλλά περισσότερο συναισθηματικής. Έτσι προτείνει το Νέο – Κύμα και τους δικούς του καλλιτέχνες: Αρλέτα, Γιώργο Ζωγράφο, Μιχάλη Βιολάρη, Γιάννη Σπανό, Νότη Μαυρουδή, Καίτη Χωματά κ.ά.
Αίφνης μπροστά του εμφανίζεται ένας περίεργος ψηλός νέος με μια κιθάρα που τραγουδά με βραχνή και φάλτσα φωνή κάτι περίεργα στιχάκια, που ουδεμία σχέση έχουν με τον ακίνδυνο και αφελή ρομαντισμό του νέου κύματος. Στην αρχή του γυρνά την πλάτη, αλλά το ένστικτο του τού λέει ότι αυτός ο τύπος θα αφήσει εποχή.
Έτσι ο Διονύσης Σαββόπουλος μετά το μίνι δίσκο με τέσσερα τραγούδια που κυκλοφόρησε το 1964 κυκλοφορεί τον δίσκο «Φορτηγό», που σκάει σαν βόμβα ναπάλμ ταράσσοντας την ελληνική δισκογραφία, γιατί απλά συστήνει στους Έλληνες έναν ποιητή με άποψη και ρεαλισμό. Έναν τραγουδοποιό (ο πρώτος στην Ελλάδα τον 20ον αιώνα) που μιλά κατευθείαν στην καρδιά όλων των σκεπτόμενων νέων της εποχής με μια κιθάρα.
Ο Σαββόπουλος δεν πολιτικολογεί, ούτε αναζητά αλλού την ουσία. Αλλ’ ως πλανόδιος πραματευτής, πουλά την πολύτιμη πραμάτεια του και ανοίγει νέους δρόμους έκφρασης στην τέχνη της μουσικής.
Σαράντα χρόνια μετά η εκρηκτική στιχουργική του παραμένει ακόμα επίκαιρη αφού καταφέρνει να συγκινεί τα «εγγόνια» του και το «Φορτηγό» αθόρυβα και χωρίς καμιά προβολή παραμένει ο δίσκος που ήταν η αφορμή να γεννηθεί ο όρος του τραγουδοποιού και η Ελλάδα να κατακλυστεί από νέα παιδιά που απλώς ήθελαν να τραγουδήσουν τις χαρές και τις λύπες τους με μια κιθάρα…
Οι παλιοί μας φίλοι
Διονύσης Σαββόπουλος
Μη, μην το πεις
οι παλιοί μας φίλοι
μην το πεις
για πάντα φύγαν.
Μη, το μάθα πια
τα παλιά βιβλία, τα παλιά τραγούδια
για πάντα φύγαν.
Πέρασαν οι μέρες που μας πλήγωσαν.
Γίνανε παιχνίδι στα χέρια των παιδιών.
Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει
τη δική σου μελαγχολία
κι έρχεται η στιγμή για ν’ αποφασίσεις
με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις.
Πέρασαν για πάντα
οι παλιές ιδέες, οι παλιές αγάπες
οι κραυγές.
Γίνανε παιχνίδι στα χέρια των παιδιών.
Όμορφη είναι αυτή η στιγμή, να το ξαναπώ
όμορφη να σας μιλήσω
βλέπω πυρκαγιές
πάνω από λιμάνια πάνω από σταθμούς
κι είμαι μαζί σας.
Όταν ο κόσμος μας θα καίγεται
όταν τα γεφύρια πίσω μας θα κόβονται
εγώ θα είμαι εκεί να σας θυμίζω
τις μέρες τις παλιές.
***
Το Περιβόλι του Τρελού
Διονύσης Σαββόπουλος
1969
Τρία χρόνια μετά το «Φορτηγό» ο Σαββόπουλος που ήδη άφησε τους πάντες άφωνους επανέρχεται με τον δίσκο «Το περιβόλι του τρελού». Έναν δίσκο που όλα σε αυτόν είναι πρωτότυπα και ανεπανάληπτα. Από το ευφάνταστο εξώφυλλο του Στέργιου Δελιαλή μέχρι την μπάντα «Μπουρμπούλια» που μ’ ενορχηστρωτική μαεστρία έσμιξε το Ροκ με τους ελληνικούς και βαλκανικούς ρυθμούς του Σαββόπουλου μ’ έναν τρόπο ασύλληπτο προτού καν ανακαλυφθεί το «έθνικ»…
Πέραν όμως αυτού ο Σαββόπουλος έρχεται με μια ιλιγγιώδη στιχουργική να καταθέσει τραγούδια πρωτόγνωρης προβληματικής για τα ελληνικά δεδομένα. Τραγούδια που υπαινίσσονται πολλά και που παραμένουν μέχρι σήμερα επίκαιρά.
Ο δίσκος ξεκινά με «Το περιβόλι», το μυστικό περιβόλι του Διονύση με το οποίο μας προειδοποιεί ότι εδώ συμβαίνει κάτι μυστικό. Και όσο πιο βαθιά προχωράμε οι ευωδίες του τρελού περιβολιού, συγκρούονται με τη σκληρή πραγματικότητα… «Η θεία Μάρω» από τη φυλακή λέει παραμύθια για δράκους, και ο νόστος για ένα τόπο ονειρικό συναντά τη «Θαλασσογραφία» του Ρωμιού Ν.Γ.Πεντζίκη, αλλά το όνειρο επιστρέφει στην πραγματικότητα του δημιουργού όπου οι «Οι πίσω μου σελίδες» μιλούν για «τα παιδιά του δρόμου… που χάθηκαν» μέχρι νά ’ρθει η ηλεκτρική «Συνεφούλα», το «Σαν ρεμπέτικο παλιό», το «Η Άννα» ένα από τα πιο τρυφερά τραγούδια της ελληνικής μουσικής, το περίφημο «Ντιρλαντά», και τέλος το «Ωδή στον Καραϊσκάκη» που έβαλε εσαεί το υπαρξιακό ερώτημα «ποιος αλήθεια είμαι ’γω και που πάω» Δέκα αριστουργήματα της ελληνικής μουσικής και ένας δίσκος ανάμεσα στους καλύτερους που έχουν γίνει ποτέ. Τι άλλο να πούμε. Ξανακούστε τον…
Ωδή στον Καραϊσκάκη
Διονύσης Σαββόπουλος
Η οθόνη βουλιάζει σαλεύει το πλήθος
Εικόνες ξεχύνονται με μιας
Που πας παλικάρι ωραίο σαν μύθος
Κι ολόισια στο θάνατο κολυμπάς
Και όλες οι αντένες μιας γης κτυπημένης
Μεγάφωνα κι ασύρματοι από παντού
Γλυκά σε νανουρίζουν και εσύ ανεβαίνεις
Ψηλά στους βασιλιάδες του ουρανού
Ποιος αλήθεια είμαι ’γω και που πάω
Με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό
Προβολείς με στραβώνουν και πάω
Και γονατίζω και το αίμα σου φιλώ
Που πας παλικάρι πομπές ξεκινούνε
Κι οι σκλάβες σου ουρλιάζουν στο βωμό
Ουρλιάζουν τα πλήθη καμπάνες ηχούνε
Κι ύμνος σου τραντάζει το ναό
***
Μπάλλος
Διονύσης Σαββόπουλος
Μπουρμπούλια
Πριν από 32 χρόνια ο Σαββόπουλος μαζί με τα Μπουρμπούλια (Νίκο Τσιλογιάννη ντραμς, τον μακαρίτη Βασίλη Ντάλα μπάσο, Γιάνο Λαμπτσίσκι ηλεκτρική κιθάρα και Σπύρο Καζιάνη, φαγκότο-τρομπόνι μαζί με τους μουσικούς Νίκο Σπίνουλα και Νίκο Μουρίκη, κόρνο, Ευγνώμων Διαλετή και Δημήτρη Πουλικάκο κρουστά, Χάρη Ανδρεάδη πιάνο και τον Θεόδωρο Κεκέ, μακεδονικό ασκό δημιούργησαν έναν από τους κορυφαίους δίσκους της ελληνικής δισκογραφίας. Έναν δίσκο που συνομιλούσε με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.
Ο Σαββόπουλος σε μια άνευ προηγουμένου έμπνευση καταφέρνει στο δεκαεξάλεπτο τραγούδι με τον τίτλο «Μπάλλο» να συνδέσει την παραδοσιακή μουσική με τους βαλκανικούς ήχους και τη μουσική που άκουγε όλη η επαναστατημένη νεολαία της εποχής το Ροκ. Καταφέρνει να ενώσει τα χάλκινα, με τη γκάιντα και τα νταούλια με την ηλεκτρική κιθάρα.
Οι εκρηκτικοί του στίχοι πάντοτε ποιητικοί, αλληγορικοί και καυστικοί δεν αφήνουν περιθώριο αμφισβήτησης από κανένα ότι ο Σαββόπουλος είναι ποιητής.
Η ιδέα του «Μπάλλου» κτίστηκε κομμάτι κομμάτι στο Ροντέο από τα τότε Μπουρμπούλια (Νίκο Τσιλογιάννη, Βασίλη Ντάλλα, Άρη Τασούλη και Τάκη Ανδρούτσο) και τον Σαββόπουλο, ο οποίος τους έπαιζε στην κιθάρα του κάποιες ιδέες και οι εκλεκτοί αυτοί μουσικοί με τη σειρά τους συνέθεταν διάφορες παραλλαγές του θέματος, αλλά την τελική ευθύνη είχε ο τραγουδοποιός όπως είπε ο Τσιλογιάννης αργότερα.
Με αυτόν τον «χειροποίητο» τρόπο και χωρίς ίχνος από παρτιτούρα, δημιουργήθηκε το κορυφαίο αυτό μουσικό έργο.
Οι δε μουσικοί στον δίσκο έπαιξαν με την ψυχή τους και αυτό είναι πασιφανές. Από όλες τις μεριές ξεχειλίζει το πάθος και η αφοσίωση σε αυτό που γίνεται. Ένας ελληνικός Ροκ δίσκος που σε τίποτα δεν έχει να ζηλέψει από οιονδήποτε δίσκο του εξωτερικού εκείνη την εποχή. Ο δίσκος εκτός από το «Μπάλλο» περιέχει και κορυφαία τραγούδια όπως τα: «Κιλελέρ», «Ο παλιάτσο και ο ληστής» (μια ευφάνταστη διασκευή του τραγουδιού του Bob Dylan «All along the watchtower»), «Έρχεται βροχή έρχεται μπόρα», «Σημαία από νάιλον», «Διάλειμμα», «Σ’ ευχαριστώ ω εταιρεία», ο πρώτος και μοναδικός τραγουδοποίος που ευχαριστεί τους εργοδότες του που του δίνουν στέγη, τροφή και προστασία!
Θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι ήταν σημαντική η συμβολή στην ενορχήστρωση του Γιώργου Κοντογιώργου, ο οποίος σήμερα είναι γιατρός.
Μπάλλος
Διονύσης Σαββόπουλος
Έρμος και βαρύς στο μονοπάτι
με το σακούλι άδειο κι ένα μωρό στην πλάτη
Γυρνάω σαν τα φίδια και σαν τ’ αγριοπούλια
και πίσω απ’ το βουνό ακούω νταούλια
Και βλέπω την κοιλάδα μες το λιοπύρι
και βλέπω το χωριό να ‘τοιμάζει πανηγύρι
Δίνω μια τρεχάλα ψηλά απ’ τους λόφους
να φτάσω στους μπαχτσέδες και στους ανθρώπους
Τον ξέρω αυτόνα το χορό
και αυτή τη λάμψη τη στενή μες στον καθρέφτη
την έχω ξαναδεί
γουστάρω ελεύθερη και πλούσια ζωή
και χαιρετώ σας και φιλώ σας
όντα μικρά χρωματιστά
μες στον καθρέφτη κλειδωμένα.
Το ξέρω αυτό το βουητό
μες από στρογγυλές στοές
κι από πηγάδια σκεπασμένα
μες από δάση μυστικά
προϊστορικά
βαθιά στον πάγο φυλαγμένα
Έρχεται καταπάνω μου και με τυλίγει
φέρων το δάχτυλο στα χείλη.
Σσσ, σσσ.
Τι τρέχει;
Έγινε κατολίσθηση κι έπεσε κάνας βράχος;
Τα πλήθη ουρλιάζουν στις κερκίδες
ντέφια νταούλια κρόταλα χτυπολογούν στο βάθος.
Ανηφορίζουνε πομπές και μπαίνει ο μέγας τράγος
ο πρωταγωνιστής, μ’ ένα πριόνι.
Φοράει ντενεκεδένιο στέμμα κι ένα ζευγάρι παρωπίδες
ραντίζει με αίμα τις πέτρινες κερκίδες
κάνοντας το τοπίο να μεγαλώσει.
Ωχ, πηδώ χοροπηδώ
κι έχω ένα τσίρκο ηλεκτρικό
μες στο μυαλό μου
μες στο μυαλό μου που έχει όρια
και μια ελευθερία ζόρικια
αλίμονο μου.
Φίδι πίθηκος κι αϊτός
με το δείπνο το μεγάλο
θα τελειώσουμε το μπάλλο
φίδι πίθηκος κι αϊτός.
Αεω, αεηου
Ελευθερία ή θάνατος
ο κόσμος είν’ αδιάβατος
κι ο χορός μου κάνει κύκλο
και με κλείνει από παντού.
Ήρθαν γύρω από την κρήνη
ένα τσούρμο θεατρίνοι
πήγα να τους δω κι εγώ
κι είδα μόνο τον αρχηγό τους
ματωμένο ξαπλωμένο
μες στο έρημο χωριό.
Σε τούτα τα Βαλκάνια σε τούτον τον αιώνα
συνάντησα τους φίλους μου μια νύχτα του χειμώνα,
Καθόντουσαν αμίλητοι σε κάτι βράχια
και σαν με είδαν νά ’ρχομαι γουρλώσανε τα μάτια,
Γιατί όλο τούτο τον καιρό μ’ είχαν για πεθαμένο
και πίνανε γλυκό κρασί ψωμάκι σιταρένιο.
Κι αφού με καλωσόρισαν κι αφού με βαρεθήκαν
κατάλαβαν την φάρσα μου και μ’ αρνηθήκαν.
Άσε τα θαύματα την μάσκα πέταξε
Εδώ είναι Βαλκάνια δεν είναι παίξε-γέλασε.
Μοιράζω το ψωμί σας δίνω το παγούρι
στα μάτια σας κοιτάζω και λέω ένα τραγούδι.
Και το τραγούδι λέει πως παίρνω την ευθύνη
πως είμαι αρχηγός σ’ αυτό το πανηγύρι.
***
Το βρώμικο ψωμί
Διονύσης Σαββόπουλος
1972
Κάθε νέος δίσκος του Διονύση Σαββόπουλου ήταν είδηση. Από την πρώτη στιγμή της παρουσίας του η κάθε του δημιουργία αποτελεί αντικείμενο συζήτησης. Είναι πια ανάμεσα στους πρώτους και ο μοναδικός που κομίζει τον ρόλο του τραγουδοποιού, με όλη τη σημασία της λέξεως. Του ανθρώπου που παρακολουθεί από κοντά την καθημερινότητα και τη μεταφέρει με το μοναδικό και ανεπανάληπτο ποιητικό του τρόπο.
Ο Σαββόπουλος είναι ο ποιητής της μεταπολεμικής Ελλάδας. Είναι ο κριτής και ο θαυμαστής της. Στην ελλαδική παράγκα στήνει το δικό του σπίτι. Τους δικούς του προβληματισμούς. Τα αδιέξοδα, τις αγωνίες του μα και την αισιοδοξία του.
Το φορτηγό αποτέλεσε το δίσκο έκπληξη. Το περιβόλι του τρελού ήταν η εξηλεκτρισμένη απόπειρα άρθρωσης ενός λόγου που συναγελαζόταν με την επαρχία. Ο Μπάλλος ήταν ο πρώτος έθνικ/ροκ δίσκος της Ελλάδος. Το Βρώμικο Ψωμί ήταν ο πρώτος ολοκληρωμένος ελληνικός Ροκ δίσκος. Με άποψη, εκπλήξεις, πρωτοτυπίες, πάθος, δύναμη και πάνω απ’ όλα «προφητικός». Είναι ο δίσκος που μέχρι σήμερα όλα τα νέα παιδιά που αγαπούν το Ροκ θαυμάζουν.
Η Μαύρη Θάλασσα, αυτή η επιβλητική σύνθεση, ήταν η πιο ολοκληρωμένη τραγουδιστική και στιχουργική μεταφορά του βαλκανικού τοπίου στη μουσική. Ένα τραγούδι που σκιαγραφούσε και μετέφερε όλη την εκρηκτική κατάσταση των Βαλκανίων. Ένα τραγούδι ανεξάντλητο σε ποίηση και ιστορία.
Τα άλλα καθόλου δεν υστερούσαν: Έλσα σε φοβάμαι, Άγγελος Εξάγγελος, Τραγούδι, Ζεϊμπέκικο, Ολαρία Ολαρά, Το μωρό, Η Δημοσθένους λέξη.
Ιδιαιτέρως όμως θα πρέπει να σταθούμε στο τραγούδι Ζεϊμπέκικο, το οποίο θεωρώ ότι είναι ένα από τα καλύτερα τραγούδια που έγραψε ο Σαββόπουλος.
Με το ζεϊμπέκικο ξεδιπλώνεται όλη η περιπέτεια του ξεριζωμένου και λαβωμένου ελληνισμού και παράλληλα εκείνη η υπόγεια ψυχική μέθεξη και δύναμη για ζωή και συνέχεια. Είναι ένα τραγούδι συγκλονιστικό που θα έπρεπε να διδάσκεται εσαεί στα σχολεία μας. Είναι ένα τραγούδι που άφησε μια για πάντα το φοβερό στίχο «σε αυτόν τον τόπο όσοι αγαπούνε τρώνε βρώμικο ψωμί, κι οι πόθοι τους ακολουθούνε υπόγεια διαδρομή».
Ζεϊμπέκικο
Διονύσης Σαββόπουλος
401 αγωνία για ηλεκτροσόκ.
Νεκροζώντανοι στο Κύτταρο.
Σκηνές ροκ.
Φωτογραφία με την Μπέλλου.
Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια
και με τους φίλους τους παλιούς
τριγυρνάμε στα σκοτάδια
κι όμως εσύ δε μας ακούς
Δε μας ακούς που τραγουδάμε
με φωνές ηλεκτρικές
μες στις υπόγειες στοές
ώσπου οι τροχιές μας συναντάνε
τις βασικές σου τις αρχές
Ο πατέρας μου ο Μπάτης
(Απρόσιτη μητέρα μορφή από χώμα και ουρανό)
ήρθε απ’ τη Σμύρνη το `22
( θα χαθώ απ’ τα μάτια σου τα δυο)
κι έζησε πενήντα χρόνια (μες στον κόσμο)
σ’ ένα κατώι μυστικό
(σαν πρόσφυγας σ’ ένα κατώι μυστικό)
Σ’ αυτόν τον τόπο όσοι αγαπούνε
(αν αγαπούνε)
τρώνε βρωμικο ψωμί
(τρώνε βρωμικο ψωμί)
(του λόγου σου οι πιστοί)
κι οι πόθοι τούς ακολουθούνε
(κι οι πόθοι τούς ακολουθούνε υπόγεια διαδρομή)
υπόγεια διαδρομή
Χθες το βράδυ είδα ένα φίλο
σαν ξωτικό να τριγυρνά
πάνω στη μοτοσικλέτα
και πίσω τρέχανε σκυλιά
Σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα
βάλε στα ρούχα σου φωτιά (σαν τον Μάρκο)
βάλε στα όργανα φωτιά ( βάλε στα όργανα φωτιά)
να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα
(να κλείσει η λαβωματιά να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα)
η τρομερή μας η λαλιά
(η τρομερή μας η λαλιά)
***
10 Χρόνια Κομμάτια
Διονύσης Σαββόπουλος
1975
Αν προσπαθούσα να καταρτίσω έναν κατάλογο με τους πλέον υπόγειους, μινιμαλιστικούς και δυναμικούς δίσκους της ελληνικής δισκογραφίας, θα έβαζα στην κορυφή τον δίσκο 10 Χρόνια Κομμάτια. Δίσκος ακατέργαστος και αψεγάδιαστος από κάθε άποψη. Ο Σαββόπουλος κλείνοντας μια μουσική δεκαετία, μετά την πτώση της Χούντας, παίρνει κομμάτια από την περίοδο 1964-67, τα οποία δεν δισκογραφήθηκαν λόγω του ότι κόπηκαν από τη λογοκρισία της εποχής, αλλά πολλοί τα ήξεραν αφού παίζονταν στις διάφορες μπουάτ της Πλάκας, αλλά και κομμάτια που ηχογράφησε σε διάφορους δίσκους, αλλά υπέστησαν αλλοιώσεις ένεκα της λογοκρισίας. Με άλλα λόγια δισκογραφεί ερασιτεχνικές ηχογραφήσεις που έγιναν με ένα απλό ΑΚΑΙ σε διάφορα δωμάτια, ξενοδοχεία και κέντρα που εμφανιζόταν, αλλά και διάφορες πρόζες. Και με αυτόν τον τρόπο, προσφέρει στον κόσμο έναν δίσκο με μεγαλειώδης στιγμές μιας παραγκόβιας μουσικής που η δύναμη της είναι η αλήθεια που κουβαλά, ο ψυχισμός του καλλιτέχνη και ο στίχος. Ένας ασύλληπτος εμβόλιμα ποιητικός στίχος που μέχρι σήμερα παραμένει κορυφαίος. Κανένα, μα κανένα τραγούδι δεν υστερεί. Όλος ο δίσκος θα είναι ένα κόσμημα αισθητικής για όσο υπάρχει ελληνική μουσική. Η Δόμνα Σαμίου (την οποία πρώτος ο Σαββόπουλος συστήνει στους φοιτητές και τους νέους) λέει μαζί με τον Σαββόπουλο έναν καρσιλαμά υπέροχο σε ποίηση Ντίνου Χριστιανόπουλου και η Σωτηρία Μπέλλου λέει το Ζεϊμπέκικο. Για τον κορυφαίο δίσκο αυτό έχουν γραφτεί και έχουν ειπωθεί χιλιάδες λέξεις. Κάθε τραγούδι του δίσκου αυτού εικονίζει τη βαθύτερη Ελλάδα, το βαθύτερο υπαρξιακό ζητούμενο του στραπατσαρισμένου από τις ιδεολογίες και την πολιτική Έλληνα για εύρεση ενός μεγαλύτερου νοήματος. Τα τραγούδια του δίσκου που παραμένουν μέχρι σήμερα επίκαιρα είναι : Οι Δεκαπέντε, Η Παράγκα Α + Β, Το θηρίο, Σωματική ανάγκη, Μια θάλασσα μικρή, Στη συγκέντρωση της ΕΦΕΕ, Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας, Η δοκιμή, Σημείωμα, Η θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη, Θεία Μάνου, Σύρμα, Ολαρία ολαρά, Ζεϊμπέκικο, Σαν τον Καραγκιόζη, Επέτειος.
Η Παράγκα
Διονύσης Σαββόπουλος
Όπου κοιτάζω να κοιτάζεις
όλη η Ελλάδα ατέλειωτη παράγκα
παράγκα, παράγκα, παράγκα του χειμώνα
κι εσύ μιλάς ακόμα
Ο λαός, ο λαός στα πεζοδρόμια
κουλούρια μοιράζει και λαχεία
κοπάδια, κοπάδια, κοπάδια στα υπουργεία
αιτήσεις για τη Γερμανία
Κυράδες, φιλάνθρωποι παπάδες
εργολαβίες, ψαλμωδίες και καντάδες
Η Ευανθούλα κλαίει πριν να κοιμηθεί
την παρθενιά της βγάζει στο σφυρί
Στα γήπεδα η Ελλάδα αναστενάζει
στα καφενεία τσιγάρο, καλαμπούρι και χαρτί
Στέκει στο περίπτερο διαβάζει
φυλλάδες με μιάμιση δραχμή
Όχι, όχι αυτό δεν είναι τραγούδι
Είναι η τρύπια στέγη μιας παράγκας
Είναι η γόπα που μάζεψε ένας μάγκας
Κι ο χαφιές που μας ακολουθεί.
***
Happy Day
Διονύσης Σαββόπουλος
1976
Το Happy Day είναι ο πρώτος δίσκος μουσικής που τολμά να μιλήσει για την έλλειψη συγνώμης και μετάνοιας, το αμάρτημα της μετεμφυλιακής Ελλάδας που συντηρούσαν σιωπηλά μέσα τους οι «ηττημένοι» και οι «νικητές». Ο Σαββόπουλος απεγκλωβισμένος από «Προδοσίες και ψευτιές και μουρλές πολιτικές», αριστερές και δεξιές, αφουγκράζεται τον άνθρωπο της Μακρονήσου και τον τραγουδά μ’ ένα απίστευτό τρόπο λέγοντας «Όποιος λύγισε εκεί, λέω για πάντα έχει σωθεί, όχι που είναι στη ζωή, μα που υπόφερε πολύ».
Ο Σαββόπουλος αποδεχόμενος την πρόταση του Παντελή Βούλγαρη να γράψει μουσική για την ταινία του, δύο μήνες μετά το φιλμάρισμα κλείνεται στον στρατώνα και αντιλαμβάνεται ότι «ο χώρος αυτός δεν είναι του παρελθόντος, αλλά του παρόντος και μας σκάβει το λάκκο…» Αντιλαμβάνεται ότι «Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μουσικές ή φιλμ, έχουμε να ελευθερώσουμε αυτόν που ούτε πέθανε ούτε άντεξε άλλο, να κάνουμε τη γιορτή κουρέλλα….» Και ο Σαββόπουλος κάνει κουρέλλα τη μουσική επένδυση της ταινίας με κεντρικό πρόσωπο τον άνθρωπο που ζει και δεν ζει υπό το βάρος μιας απάνθρωπης πραγματικότητας. Εκεί που το σκότωμα της μύγας ήταν έπαινος για καλύτερη μεταχείριση. Η γιορτή που στήνει Σαββόπουλος είναι το συνεχόμενο κιτς της μετεμφυλιακής Ελλάδος που μέσα στην αμετανοησία της, ζητά λίγο απ’ όλα. Λαϊκά, ρετρό, χολιγουντιανά ελαφρά τραγούδια, πατριωτικά και οτιδήποτε μπορεί να στηθεί σε ένα σκηνικό θανάτου. Μια Μακρόνησο ιδεολογική που συντηρείται για να προκόβουν οι «βρικόλακες». Ο Σαββόπουλος πήρε το βραβείο μουσικής στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1976, αλλά αρνήθηκε να το παραλάβει και αντί αυτού τους έπαιξε ζωντανά το Σχόλιο, ένα από τα συγκλονιστικότερα στιχουργήματα του.
Σχόλιο
Διονύσης Σαββόπουλος
Δεν έχει τι, δεν έχει πώς
Της ταινίας μας το φως
Μια κηλίδα μόνο σκάει
Και το καίει και το γυρνάει
Την ελένε Μακρονήσι
Ο λαός έχει νικήσει
Σκάει αλυσιδωτός
Μες το αίμα του παντός
Προδοσίες και ψευτιές
Και μουρλές πολιτικές
Όποιος λύγισε εκεί
Λέω για πάντα έχει σωθεί
Όχι που είναι στη ζωή
Μα που υπόφερε πολύ
Τέτοιο φως που αιμορραγεί
Θέλω να αναστηθεί
Με το τι και με το πώς
Σαν καρκίνος θα με τρως
Ξέρω ανθρώπους σαν και σας
Που μου λεν μην τα ρωτάς
Γύρω στο ’48
Πέρασα από ’κεί και ’γώ
Ήταν μέρες φοβερές
Η Μακρόνησος που λες
Κι όμως τώρα που κι εγώ είμαι κει
Μες το φιλμ του Παντελή
Νιώθω πρώτη μου φορά
Τι σημαίνουν όλα αυτά
Νιώθω άλλος κι άλλη μια
Χαιρετώ με την γροθιά
Δεν έχει τι, δεν έχει που
Στις οθόνες του λαού
***
Αχαρνής
Διονύσης Σαββόπουλος
1977
Δεν γνωρίζω πιο «αναρχικό» από κάθε άποψη πρόσωπο στο ελληνικό τραγούδι από τον Δικαιόπολι του Διονύση Σαββόπουλου. Ο συντηρητικός αυτός κωμικός ήρωας του Αριστοφάνη στα χέρια του Σαββόπουλου μεταμορφώνεται σ’ ένα διαχρονικό επαίτη της ελευθερίας, σαν οικουμενικός Καραγκιόζης που διακωμωδεί τα πάντα και ασυμβίβαστος από κάθε μορφή εξουσίας φτάνει στο σημείο να λιθοβολεί και τον ίδιον του τον εαυτόν. Ούτε τη δική του εξουσία δεν αντέχει ο Δικαιοπολις του Διονύση.
Ο Σαββόπουλος με το έργο του αυτό –γιατί οι «Αχαρνής» του Αριστοφάνη ήταν απλώς η αφορμή- καταγράφει στην ελληνική δισκογραφία ένα θεατρικο-μουσικό δρώμενο τόσο στέρεο και απτό που ούτε στιγμή δεν κάνει κοιλιά, αφού όσες φορές κι αν το ακούσεις είναι σαν να το ακούς για πρώτη φόρα.
Η ιστορία όμως των Αχαρνών του Σαββόπουλου ξεκινά από πιο πριν. Συγκεκριμένα ο Κάρολος Κουν ζήτησε από τον Διονύση να γράψει τη μουσική πάνω στα χορικά του Αριστοφάνη και ο Σαββόπουλος έγραψε μουσική και λόγια, «όχι από φιλοδοξία» όπως λέει, αλλά γιατί «δεν μπορεί να γράφει μουσική, χωρίς να γράφει και τα λόγια». Ο Κουν απέρριψε τη «σαββοπούλεια» εκδοχή των Αχαρνών και έτσι το έργο ανέβηκε από τον ίδιο τον Σαββόπουλο το Χειμώνα ’76- 77 στην Πλάκα και τάραξε τα θεατρικά τεκταινόμενα της χρονιάς.
Η δύναμη του έργου εντοπίζεται και πάλι στους χυμώδης και ευφάνταστους διάλογους, στίχους, αφηγήσεις και χορικά που έγραψε ο Σαββόπουλος, ο οποίος χρησιμοποιώντας όλο το φάσμα της ελληνικής μουσικής παράδοσης τα στήριξε με καταπληκτικές μελωδίες. Μαζί του επί σκηνής και πολλοί άνθρωποι όπως οι Πατσιφάς, Μπουλάς, Παπάζογλου, Τανάγρη, Ρασούλης, Ζιώγαλας, Κατσιμίχας κλπ
Οι Αχαρνής του Σαββόπουλου είναι το πλέον αντισυμβατικό, ειρηνικό και αντιπολεμικό μουσικό έργο στην ελληνική δισκογραφία, από κάθε έννοια.
Ιαμβική Σκηνή
Δικαιόπολις-Λάμαχος
Λ: Εσύ, φέρε τις αλλαξιές της εκστρατείας
Δ: Κι εσύ την αλλαγή της ιστορίας
Λ: Έλα και τύλιξε τα ατομικά μου είδη
Δ: Έχω γουβέτσια ατομικά κάνε παιχνίδι
Λ: Δειλέ! Σταματά να ειρωνεύεσαι τον κλάδο μου
Δ: Λυγούρη, σταμάτα να ματιάζεις το στιφάδο μου
Λ: Έτσι
Δ: Κοκορέτσι
Λ: Φορώ τα εξαρτήματα, την πανοπλία
Δ: Κρατώ το τρύπιο κύπελλο, την ουτοπία
Λ: Μ’ αυτήν περνώ το αιμάτινο ποτάμι των
εχθρών που πέφτουν σκοτωμένοι
Δ: Κι αυτό είναι το σκαρί μου ως τη μεγάλη
τράπεζα τη φωταγωγημένη
Λ: Σήκωσε την ασπίδα για ομπρέλα αποχωρούμε.
Αχ! χιονίζει, χειμέρια τα πράγματα
Δ: Σήκωσε το μεγάλο δείπνο ν’ ανοιχτούμε.
Ναι! χιονίζει, αρχίζουνε τα θαύματα
***
Η Ρεζέρβα
Διονύσης Σαββόπουλος
1979
Ο Διονύσης Σαββόπουλος το 1979 αποφασίζει να φωτογραφηθεί σ’ ένα σικάτο μπαράκι με χαμηλούς φωτισμούς, για το εξώφυλλο του νέου του διπλού δίσκου κάτω από τον τίτλο «Η Ρεζέρβα». Ένα τίτλο που όλους μας παραπέμπει σε κάθε τι που φυλάσσεται για μελλοντική χρήση. Στο απόθεμα. Στον ανταλλακτικό «τροχό» του αυτοκινήτου μας. Τι υπονοεί άραγε ο Σαββόπουλος; Ότι τα τραγούδια αυτά δεν ήταν εφάμιλλα των προηγουμένων και τα είχε εκεί για να τα βγάλει σε ώρα αδιέξοδη… Σε ώρα που ο καλλιτέχνης «δεν ξέρει τι να παίξει στα παιδιά, μα και στους μεγάλους». Κι όμως τίποτα απ’ όλα αυτά δεν ισχύουν. Η Ρεζέρβα είναι ο επαγγελματικός δίσκος του Διονύση από άποψη οργανοπαικτών και ενορχήστρωσης. Ήταν κατά κάποιον τρόπο το φινάλε μιας μεγαλειώδους πορείας και το άνοιγμα προς μια νέα περίοδο που θα μας επιφύλασσε πολλές ανατροπές, αναθεωρήσεις, εκπλήξεις, απογοητεύσεις, σκανδαλισμούς κ.λπ. Ο Σαββόπουλος ώριμος πια αφήνει στην άκρη την αισθητική των Βαλκανίων και το Ροκ, την παραμυθία της κυράς Μάρως και την καπατσοσύνη του Καραϊσκάκη (Τσε Γκουεβάρα) και αποφασίζει να ασχοληθεί με την τωρινή Ελλάδα. Αυτή που βλέπει και ζει και όχι με αυτήν που θα ήθελε ο ίδιος να είναι.
Η Ρεζέρβα δεν ασχολείται με τη νοσταλγία και το ρομαντισμό, άλλ’ ούτε και με τις γενικόλογες απόψεις των «προοδευτικών» του στυλ να φτιάξουμε ένα κόσμο καλύτερο. Τα τραγούδια της Ρεζέρβας μιλούν για την Ελλάδα των μικροαστών –αριστερών και δεξιών. Μιλούν για την Ελλάδα που μοιάζει με γελάδα και γλώσσα τυφλή στη γεωγραφία. Μιλά για την καθημερινότητα του Έλληνα που αθόρυβα συνεχίζει να ζει στο υπόγειο νησί του δημιουργώντας, αλλά και του Έλληνα που πιθηκίζει μιμούμενος ένα τρόπο ζωής που δεν του πάει. Ο Σαββόπουλος ως καλλιτέχνης πολιτεύεται και συνάμα ξενιτεύεται με όχημα τη δική του ελευθεριότητα που δεν μετριέται με κουκιά και χειροκροτήματα. Η Ρεζέρβα είναι το μεγαλειώδες στοίχημα του Σαββόπουλου με το χρόνο και τον εαυτόν του. Είναι το βύθισμα του δώδεκα παρά πέντε πριν μας πει την τελευταία του λέξη. Στην πραγματικότητα είναι ο δικός του ζεϊμπέκικος χορός, όπως το 20λέπτο Ζεϊμπέκικο του Νίκου που κάθε υποκριτική κοινωνία δεν αντέχει. Τα τραγούδια του δίσκου είναι: Πρωινό, Για την Κύπρο, Πολιτευτής, Γεννήθηκα στη Σαλονίκη, Για τα Παιδιά που’ ναι στο κόμμα, Για τον σοσιαλισμό, Μικρή Ελλάδα, Κανονάκι, Τι έπαιξα στο Λαύριο, Μακρύ Ζειμπέκικο για τον Νίκο, Πειρατής, Οι εκλογές Μαντινάδα, Άσπα, Αουντουαντάρια.
Για την Κύπρο
Διονύσης Σαββόπουλος
Σ’ αυτό το σχήμα που ξεβάφει αίμα και δάκρυ
δεν έχει τίποτ’ ακριβό να παραδώσεις
μον’ τη φλογίτσα που τσιρίζει στις κλειδώσεις
και κάνα φράγκο στο κουτό που ’ναι στην άκρη
Δεν είν’ οικόπεδο που το καταπατούνε
ούτε και μούρλα εθνική που επιστρέφει
είναι η Κύπρος που οι κουφάλες τη μισούνε
και η ανάγκη μας που όνομα δεν έχει
Κι αν λέω ψέματα κι αν λέω παραμύθια
κι η ζητιανιά τα δυο χεράκια μου στραβώνει
μην με μαλώνεις μόνο δώσε μια βοήθεια
το άδειο μας πρόσωπο η Κύπρος το πληρώνει
Και γιατί και γιατί δεν μας το λες
μόνο βγαίνεις στον κόσμο
όλο κλάψες και ψευτιές
***
Τραπεζάκια Έξω
Διονύσης Σαββόπουλος
1983 και ο Σαββόπουλος βγάζει τα τραπεζάκια του έξω. Βάζει «ωράριο εργασίας» και εκεί που λέει «τελείωσα, τραγούδια πια δεν βρίσκω» βγάζει «καινούργιο δίσκο»… Την ώρα που η «Αθήνα κάτω άναψε σαν ούφο» και «δέσμες φως» φανερώνουν των ανθρώπων τις χαρές και τις λύπες που αιώνες τώρα γυροφέρνουν στις φτωχογειτονιές και τα πανηγύρια. Ο Σαββόπουλος όμως δεν μένει στην επιφάνεια, αλλά αφουγκράζεται και ψυχορραγεί μαζί με τον «τρελαμένο» χουλιγκάνο, φωνάζοντας ότι «δίχως το καθρέφτισμα» εκείνου, «είμαστε φρικτοί». Χτυπώντας στα ίσα την υποκρισία όλων ημών των «ψόφιων θεατών», που ηδονιζόμαστε με το θέαμα απλωμένοι στα σαλόνια και που αρνούμαστε να ακούσουμε την ψυχή που μέσα από τη σπασμένη βιτρίνα του φαρμακείου φωνάζει «αναγνώστη βοήθεια». Λέγοντας μας να ακολουθήσουμε «το παιδί φρικιό» και «όλα τα αδέσποτα» της πόλης που βρίσκουν ρυθμό και νόημα μες στο σπίτι που αγνοούσαμε και περιφρονούσαμε. Εξαιρέτως τώρα που ευτυχώς «όλες οι γραμμές μας στραβωθήκαν και αποτύχαν» και επιτέλους μπορούμε να διακρίνουμε την ομορφιά μες στα «άθλια χωριουδάκια» της ασυνάρτητης επαρχίας. Όχι για τίποτα άλλο, αλλά για να βρει «το όνειρο μας φως και τρυφεράδα» στον αέναο κυκλωτικό χορό, ξορκίζοντας τη μιζέρια από τον τόπο και ημερεύοντας αυτούς που «ούτε στους γέρους τους δεν μπορούν να μοιάσουν». Προσθέτοντας «άλλα δέκα χρόνια» ζωής κόντρα στα πολιτικο-ιδεολογικά συμπλέγματα «προοδευτισμού». Για να μπορέσουμε να τραγουδήσουμε, χωρίς ντροπή, αντάμα με τον επαρχιώτη στη Ομόνοια ζήτω η Ελλάδα και κάθε τι μοναχικό… Kι είτε με τις αρχαιότητες είτε με ορθοδοξία των Eλλήνων οι κοινότητες φτιάχνουν άλλο γαλαξία. Τα τραπεζάκι που έβγαλε ο Σαββόπουλος, ήταν η άλλος ο Ελληνισμός που για αιώνες τρέφεται από την πίστη την Ορθόδοξη και έναν τρόπο μυστικό χωρίς φωνές και φανφάρες. Είναι ο δίσκος που θα τον απαξιώσουν οι σύντροφοί του και όσοι νόμιζαν ότι ήταν δικός τους… Είναι ο δίσκος που θα τραγουδήσει όλη η Ελλάδα, αλλά και ο δίσκος που θα κατηγορηθεί από την αριστερά ως «νέο-ορθόδοξος» αφού μαζί με άλλους συνοδοιπόρους του (Γιανναρά, Ράµφο, Μοσκώφ, Ζουράρι, Νέλλα κ.λπ. ) προσπαθούν να φέρουν τον «νεορθόδοξο σκοταδισμό» δηλαδή τον σκοταδισμό της χριστιανικής πίστης, την ώρα που οι κατηγορούμενοι ουδέποτε υπήρξαν κίνημα ή κάποια ομάδα με στόχους και πλάνο, απλώς ως διανοούμενοι, κάποιοι πρώην αριστεροί και κάποιοι θεολόγοι μιλούσαν περισσότερο φιλοσοφικά για έναν τρόπο ζωής κοινοτικό, την παράδοση, την Ορθοδοξία, την ελληνική ταυτότητα και ασκούσαν κριτική στον ευρωπαϊκό διαφωτισμό με μια άλλη γλώσσα που μπέρδευε τους ιδεολόγους της αριστεράς και τους ανθρώπους που πίστευαν στον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής…
Μυστικό Τοπίο
Δ. Σαββόπουλος
Σαν το παράπονο στη φράση εδώ και τώρα
σαν το σπασμένο φαρμακείο στις δύο η ώρα
σαν το καμένο το γήπεδο
σαν το αμόκ της μηχανής σου
μέσα απ’ της βιτρίνας τα θρύψαλα
ακούω την ψυχή σου.
Κι όπως σ’ ένα τοπίο μυστικό
αντικριστά στο κήτος
έτσι μια ευλογία που αγνοώ
με κρατάει
στο δικό σου το μήκος.
Μου ’στείλαν μηνύματα οι βιαστικοί σου οι νάνοι
απ’ το παραλήρημα της χώρας σου που αυξάνει
τρεις και μισή ξημερώματα
σαν διαδήλωση που πήζει
μαύρο γυαλί δίχως πρόσωπο
και ξαφνικά ραγίζει.
Και στου σκοτωμένου τον σφυγμό
στο φλας του ασθενοφόρου
καθρεφτίζει κάτι απ’ την ηχώ του Θεού
στον βυθό του Εωσφόρου.
Οι ρυθμοί μου λύσσαξαν μα δεν κρατούν τον ήχο
της μοναξιάς σου όταν κλαις και κτυπάς τον τοίχο
μες στης αυγής το μισόφωτο
σβήνω μίλια γραμμένης ύλης
να ’βρεις τη σελίδα κατάλευκη
να μπεις και ν’ ανατείλεις.
Μ’ ένα παρανάλωμα παντού
στη θεϊκή σου αλήθεια
σαν φωτογραφία ενός παιδιού
που μου λέει
αναγνώστη βοήθεια.
Θύρα 7 και θύρα κάτω από τις ερπύστριες
όλα διαβήκαν απ’ τις γλώσσες τις στραγγαλίστριες
κι όμως εγώ σ’ αφουγκράστηκα
σαν λεξούλα ενός αγνώστου
κι όχι σαν μέρος του λόγου τους
και του δικού τους πόστου.
Για να σ’ αγκαλιάσω με καημό
και τόσο να σε νοιώσω
όσο είναι τοπίο μυστικό
τούτο δω
που ποθώ ν’ αποδώσω.
***
20 χρόνια δρόμος
Διονύσης Σαββόπουλος
1983
Το 1983 κυκλοφορεί ο πρώτος ζωντανός δίσκος του Διονύση Σαββόπουλου που έφερε τον τίτλο «20 χρόνια δρόμος». Ο δίσκος περιείχε ηχητικά αποσπάσματα από τις συναυλίες που έδωσε στο Παλαί ντε Σπορ της Θεσσαλονίκης και στο Ολυμπιακό Στάδιο, όπου για πρώτη φορά 80000 κόσμος μαζεύτηκε για να ακούσει τον Σαββόπουλο. Έναν Σαββόπουλο ανανεωμένο με σαφή ελληνοκεντρικό προσανατολισμό, όπως τους συστήθηκε μέσα από τον δίσκο «Τραπεζάκια Έξω» που κυκλοφόρησε λίγους μήνες πριν. Έτσι εκείνη τη βραδιά στο Ολυμπιακό Στάδιο κανένας δεν ενδιαφερόταν για το τι πρέσβευε ο διπλανός του ή που ανήκε πολιτικά, αλλά το πλήθος μαζεύτηκε για να γιορτάσει μαζί μ’ έναν άνθρωπο που ήξερε να στήνει πανηγύρια χαράς και αισιοδοξίας, έστω κι αν δεν τον είχε συνηθίσει το κοινό του να πρωταγωνιστεί σε τέτοια μεγαλεπήβολα έργα. Τη βραδιά εκείνη δεν πήγαν όλα όπως τα ήθελε ο Διονύσης, όπως το παραδέχθηκε και ο ίδιος αργότερα, αφού σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας βρισκόταν σε αμηχανία. Στην ιστορία θα μείνει η προσγείωση του με αερόστατο στο στάδιο, που αργότερα έγινε αντικείμενο αυτοκριτικής από τον ίδιο. Παρόλα αυτά, ο δίσκος «20 χρόνια δρόμος» παραμένει ένα ντοκουμέντο δικαίωσης των κόπων και των αγωνιών του Σαββόπουλου από 80000 ανθρώπους. Τα τραγούδια του δίσκου είναι: Παραμυθάκι, Τι έπαιξα στο Λαύριο, Τον χειμώνα ετούτο, Μην μιλάς άλλο γι’ αγάπη, Είδα την Άννα κάποτε, Τσάμικο, Σαν τον Καραγκιόζη, Άγγελος εξάγγελος, Παράγκα, Στη συγκέντρωση της Ε.Φ.Ε.Ε., Μπάλλος, Η Συνεφούλα, Ήλιε ήλιε αρχηγέ, Ας κρατήσουν οι χοροί, Λα-λα-λα.
Λα-Λα-Λα
Διονύσης Σαββόπουλος
Πέσανε να μας φαν απ’ τον Απρίλιο
Πως το ανεβάσαμε ως εδώ
Τώρα το σκαλίζω στο βινύλιο
Σαν τους ναυτικούς και το πουλώ
Μετά τον ήχο η σιωπή
Του δίσκου μόνο οι τριγμοί
Και στο ατέρμονο αυλάκι
Είκοσι χρόνια μαζί
Και συνεχίζουμε εν πλω
Κοιτώντας πίσω τον αφρό
Ώσπου η ζωή να βασιλέψει
Εγώ θα σ’ αγαπώ
***
Το Κούρεμα
Διονύσης Σαββόπουλος
1989
Με τα «Τραπεζάκια Έξω» ο Σαββόπουλος εξέπληξε τους πάντες, αλλά δεν τους σόκαρε. Η στροφή του προς αναζήτηση του βαθύτερου νοήματος της ζωής μέσα από την τέχνη του και η συνάντηση του με την Ορθοδοξία, αλλά και το ψάξιμο μιας άλλης ελληνικότητας έξω από τον ελλαδισμό μπορεί να ξένισε μερικούς «προοδευτικούς», αλλά η πλειοψηφία του κόσμου ακόμα χόρευε στους ρυθμούς του καλαματιανού χορού του.
Στα επόμενα 5 χρόνια ο Διονύσης άλλους εξέπληττε και άλλους θύμωνε που τον έβλεπαν να μετέχει σε διάφορα καλλιτεχνικά δρώμενα. Τηλεοπτική εκπομπή «Ζήτω το Ελληνικό Τραγούδι», συνεργασία με Χατζιδάκι, κυκλοφορία δίσκων κ.λπ.», και λίγο πολύ παράμενε στο απυρόβλητο αυτός και οι επιλογές του.
Και εκεί που όλα κυλούσαν μες στην αιθάλη, αίφνης εμφανίζεται στις βιτρίνες των δισκοπωλείων ξυρισμένος με μια μούρη καλοαναθρεμμένου βουτυρόπαιδου να σε κοιτά κάπως χαζά και στο εξώφυλλο του δίσκου να γράφει «Το Κούρεμα»! Και πριν προλάβει να κυκλοφορήσει ο δίσκος, έγινε το σώσε. Σύμπασα η «προοδευτική» αριστερά του την πέφτει αγρίως. Ο Σαββόπουλος βάλλεται από παντού γιατί «πρόδωσε» τα πιστεύω της γενιάς του! Είναι ο Ιούδας που πούλησε τις αριστερές ιδέες του για τριάντα αργύρια. Είναι ο συντηρητικός που συναγελάζεται ολημερίς με την επάρατη δεξιά του Μητσοτάκη κ.λπ. Αυτός όμως αγέρωχος τους προκαλούσε λέγοντας τους ότι εδώ δεν ήλθαμε για να γελάσουμε (Μην Περιμένετε Αστειάκια). Τους τραγουδούσε για τη σχέση ανδρός και γυναικός με ένα περίεργο αντιφατικό συλλογισμό, λέγοντας τους ότι ο άντρας και η γυναίκα δεν είναι ίσοι, γιατί η γυναίκα είναι ανώτερη (Ο Άντρας Και Η Γυναίκα Δεν Είναι Ίσοι). Κρατώντας στο χέρι το νυστέρι χειρουργούσε βαθύτατα τη νυχτωμένη αριστερά μιλώντας για την αποτυχία της ( Η Αποτυχία Της Αριστεράς). Μ’ ένα χαρισματικό τρόπο αυτοσαρκαζόταν και σάρκαζε την ουτοπία των Ελλήνων εκδρομέων της δεκαετίας του ’60 (Εμείς Του 60), που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο χωρίς οι ίδιοι να αλλάξουν τον εαυτόν τους. Ξεσηκώνει όλους τους Έλληνες εναντίον του, καθότι δεν αντέχουν τις πικρές αλήθειες που τους εκστομίζει για την ομφαλοσκόπηση του «αθηναϊκού κρατιδίου» ονομάζοντας τους (Κωλοέλληνες). Ανάβει τα αίματα δηλώνοντας ότι ο Μητσοτάκης είναι καλύτερος «υδραυλικός» από τον Παπαντρέου (Το Μητσοτάκ). Απολογείται για το τρελόχαρτο που τον απάλλαξε από το στρατό και εύχεται με τη στράτευση του γιου του να σβήσει αυτό το μίασμα που βαραίνει την οικογένεια του (Ο Γιος Μου Πάει Στο Στρατό). Τέλος, αφού περνά η καταιγίδα κάθεται με ήσυχη τη συνείδηση του με μια φέτα δροσερό καρπούζι και γράφει το ποιητικότερο και καλύτερο τραγούδι που γράφτηκε ποτέ στην ελληνική δισκογραφία για το Καλοκαίρι.
Όλα αυτά ο κουρεμένος Σαββόπουλος τα πλήρωσε πολύ ακριβά, αφού για χρόνια σαν κυνηγημένος έπαιζε σε μαγαζιά άδεια και από παντού δεχόταν κριτικές, κι ας ήταν αυτός που πριν από λίγα χρόνια είχε μαζέψει σχεδόν 100000 κόσμο στο Ολυμπιακό Στάδιο. Τελικά, όπως όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες έτσι και ο Σαββόπουλος άντεξε γιατί ήξερε ότι τα τραγούδια του έλεγαν και πάλι την αλήθεια, έστω κι αν η πλειοψηφία των «προοδευτικών» αρνιόταν να την αφουγκραστεί για ένα πουκάμισο αδειανό.
Εμείς, του `60
Διονύσης Σαββόπουλος
Εμείς, του `60 οι εκδρομείς,
απόμακροι εξ αρχής
εκτός παραδομένου κόσμου εμείς,
ανήλικοι διαρκώς,
μα κι απ’ το καθεστώς
αμόλυντοι ευτυχώς, εμείς.
Εμείς, μιας δίψυχης ωδής
παράλογα ανοιχτής,
με συμπεριφορές ανατροπής,
και της βαθιάς μας ζωής
της συντηρητικής,
εμείς οι εκκρεμείς.
Χρονιές, με αίμα και φωτιές
και Χούντας κι Ιουλιανές,
και της μεταπολίτευσης φωνές,
αυτού του συρφετού,
του δημοκρατικού
του νέου εγωισμού, εμείς.
Εμείς, υπόγειας διαδρομής,
το `83 παχείς,
με “Τραπεζάκια Έξω” ευτυχείς,
σε κύμα ξαφνικό, στο “Ολυμπιακό”,
στο απόλυτο κενό.
Ο ιερέας χρυσώ κεκοσμημένος,
η κιμωλία, οι συλλαβές, ο δάσκαλος Φωτίου
κι ο στρατιώτης ακίνητος
και μόνο αυτός ο ήχος σημαίας και ιστίου.
Εδώ η μνήμη έχει ένα κενό.
Πώς αποσχηματίσθη αίφνης;
Υπνώθη σε καρέκλα σωματείου
ή πήγε και απετάγη;
Η μνήμη κρυπτοελογοτομήθη.
Πώς σκέπτονται οι άλλοι;
Όπως νομίζουν το σκότος
δε χρεώνεται αλλού.
Τι φταίνε τώρα οι μαύροι κυβερνώντες,
τα “Κάππα”, τα “ΠΑΣΟΚ” και τα “Νου Δου;”
Εμείς το εμφυσήσαμε το νέφος
που εντός του επωάσθηκαν όλοι αυτοί,
εμείς με τις αιώνιες τις δυσθυμίες μας
με το κενό και με το αμφισβητώ
σαν πετρωμένοι μέσα στο καθιστικό
να ζεις τον θάνατό σου,
για τους άλλους, δεν έχει τέτοιο επάγγελμα εδώ,
δεν έχει πια τραγούδι θεϊκό.
Χιονιάς, βραδιές αστροφεγγιάς,
το βούισμα της συκιάς,
σ’ αυτή την ηλικία, ή μιλάς
της καθεμιάς γενιάς
καινούριας και παλιάς,
ή κλείνεις και σιωπάς, για μας.
Σχεδόν 55 ετών,
με μπλοκ επιταγών,
χωρίς κανένα αντίκρισμα εξόν
την γη του θησαυρού,
τους τίτλους τ’ ουρανού
το αίμα του Θεού.
***
Μη πετάξεις τίποτα
Διονύσης Σαββόπουλος
1994
Ο δίσκος Μήν πετάξεις τίποτε (1993), έστω κι αν δεν αγκαλιάστηκε από τους «προοδευτικούς» και αριστερούς φίλους του Διονύση, ολοκληρώνει με τον καλύτερο τρόπο το μουσικό ταξίδι που ξεκίνησε ο τραγουδοποιός από τον ριζοσπαστικό δίσκο Τραπεζάκια έξω (1983) και τον σκανδαλώδη δίσκο που ακολούθησε, Το Κούρεμα (1989). Ένα ταξίδι, με το οποίο ο δημιουργός ενθουσιωδώς μας συστήνει μέσω τής τέχνης του, τον οικουμενικό τρόπο ζωής που ανεπιτήδευτα προτείνει μέσα στους αιώνες ο άλλος ελληνισμός, ο έξω ελληνισμός, ο ρωμαίικος πολιτισμός· που οι διαφωτιστές, σημερινοί ευρωπαϊστές, οι νεοέλληνες ιδεαλιστές τής Αριστεράς και οι άνθρωποι του νεοφιλελευθερισμού φρόντισαν και φροντίζουν μέχρι σήμερα να θάψουν, προβάλλοντας ως πατρίδα των Ελλήνων τον αφώτιστο ευρωπαϊσμό.
Η οδοιπορία δεν ήταν εύκολη, αλλά κακοτράχαλη. Εκεί που νόμιζε ο τραγουδοποιός ότι τα τραπεζάκια του θα μείνουν για πάντα έξω, πως θα γεμίζουν για πάντα ολυμπιακά στάδια, κουρεύεται, αλλάζει φάτσα και ακούει τα πάντα από τους πρώην συντρόφους του: ύβρεις, ειρωνείες και χλευασμούς. Αλλά δεν σταματά, δεν πετάει τίποτα και συνεχίζει μέχρι που καταλαβαίνει ότι το φορτίο είναι πολύ βαρύ για να το σηκώσει, και σιγά σιγά, μαλακώνει… Κι αυτό το μαλάκωμα αρχινά από το Μην πετάξεις τίποτα, που είναι εμφανές ότι σε αυτό εγκαταλείπεται η εθνική Ελλάδος, υποχωρεί ο νόστος για τον έξω ελληνισμό, και μας προτείνει, ως τελευταία λύση, το ιδιότυπο ρομαντικό ουτοπιστικό διαφωτιστικό όραμα του Ρήγα Φεραίου, που ήλπιζε σε μια πολυεθνική, διαπολιτισμική δημοκρατική κοινοπολιτεία, στην οποία θα συμμετέχουν οι απόκληροι «Ευρωπαίοι»: Βούλγαροι, Έλληνες, Αρμένιοι, Τούρκοι, Εβραίοι, Βλάχοι, Αλβανοί κ.λπ. Μάλιστα μέσα σε αυτήν τη βαλκανική κοινοπολιτεία κρατών και φυλών, ο Σαββόπουλος βάζει και τη «βυζαντινή» Κύπρο! Αν θυμάστε στο τραγούδι «Ακτίνες του Βορρά» γράφει τους σκανδαλώδεις στίχους που κάνουν τους αριστερούς και τους προοδευτικούς να κοκκινίζουν από θυμό, αλλά και τους δεξιούς να κοιτούν καχύποπτα: «Ο Βορράς είναι εκεί στη Λευκωσία, στον Χρυσόστομο (σ.σ. Χρυσόστομος Α΄, Αρχιεπίσκοπος Κύπρου) πλάι στην πράσινη γραμμή και δε δέχεται άλλη ομοσπονδία μόνο των Βαλκανίων τη Βυζαντινή».
Δηλαδή ο δίσκος έπεμπε πολλά «ιδεολογικά» μηνύματα που ο καθένας εισέπραττε και αξιολογούσε αναλόγως της σκοπιάς και της έπαλξης που υπηρετούσε, εθνικιστικά για τους αριστερούς, ύποπτα για τους δεξιούς, προδοτικά για τους αναρχικούς, αδιάφορα για τις μάζες… Πλην όμως ο Σαββόπουλος ήταν ξεκάθαρος… «Το μόνο που θέλει ο μουσικός είναι το έργο. Συγχωρείστε τον για την αδυναμία του».
Ακτίνες του Βορρά – 1994
Διονύσης Σαββόπουλος
Η ψυχή σου και το όνομά σου ένα, κεραυνών δισκοθήκη πίστας κραδασμός
με της Πέλλας τα άλογα λυμένα ο βορράς σου χορεύει πάντα ελληνικός.
Της Βεργίνας το ανάκτορο συνδέει με τα κέντρα του ήχου και των ταξιμιών
και σαν μαύρο τριαντάφυλλο χορεύει μ’ αετούς στην ακρόπολη των μοναχών
κι αντηχεί στα μεγάφωνα των φάρων, μ’ ένα ντέφι ροκάδικο παντοτινό
κι απ’ τη σκούφια του βγαίνουν σμήνη γλάρων κι ένα αεροπλανοφόρο δες, βυζαντινό!
Δε με παίζουν μα εσύ με καταλαβαίνεις. Κοκκινίζεις κι ανάβεις και λιώνω εγώ.
Απ’ το Ιάσιο μέχρι την Κερύνεια κι απ’ το μπουμ του ’40 στους σύγχρονους ρυθμούς
κι απ’ τα όρη του Ταύρου ως τα δελφίνια της Τεργέστης κι ως του Ευξείνου τους ασκούς
μ’ ακριβές μουσικές του Κουκουζέλη και χρυσές του Πανσέληνου ζωγραφικές
ο βορράς σου μια έγχρωμη νεφέλη, πολιτείες ουράνιες μες στις αστραπές.
Του βορρά είσαι κι εσύ ένα αηδόνι που σε ‘ρίξαν στ’ αέρια της Αττικής κι αν η Αθήνα σε γέρασε σε λιώνει,
των εφήβων την κόντρα μέσα σου θα βρεις.
Της καρδιάς σου η βασίλισσα υπάρχει και αιχμάλωτη στέκει στα μάτια σου εμπρός
σαν τον θρόνο του νέου Πατριάρχη, ο Θεός να του δίνει δύναμη και φως.
Κι ας ναρκώσαν τη βόρεια αίσθησή σου δένοντάς σε με θάλασσες τουριστικές
βλέπω πάλι φωτιά στην έκστασή σου, του βορρά σου ακτίνες οικουμενικές.
Δε με παίζουν μα εσύ με καταλαβαίνεις, κοκκινίζεις κι ανάβεις και λιώνω εγώ.
Ο Βορράς είναι εκεί στη Λευκωσία, στον Χρυσόστομο πλάι στην πράσινη γραμμή
και δε δέχεται άλλη ομοσπονδία μόνο των Βαλκανίων την Βυζαντινή.
***
Ο Χρονοποιός
Διονύσης Σαββόπουλος
1999
Ο «Χρονοποιός» του Σαββόπουλου κυκλοφόρησε 5 χρόνια μετά το δίσκο «Μη πετάξεις τίποτα» (1994), σε μια εποχή που ο τραγουδοποιός κάπως ξεπερνούσε το «σοκ» της απόρριψης για τις γνωστές του δηλώσεις για τον Μητσοτάκη και τη «στροφή» του προς την τόνωση της εθνικής συνείδησης. Τα νέα του τραγούδια αν και είχαν τη συνήθη «σαββοπουλική» γλώσσα χωρίζονταν σε επικαιρικά και υπαρξιακά. Δηλαδή, υπήρχαν τραγούδια επικαιρότητας που αναφέρονταν στη μοναξιά της Αμερικής και του Κλίντον, στη σύλληψη του Οτσαλάν, στα παιδιά του Γκάλη, στον βομβαρδισμό της Σερβίας, και τραγούδια πιο προσωπικά που αναφέρονταν σε φίλους που χάθηκαν, στο συνεχές αγώνισμα της διατήρησης της αγαπητικής και ερωτικής σχέσης, στην καθημερινότητα με τις αστοχίες της κ.λπ.
Με μια λιτή ακουστική ενορχήστρωση, εντελώς διεκπεραιωτική, ο Σαββόπουλος αφήνει να νοηθεί ότι δύσκολα θα γράψει νέα τραγούδια από δω και πέρα. Γεγονός που επιβεβαιώνεται, αφού αυτό που κάνει τα επόμενα χρόνια είναι να δίνει συναυλίες συνεχώς, και να ανακυκλώνει σε δίσκους τα ήδη γνωστά του τραγούδια.
Τα τραγούδια του δίσκου είναι: Χριστούγεννα πάντα τσακωνόμαστε, Με το κραγιόν σ’ ένα χαρτάκι, Το τσακάλι, Πλάι στο αρνάκι, Αηδόνι στην κερασιά, Η μοναξιά της Αμερικής, Σου μιλώ και κοκκινίζεις, Το φως στις 10 πμ, Τα χρυσά παιδιά του Γκάλη, Σωστικά συνεργεία, Ποιος φτιάχνει τα ανέκδοτα, Πρώτη του 2000, Χρονοποιός.
Χριστούγεννα πάντα τσακωνόμαστε
Διονύσης Σαββόπουλος
Χριστούγεννα πάντα τσακωνόμαστε !
Και τι σου χρωστώ και τι μου χρωστάς
Μια τύφλα εν τέλει μοιραζόμαστε
Κάν’ το να αλλάξει αν μ’ αγαπάς
Χριστούγεννα πάντα έχουμε εμφύλιο
Δώσ’ μου ειρήνη εννιά μηνώ
θα ανάβω, θα σβήνω σα δεντρύλλιο
κοντά σου ιδέες θα γεννώ
τη νέα δουλειά θα εγκυμονώ
Λάμπουν τα Χριστούγεννα στον καθρέφτη
μπάλες ασημένιες και χιόνι πέφτει
για να ‘ρθει ο χρόνος να γίνει
άγραφο χαρτί
Κάτω στην αυλή βρέχει καθρεφτάκια
γόμες και κιθάρες και μολυβάκια
για να εμπνευστεί ο χιονάνθρωπος
της γειτονιάς
τα στιχάκια της χρονιάς
Κι επί έναν χρόνο γιορτινό
στο γλυκό βουνό
με των μάγων το άστρο θα ανεβαίνω
χρόνια παιδικά και συντρόφους του έργου
ό,τι άλλο πλάι μου να ‘ναι ξένο
Μια κορφή χρυσή κι αγκαλιά μου εσύ
κόψε τους μαλάκες κι έλα δώσ’ μου
πάλι το φιλί στην Ανατολή
και στην άκρη του καινούργιου κόσμου
Και ως τ’ άλλα τα Χριστούγεννα
θα έχω ανεβάσει την δουλειά
να μην γυρίσω στα παλιά
στενά της αγοράς τους
Καλά Χριστούγεννα !
Μέσ’ από το μάτι της δουλειάς
να ‘ρθουν χαρούμενα
Κι ως τα άλλα τα Χριστούγεννα
θα την έχω ανεβάσει τη δουλειά
και στην άλλη απογραφή
η δική μας μετοχή
την καινούργια της να βρει αξία
Και ως τα άλλα τα Χριστούγεννα
με το μάτι της δουλειάς
και το μάτι της καρδιάς
να προλάβω τα τρεχούμενα
Χριστούγεννα πάντα είναι επώδυνο
να ξαναδώ το φως γυμνό
να σπαρταρώ το περιεχόμενο
να ιδρώνω λες και ξεγεννώ
κράτα το χέρι μου ενώ
Ήρθαν τα Χριστούγεννα να μας ζήσει
το μωρό αγορές να φωταγωγήσει
και ζαχαροπλάστης ο χρόνος
πάλι να γενεί
από την παραμονή
Επί ένα χρόνο γιορτινό στο γλυκό βουνό
με των μάγων το άστρο να ανεβαίνω





