Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου στην Ακολουθία της Β΄ Στάσεως των Χαιρετισμών της Υπεραγίας Θεοτόκου, που τελέσθηκε στον ιερό ναό Παναγίας Θεοτόκου της «Απολυτρώσεως των Εξηρτημένων» της κοινότητος Κανναβιών-Αγίας Ειρήνης της μητροπολιτικής περιφέρειας Μόρφου (22.3.2019).
Με μεγάλη χαρά ήλθαμε σήμερα στην ευλογημένη κοινότητα των Κανναβιών, για να απαγγείλομε ενώπιον της θαυματουργής εικόνος της Παναγίας της Απολυτρώσεως των Εξηρτημένων τη Β΄ Στάση των Χαιρετισμών της Θεοτόκου.
Ξέρετε τί εσκεπτόμουν τώρα που προσκυνούσα την Παναγίας μας εδώ; Της Παναγίας, εσκέφθηκα, και ίσως να ‘χω λάθος, αλλά νομίζω δεν έχω. Της Παναγίας της εφορτώσαμε όλες τες δικές μας αδυναμίες. Της Παναγίας της εφορτώσαμε όλες τες δικές μας δυσκολίες. Αυτά που δεν μπορούμε εμείς να επιτύχομε, τα αναθέσαμε σε ποικίλα εικονίσματα της Παναγίας: Δεν έχουν οι γυναίκες μας γάλα; Εφεύραμε την Παναγία τη Γαλακτοτροφούσα. Δεν έχομε βροχές; Έχομε την Παναγία την Βροχοκυρά. Δεν έχομε ελευθερία, που πάντα η Κύπρος ήταν διψασμένη για βροχές και ελευθερία; Έχομε την Παναγία την Ελευθερώτρια. Δεν μπορούμε να κουμαντάρομε τα παιδιά μας και να τα κρατήσομε καθαρά από ουσίες ναρκωτικές; Δεν μπορούμε να κρατήσομε τον εαυτό μας μακριά από το αλκοόλ και γινόμεθα αλκοολικοί, εξηρτημένοι από αυτή την ιδιότητα του κρασιού; Δεν αντέχομε εις τον πειρασμό της τύχης και των τυχερών παιχνιδιών; Ψάξαμε, βρήκαμε, ότι οι Ρώσοι προηγήθηκαν από μας και είχαν από τον 16ο αιώνα εικόνα και τώρα την αναβίωσαν στα νεώτερα χρόνια μετά την αθεΐα, την Παναγία που λυτρώνει τους εξηρτημένους αδελφούς από ναρκωτικά, από αλκοόλ, από τυχερά παιχνίδια, από ποικίλες ουσίες, ακόμη και αυτό το τσιγάρο που δεν είναι αθώο. Ακόμη και όλα αυτά τα ταπεινά, Παναγία μου, που εμείς, ως πνευματικοί πατέρες, πρώτα οι κληρικοί, οι αρχιερείς και οι ιερείς που δεν κατορθώνομε να αλλάξομε τα παιδιά μας προς τον δρόμο του Υιού σου, σου το φορτώσαμε και αυτό εσένα. Και σου είπαμε, Παναγία μου, ανάλαβε και το έργο της απεξάρτησης εσύ.
Προσπαθούμε εμείς οι άνθρωποι, αλλά σήμερα είναι τόση μεγάλη η δαιμονική ενέργεια, που όσα και να πράξουμε εμείς, κάθε τι ανθρώπινο ηττάται ενώπιον της δαιμονικής ενέργειας που εμείς αυξάνομε, που εμείς προκαλούμε, ένεκεν των πολλών εκτρώσεων, των πολλών σαρκικών αμαρτιών, της πολλής μαγείας και της πολλής βλασφημίας και αποστασίας από τον δρόμο του Χριστού μας, όπως μου είπε ένας σύγχρονος άγιος. Ένεκεν όλων αυτών, τα παιδιά χάνουν πλέον το νόημα της ζωής. Εμείς οι ποιμένες και οι γονείς τους και οι παππούδες και οι γιαγιάδες, δεν μπορούμε να τα εμπνεύσουμε να πουν ένα «Πάτερ ἡμῶν». Να κάμουν το σταυρό τους. Να κάμουν ένα προσκύνημα. Δεν τα μάθαμε τα παιδιά μας να μετανοούν, ενώ τους εδώσαμε πολλά άλλα. Και γαλλικά και πιάνα και αγγλικά και φροντιστήρια και γνώσεις ανθρώπινες, αλλά δεν τους εδώσαμε το Φως που η Παναγία εγέννησε, η Θεοτόκος, η μητέρα του Φωτός.
Όλα αυτά, Παναγία μου, τα ανάλαβες εσύ. Και σε ευχαριστούμε, που σ᾿ αυτή την ταπεινή κώμη, ανάμεσα σε Σολέα και Πιτσιλιά, ευρίσκεται αυτή η εικόνα σου πλέον τα τελευταία χρόνια η θαυματουργή και δίδει δύναμη και θέληση, σ᾿ αυτούς που δεν έχουν δύναμη, που δεν έχουν θέληση να αλλάξουν τη ζωή τους. Που πολλές φορές θέλουν αλλά δεν μπορούν.
Λέει και ο απόστολος Παύλος. Ποιος; Ένας απόστολος Παύλος. «Ἃ μὴ θέλω, πράττω». Αυτά που δεν θέλω, όμως τα πράττω. «Ταλαίπωρος ἄνθρωπος, λέει, τίς με ρύσεται ἐκ τοῦ θανάτου. Τῆς θελήσεως». Και έρχεται το σώμα του Χριστού, η αγία Εκκλησία μας είναι το σώμα, το Θεανθρώπινο σώμα του Χριστού μας. Αυτό το σώμα που η Παναγία εδάνεισε στον Θεό Λόγο και «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς παρθένου», εγεννήθη εκεί εις την Βηθλεέμ και σε λίγες μέρες, θα γιορτάσουμε τες απαρχές αυτής της σαρκώσεως με την μεγάλη εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.
Και έρχεται λοιπόν η Θεοτόκος μας και μας προσφέρει αυτό το σώμα, το οποίον είναι η Εκκλησία μας, το Θεανθρώπινο, επαναλαμβάνω, σώμα. Και μας λέει, μέσα σ᾿ αυτό το σώμα, μέσα σ᾿ αυτή «τὴν μίαν ἁγίαν, καθολική, ἀποστολική Ὀρθόδοξην Ἐκκλησία», θα μάθετε να μετανοείτε. Να μάθετε να ασκητεύετε. Ο καθένας κατά τη δύναμή του. Αλλά, αυτό που μπορώ, να το δώσω του Χριστού. Ούτε αυτό δεν το μάθαμε εις τα παιδιά μας. Να τους πούμε, παιδί μου, μπορείς να κάμεις το ολίγον; Κάνε το. Το πολύ, θα το προσθέσει ο Θεός. Ούτε αυτό δεν τους το μάθαμε.
Μου έλεγε ένας εκ των συγχρόνων αγίων γερόντων, μαθητής του αγίου Νικηφόρου του Λεπρού, ο γέρων Ευμένιος, από την Κρήτη. Ο Σαριδάκης στο επίθετο. Όταν του έλεγα, νέο παιδί τότε φοιτητής, γέροντα, θέλω να αλλάξω τα λάθη και τα πάθη του εαυτού μου, να τα μεταμορφώσω, αλλά βλέπω ότι συνεχώς τα επαναλαμβάνω. Για λίγο καιρό σταματώ, μετά συνεχίζω. Γιατί να συμβαίνει αυτό. Και ακούτε, τι ωραία απάντηση μου έδωσε. Αυτό, παιδί μου, συμβαίνει γιατί θέλουμε να αλλάξουμε αλλά φαίνεται θέλουμε λίγο. Αν θέλαμε πολύ και αν είχαμε πολλή πόθο, θα τα καταφέρναμε. Και θα μας βοηθούσε και η Παναγία. Αλλά θέλουμε λίγο. Και του λέω, εμείς που θέλουμε λίγο τί κάμνουμε. Και μου είπε, να μιλάς του Χριστού απλά. Όπως μιλά ο γέρων Ιάκωβος της Εύβοιας απλά, στην εικόνα του αγίου Δαβίδ. Και να του λες, «Χριστέ μου, Παναγία μου, θέλω να αλλάξω. Θέλω να διορθώσω τον εαυτό μου αλλά θέλω λίγο. Βοήθα με εσύ», ο οποίος Χριστός, έχεις το τέλειο ανθρώπινο θέλημα και το τέλειον θείο θέλημα. Βοήθα με Εσύ, να πολλύνω (αυξήσω) το θέλω μου. Να αυξήσω τον πόθο μου για Σένα, την αγάπη μου για το σώμα Σου, για την Εκκλησία μας.
Και τότε, όταν αυτά μιλάς του Χριστού και της Παναγίας με την καρδιά σου την πονεμένη, το λίγο σου θα το κάμει πολύ. Τη μικρή σου επιθυμία θα την κάμει πόθο. Και τη σπίθα θα την κάμει πυρκαγιά. Έτσι να μάθομε να μιλούμε του Χριστού μας. και εξαιρέτως εις την Παναγία μας. Μάλλον, πρώτα μαθαίνουμε να μιλούμε έτσι, να προσευχόμεθα έτσι στην Παναγία μας και αυτή σιγά-σιγά ως μητέρα και ως οδηγήτρια όπως ονομάζεται από τον απόστολο Λουκά, μας οδηγεί εις τον Υιόν της.
Και κάτι τελευταίο που σήμερα με αφορμή την παρουσία μου κοντά σας, ερχόταν συνεχώς εις την καρδιά μου, τί διαβάσαμε στην αρχή-αρχή των Οίκων, των Χαιρετισμών δηλαδή: «Ἤκουσαν οἱ ποιμένες, τῶν Ἀγγέλων ὑμνούντων, τὴν ἔνσαρκον Χριστοῦ παρουσίαν». Λέει για τη στιγμή, που ήταν ο Χριστός και η Παναγία μας εις την Βηθλεέμ. Εις το σπήλαιο της Βηθλεέμ. Και εκεί, οι Ποιμένες, οι βοσκοί δηλαδή, ήκουσαν τους Αγγέλους να υμνούν την παρουσία του Χριστού. Ποιαν παρουσία του Χριστού. Την πρώτη παρουσία, την ένσαρκο παρουσία του Χριστού. Εκείνη τη στιγμή που εγεννήθηκε ο Θεάνθρωπος Ιησούς. Και τι έκαμαν αυτοί οι Ποιμένες; «Καὶ δραμόντες ὡς πρὸς ποιμένα, θεωροῦσι τοῦτον ὡς ἀμνὸν ἄμωμον ἐν τῇ γαστρὶ Μαρίας βοσκηθέντα. Και έτρεξαν, λέει. Ἔδραμαν, σημαίνει πηγαίνω με βήμα ταχύ. Εξ ου και απόδρασις, όταν κάποιος αποδρά. Καὶ ἔδραμαν, λέει, σαν να πήγαιναν σε ποιμένα. Σε άνθρωπο δηλαδή που κουμαντάρει έναν ολόκληρο κοπάδι. Και τι θεωρούσι; Τι είδαν, ενώ πήγαιναν για ποιμένα; Είδαν έναν «μικρὸ ἀμνὸν ἄμωμον». Ένα μικρό προβατάκι άμωμο, χωρίς μώμο, χωρίς ακαθαρσία, χωρίς αμαρτία, αναμάρτητο. Και αυτός ο μικρός άμωμος αμνός, αυτό το μικρό προβατάκι, είχε τη δυνατότητα να βόσκει εις τη γαστέρα της Μαρίας, της Παναγίας, εννιά ολόκληρους μήνες. Από 25 του Μάρτη έως 25 του Δεκέμβρη.
Μας περιγράφει εδώ την απαρχή της γιορτής που έρχεται. Του Ευαγγελισμού. Που κατέληξε αυτή η γιορτή στη μητρόπολη των εορτών, στα Χριστούγεννα. Και ότι η πιο απλοί και αγράμματοι άνθρωποι, οι βοσκοί, μπορούσαν, είχαν καθαρά αυτιά, λόγο της απλότητάς τους και της ακακίας τους για να ακούν τους αγγέλους. Αυτοί τελικά, λέει, είναι οι πραγματικοί ποιμένες, οι οποίοι έτρεξαν για να βρουν έναν Δεσπότη. Και αντί να βρουν Δεσπότη, βρήκαν έναν ταπεινό αρνάκι να κάθεται ως βρέφος Ιησούς στις αγκαλιές της μάνας του, της Παναγίας.
Λοιπόν, σήμερα, αδελφοί μου, έχουμε ανάγκη από βοσκούς. Από ποιμένες. Από ανθρώπους οι οποίοι να μπορούν να ακούν τους αγγέλους. Μπορώ εγώ ως επίσκοπος της Μόρφου, σιγά-σιγά, παρακαλώντας την Παναγία και τον Χριστό, να μου δώσει πραότητα, ταπείνωση και απλότητα, το θέλημά Του να γίνει θέλημά μου. Η αγάπη του Χριστού μου να γίνει αγάπη μου. Ο πόθος του Χριστού μου να γίνει πόθος μου. Τότε και τα πνευματικά μου παιδιά θα γίνονται καλύτερα. Γιατί; Γιατί θα γίνομαι ταπεινός όπως τον Χριστό, που έτρεξαν οι βοσκοί και αντί να βρουν έναν δεσπότη, και μετά οι Μάγοι που ήρθαν από την Περσία και αντί να βρουν αυτοί έναν βασιλέα, βρήκαν έναν δούλο, έναν απλό παιδάκι. Και ξαφνιάστηκαν. Και πληροφορείτο η καρδία τους, ότι αυτό το παιδάκι είναι ο Θεός που έπλασε τα σύμπαντα. Που έπλασε τον άνθρωπο. Που θα νικήσει τον θάνατο στον Γολγοθά. Που θα νικήσει τον διάβολο και την αμαρτία την ανθρώπινη. Και είναι αναμάρτητος. Άμωμος αμνός. Και το άκουαν μέσα τους. Αλλά Τον έβλεπαν τόσο ταπεινό, που εξεπλήττοντο. Και έλεγαν όλα αυτά τα «Χαῖρε».
Αν εμείς στη ζωή μας την καθημερινή, ο καθένας στο χωριό του, στην πόλη του, στο σπίτι του με τα παιδιά μας, με τα εγγόνια μας, με τους φίλους μας, γινόμαστε μικρότεροι, ταπεινότεροι, θα έχομε μεγαλύτερα αποτελέσματα. Στην επικοινωνία μας με τους ανθρώπους, με τους αγίους, με την Παναγία μας, στο τέλος-τέλος με τον Χριστό. Το πρόβλημά μας είναι ένα. Δεν μπορούμε να ταπεινωθούμε. Όπως ένας ολόκληρος Θεός εταπεινώθηκε και έγινε βρέφος.
Βλέπετε στην εικόνα του χωριού σας, μέσα σε έναν ποτήριον είναι ο Χριστός. Έναν παιδάριο που ευλογεί. Ως Δεσπότης ευλογεί. Αλλά είναι παιδάριον. Και είναι μέσα στο Άγιον Ποτήριον. Ένας Θεός που σμικρύνεται τόσο πολύ για να τον χωράει έναν κουταλάκι. Για να μπορέσει να χωρέσει μέσα στο στόμα μας. Μέσα στο σώμα μας. Να τα σκεφτόμαστε αυτά. Και επειδή καθημερινά, συνηθίσαμε τον νου μας να περηφανεύεται και να γίνεται αυθαίρετος και εγωιστής, άμα αρχίσουμε αυτά να σκεφτόμαστε, ο νους μας πλέον αρχίζει και γίνεται πιο ταπεινός. Και όταν λέμε πιο ταπεινός, γίνεται περισσότερο Χριστός. Χριστοειδής. Καθότι η ταπείνωσις είναι το ένδυμα της θεότητας.
Αυτά είχα να πω σήμερα στην αγάπη σας. Ευχηθείτε εσείς για μας που λέμε τους μεγάλους λόγους και εμείς για σας. Να έχομε Καλό Στάδιο σ᾿ αυτές τις μέρες της νηστείας, κατά τη δύναμη του καθενός. Συμμετοχή στις Ακολουθίες μας, που είναι πολλές. Στις Λειτουργίες. Προηγιασμένες και τες άλλες τες τέλειες. Και να έχομε πόθο Χριστού. Να συναντήσουμε αυτό τον Ποιμένα. Να τον φάμε και να τον πιούμε «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον».
Και όταν αυτά γίνονται με πόθο και όποτε είναι λίγος ο πόθος, είπαμε στην αρχή του κηρύγματος. Μιλούμε της Παναγίας να αυξάνει τον πόθο μας, την επιθυμία μας για Θεό. Και τότε τα παιδιά μας, και τότε τα έκγονά μας θα μας ακολουθούν. Γιατί βλέπουν ότι οι μεγάλοι δεν είναι λόγια. Είναι ταπεινοί άνθρωποι. Αυτό λείπει σήμερα, αγαπητοί μου, από την κοινωνία μας. Και έχει τόση φθορά και τόση διαφθορά. Η ταπείνωση λείπει.
Ας αρχίσομε εμείς οι Χριστιανοί, εμείς οι πιστοί ή έστω ολιγόπιστοι, αυτή την προσπάθεια. Και με την καθοδήγηση ενός πνευματικού, να εισέλθομε στο μυστήριο της άκρας ταπείνωσης του Δεσπότη Χριστού. Του καλού Ποιμένος, που γίνεται και αμνός.