Τό καινούργιο ὅλους μᾶς συναρπάζει μέ τήν ἑλκυστικότητά του. Τό καινούργιο ὡς ἄνοιγμα ἐλπίδας καί ὑπέρβαση τῆς παλαιότητας κατά βάθος ὅλοι τό ἀποζητοῦμε ὡς ὑπαρκτικό νόημα ζωῆς.
Κι ἄς μήν εἶναι μιά “ἀντικειμενική ἀξία”, ἀλλά κατ᾽ οὐσίαν μιά μετεχόμενη πραγματικότητα, ὑποκειμενική εἴτε διϋποκειμενική καί διακοινωνική.
Τά παλαιά δεδομένα στίς σχέσεις, στίς πληροφορίες, στίς ἐπιστημονικές κατακτήσεις, στούς κοινωνικούς σχεδιασμούς, στίς πολιτιστικές διεργασίες δέν μᾶς ξεκουράζουν.
Τά παλιωμένα μᾶς θυμίζουν τή φθειρόμενη ὄψη τοῦ κόσμου μας. Ἀκόμη κι ὅταν ἀποθαυμάζουμε τήν ἱστορία, τή λαογραφία, τά ἐπιτεύγματα τοῦ πολιτισμοῦ, τά ἀποθαυμάζουμε ὡς δεδομένα τῆς τωρινῆς ἀναβίωσής τους διά μέσου ἡμῶν τῶν σημερινῶν “ἐπενδυτῶν” τῆς ἐπικαιροποίησής τους. Καί τά μνημεῖα πολιτισμοῦ τά θέλουμε ἀποκατεστημένα, ἀνακαινισμένα, μέ τίς λιγότερες προσμείξεις παλαιότητος καί μεταβολισμοῦ στή δομικότητα καί στή θέασή τους.
Ὁ ἄνθρωπος ἐπιποθεῖ τό καινούργιο. Τά χρόνια πού περνοῦν τόν φέρνουν ἀντιμέτωπο μέ τήν “ὄψη” μιᾶς φθειρόμενης ἀδιέξοδης προοπτικῆς.
Ὁ ἄνθρωπος ἀποζητεῖ ἀπό τά ἐσώψυχά του νά “νεοποιεῖται”. Χαίρεται μέ τά παιδιά καί τά ἐγγόνια του, γιατί ἐνορᾶ μιά δική του διάρκεια στή δική τους παιδικότητα. Ὅσο ἐκεῖνα χαμογελοῦν, τό νιώθει κι αὐτός πώς τοῦ χαμογελᾶ ἡ ζωή.
Μέ ὅλα αὐτά καί πολλά ἄλλα, οἱ πάντες καθομολογοῦμε τό αἴσθημα τῆς παλαιότητας καί τό αἴτημα μιᾶς διαρκοῦς νεότητας.
Ποιός θά μᾶς κάνει νέους;
Ποιός θά μᾶς “νεοποιήσει”;
***
Μιά Μεγάλη Ἑβδομάδα μᾶς χρειαζόταν σίγουρα, γι᾽ αὐτό καί καθιερώθηκε ἀπό αἰώνων ὡς λατρευτικό πλαίσιο, τόσο ἀπαραίτητο ὡς ἐλάχιστο χρέος εὐγνώμονος λατρείας κατέναντι τοῦ Σωτῆρος καί συνεκκλησιασμένης θρησκευτικῆς σύγκλισης καί σύγκλησης ἡμῶν τῶν ἰδίων.
Τό σύντομο ἑβδομαδιαῖο πέρασμα ἀπό τή θλίψη στή χαρά, ἀπό τήν ἐξουθένωση στή θαλλερότητα, ἀπό τόν συμμετοχικό ἔσχαστο πόνο στήν ἀτέλειωτη εὐφροσύνη, ἀπό τόν ἐξιστορούμενο καί ὑμνολογούμενο θάνατο στήν προανηγγελμένη ἀφθαρσία καί ζωή, μέσα ἀπό τή σταύρωση, τήν ταφή καί τήν ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος (πού ξαναζοῦμε καί ἐπαναβιώσαμε ―ἄν ὄχι λατρευτικά― τουλάχιστον θρησκευτικο-συναισθηματικά κάθε Μεγάλη Ἑβδομάδα) συνιστᾶ γιά τούς πολλούς μιά θρησκειακή ἀπόπειρα νεοποίησης, ἀνανέωσης, ἀνάπαυλας.
Ἡ θεολογία τῆς ὑμνολογίας, πού αὐτές τίς μέρες συνήρπασε (εἰ καί ἀποσπασματικά) πολύ περισσότερους λατρευτές ἀπ᾽ ὅ,τι τόν ὑπόλοιπο χρόνο, ἔμμεσα ἀπηχεῖται στίς ὑπομονετικές συλλογικές ἐκδηλώσεις τῶν ἡμερῶν.
Μακρές σειρές ἀνθρώπων γίνονται κυριολεκτικά ἕνα πολυμελέστατο “ἐκκλησιαστικό σῶμα” ἀπό μικρούς καί μεγάλους, ἀπό παιδάκια καί γέροντες, πού προσαναμένει νά “κοινωνήσει” μέ τό Νυμφίο, μέ τόν Ἐσταυρωμένο, μέ τόν Ἄχραντο Νεκρό, μέ τόν Ἀναστάντα. Καταφιλώντας μέ μιάν ὁλοτελή λαχτάρα Ἐκεῖνον. Ὅπως τά μέλη πρός τήν Κεφαλή.
***
Κι Ἐκεῖνος;
Πῶς μᾶς προσδέχεται ὅλους ἐμᾶς, πού τελικά ἀποζητοῦμε νά ἀνανεώσουμε αὐτήν τή σχέση μας μαζί Του καί νά ξαναγίνουμε νέοι, ὡσάν νά ἀποδυόμαστε τή φθορά ἑνός ὁλόκληρου χρόνου ἤ μᾶλλον ὅλου μας τοῦ τρέχοντος βίου;
«Νεοποιεῖς τούς γηγενεῖς ὁ Πλαστουργός, χοϊκός χρηματίσας. Καί σινδών καί τάφος ὑπεμφαίνουσι τό συνόν σοι, Λόγε, μυστήριον. Ὁ εὐσχήμων γάρ βουλευτής τήν τοῦ σε φύσαντος βουλήν σχηματίζει, ἐν σοί μεγαλοπρεπῶς καινοποιοῦντός με». Μᾶς ἔπλασε ἀπό “χῶμα” κι ἔγινε ὁ Ἴδιος χοϊκός κι ἔτσι μᾶς ἔκανε τελείως νέους.
Ἔγινε ὁ δικός μας δρόμος νεοποίησης. Τό σεντόνι καί ὁ τάφος φανερώνουν τό μυστήριο τῆς ἀληθινῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Πατρός. Ὁπότε ὁ ἐνταφιαστής ὑπηρετεῖ τό θέλημα τοῦ Πατρός, πού τόσο τέλεια καί θεϊκά πραγματικά μᾶς ἔκανε καινούργιους, χωρίς τήν ἀδυσώπητη δεσποτεία τῆς φθορᾶς, ἀλλά συμμέτοχους στό Χριστό.
«Διά θανάτου τό θνητόν, διά ταφῆς τό φθαρτόν μεταβάλλεις· ἀφθαρτίζεις γάρ θεοπρεπέστατα, ἀπαθανατίζων τό πρόσλημμα· ἡ γάρ σάρξ σου διαφθοράν οὐκ οἶδε, Δέσποτα, οὐδέ ἡ ψυχή σου εἰς Ἅδην ξενοπρεπῶς ἐγκαταλέλειπται».
Μιά ἀνατροπή τῆς πορείας πού ἐμεῖς διαπτωτικά ἐπιλέξαμε, νά μαραζώνουμε δηλαδή. Ὁ Θεός ὅμως πέθανε καί νίκησε τή θνητότητα, ἐνταφιάστηκε ὡς πραγματικά νεκρός καί μετέβαλλε τή φθαρτότητα (σέ πορεία κοινῆς ἀναστάσεως). Αὐτό ἦταν τό πιό θεοπρεπές ἔργο Του, ἡ ἀνθρώπινη ἀφθαρσία Του καί ἡ αἰώνια ἀθανασία τοῦ θνητοῦ σώματός Του. Ὅπως καί ἡ δική μας νέα δημιουργία, ἡ δική μας νέα δυνατότητα νά ἀναστηθοῦμε μαζί Του στή Β΄ παρουσία Του. Ἀλλά καί νά ζοῦμε τή βεβαιότητα αὐτή ἀπό τό σήμερα, ἡ Πνευματική αὐτή βεβαιότητα νά καινουργιώνει τήν ἱστορική μας παρουσία.
***
Ἀπό τούς πιό γνωστούς (ἴσως καί προσφιλέστερους διά τοῦτο) κανόνες χριστολογικῆς ἐκφραστικότητος εἶναι ὁ πολυσυνθετικός κανόνας τῆς Μεγ. Παρασκευῆς.
Μέ προσμελώδημα συναφές πρός τήν Ἄκρα Ταπείνωση, τό ἡμικατανυκτικό καί ἡμιπανηγυρικό εἱρμολογικό ἄκουσμα τοῦ πλαγίου δευτέρου ἤχου.
Σέ ὅλα του τά τροπάρια (κι ἄς εἶναι ἀπό τρεῖς διαφορετικούς ὑμνογράφους) θεολογεῖ σωτηριολογικά τήν ἐκκλησιαστική ὁμολογία τῆς ἀντιδόσεως τῶν ἰδιωμάτων στό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου.
Παρουσιάζει τήν ἀνακεφαλαίωση τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης “ἐν τῷ προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ” “τοῦ παθόντος καί ταφῇ δοθέντος”, ὁ ὁποῖος “ὡς ἐκ θαλάμου τοῦ θηρός ἀνέθορε (=ἀνεπήδησε)”.
Διαδονεῖται αὐτός ὁ συνθετικός κανόνας ἀπό τά πιό γνωστά ἐφύμνια «Λυτρωτά, ὁ Θεός, εὐλογητός εἶ».
Μέ μιάν ποιητική συνέξαρση πρός τήν συγκλονιστική ἱερότητα τῆς “μεταβατικῆς ἡμέρας”, μεταξύ τοῦ σωτηρίου Πάθους (καί Ταφῆς) καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.
Ἴσως γι᾽ αὐτό τελικά ἐπιλέχθηκε ὥστε νά πρωτοψάλλεται στήν πιό “συναρπαστική” ἡμέρα τῆς λατρευτικῆς μας ταυτοποιήσεως, τή μεταβατική Μεγ. Παρασκευή τοῦ Μεγ. Σαββάτου, καί νά μεταψάλλεται πάλι στό μεταβατικό Μεγ. Σάββατο πρός τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα.
Ὁ διασυνθετικός αὐτός κανόνας ψάλλεται κυριολεκτικά καί γιά τήν “λυτρωτική ἐπιτάφια ἡμέρα” καί προεξαγγελτικά γιά τήν ἄληκτη “ἀναστάσιμη ἡμέρα”.
Γιά νά μεταλάβουμε διά τῶν θεολατρευτικῶν ὕμνων Ἐκεῖνον πού “μετέσχε τοῦ ἡμετέρου φυράματος” καί μᾶς παρέσχε τό μεγαλύτερο χάρισμα, τή θεία καί θεουργική κοινωνία Του.
Καθώς μάλιστα τό ἑσπέρας τῆς Μεγ. Παρασκευῆς “ἐπισυνάγονται” οἱ περισσότεροι πιστοί γιά τή θέαση τοῦ Ἀχράντου Νεκροῦ καί Φιλανθρώπου Σωτῆρος (σέ ὑπομονετική λατρευτική διάρκεια χρόνου) …
ὅπως ἐπίσης τό βράδυ τοῦ Μεγ. Σαββάτου (ἔστω μόνο) γιά τή φωτοδοσία καί τό ἄφθιτο κοσμοχαρμόσυνο ἄγγελμα πάλιν ἐπισυνάγονται οἱ περισσότεροι…
ἡ ἅγια πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἐνέπνευσε νά μελωδεῖται καί νά ξαναμελωδεῖται αὐτός ὁ θαυμάσιος κανόνας, ὥστε νά εἰσπράττεται ἡ χριστολογία καί ἀνθρωπολογία καί θεολογία του, ἔστω καί μόνο σάν μελωδικό ἄκουσμα και μελωδική ἀνάμνηση ἀπό τόσες καί τόσες ἀνθρώπινες καρδιές.
***
«Πέπαυται τόλμα μαθητῶν, Ἀριμαθαίας δέ ἀριστεύει Ἰωσήφ· νεκρόν γάρ καί γυμνόν θεώμενος τόν ἐπί πάντων Θεόν, αἰτεῖται καί κηδεύει κραυγάζων· οἱ παῖδες εὐλογεῖτε, ἱερεῖς ἀνυμνεῖτε, λαός ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τούς αἰῶνας»! (τό ἱστορικό γεγονός, ἐσχατολογικά διαμετεχόμενο, λατρευτικά διακοινωνούμενο, ὅπως θά πρότεινε θεοφορούμενος ὁ ὅσιος Πορφύριος).
Καθώς μάλιστα ―μέσα στήν ἱεροκατανυκτική ἔνταση καί ἔκπληξη τῆς προτεραίας― ἀκόμη δέν συνήλθαμε κι ἐμεῖς ἀπό τήν ἔκθλιψη καί τήν ἔκπληξη, ἀναλαμβάνει νά μᾶς χειραγωγήσει στήν Ἀλήθεια, στόν Ἀληθινό, ὁ ὑμνογράφος συνομολογῶν: «Ὤ τῶν θαυμάτων τῶν καινῶν! ὤ ἀγαθότητος! ὤ ἀφράστου ἀνοχῆς! ἑκών γάρ ὑπό γῆν σφραγίζεται ὁ ἐν ὑψίστοις οἰκῶν καί πλάνος (ὁ) Θεός συκοφαντεῖται! ὅν (ἐν τούτοις) παῖδες εὐλογεῖτε, ἱερεῖς ἀνυμνεῖτε, λαός ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τούς αἰῶνας».
Ἀνεύρομεν τό νόημα τῆς ζωῆς πού πρῶτος ἀνεῦρε ὁ σταυρωμένος ληστής, τόν Ἐσταυρωμένο ὡς παράδεισο τῆς θείας βασιλείας, μέ τή μία μόλις “ροπή” μιᾶς σωτηρίου ὁμολογίας γενόμενος ὡσαύτως “ναός τοῦ ἀχωρήτου”. Ἐκεῖνος ὁ δίκαιος ληστής ἔγινε χοράρχης τῶν παίδων, τῶν ἱερέων, τοῦ λαοῦ πού δι᾽ αἰώνων ὑπερυψοῖ θεοδοξαστικά τόν Σταυρωθέντα ὑπέρ ἡμῶν.
Ἀκολουθώντας τό δίκαιο ἐκεῖνο Ληστή στό δικό μας ἱστορικό παρόν, κι ἐμεῖς ―μέσα κι ἀπό τά ἀδιέξοδα καί τά βάσανα καί τίς ἀρρώστιες καί τίς ἄλλες διανθρώπινες ἐξουθενώσεις εἴτε ἐξαχρειώσεις ἤ καί θανατώσεις παραδίπλα μας― ἐπιλέγουμε τήν ἀνανέωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ταύτισης μέ τόν Σταυρωθέντα ὑπέρ ἡμῶν.
Ἐπιλέγουμε τήν ἀνακαίνιση πού μόνον Ἐκεῖνος μᾶς παρέχει ―στή “Ντοσογιέφκια” διαπάλη μέ τό Θεό― καί Τόν ἀνθομολογοῦμε ὡς τόν μόνο κυριολεκτικό δικό μας.
Ὡς τόν μόνο κυριολεκτικά “μεριζόμενο καί μή διαιρούμενο” σέ τόσες συνειδήσεις καί καρδιές.
***
«Ἀνῃρέθης, ἀλλ᾽ οὐ διῃρέθης, Λόγε, ἧς μετέσχες σαρκός· εἰ γάρ καί λέλυταί σου ὁ ναός, ἐν τῷ καιρῷ τοῦ πάθους, ἀλλά καί οὕτω μία ἦν ὑπόστασις τῆς Θεότητος καί τῆς σαρκός σου· ἐν ἀμφοτέροις γάρ εἷς ὑπάρχεις Υἱός, Λόγος τοῦ Θεοῦ, Θεός καί ἄνθρωπος».
Ἡ μοναδική θεραπεία στόν πανανθρώπινο κατακερματισμό.
Θά τήν δοῦμε ὁριστικά στή Β΄ παρουσία Του.
Τώρα, περνοῦμε κι ἐμεῖς ἀπό τή διαδικασία τῆς πίστης. “Μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες” τό μυστήριό Του, τή θεανθρωπότητά Του.
Καί πιστεύοντες αὐτό τό σωτηριῶδες μυστήριό Του, τό “ὑπέρ ἡμῶν”, τό “δι᾽ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν”, τό ψέλνουμε σέ ὀκτώ ἤχους καί τό διαλαλοῦμε ὅτι Τόν θανάτωσαν, ἀλλά δέν ξεχώρισε ὡς Θεός ἀπό τήν ἀνθρωπινότητά Του. Καταστράφηκε ὁ ναός τῆς ἀνθρωπινότητάς Του μέ τή σταύρωση (τό σῶμα πέθανε, ἡ ψυχή χωρίστηκε), ἀλλά παρέμεινε καί γιά τό σῶμα καί γιά τήν ψυχή Του ὑπόσταση τό δικό Του θεϊκό Πρόσωπο.
Καί γιά τήν ἀνθρωπινότητά Του (στό σταυρωμένο σῶμα καί στήν ἐκπνεύσασα ψυχή Του) καί γιά τήν θεϊκότητά Του παρέμεινε ὁ ἕνας Υἱός, ὁ Λόγος πού μᾶς ἀποκαλύπτει τό Θεό Πατέρα, ὁ Θεός καί ἄνθρωπος, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός.
Κι αὐτό τό δικό Του μυστήριο εἶναι ἡ μοναδική μας τέλεια ἀνανέωση.
Ἡ μοναδική μας τέλεια ἐλπίδα.
Ὄντας τό σῶμα καί ἡ ψυχή μας (στήν ἀνθρώπινη ὑπαρκτικότητά μας) μέλος τῆς Ἐκκλησίας Του, μέλος τοῦ σώματος τῆς ἱστορικῆς Θεανθρωπότητός Του, εἴμαστε καί γινόμαστε καί θά γίνουμε κι ἐμεῖς “νεοποιημένοι γηγενεῖς”.
Μᾶς προσαναμένει ὁ Ἀναστάς, νά γινόμαστε ἡ ἱστορική ἐπιβεβαίωση τῆς ἀναστάσεώς Του.
Πηγή: https://www.ekklisiaonline.gr/nea/neopiis-tous-gigenis-o-plastourgos-choikos-chrimatisas/